Ιωάν.ιη:10-14
Έχει σωστά υποστηριχτεί ότι ο Ιησούς στην επίγεια ζωή Του
έζησε τόσο μόνος, όσο κανένας άλλος. Και την υπογράμμιση σε τούτη τη μοναξιά
δεν την έδινε το ασίγαστο πάθος κι η μανιώδης έχθρα των αντιπάλων του, αλλά η
αδυναμία κατανόησης και συμπαράστασης των ελάχιστων δικών του.
Τους μιλάει για το πάθος του κι εκείνοι του ζητούν
πρωτοκαθεδρίες στην ερχόμενη Βασιλεία. Τους στέλνει να κηρύξουν την αγάπη Του
κι εκείνοι Τον ρωτούν να ρίξουν φωτιά στην πόλη που δεν τους δέχτηκε. Ζούνε την
υπέρτατη μυσταγωγία του Μυστικού Δείπνου και να ’τον ο Πέτρος έπειτα από δυο
λεπτά ξεσπαθώνει.
Και το παράπονό Του, είναι - «τόσο καιρό κοντά μου και δεν
με γνώρισες;» (Ιωάν.ιδ:9). «Γιατί δεν ξέρετε ποιανού πνεύματος είσαστε;» (Λουκ.θ:55).
«Πέτρο, το ποτήρι που ο Πατέρας μου έδωσε, δεν θα το πιω;» (11). Δεν το ’πε κι
ο Καϊάφας, ότι «συμφέρει ν’ απολεσθεί ένας υπέρ του λαού»; (14).
Πόσο μόνος έζησες Κύριε, σε τούτο τον κόσμο! Πόσο λίγο δικοί
σου, αποδείχτηκαν οι δικοί σου! Ποιο διμέτωπο αγώνα είχες, ανάμεσα στην έχθρα
του κόσμου και την παρανόηση των δικών σου! Πόσο ασυντόνιστος ο Πέτρος με τους
στόχους σου! Πόσο ασυντόνιστοι, όλοι εμείς οι Πέτροι!..
Σκεφτόμαστε, Κύριε, πως ίσως καλύτερα που ’γίνε έτσι. Που
μόνος σου βάσταξες όλο το φορτίο. Που σάρκα ανθρώπινη δεν μπορεί να καυχηθεί,
ότι σου συμπαραστάσθηκε. Σκύβουμε, Κύριε, μπροστά στο μεγαλείο της μοναξιάς
σου. Σκύβουμε και με συγκλονισμό, Σε λατρεύουμε.