ΤΑ «ΝΑΙ ΚΑΙ ΟΧΙ» ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ
«πίστος δὲ
ὁ θεὸς ὅτι ὁ λόγος ἡμῶν ὁ πρὸς ὑμᾶς οὐκ ἔστιν ναὶ καὶ οὔ. ὁ τοῦ θεοῦ γὰρ υἱὸς
Χριστὸς Ἰησοῦς ὁ ἐν ὑμῖν δι' ἡμῶν κηρυχθείς, δι' ἐμοῦ καὶ Σιλουανοῦ καὶ
Τιμοθέου, οὐκ ἐγένετο ναὶ καὶ οὐ ἀλλὰ ναὶ ἐν αὐτῷ γέγονεν» (Β’ Κορ.α:18,19)
Είναι σοφό το αξίωμα ότι «δεν υπάρχει καμία αλήθεια που να συγκρούεται με την αλήθεια». Συμπεραίνουμε συνεπώς ότι στις λεγόμενες εκκλησιαστικές παραδόσεις δεν υπάρχει η αλήθεια γιατί όχι μόνον διαφωνούν και συγκρούονται με την αλήθεια των Γραφών, αλλά επειδή διαφωνούν και συγκρούονται και μεταξύ τους. Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε με ποιόν τρόπο.
Ο Ανδρούτσος, διατυπώνει έτσι τον ορισμό της παράδοσης:
«Παράδοσιν εννοούμεν πάντα τα δόγματα, άτινα ή
ελλείπουσι, ή όλως εσκιασμένως και αμυδρώς φέρονται εν τη Γραφή, δυνάμει εν
αυτή εγκείμενα, και δεόμενα του φωτός της Ιεράς Παραδόσεως, όπως περιβληθώσι
την προήκουσαν τω δόγματι ενάργειαν, οία ο νηπιοβαπτισμός, η επίκλησις των
Αγίων, και η τιμή των εικόνων και των λειψάνων».
Στον ορισμό του αυτόν, ο συγγραφέας μας εξηγεί ότι η επίσημη
παράδοση περιλαμβάνει δύο ειδών δογματικά συστήματα.
1. Εκείνα
πού δεν αναφέρονται διόλου στις Γραφές και
2. Εκείνα
πού αναφέρονται στις Γραφές «εσκιασμένως και αμυδρώς» και τα όποια για να
ερμηνευθούν χρειάζονται το φως της παράδοσης.
Και συνεχίζει:
«οι Ορθόδοξοι έχομεν διδάγματα πίστεως, περί
ών ούτε η Γραφή μαρτυρεί, ούτε η Εκκλησία απεφάνθη επισήμως διά γενικών
συνόδων. Ότι δηλαδή τα μυστήρια είναι επτά, δεν έχομεν ούτε Γραφικήν μαρτυρίαν
ούτε επίσημον της 'Εκκλησίας απόφασιν».
Με άλλα λόγια, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας λέει, η Ορθόδοξη
Εκκλησία έχει επιβάλει δόγματα πίστης τα όποια ούτε η Αγία Γραφή περιλαμβάνει,
ούτε καμία σύνοδος έχει επικυρώσει.
Και ιδού τώρα το περίεργο:
«την Δυτικήν Εκκλησίαν», γράφει πάλι ο ίδιος,
«κατακρίνομεν διότι ανέπτυξε δόγματα όχι μόνον ελλείποντα εν τη Γραφή αλλά και
εν τη παραδόσει».
Στην περίπτωση όμως αυτή, αποδεικνύεται πλήρης σύγχυση. Ενώ από το ένα μέρος ο συγγραφέας μας εξηγεί ότι καλώς η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει επιβάλει δόγματα πίστης «περί ων ούτε η Γραφή μαρτυρεί... », από το άλλο μέρος κατακρίνει την Δυτική Εκκλησία διότι επιβάλλει δόγματα «ελλείποντα εν τη Γραφή».
Κι' ακόμα, από το ένα μέρος μας πληροφορεί ότι η Ορθόδοξη
Εκκλησία έχει θεσπίσει το δόγμα των μυστηρίων, χωρίς το δόγμα αυτό να έχει
αναγνωρισθεί από καμία σύνοδο, ενώ από το άλλο μέρος κατακρίνει την Δυτική
Εκκλησία διότι παραδέχεται δόγματα τα όποια δεν ανευρίσκονται στην παράδοση. Αν
όμως η επίσημη και αλάθητη φωνή της παράδοσης, όπως μαθαίνουμε, είναι οι
αποφάσεις των Οικουμενικών συνόδων και αν καμία από τις συνόδους αυτές δεν
αναγνώρισε το δόγμα των επτά μυστηρίων, πώς τότε ο συγγραφέας κατακρίνει τη
Δυτική Εκκλησία διότι θέσπισε δόγματα έξω από την επίσημη παράδοση; Η κατάκρισή
του συνεπώς πρέπει να στραφεί εξίσου και εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας
διότι, όπως αποδεικνύεται, κι’ αυτή «ανέπτυξε δόγματα όχι μόνον ελλείποντα εν
τη Γραφή αλλά και εν τη παραδόσει».
Όποιος έρευνα χωρίς προκατάληψη τις πηγές της παράδοσης, θα
διαπιστώσει ότι η διαφορά μεταξύ της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας, ως
προς τις παραδόσεις, είναι διαφορά καθαρώς θεωρητική και διόλου ουσιαστική.
Διότι, ενώ η Δυτική Εκκλησία, ίσως πιο τολμηρή, κηρύττει σαν δικαίωμά της να
θεσπίζει νέα δόγματα, η Ανατολική Εκκλησία Ισχυρίζεται ότι παρέλαβε τις
προφορικές παραδόσεις από τούς αποστόλους, ενώ, όπως αποδεικνύεται, οι
παραδόσεις αυτές περιέχουν δόγματα που ήταν άγνωστα όχι μόνον στους αποστόλους
αλλά και σ’ αυτές ακόμα τις πηγές που η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει σαν τις
επίσημες πηγές των παραδόσεών της, δηλαδή στις συνόδους.
Ας δούμε τώρα το θέμα του Κανόνα της Αγίας Γραφής, για το
οποίο ο Χρήστος Ανδρούτσος, καθηγητής της Δογματικής και Χριστιανικής Ηθικής
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, γράφει:
«Ο κανόνας της Γραφής είναι αίνιγμα άλυτο
κατά τας Προτεσταντικάς αρχάς. Τίνα δηλαδή είναι τα κανονικά βιβλία της Αγίας
Γραφής, οι μεν Ορθόδοξοι και οι Δυτικοί παραλαμβάνουν ασφαλώς παρά της αλάθητου
εκκλησιαστικής παραδόσεως. Αλλά οι Διαμαρτυρόμενοι αποτεμόντες τον δεσμόν
τούτον προς την παράδοσιν, και μόνην την Γραφήν ως την μόνην αύθεντίαν
κηρύττοντες, μάτην πειρώνται να εξεύρωσι βάσιν τινά έφ' ης να εμπεδώσωσι το επί
της άμμου δογματικόν αυτών σύστημα».
Και συνεχίζει:
«Τον κανόνα της Γραφής παρέλαβον οι
Διαμαρτυρόμενοι εκ της εκκλησιαστικής παραδόσεως».
Ιδού με άλλα λόγια, τι μας
πληροφορεί ο κ. Ανδρούτσος σχετικά με τον κανόνα της Αγίας Γραφής:
Ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία κατέχει
τον κανόνα της Γραφής όπως τον παρέλαβε «από την αλάθητη εκκλησιαστική παράδοση», ενώ οι
Διαμαρτυρόμενοι, στηρίζοντας το δόγμα της πίστης τους αποκλειστικά στις Γραφές,
αλλά αρνούμενοι την παράδοση, έχουν το δογματικό τους σύστημα στερεωμένο στην άμμο.
Ότι οι Διαμαρτυρόμενοι, αν και
αποδοκιμάζουν την παράδοση, ωστόσο
από την
παράδοση, έχουν παραλάβει το στήριγμα της πίστης τους, δηλαδή τα
κανονικά βιβλία της Γραφής.
Αυτό όμως δεν είναι ιστορικά
αλήθεια, γιατί αν και ο κ. Ανδρούτσος γράφει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία
«παραλαμβάνει ασφαλώς (τον κανόνα της Άγιας Γραφής) από την αλάθητη εκκλησιαστική
παράδοση», όμως ή εκκλησιαστική παράδοση δεν έχει παραδώσει κανένα συγκεκριμένο
κι' αναγνωρισμένο κανόνα, ούτε των βιβλίων της Παλαιάς ούτε της Καινής
Διαθήκης. Πόσα, δηλαδή, και ποια είναι τα κανονικά, θεόπνευστα, βιβλία της Γραφής,
αυτό για την εκκλησιαστική παράδοση παραμένει μέχρι σήμερα ένα πρόβλημα
σκοτεινό και άλυτο, πάνω στο οποίο τόσο οι αναγνωρισμένες τοπικές Σύνοδοι όσο
και οι εκκλησιαστικοί Πατέρες και συγγραφείς έχουν εκφράσει ασυμφωνίες και
αντιφάσεις.
Και ιδού ένα μόνο μέρος του
άλυτου προβλήματος:
Σχετικά με τον κανόνα της Παλαιάς
Διαθήκης.
Στον Εβραϊκό κανόνα που
περιλαμβάνει τα 39 κανονικά βιβλία,
Η Σύνοδος της Λαοδικείας, (360
μ.Χ.), προσθέτει το βιβλίο «Βαρούχ».
Η Σύνοδος της Καρθαγένης (419
μ.Χ.), αφαιρεί το βιβλίο «Βαρούχ» που είχε εγκρίνει η προηγούμενη Σύνοδος και
αντί αυτού προσθέτει τα βιβλία «Τωβίας» και «Ιουδήθ».
Οι 85 Αποστολικοί Κανόνες,
αφαιρούν από τον κανόνα τα βιβλία «Τωβίας» και «Ιουδήθ», που είχε επικυρώσει η
Σύνοδος της Καρθαγένης, προσθέτουν το βιβλίο «Βαρούχ» που απέρριψε η ίδια
Σύνοδος, κι' επίσης προσθέτουν σαν κανονικά τρία νέα βιβλία, τα «Μακκαβαίων Ι,
II και III».
Ο Μέγας Αθανάσιος (397), δεν
δέχεται τα Βιβλία των Μακκαβαίων σαν κανονικά και εγκρίνει το βιβλίο Βαρούχ.
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (394)
απορρίπτει σαν μη κανονικά τα βιβλία Βαρούχ, Τωβίας, Ιουδήθ και Μακκαβαίων Ι, II, III, τα οποία είχαν
αναγνωρίσει σαν κανονικά οι προηγούμενες Σύνοδοι και οι 85 Αποστολικοί Κανόνες.
Η Σύνοδος στην Ιερουσαλήμ επί
Δοσιθέου εγκρίνει τον κανόνα της Συνόδου της Λαοδικείας και επί πλέον προσθέτει
τα βιβλία «Ιουδήθ», «Τωβίας», «Ιστορία Δράκοντος», «Ιστορία Σωσσάνης», και
«Σοφία Σειράχ», κ.ο.κ.