Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Γραφές και παραδόσεις (17)


Σχετικά με τον κανόνα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης.

Όταν ερευνάμε το θέμα της διαμόρφωσης του κανόνα της Καινής Διαθήκης, δηλαδή του καταλόγου που περιλαμβάνει τα θεόπνευστα βιβλία της Χριστιανικής αποκάλυψης, πρέπει να έχουμε υπόψη τα έξης δύο βασικά γεγονότα:

Πρώτο, ότι με την αναχώρηση και του τελευταίου αποστόλου από τη ζωή, η Οικουμενική Εκκλησία, το Σώμα του Χρίστου, ήδη είχε τα γρα­πτά που είχαν συντάξει οι απόστολοι. (Με τον όρο «Οικουμενική Εκκλησία» δεν εννοούμε κανένα από τους γνωστούς κλάδους της Χριστιανοσύνης, αλλά την Εκκλησία σαν σώμα Χρίστου, στην πνευματική του ενότητα, όπως την ορίζει ο απόστολος Παύλος (Εφεσ.α:23, ε:30 κλ.).

Δεύτερο, ότι τα γραπτά αυτά, σαν θεόπνευστα που είναι, φέρουν όλα τα διακρι­τικά γνωρίσματα της αυθεντικότητας και της αξιοπιστίας τους. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι θεμελιώδους σημασίας και χρειάζεται να τις λάβουμε οπωσδήποτε υπόψη, αν θέλουμε να εννοήσουμε σωστά το φαινόμενο του Κανόνα της Και­νής Διαθήκης.

Η πρώτη προϋπόθεση:

Είναι αλήθεια ότι κάθε τοπική εκκλησία, λ.χ. των Κοριν­θίων ή των Εφεσίων, δεν είχε απ’ την αρχή ολόκληρο τον κανόνα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Όμως, το ση­μαντικό γεγονός ήταν ότι η Εκκλησία του Χριστού, σαν οικουμενικό σώμα, είχε εξαρχής στους κόλπους της όλα τα αποστολικά γραπτά που αργότερα αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη. Η απόκτηση των γραπτών αυτών κι' από την καθεμία τοπική εκκλησία χωριστά, ήταν ζήτημα που έλαβε βαθμιαία λύση δια μέσου της πνευματικής επικοινωνίας των κατά τόπους εκκλησιών, στις οποίες οι απόστολοι απηύθυναν τα θεόπνευστα γραπτά τους. Καθώς μάλιστα μαθαίνομε, ο ίδιος ο απόστολος Παύλος εν­θάρρυνε αυτού του είδους την πνευματική επικοινωνία και την υπέδειξε, όταν έδωσε εντολή στην εκκλησία των Κολοσσαέων ν' ανταλλάξει την επιστολή που τους έστειλε μ’ αυτή που έστειλε στους Λαοδικείς.

«και αφού αναγνωσθή μεταξύ σας η επιστολή, κάμετε να αναγνωσθή και εν τη εκκλησία των Λαοδικέων, και την εκ Λαοδικείας να αναγνώσητε και σεις» (Κολ.δ:16).

Κατά τον ίδιο τρόπο, η εκκλησία της Κορίνθου έπρεπε ν' ανταλλάξει την επιστολή της με αυτή της εκκλησίας της Ρώ­μης κ.ο.κ. Τα εδάφια που παραθέτουν από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου ο Κλήμης Ρώμης, Πολύκαρπος, Ιγνάτιος, κι άλλοι αποστολικοί Πατέρες, αποδεικνύουν το γεγονός ότι μία συλλογή των επιστο­λών του Παύλου υπήρχε στα αρχεία των εκκλησιών της Ιταλίας, της Μ. Ασίας και της Συρίας από την τελευταία ακόμη περίοδο του πρώτου μ.Χ. αιώνα. Εξάλλου ο περίφημος «Μουρατόρειος Κανόνας» - αρχές 2ου μ.Χ. αιώνα - που κατά γενική ομολογία περιλαμβάνει τον αρχαιότερο κατάλογο των βιβλίων του κανό­να - αριθμεί σαν κανονικά τα: 4 Ευαγγέλια, τις Πράξεις των Απο­στόλων, τις 13 επιστολές του Παύλου, δύο επιστολές του Ιωάν­νη, μία του Ιούδα, και την Αποκάλυψη. 

Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι ανάλογα με τις τότε δυνατότητες επικοινωνίας των κατά τόπους αδελφών εκκλησιών, το μεγαλύτερο μέρος του σημε­ρινού κανόνα της Καινής Διαθήκης είχε ήδη συγκροτηθεί από τις αρχές του 2ου μ.Χ, αιώνα, πολύ πιθανόν δε ακόμη νωρίτερα, χωρίς την απόφαση καμιάς επίσημης ή ανεπίσημης εκκλησια­στικής αρχής, παρά μόνο βάσει των πνευματικών σχέσεων και της ανταλλαγής των αποστολικών γραπτών μεταξύ των εκκλησιών.

Το πρωταρχικό ζήτημα που απασχόλησε, απ’ την αρχή, τη μεταποστολική Εκκλησία ήταν πώς όλα τα γνήσια απο­στολικά κείμενα που ήδη κατείχε η Νύμφη Χρίστου, θα διαμοιράζονταν ανάμεσα στις κατά τόπους εκκλησίες, ώστε εκείνο που ανήκει σε όλους, να το έχει καθεμία χωριστά.

Ο κανόνας της Καινής Διαθήκης, δεν έχει διαμορφωθεί από μεταγενέστερες διατάξεις της Εκκλησιαστικής Παράδοσης, ούτε είναι το αποτέλεσμα της μιας ή της άλλης Συνοδικής απόφασης. Τη μορφή του ο κανόνας της Καινής Διαθήκης την πήρε μέσα από την πνευματική επικοινωνία που διατηρούσαν μετα­ξύ τους οι κατά τόπους διασκορπισμένες εκκλησίες. Όσο για τη μεταποστολική εκκλησία, αυτή δεν καθόρισε τίποτε για τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, απλά αναγνώρισε και αποδέχτηκε ένα γεγονός που ήδη υπήρχε εξαρχής.

Η δεύτερη προϋπόθεση:

Τα αποστολικά γραπτά έχουν όλα τα διακριτικά γνωρίσματα της ηλικίας, της αυθεντικότητας και της αξιοπιστίας τους.

Το προνόμιο του αλάθητου, θα ήταν απαραίτητο στην Ορθόδοξη Εκκλησία αν είχε την αποστολή να θεσπίζει νέα δόγματα, όπως οι απόστολοι που έπρεπε να ήταν κάτοχοι του αλάθητου, ώστε να καταχωρήσουν τα δόγματα της Σωτηρίας στα κεί­μενα της Καινής Διαθήκης, δίχως παραλείψεις ή πλάνες.

Εφόσον όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία διατείνεται ότι δεν θεσπίζει νέα δόγματα αλλά «φυλάττει τα εξαρχής παραδοθέντα», δεν δη­μιουργείται καμία ανάγκη να διεκδικεί το προνόμιο του αλάθητου. Οι Εβραίοι φύλαξαν με σχολαστική πιστότητα τα δόγματα του Νόμου και τα Βιβλία της Π. Διαθήκης χωρίς ποτέ να διεκδικήσουν το προνόμιο του αλάθητου. Ούτε ο απόστολος Παύλος ανακήρυξε τον Τιμόθεο σαν αλάθητο όταν του παρήγγειλε να φυλάει «την καλήν παρακαταθήκην».

Το αλάθητο είναι προνόμιο εντελώς περιττό στον φύλακα ενός γραπτού ή ενός δόγματος.

Η άλλη δικαιολογία που προβάλλουν οι οπαδοί των παρα­δόσεων κατά την οποίαν το αλάθητο της Ορθόδοξης Εκκλη­σίας είναι αναγκαίο σαν η απαραίτητη προϋπόθεση για την αυ­θεντική και ακριβή ερμηνεία των Γραφών, αποδεικνύεται δικαιο­λογία τελείως αβάσιμη επειδή προσκρούει στις ίδιες τις Γραφές. Γνωρίζουμε φυσικά ότι, σαν αποκάλυψη από Θεού, οι Γραφές δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν και να ερμηνευτούν παρά με την οδηγία του Αγίου Πνεύματος (Α΄Κορ.β:10). Χωρίς την οδηγία του Πνεύματος, ή Χριστιανική αποκάλυψη είναι ακατανόητη στον άνθρωπο και η ερμηνεία της ολωσδιόλου παρεξηγημένη.

«Ο φυσικός όμως άνθρωπος δεν δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού· διότι είναι μωρία εις αυτόν, και δεν δύναται να γνωρίση αυτά, διότι πνευματικώς ανακρίνονται» (Α΄Κορ.β:14).

Το προνόμιο όμως της οδηγίας του Πνεύματος δεν το έ­χει αποκλειστικά η Οικουμενική Σύνοδος. Σύμφωνα με τις διαβε­βαιώσεις των Γραφών το Άγιο Πνεύμα χορηγείται στον καθένα πιστό χωριστά.