Η γη πενθεί,
μαραίνεται, ο κόσμος ατονεί, μαραίνεται, οι υψηλοί εκ των λαών της γης είναι
ητονημένοι.
Και η γη εμολύνθη υποκάτω των
κατοίκων αυτής· διότι παρέβησαν τους νόμους, ήλλαξαν το διάταγμα, ηθέτησαν
διαθήκην αιώνιον.
Διά τούτο η αρά κατέφαγε την γην
και οι κατοικούντες εν αυτή ηρημώθησαν· διά τούτο οι κάτοικοι της γης
κατεκαύθησαν και ολίγοι άνθρωποι έμειναν.
Ο νέος οίνος πενθεί, η άμπελος
είναι εν ατονία, πάντες οι ευφραινόμενοι την καρδίαν στενάζουσιν.
Η ευφροσύνη των τυμπάνων παύει· ο
θόρυβος των ευθυμούντων τελειόνει· παύει της κιθάρας η ευφροσύνη.
δεν θέλουσι πίνει οίνον μετά
ασμάτων· το σίκερα θέλει είσθαι πικρόν εις τους πίνοντας αυτό.
Η πόλις της ερημώσεως ηφανίσθη·
πάσα οικία εκλείσθη, ώστε να μη εισέλθη μηδείς.
Κραυγή είναι εν ταις οδοίς διά τον
οίνον· πάσα ευθυμία παρήλθεν· η χαρά του τόπου έφυγεν.
Ερημία έμεινεν εν τη πόλει, και η
πύλη εκτυπήθη υπό αφανισμού·
όταν γείνη ούτως εν μέσω της γης
μεταξύ των λαών, θέλει είσθαι ως τιναγμός ελαίας, ως το σταφυλολόγημα αφού
παύση ο τρυγητός.