Κάτω ο πίνακας του Γύζη «το κρυφό σχολειό» (1886) έγινε σε μια συγκεκριμένη
εποχή, όταν βρισκόταν ήδη σε πλήρη εξέλιξη η σκύλευση πάνω στο πτώμα της επανάστασης του ’21 και η (καθεστωτική) εκκλησία, σε πλήρη σύμπνοια με την πολιτεία,
μετέδιδε τη δική της εκδοχή για το παρελθόν.
25η Μαρτίου: Μύθοι και σύμβολα μιας εθνικής επετείου
(αποσπάσματα από άρθρο του Χρήστου Κάτσικα, Εφημ. των Συντακτών)
Το 1871, στον
εορτασμό για τα 50 χρόνια από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης του
1821, με μια επίσημη τελετή γίνεται η ανακομιδή των οστών του Πατριάρχη
της Κωνσταντινούπολης Γρηγορίου του Ε’ από την Οδησσό στην Αθήνα και η
πανηγυρική ένταξή του στους ήρωες και πρωτεργάτες της Ελληνικής
Επανάστασης.
Επρόκειτο για μια
ακόμη επινοημένη «κατασκευή» της Ιστορίας, διανθισμένη με το γραμμένο το
1872 -κατά παραγγελίαν του Πανεπιστημίου Αθηνών- ποίημα «Στον αδριάντα
Γρηγορίου του Ε’» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, μέσω της οποίας ο Γρηγόριος
Ε’, ο άνθρωπος που όχι μόνο δεν υποστήριξε την Ελληνική Επανάσταση αλλά
αντίθετα ήταν, (μαζί με την πλειονότητα του ανώτερου κλήρου) ορκισμένος αντίπαλός της, αναγόταν
σε σύμβολο του έθνους και σε νεομάρτυρα.
Ηταν αυτός που στην
Εγκύκλιο του Μαρτίου 1821 (μαζί με άλλους 22 ανώτατους κληρικούς)
ισχυρίστηκε ότι η κυριαρχία των Οθωμανών ήταν θεόπεμπτη και όποιος
οργανώνει ανταρσία εναντίον τους, όπως ο Υψηλάντης και ο Σούτσος,
κινείται εναντίον τού Θεού και γι’ αυτό η Εκκλησία τον αφορίζει και τον
καταδικάζει σε αιώνια τιμωρία.
Από την άλλη
ποιος Ελληνας, σε όποια ηλικία κι αν βρίσκεται, δεν γνωρίζει να πει δυο
λόγια για το «κρυφό σχολειό» ή για το «ξεκίνημα της Επανάστασης στην αγία Λαύρα στις 25 Μάρτη»; Μπορεί να μη γνωρίζουμε για την τύχη των
πρωτεργατών τής επανάστασης, για την εξάρτηση και τους ξένους προστάτες,
για την κατάληξη του αγώνα, όμως όλοι μπορούμε εύκολα να αναφερθούμε
στα «δύο πιο σημαντικά γεγονότα της Νεότερης Ιστορίας μας, στο κρυφό
σχολειό και στην ευλογία των όπλων στην Αγία Λαύρα από τον Π.Π. Γερμανό,
που αποτέλεσε και αφετηρία της Ελληνικής Επανάστασης», όπως χρόνια
πολλά τώρα αναφέρουν τα βιβλία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι
εορταστικοί λόγοι στα σχολεία.
Κι αν μας
διαφεύγουν κάποιες λεπτομέρειες των βιβλίων, αν έχουμε ξεχάσει τους
αναρίθμητους επετειακούς λόγους, σίγουρα έχουμε αποτυπώσει τα πρόσωπα,
τις εικόνες, από τους γοητευτικούς πίνακες του Γύζη και του Βρυζάκη, που
μαζί με το «Φεγγαράκι μου λαμπρό» του Ιωάννη Πολέμη έμειναν ανέπαφοι –
χαραγμένοι βαθιά στη μνήμη. Γιατί η εικόνα λειτουργεί σαν πληροφορία που
δεν δέχεται αμφισβήτηση, καθώς βοηθάει να γίνει παρόν το περιεχόμενό
της, λειτουργώντας σαν αυτόπτης μάρτυρας.
Ο πίνακας του
Βρυζάκη «Ο Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνει τη σημαία της
Ελευθερίας» (1851) και ο πίνακας του Γύζη «Το Κρυφό Σχολειό» (1886)
έγιναν σε μια συγκεκριμένη εποχή που βρισκόταν ήδη σε πλήρη εξέλιξη η
σκύλευση πάνω στο πτώμα της επανάστασης του ‘21 και η Εκκλησία σε πλήρη
σύμπνοια με την Πολιτεία μετέδιδε τη δική της εκδοχή για το παρελθόν.
Ωστόσο, οι πηγές
για τη μελέτη της Επανάστασης του ‘21 είναι αρκετά διαφωτιστικές για την
Αγία Λαύρα και το κρυφό σχολειό. Ετσι, εύκολα διαπιστώνουμε ότι για την
Αγία Λαύρα και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό κανένα δημόσιο ή ιδιωτικό
έγγραφο της εποχής δεν αναφέρεται σε οποιοδήποτε παρόμοιο γεγονός, ούτε
καν ο ίδιος ο Π.Π. Γερμανός στα απομνημονεύματά του, στα οποία εξιστορεί
με λεπτομέρειες τα πάντα, αλλά δεν λέει τίποτε για την Αγία Λαύρα.
Αντίθετα, οι
Ελληνες και ξένοι ιστοριογράφοι της Επανάστασης αναφέρουν: Φιλήμων:
«παχυλόν ψεύδος» (Φιλήμονος, Δοκίμιο Ιστορικό Ελληνικής Επανάστασης,
τόμ. Γ’, κβ) – Σπ. Τρικούπης: «ψεύδος» (Σπ. Τρικούπη, Ιστορία Ελληνικής
Επανάστασης, τόμ. A’, σ. 229) – Φίνλεϋ: «δεν ανταποκρίνεται στην
αλήθεια» (Φίνλεϋ, Ιστορία Ελληνικής Επανάστασης, τόμ. A’, σ. 217).
Οπως γράφει ο Serge
Halim, μπορεί κανείς να φανταστεί πιο περίτρανη απόδειξη ότι η ιστορία
ξεπηδάει από το παρόν, αφού άλλωστε η ίδια είναι που το τρέφει; Γι’ αυτό
είναι ξεκάθαρο ότι οι λογαριασμοί για μια παιδεία που θα μορφώνει και
δεν θα παραμορφώνει παραμένουν ανοιχτοί.
Προφανώς και το
πρόβλημα έχει αιτίες που ξεφεύγουν από όσα διαδραματίζονται μέσα στις
σχολικές τάξεις. Αλλά μήπως με όλα τα παραπάνω υπονοούμε ότι η
εκπαίδευση που λαμβάνουν τα παιδιά μας είναι αθώα;
Tα βιβλία και οι
όροι διδασκαλίας της ιστορίας φανερώνουν, ίσως περισσότερο από κάθε τι
άλλο, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι υπεύθυνοι του υπουργείου
Παιδείας την εκπαιδευτική διαδικασία, καθώς πριμοδοτούν μια επιδερμική
συσσώρευση ενός όγκου ασύνδετων μεταξύ τους γνώσεων.
Είναι
χαρακτηριστικά όσα σημειώνει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος -για την εξεταστέα
ύλη της Ιστορίας- σ’ ένα άρθρο του: «… Εγκύψτε, παρακαλώ, σ’ αυτή την
ύλη. Είναι μνημείο ιστορικής λοβοτομής… Δηλαδή από την ιστορική ροή, από
τη διαδοχή γεγονότων που ακολουθούν τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος,
ένα βλακώδες “τσιμπιδάκι” τσιμπάει ένα γεγονός εδώ, μία συνθήκη
παραπέρα, ένα φαινόμενο ή έναν θεσμό πιο εκεί, χωρίς συνοχή, χωρίς
συνέχεια, προχωρώντας με άλματα, αποκόβοντας τα αίτια από τα αιτιατά,
διαχωρίζοντας τα πρόσωπα από τις ενέργειες, αποδεσμεύοντας την οικονομία
από την πολιτική και τα γράμματα από την κοινωνική συγκυρία, τη
διπλωματική ιστορία από την ευρωπαϊκή ή την παγκόσμια πολιτική σκακιέρα.
H Ιστορία που ζητούμε από τους υποψηφίους μας να αποστηθίσουν είναι ένα
καγκουρό που προχωρεί με πηδηματάκια».
Αλλά και στα νέα
βιβλία Ιστορίας Δημοτικού και Γυμνασίου υπάρχει σοβαρό πρόβλημα.
Σκόρπιες πληροφορίες «ατάκτως ερριμμένες» προσφέρονται προς
«κατανάλωση», ένας σωστός τσελεμεντές, όπου χάνεται η σχέση αιτίας και
αποτελέσματος, καθώς και το νόημα της κάθε γνώσης. Απομένουν η τμηματική
πληροφορία, η αποσπασματική είδηση, το απομονωμένο γεγονός, χωρίς το
«πώς» και το «γιατί».
Πάνω απ’ όλα
απουσιάζει η διήγηση. Μα αυτό ακριβώς είναι η ιστορία: η διήγηση για τα
πάθη των ανθρώπων, για τον μόχθο τους για τη ζωή και για το χτίσιμο των
κοινωνιών τους, για την πίστη που είχαν, τα λάθη που έκαναν, τις
αντιστάσεις τους, το αίμα που έχυσαν για δίκαιους και άδικους λόγους.
Για όλα αυτά συναρπάζει και μέσα από αυτά δημιουργεί την έφεση για γνώση
και την κριτική διάθεση.
Ωστόσο, όπως πολύ
σωστά επισημαίνει και η ιστορικός Δήμητρα Λαμπροπούλου, και αυτή η
διαπίστωση είναι ελλιπής αναφορικά με το ερώτημα που μας απασχολεί.
Γιατί η σχέση που τα παιδιά διαμορφώνουν με την ιστορία εντάσσεται στην
ευρύτερη στάση που η κοινωνία επιφυλάσσει στην ιστορική γνώση. Στο κλίμα
της εποχής ευδοκιμεί η υποταγή σ’ ένα παρόν που θεωρείται αυτονόητο και
δεδομένο, ενώ συγχρόνως εκχερσώνονται τα ερωτήματα που μπορούν να
υπονομεύσουν αυτή την εικόνα.
Αν δεχτούμε ότι η
άγνοια του παρελθόντος δεν προκαλεί μόνο συγχύσεις στη γνώση του
παρόντος αλλά και υπονομεύει κάθε δυνατότητα δράσης στο παρόν, τότε
πρέπει να αναρωτηθούμε όχι μόνο για τις ανιστόρητες απαντήσεις λίγων
μαθητών αλλά και για το αν η ιστορική γνώση των υπόλοιπων πολλών
συμβάλλει στην ανάληψη τέτοιας δράσης. Αν τους βοηθά να γίνουν
εξερευνητές του ζωντανού κόσμου και όχι ξεσαβανωτές των νεκρών. Αν, με
άλλα λόγια, η γνώση τους για την ιστορία αποτελεί προϋπόθεση για την
ανάπτυξη της κριτικής τους συνείδησης και πρακτικής.