ΒΑΡΝΑΒΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Η Επιστολή Βαρνάβα θεωρείται
γραπτό πανάρχαιας προέλευσης, η δε σύνταξή της έχει αποδοθεί, ιδίως από τον
Κλήμεντα Αλεξανδρείας, στον Βαρνάβα, συνοδό του αποστόλου Παύλου. Μνεία της
επιστολής κάνουν ο Ιγνάτιος και ο Ειρηναίος.
Η χρονολογία της συγγραφής της
επιστολής αυτής έχει προσδιοριστεί μεταξύ του 70-110 μ.Χ., το γεγονός μάλιστα
ότι αποτελεί παράρτημα του ξακουστού Σιναϊτικού Κώδικα (4ος αιώνας) αφήνει την
υποψία ότι υπήρξε εποχή που διεκδικούσε θέση μεταξύ των κανονικών βιβλίων της
Καινής Διαθήκης.
Μολονότι οι σύγχρονοι κριτικοί
των κειμένων αμφισβητούν σοβαρά την προέλευση της από το Βαρνάβα, ακόλουθο και
συνεργάτη του Παύλου, εντούτοις, η επιστολή δεν θεωρείται ότι ανήκει στην
κατηγορία πλαστού έργου. Ο συγγραφέας εκφράζεται σαν ένας ταπεινός και ευσεβής
Χριστιανός ο όποιος έγραψε για να κατηχήσει τους αναγνώστες του και να τους οικοδόμηση
στην πίστη του Χριστού.
Το κύριο θέμα της επιστολής
Βαρνάβα είναι να δείξει τη θέση της Παλαιάς Διαθήκης στη Νέα Οικονομία. Ψέγει
τους Ιουδαίους διότι παρεξηγούν το Νόμο και τους προφήτες κι επιμένει ότι η
περιτομή, το Σάββατο, οι διακρίσεις φαγητών και λοιποί θεσμοί της Παλαιάς
Διαθήκης δεν γράφτηκαν για να τηρηθούν κατά γράμμα το νόημα τους είναι
αποκλειστικά μυστικό και πνευματικό.
Οι προφορικές παραδόσεις δεν
έχουν καμία δογματική αξία στη χριστιανική διδασκαλία του Βαρνάβα. Ούτε
επικαλείται τις παραδόσεις ούτε προτρέπει τους αναγνώστες της επιστολής να
προσέχουν παραδόσεις. Τουναντίον, η επίμονη προσφυγή του στις Γραφές, — το
μεγαλύτερο μέρος της επιστολής του το καλύπτουν αυτούσια Γραφικά εδάφια,— είναι
απόδειξη αρκετά σαφής, ότι για τον Βαρνάβα, άλλος κανόνας πίστεως από τις
Γραφές δεν υπάρχει κανένας.
Ο νέος Νόμος του Χρίστου έχει
σκεπάσει εντελώς και δια παντός τον παλαιό Νόμο του Μωυσή, γράφει ό Βαρνάβας. Η
προσπάθεια δικαίωσης ενώπιον του Θεού με εξωτερικά έργα, με εκτέλεση διαφόρων
θρησκευτικών τύπων και διατάξεων, κατά τα έθιμα της Παλαιάς Διαθήκης, είναι
μεγάλη παρεξήγηση των υποχρεώσεων του ανθρώπου απέναντι του Θεού.
Σαν άκαρπους εξωτερικούς τύπους
και έργα ό Βαρνάβας παρουσιάζει μεταξύ άλλων:
Την τήρηση τελετουργικών πράξεων και προσαγωγή προσφορών.
II. 6. «Εάν φέρητε σεμίδαλιν, μάταιον
θυμίαμα βδέλυγμά μοι έστίν· τάς νεομηνίας υμών και τα Σάββατα ουκ ανέχομαι·
ταύτα ούν κατήργησεν, ίνα ο καινός νόμος του κυρίου ημών Ιησού Χριστού, άνευ
ζυγού Ανάγκης ών, μή ανθρωποποίητον εχη την προσφοράν».
Αποδοκιμάζει τη νηστεία ως μέσον σωτηρίας
II. Ιδού αύτη η νηστεία ην εγώ εξελεξάμην,
λέγει Κύριος· λύε πάντα δεσμόν αδικίας, διάλυε στραγγαλιάς βίαιων συναλλαγμάτων
απόστελλε τεθραυσμένους έν αφέσει και πάσαν άδικον συγγραφήν διάσπα. Διάθρυπτε
πεινώσιν τον άρτον σου, και γυμνόν εάν ίδης περίβαλε αστέγους εισάγε εις τον
οίκον σου και εάν ίδης ταπεινόν ουχ υπερόψη αοτόν, ουδέ από των οικείων του
σπέρματός σου. Τότε ραγήσεται πρώιμόν το φως σου και τα ιμάτιά σου ταχέως
ανατέλει και προπορεύσεται έμπροσθέν σου η δικαιοσύνη και η δόξα του Θεού
περιστελεί σε».
Αποτρέπει την προσήλωση σε χειροποίητους ναούς.
VI. 13. «Ναός άγιος αδελφοί μου, τω Κυρίω,
το κατοικητήριον ημών της καρδίας, λέγει γάρ ο Κύριος. Και έν τίνι οφθήσομαι τω
Κυρίω τω θεω μου και δοξασθήσομαι ; λέγει εξομολογούμσι σοι έν εκκλησίαις
αδελφών μου και ψαλλώ σοι αναμέσον εκκλησίαις άγιων».
Και πάλι:
XVI. 6. «Πρό του ημάς πιστεύσαι τω θεω ήν
ημών το κατοικητήριον της καρδίας φθαρτόν και ασθενές... Οικοδομηθήσεται δέ επί
τω ρήματι Κυρίου. Προσέχετε δέ ίνα ο ναός του Κυρίου ενδόξως οικοδομηθή. Πώς;
Μάθετε. Λαβόντες την άφεσιν των αμαρτιών και ελπίσαντες επί το όνομα εγενόμεθα
καινοί πάλιν εξ αρχής κτιζόμενοι, διό εν τω κατοικητηρίω ήμών ο Θεός κατοικεί
εν ημίν».
Η ερευνά που μόλις τελειώσαμε,
στα γραπτά των αποστολικών πατέρων, είχε σκοπό να δείξει ότι οι απόστολοι δεν
άφησαν στους αμέσως μετέπειτα διαδόχους τους ούτε προφορικές διατάξεις ούτε
κανόνες πίστης, έξω από την επίσημη γραπτή παράδοση τους που υπάρχει στα βιβλία
της Καινής Διαθήκης. Αν οι απόστολοι άφηναν πράγματι τέτοια προφορική παράδοση
και μάλιστα, καθώς διδάσκεται σήμερα, σαν «ισόκυρο και ισοδύναμο και ισοστάσιο
πηγή με τας Γραφάς», στην περίπτωση αυτή, οι αποστολικοί Πατέρες, όπως μιλάνε
για τις Γραφές, θα έπρεπε να μιλάνε και για τις προφορικές παραδόσεις, κι όπως
συνιστούν την εφαρμογή των Γραφών θα έπρεπε να συνιστούν, και μάλιστα με την
ίδια έμφαση και την εφαρμογή των προφορικών παραδόσεων.
Όμως, όπως φαίνεται καθαρά, οι
αποστολικοί πατέρες δεν γνώριζαν απολύτως τίποτε για προφορικές διατάξεις και
παραδόσεις των αποστόλων. Για τους αποστολικούς πατέρες άλλος κανόνας πίστης
από τις Γραφές δεν υπήρχε κανένας. Η μαρτυρία συνεπώς των αποστολικών πατέρων
είναι ότι το σημερινό δόγμα των Εκκλησιαστικών Παραδόσεων δεν έχει αποστολική
προέλευση.