Μετά το Σολομώντα, ο λαός του Θεού διαιρέθηκε σε δύο βασίλεια, του Ισραήλ στο βορά και του Ιούδα στο νότο. Στο βασίλειο του Ιούδα βασίλεψαν μερικοί ευσεβείς άνδρες, ενώ στο βόρειο βασίλειο ούτε ένας βασιλιάς δεν είχε φόβο Θεού στην καρδιά του. Ο πιο ασεβής απ’ όλους ήταν ο Αχαάβ.
Η Γραφή μας λέει καθαρά γι’ αυτό τον άνθρωπο: «Και έπραξεν ο Αχαάβ ο υιός του Αμρί πονηρά ενώπιον του Κυρίου, υπέρ πάντας τους προ αυτού» (Α΄Βασ.ις:30).
Στη συνέχεια διαβάζουμε τις πράξεις της αποστασίας και της αμαρτίας του, όπως ήταν: ο γάμος του με μια ειδωλολάτρισσα, την Ιεζάβελ, οι εκδηλώσεις λατρείας του Βαάλ, η οικοδόμηση ναού και βωμού στη Σαμάρεια για τον Βαάλ, η ανοχή που έδειξε στον Χιήλ τον Βαιθηλίτη στην προσπάθειά του ν΄ ανοικοδομήσει την Ιεριχώ, παρά την ρητή απαγόρευση που υπήρχε από την εποχή του Ιησού του Ναυή (Ι.Ναυή ς:26).
Ήταν τρομερά προκλητική και ασεβής η στάση του μπροστά στο ζωντανό και αληθινό Θεό, που με στιβαρό χέρι έβγαλε το λαό Του από τη σκλαβιά των Αιγυπτίων, διέσχισε θάλασσες και ποτάμια και τον εγκατέστησε σ’ αυτή την εύφορη χώρα που έρεε μέλι και γάλα.
Αντί λοιπόν να λατρεύσει τον Παντοδύναμο Θεό, λάτρευσε ένα είδωλο, ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα, που δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα, παρά μόνο στη φαντασία των ανθρώπων που άλλοι τον φανταζόταν σαν άνθρωπο, άλλοι σαν βόδι κι άλλοι σαν συνδυασμό των δύο (άνθρωπο κερασφόρο).
Όσοι τον φαντάστηκαν σαν άνθρωπο δεν μπορούσαν να καθορίσουν το γένος του. Στην αρχή τον νόμισαν άνδρα, αργότερα τον φαντάστηκαν σαν ερμαφρόδιτο και τότε μπήκαν στη λατρεία του όργια ασέλγειας και παρά φύσιν ακολασίες που γινόταν στους ναούς του. Ξαναγύρισαν όμως στην ανδρική του υπόσταση και τον είδαν συζευγμένο με την Αιγύπτια θεά Αθώρ ή την Ασιατική Αστάρτη που οι Έλληνες την ονόμαζαν Αφροδίτη.
Τα όργια συνεχίστηκαν, στους ναούς του Βαάλ και της Αστάρτης εκτός των ανθρωποθυσιών γινόταν και σεξουαλικά όργια. Πάρα πολλοί νέοι και νέες αφιέρωναν τους εαυτούς τους και ονομαζόταν ιερόδουλοι. Η απασχόλησή τους ήταν η καθαριότητα του ναού, η καλλιέργεια των κτημάτων του και μετά ακολουθούσαν ανομολόγητες παρά φύσιν ασέλγειες. Το όνομα ιερόδουλος διατηρήθηκε μέχρι σήμερα και προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο αμαρτωλό επάγγελμα. Τα πλήθη των ιερόδουλων και οι ιερείς του Βαάλ χόρευαν στις γιορτές μπροστά στο βωμό του και ο λαός προσκυνούσε και φιλούσε το άγαλμά του.
Σ’ αυτή τη λατρεία οδηγήθηκε ο Αχαάβ απ’ τη Σιδώνια σύζυγό του Ιεζάβελ, η οποία συντηρούσε δύο φάλαγγες προφητών του Βαάλ. Η μια αποτελείτο από 450 και η άλλη από 400 άτομα. Την ίδια στιγμή όμως κατεδίωκε και θανάτωνε τους προφήτες του αληθινού Θεού. Ο προφήτης Ηλίας είχε δηλώσει ότι είχε μείνει «μόνος». Απ’ αυτή τη γυναίκα «ήγετο και εφέρετο» ο Αχαάβ. Αν έλειπε αυτή, ίσως να μην έφτανε σε τόση κατάπτωση. Αυτή τον έφερε μέχρι του σημείου να δεχτεί ληστρική ενέργεια σε βάρος αθώου πολίτη, που είχε την ατυχία να είναι γείτονάς τους. Ήταν ο Ναβουθαί ο Ιεζραηλίτης.
Ο άνθρωπος αυτός είχε την ατυχία να συνορεύει το κτήμα του με το παλάτι του Αχαάβ. Ο Αχαάβ το ζήτησε θέλοντας να το πληρώσει ή να το ανταλλάξει με άλλο κτήμα. Ο Ναβουθαί δεν ήθελε να το αποχωριστεί, γιατί ήταν πατρογονική κληρονομιά του. Αυτό στεναχώρησε πολύ τον Αχαάβ, αλλά η σύζυγός του βρήκε τη λύση: Έστειλε επιστολές στους άρχοντες της πόλης και τους καλούσε να δικάσουν τον βλάσφημο Ναβουθαί, που βλασφήμησε το Θεό και τον βασιλιά. Πραγματικά μαζεύτηκαν, κάθισαν τον άνθρωπο αυτό κατηγορούμενο και με ψευδομάρτυρες πέτυχαν την απόφαση της καταδίκης του σε θάνατο που έγινε με λιθοβολισμό. Μετά το θάνατό του, το βασιλικό ζεύγος πήρε τον αμπελώνα. Ο Κύριος με τον προφήτη Ηλία τους απήγγειλε την καταδίκη τους για την αδικία αυτή, αλλά ήταν αργά για επανόρθωση κι αν ακόμα υπήρχε διάθεση.
Ο Κύριος χρησιμοποίησε τον προφήτη Του για να βοηθήσει τον Αχαάβ να συνέλθει. Στην πρώτη επαφή τους ο Ηλίας είπε ότι θα έρθει ανομβρία όπως κι έγινε. Ο ουρανός έκλεισε για τριάμισι χρόνια.
Όταν τέλειωσε η περίοδος της ανομβρίας ο Ηλίας φρόντισε να συναντηθεί με τον Αχαάβ και του ζήτησε να μαζέψει όλο το λαό Ισραήλ στο όρος Κάρμηλος καθώς και όλους τους προφήτες του Βαάλ. Σκόπευε να φανερώσει τον αληθινό Θεό και να τους τονίσει την ανάγκη να λατρεύουν μόνο Αυτόν κι όχι τα είδωλα.
Ξέρουμε πώς ο ζωντανός κι αληθινός Θεός μετά την προσευχή του Ηλία έδειξε την παρουσία Του. Έστειλε φωτιά κι έκαψε όχι μόνο το μοσχάρι της θυσίας, αλλά και τα ξύλα και τις πέτρες του θυσιαστηρίου αν και τα είχαν καταβρέξει με άφθονο νερό (Α΄Βασ.ιη).
Κατάπληκτος και τρομαγμένος ο λαός από τη φανέρωση του Παντοδύναμου Θεού ανάμεσά τους, έπεσε κατά πρόσωπο στο έδαφος κι έκραξε: «Ο Κύριος, αυτός είναι ο Θεός! Ο Κύριος αυτός είναι ο Θεός». Τότε ο Ηλίας ζήτησε να θανατωθούν οι ψευδοπροφήτες του Βαάλ και συνέστησε στον Αχαάβ να τρέξει στο σπίτι του γιατί ο Κύριος θα έστελνε αμέσως άφθονη βροχή στη χώρα.
Η καταπληκτική αυτή εμπειρία του Αχαάβ από τη φανερή επέμβαση του αληθινού Θεού δεν τον βοήθησε να ξυπνήσει πνευματικά. Η σύζυγός του ασφαλώς στάθηκε και πάλι το εμπόδιο. Αυτή, μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο των ψευδοπροφητών του Βαάλ, έγινε έξω φρενών και ορκίστηκε να εξοντώσει τον Ηλία. Αδίστακτα θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή η γυναίκα ήταν ένα όργανο του Σατανά. Αν έλειπε αυτή, δεν θα έφτανε ο Αχαάβ σ’ αυτό το κατάντημα και οδηγούμαστε σ’ αυτό το συλλογισμό απ’ την ταπείνωση και τη θλίψη που έδειξε, όταν ο Ηλίας τον έλεγξε για το φόνο του Ναβουθαί! Τη στάση του αυτή την παρατήρησε και ο Κύριος, όπως βλέπουμε στο Α΄Βασ.κα:29. Υπάρχει όμως κι άλλος λόγος να πιστεύει κανείς αυτό το πράγμα: ο Κύριος προστάτεψε τον Αχαάβ και όλο το λαό Ισραήλ από τις επανειλημμένες επιθέσεις και προκλήσεις του Σύριου βασιλιά Βεν-αδάδ. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος κι αν δεν επενέβαινε ο Κύριος η συντριβή θα ήταν ολοκληρωτική.
Είναι δυνατόν μετά από μια τέτοια εμπειρία να μην ένιωσε ο Αχαάβ την παρουσία του Θεού στη ζωή του; Γιατί όμως δεν υποτάχθηκε στο θέλημα του Θεού; Γιατί δεν μετάνιωσε και γιατί δεν επίστρεψε στη λατρεία του ζωντανού Θεού; Γιατί δεν γκρέμισε τα θυσιαστήρια του Βαάλ; Μάλλον η εξήγηση είναι εύκολη: είχε γίνει πιόνι στα χέρια και τις διαθέσεις της συζύγου του..... Η Ιεζάβελ τον εξουσίαζε και κυριαρχούσε στη ζωή του. Να, γιατί ο λόγος του Θεού μας τονίζει ότι δεν πρέπει να ομοζυγούμε με απίστους (Α΄Κορ.ς:14).