Ιωάν.ις:1-11
Δηλαδή, διαγραφή από τη Συναγωγή. Αυτό ήταν την εποχή κείνη.
Θυμηθείτε τους γονείς του γεννημένου τυφλού, που γιάτρεψε ο Χριστός. Ξέρανε το
παιδί τους, το δράμα του, καθώς και το εντυπωσιακό θαύμα. Όμως, το βούλωσαν,
γιατί «εφοβούντο τους Ιουδαίους, επειδή είχον συμφωνήσει εάν τις ομολογήσει τον
Χριστό να γίνει αποσυνάγωγός» (θ:22). Ακόμη δε «και εκ των αρχόντων επίστευσαν
πλην δεν ωμολόγουν δια να μη γείνωσι αποσυνάγωγοι» (ιβ:42).
Την εποχή, εκείνη. Όμως τώρα, υπάρχει ο χαρακτηρισμός του
«αποσυνάγωγου»; Ο χαρακτηρισμός μάλλον όχι, ο μηχανισμός όμως, ναι. Που συχνά
κινείται με διαδικασίες που θα τις ζήλευαν οι πρώτοι διδάξαντες Φαρισαίοι.
Δεν πέτυχες, δεν πέρασες, έμεινες έξω από τη λίστα των
προακτέων, η απαιτούμενη άδεια για τη διακονία δε σου δόθηκε, δεν, δεν... όχι
διότι οι θρησκευτικές σου πεποιθήσεις... αλλά... Και η νομιμοφάνεια της άρνησης
είναι τόσο άψογη, που... κινδυνεύεις καμιά φορά να το πιστέψεις και συ και
να... υποκλιθείς ευχαριστώντας.
Όμως, ενώ η πνευματική θέση κάθε πιστού είναι να «ομολογεί»
(ιβ:42) και να μη «φοβάται» (θ:22) την τυχόν «αποσυναγωγοποίησή» του, η
ελεύθερη δημοκρατική σκέψη του ταυτόχρονα τον οδηγεί να πιστεύει ότι ένας
χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος και «τον εναγκαλισμό της με το σύστημα της
πολιτειοκρατίας», θα περιέστελλε το κακό και θα συνέβαλε σε μια ελεύθερη
διακίνηση των ιδεών και μια άψογη ισονομία.