ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΟΥΓΔΟΥΝΟΥ
Ο τόπος και η χρονολογία της
γέννησης του Ειρηναίου δεν μας είναι απ’ ευθείας γνωστά, από χρονολογικό όμως
συσχετισμό διαφόρων περιστατικών τα όποια αναφέρει στα έργα του, συμπεραίνουμε
ότι γεννήθηκε στη Συρία περί το 128 - 130 μ.Χ. και ότι σε μικρή σχετικά ηλικία,
μετοίκισε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, όπου, καθώς ο ίδιος μας πληροφορεί,
άκουσε τον Πολύκαρπο.
Από τη Σμύρνη, ο Ειρηναίος
μετανάστευσε στη Γαλατία, στη σημερινή Γαλλία, και εγκαταστάθηκε στην πόλη
Λούγδουνον, την σημερινή Lyon όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος της εκεί
εκκλησίας. Επίσκοπος Λουγδούνου ήταν τότε ο Ποθεινός, ο οποίος μαρτύρησε δια
σκληρού θανάτου επί του αιματηρού διωγμού του Μάρκου Αυρήλιου. Κατά την περίοδο
του διωγμού αυτού, ο Ειρηναίος απουσίαζε από την Lyon ευρισκόμενος στη Ρώμη με
ειδική αποστολή εκ μέρους της εκκλησίας. Όταν επέστρεψε,177 μ.Χ., αναδείχθηκε
επίσκοπος Λουγδούνου, διαδεχθείς τον μαρτυρήσαντα Ποθεινόν. Ο Ειρηναίος κατείχε
την επισκοπική έδρα μέχρι του θανάτου του, το 200 μ.Χ.
Ο Θεοδώρητος, μεταγενέστερος
εκκλησιαστικός συγγραφέας, ονομάζει τον Ειρηναίο «φωστήρα Γαλατών των Εσπερίων»
εξαιτίας της απολογητικής ικανότητας και της οξείας θεολογικής σκέψης που τον
διέκριναν. Από τα γραπτά έργα του ξεχωρίζει το «Κατά Αιρέσεων» σε πέντε
διαδοχικά βιβλία, τα όποια αφιερώνει προπάντων για να απαντήσει στα
επιχειρήματα των Γνωστικών καθώς και για να εξηγήσει τη βάση της αληθινής
Αποστολικής Παράδοσης.
Ευθύς εξαρχής, στον πρόλογο του
παραπάνω έργου του, ο Ειρηναίος μας παρουσιάζει το απόλυτο και μοναδικό κύρος
των Γραφών, σαν το βασικό αξίωμα της διδασκαλίας του.
Ειρηναίος, Κατά Αιρέσεων III. 1
Μετάφραση από το Λατινικό
κείμενο:
«Ο Κύριος των πάντων έδωσε στους
αποστόλους του την δύναμη να κηρύξουν το Ευαγγέλιο. Διά μέσου αυτών γνωρίζουμε
την αλήθεια, τη διδασκαλία του Γιού του Θεού . . . Δεν γνωρίσαμε την οικονομία
της σωτηρίας μας δια μέσου άλλων παρά δι' αυτών οι όποιοι μετέδωσαν σ’ εμάς το
Ευαγγέλιο. Αυτό το Ευαγγέλιο, αρχικά το κήρυξαν, κατόπιν δια θελήματος Θεού το
μετέδωσαν σ’ εμάς δια των Γραφών, οι οποίες αποτελούν το εδραίωμα και τον στύλο
της πίστης μας».
Ο Ειρηναίος λοιπόν διευκρινίζει
τα έξης ενδιαφέροντα σημεία σχετικά με την αποστολική παράδοση:
Πρώτο. Οι απόστολοι παρέδωσαν το
Ευαγγέλιο της Σωτηρίας δια μέσου των γραπτών κειμένων τους, τα οποία, σαν
Γραφές, πρέπει να θεωρούνται «το εδραίωμα και ο στύλος της πίστης μας».
Δεύτερο. Οι απόστολοι μας
μετέδωσαν γραπτά το ευαγγέλιο ολόκληρο. Δεν λέει ο Ειρηναίος ότι μας μετέδωσαν
«ένα μέρος του Ευαγγελίου».
Τρίτο. Ο Ειρηναίος υπενθυμίζει
στους αναγνώστες του το αμετάθετο κύρος του αποστολικού κηρύγματος, «... δεν
γνωρίσαμε την οικονομία της Σωτηρίας μας δι' άλλων παρά δια μέσου αυτών, των
αποστόλων». Κατά τον Ειρηναίο λοιπόν οποιαδήποτε διδασκαλία η δόγμα που δεν
έχει αποστολική προέλευση πρέπει να καταδικαστεί.
Τέταρτο. Τα γραπτά κείμενα της
Καινής Διαθήκης εκθέτουν το προφορικό κήρυγμα των αποστόλων ακέραιο και
ακριβές.
Αυτό το ευαγγέλιο αρχικά, οι
απόστολοι το κήρυξαν, κατόπιν δια θελήματος Θεού το μετέδωσαν δια των Γραφών οι
οποίες αποτελούν το εδραίωμα και τον στύλο της πίστης μας».
Ο Ειρηναίος επανέρχεται στο ίδιο
θέμα για να υποστηρίξει τη διδασκαλία του, ως προς την αποστολική παράδοση, με
πιο συγκεκριμένες ιστορικές μαρτυρίες.
Ειρηναίος, Κατά Αιρέσεων ΙΙΙ. 1.
«Μετά δε την τούτων έξοδον, Πέτρου και
Παύλου, Μάρκος, ο μαθητής και ερμηνευτής Πέτρου, και αυτός τα υπό του Πέτρου
κηρυσσόμενα εγγράφως ημίν παρέδωκε. Και Λουκάς δε ακόλουθος Παύλου, το υπ' εκείνου κηρυσσόμενον ευαγγέλιον εν βιβλίω κατέθετο.
Έπειτα Ιωάννης, ο μαθητής του Κυρίου, ο και επί το στήθος αυτού αναπεσών και
αυτός εξέδωκε το Εύαγγέλιον, εν Εφέσω της Ασίας διατριβών».
Εδώ ο Ειρηναίος μας πληροφορεί
ότι ο Μάρκος, μαθητής και ερμηνευτής του αποστόλου Πέτρου, παρέδωσε γραπτά στην
Εκκλησία, όλα όσα κήρυττε ο Πέτρος δια ζώσης, «αυτός, ο Μάρκος, τα υπό του Πέτρου
κηρυττόμενα εγγράφως ημίν παρέδωκε», επίσης ότι ο Λουκάς, ο ακόλουθος
και προσωπικός συνεργάτης του Παύλου, έγραψε όλα όσα ο Παύλος κήρυττε και
δίδασκε δια ζωντανού λόγου, «Λουκάς,
... το υπ' εκείνου κηρυσσόμενον ευαγγέλιον εν βιβλίω κατέθετο.». Για τον
Ειρηναίο λοιπόν, δεν υπήρχαν αποστολικά διδάγματα που είχαν παραμείνει έξω από
τις Γραφές. Ο κανόνας της αλήθειας που κήρυτταν οι απόστολοι δια ζώσης φωνής
παραδόθηκε στην εκκλησία γραπτώς, με τα βιβλία που συνέταξαν ο Μάρκος και ο
Λουκάς. Έξω από τα γραπτά κείμενα δεν υπάρχει κανείς άλλος κανόνας αλήθειας,
μας πληροφορεί ο Ειρηναίος. Και δεν σταματά εδώ. Προχωρά για να στιγματίσει σαν
αιρετικούς όλους εκείνους που παραμερίζουν τις Γραφές και καταφεύγουν στο δόγμα
των άγραφων παραδόσεων για να αντλήσουν από το δόγμα αυτό τα επιχειρήματα της
πίστης τους. Ο Ειρηναίος κατηγορεί τους αιρετικούς επειδή όταν δουν ότι οι
Γραφές δεν συμφωνούν με τις διδασκαλίες τους, σπεύδουν να κατηγορήσουν τις Γραφές
σαν ελλιπείς και καταφεύγουν στα μυστικά δόγματα που δήθεν διέσωσε η προφορική
παράδοση.
Ας τον ακούσουμε.
Ειρηναίος Κατά Αιρέσεων, IV. 2, 1.
Μετάφραση από τα Λατινικά:
«Όταν ένας πείσει (τους αιρετικούς) από
τις Γραφές, αυτοί τότε επιδίδονται στο να κατηγορούν τις Γραφές, ότι δεν είναι
σωστές ούτε αυθεντικές. (λένε) ότι τα κείμενα διαφωνούν μεταξύ τους και ότι δεν
μπορεί κανείς να βρει την αλήθεια σ’ αυτά, εφόσον αγνοεί την παράδοση».
Το κείμενο αυτό του Ειρηναίου
είναι τόσο σαφές και τόσο επίκαιρο ώστε νομίζει κανείς ότι το έγραψε επίτηδες
για ν' αντικρούσει τις σημερινές συνηγορίες υπέρ της προφορικής παράδοσης.
Είναι αιρετικοί, μας λέει ο Ειρηναίος, όσοι καταφεύγουν σε προφορικές
παραδόσεις για να συμπληρώσουν ή για να διορθώσουν το δόγμα των Γραφών.
Οι Γραφές είναι και ορθές και
αυθεντικές. Συνεπώς οποιαδήποτε προφορική παράδοση, για να θεωρηθεί σαν γνησία,
πρέπει να συμφωνεί με τις Γραφές που είναι ο μόνος κανόνας της αλήθειας, ο
καθιερωμένος να ελέγχει και ν' αποδεικνύει το κύρος κάθε προφορικής παράδοσης.
Ας τον ακούσουμε μια τελευταία
φορά.
«Τοιουτοτρόπως η παράδοση που υπάρχει στην
Εκκλησία και διαμένει μεταξύ μας προέρχεται από τους αποστόλους. Ας επανέλθουμε
στην απόδειξη δια των Γραφών. (Οι Γραφές) Έρχονται σ’ εμάς από τους αποστόλους
οι όποιοι συνέταξαν το Ευαγγέλιο».
Στη λογική του επιχειρήματος
αυτού στηρίζει ο Ειρηναίος το παραπάνω συμπέρασμά του, ότι δηλαδή η επίκληση
προφορικών παραδόσεων εναντίον των Γραφών αποτελεί αίρεση. Η παράδοση που
υπάρχει στους κόλπους της Εκκλησίας, μας λέει, προέρχεται από τους αποστόλους,
αλλά και οι Γραφές προέρχονται επίσης από τους αποστόλους, συνεπώς, ας
αποδεικνύουμε τη γνησιότητα των προφορικών παραδόσεων με το κριτήριο των
Γραφών. «Ας επανέλθουμε στην απόδειξη δια των Γραφών».
Να λοιπόν, περιληπτικά, η γνησία
διδασκαλία του Ειρηναίου ως προς τις αποστολικές παραδόσεις.
Πρώτο. «Το εδραίωμα και ο στύλος
της πίστης μας» είναι τα γραπτά κείμενα του Ευαγγελίου.
Δεύτερο. Έξω από τις Γραφές δεν
υπάρχει άλλος κανόνας αλήθειας, επειδή οι προσωπικοί ακόλουθοι και συνεργάτες
των αποστόλων έγραψαν όλα όσα οι απόστολοι κήρυξαν και δίδαξαν.
Τρίτο. Όσοι καταφεύγουν σε
εξωβιβλικές παραδόσεις για να συμπληρώσουν η να διορθώσουν τις Γραφές, είναι
αιρετικοί.
Τέταρτο. Μία προφορική παράδοση
είναι γνήσια και αυθεντική, προέρχεται δηλαδή από τους αποστόλους, μόνο εφόσον
επαληθεύεται και αποδεικνύεται από τα γραπτά των αποστόλων.
Με τόσο σαφείς μαρτυρίες του
Ειρηναίου, που είναι δυνατό να στηριχτεί το συμπέρασμα ότι ο εκκλησιαστικός
αυτός πατέρας «εγίνωσκε κανόνα αληθείας διαφέροντα της Άγιας Γραφής»;
Ερευνώντας προσεκτικά την ιστορία
του Χριστιανικού Δόγματος βρίσκουμε πως η διδασκαλία της Προφορικής Παράδοσης,
σαν κανόνα πίστης ανεξάρτητου από τις Γραφές, ήταν διδασκαλία που πρώτοι
επινόησαν και διέδωσαν οι Γνωστικοί, οπαδοί του περιβόητου αιρετικού
Βαλεντίνου. Γι' αυτούς, τα προφορικά δόγματα έπρεπε να θεωρούνται ακόμη ανώτερα
και ουσιωδέστερα κι' από τα δόγματα των Γραφών επειδή, κατ' αυτούς, μόνον υπό
το φως των προφορικών δογμάτων πρέπει να ερμηνεύονται οι Γραφές. Οι Γνωστικοί,
απορρίπτοντας την ιστορική αλήθεια των Ευαγγελίων, ζητούσαν με τη δοξασία τους
αυτή περί Παραδόσεων ν' αντλήσουν μια νέα ερμηνεία των Ευαγγελίων από πηγές
ξένες προς τα ευαγγελικά κείμενα, και συγκεκριμένα από δόγματα και μυστικές
αποκαλύψεις που, καθώς έλεγαν, είχαν παραλάβει προφορικά «εκ διαδοχής» από τους
αποστόλους. Ο Εκκλησιαστικός Πατέρας Ειρηναίος μας αναφέρει ότι την ύπαρξη κανόνα
αλήθειας έξω της Αγίας Γραφής, οι οπαδοί του αιρετικού Βαλεντίνου στηρίζαν στα
λόγια του αποστόλου Παύλου «Λαλούμεν δε
σοφίαν μεταξύ των τελείων» κηρύττοντας ότι αυτή «η σοφία» για την οποία
μιλά ο απόστολος δεν είναι άλλη από την έξω - Γραφική παράδοση, την οποία
γνωρίζουν μόνο όσοι έχουν λάβει την τέλεια αποκάλυψη της πίστης.
Στη δοξασία αυτή, ο Ειρηναίος
απαντά ότι έξω των Γραφών δεν υπάρχει καμία γνήσια αποστολική παράδοση, επειδή,
οι άνδρες του Θεού, αφού κήρυξαν το Ευαγγέλιο—τον αληθινό κανόνα της πίστης—,
παρέδωσαν αυτόν τον κανόνα δια των γραπτών τους τα οποία είναι «fondamentum et
columna » της πίστης μας.
Γίνεται συνεπώς φανερό, ότι ενόσω
η σημερινή Ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται τις προφορικές παραδόσεις σαν χωριστή πηγή
της θείας αποκάλυψης, στο σημείο τούτο υποστηρίζει μία από τις πλέον
επικίνδυνες δοξασίες των Γνωστικών, οπαδών του Βαλεντίνου, συνάμα δε συγκρούεται
κατά μέτωπο με τη διδασκαλία περί παραδόσεων όπως την δίδαξαν οι αποστολικοί
πατέρες και οι δάσκαλοι της αρχαίας Χριστιανικής Εκκλησίας.