Στην εποχή μας και τον τόπο μας οι χριστιανικές εκκλησίες μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Εκείνες που δίνουν ελάχιστη σημασία στο κήρυγμα (Ορθόδοξες) και εκείνες που δίνουν μεγάλη σημασία στο κήρυγμα (Διαμαρτυρόμενες). Ανάμεσά τους μπορούν να τοποθετηθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι οποίοι κάτι προσπαθούν να κάνουν τα τελευταία χρόνια επιμένοντας όμως σε ολιγόλεπτες επισημάνσεις ή σχόλια επί του βιβλικού αναγνώσματος.
Αν θελήσουμε να αναφερθούμε και στα ψαλτικά μέρη των λειτουργιών, οι Ορθόδοξοι –παγιδευμένοι στην αρχαιολατρία τους– ελάχιστα κατανοούν από τα ψαλλόμενα, αλλά οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν προχωρήσει σημαντικά, καθώς πλέον ψάλλουν σε απλή δημοτική.
Κάπου στο περιθώριο έχουν απομείνει πλέον οι Διαμαρτυρόμενοι, οι οποίοι, ενώ άλλοτε διέθεταν τεράστιο πλούτο ύμνων, τόσο μονοφωνικών όσο και χορωδιακών, έχουν πλέον παγιδευτεί –οι περισσότεροι τουλάχιστον από αυτούς– στο εισαγόμενο φαινόμενο των "ομάδων λατρείας", όπου κατά την παροιμία «Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν κι άλλοι τρεις του αγναντεύουν», και τις περισσότερες φορές αν ρωτήσεις τους λατρευτές -«Τι ψάλλατε πριν από λίγο;» κανείς δεν είναι σε θέση να απαντήσει, επειδή απλώς ορχούνται από το ρυθμό των οργάνων χωρίς το μυαλό τους να συμμετέχει στο ελάχιστο.
Χαρακτηριστικό είναι πως αν για κάποιο λόγο διακοπεί η προβολή των στίχων των ύμνων στην οθόνη που χρησιμοποιούν συνήθως, ούτε οι πρωταγωνιστές ούτε το εκκλησίασμα είναι σε θέση να συνεχίσει, επειδή κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει τι λένε τα λόγια των "ύμνων", που όχι σπάνια είναι ασυνάρτητα και στα χειρότερα ελληνικά.
Πόση αξία έχει ένα κήρυγμα; Και πόσο πρέπει να εκτιμάς αυτό που ακούς; Οι απαντήσεις μπορεί να είναι ποικίλες, όσοι και οι ακροατές.
–Εξαρτάται από τον κήρυκα.
–Εξαρτάται από την πρωτοτυπία του.
–Εξαρτάται από την πληρότητα της ανάλυσής του.
–Εξαρτάται αν αγγίζει σύγχρονα θέματα.
–Εξαρτάται από τη ρητορική δεινότητα του κήρυκα.
–Εξαρτάται αν το κάνει παραστατικό με τη ζωντάνια του.
Και ούτω καθ' εξής.
Το κήρυγμα είναι σημαντικό όταν μεταφέρει ένα μήνυμα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την υποθετική φράση: «Το σπίτι πήρε φωτιά». Τι μήνυμα σας στέλνει; Από το πιο αδιάφορο μέχρι το πιο συγκλονιστικό. Εξαρτάται από το περιεχόμενο που θα δώσει κανείς στις απλές αυτές λέξεις και κατά πόσο θα συνδεθούν με το πρόσωπό σου.
Η λέξη «φωτιά» είναι σημαντική από μόνη της.
Και η λέξη «σπίτι» επίσης είναι σημαντική από μόνη της.
Κάποιος λοιπόν μπορεί να μελετά για χρόνια ολόκληρα γύρω από τις φωτιές και γύρω από τα σπίτια, και να είναι αυτό το αντικείμενο της επιστήμης του και του βιοπορισμού του, χωρίς όμως ποτέ να αισθανθεί ο ίδιος "στο πετσί" του τη σημασία της φράσης «Το σπίτι πήρε φωτιά». Ας μην ξεχάσουμε, επιπλέον, ότι και οι δύο αυτές λέξεις (φωτιά - σπίτι), εκτός από την κυριολεκτική τους σημασία έχουν και άλλες μεταφορικές, οπότε η μελέτη μπορεί να αποκτήσει ακόμη ευρύτερες διαστάσεις.
Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά όταν στην φράση που χρησιμοποιήσαμε προσθέσουμε μια ακόμη λέξη την κτητική αντωνυμία. Αν δηλαδή αντί για "Το σπίτι πήρε φωτιά», πούμε «Το σπίτι ΜΟΥ πήρε φωτιά» ή «Το σπίτι ΣΟΥ πήρε φωτιά». Τότε όλα αλλάζουν ριζικά, γιατί είναι άλλο πράγμα να λες ότι κάηκαν 250 σπίτια στην Αυστραλία ή στην Καλιφόρνια, είναι άλλο να πεις κάηκε το σπίτι του τάδε, και είναι ακόμη χειρότερο όταν λες «Κάηκε το σπίτι το δικό ΜΟΥ».
Επίσης υπάρχει τεράστια διαφορά αν αυτό που λες αφορά το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον. Για να επιστρέψουμε στην υποθετική φράση μας, είναι διαφορετικό αν πεις -Κάηκε το σπίτι σου, ή αν πεις -Καίγεται το σπίτι σου, ή αν πεις -Θα καεί το σπίτι σου.
Αν το μήνυμα που έλαβα λέει ότι το σπίτι μου ΗΔΗ κάηκε, εκείνο που μπορώ να κάνω είναι να αποδεχτώ μια δυσάρεστη πραγματικότητα και να κοιτάξω πώς μπορώ να την αντιμετωπίσω από εδώ και πέρα.
Αν το μήνυμα που έλαβα λέει ότι το σπίτι μου καίγεται ΤΩΡΑ, εκείνο που μπορώ και πρέπει να κάνω είναι να εξετάσω πώς μπορώ να επέμβω άμεσα για να σβήσω τη φωτιά και να περιορίσω τις ζημιές.
Αν το μήνυμα που έλαβα λέει ότι το σπίτι μου θα καεί ΑΥΡΙΟ ή κάποια στιγμή στο μέλλον, εκείνο που πρέπει και μπορώ να κάνω είναι να βρω μέτρα και τρόπους ώστε να αποτρέψω αυτή την επικείμενη φωτιά, για να μην συμβεί ποτέ.
Όσοι ετοιμάζουν ένα κήρυγμα, σπάνια αντιμετωπίζουν το μήνυμά τους και το ακροατήριό τους με ανάλογο τρόπο. Αλλά και οι ακροατές ελάχιστη σημασία δίνουν σ' εκείνο που ακούνε, κατά πόσον δηλαδή τους αφορά άμεσα ή πρόκειται για ένα ωραίο και ενδιαφέρον ακρόαμα που όμως αφορά ίσως τον διπλανό τους, αλλά όχι τους ίδιους προσωπικά.
Μάλιστα, θα λέγαμε με μεγάλη βεβαιότητα, δεν είναι πρόθυμοι και διαθέσιμοι να ακούσουν ένα μήνυμα που τους αφορά προσωπικά, επειδή τότε θα τους αναγκάσει να διαταράξουν την βολή τους, να σκεφτούν σοβαρά, να πάρουν αποφάσεις και να προβούν σε ενέργειες, κάτι για το οποίο δεν είναι διαθέσιμος ο άνθρωπος του 21ου αιώνα. Γι' αυτό τις περισσότερες φορές τα κηρύγματα της εποχής μας είναι άκαρπα και ανώφελα και στα εκκλησιάσματα και στην κοινωνία γενικότερα.
«Υπάρχουν τρία είδη κηρυγμάτων, εκείνα που σου αρέσει να τα ακούσεις, εκείνα που δεν αντέχεις να τα ακούσεις και εκείνα που πρέπει να τα ακούσεις». Τώρα ποια είναι για τον καθένα μας αυτά τα είδη, είναι ζήτημα που εξαρτάται από την πνευματική μας κατάσταση, από την καταλληλότητα ή μη του κήρυκα, και από τη διάθεσή μας να αντιληφθούμε και να αντιδράσουμε στην αλήθεια.
«Κήρυγμα είναι ένας προφορικός λόγος που απευθύνεται στον κοινό νου σχετικά με ένα θρησκευτικό ζήτημα (που συνήθως βασίζεται στις Γραφές) και αναπτύσσεται με τρόπο που θα μπορούσε να πείσει τον ακροατή».
Υπάρχουν δύο είδη κηρυγμάτων, τα οποία διδάσκονται οι φοιτητές στα βιβλικά σχολεία: εκείνα που στηρίζονται πάνω σε μία βιβλική περικοπή (textual) ή εκείνα που αναφέρονται σε ένα θέμα (topical), και αυτά με τη σειρά τους μπορούν να διαιρεθούν σε πολλές υποκατηγορίες, όπως ευαγγελιστικά, εποικοδομητικά, προφητικά, εσχατολογικά, κοινωνικά, επίκαιρα, επετειακά κ.ο.κ.
Σε όλες αυτές τις κατηγορίες και πολλές άλλες που μπορείτε να βρείτε, μπορεί κάλλιστα να βρει εφαρμογή η υποθετική φράση που αναφερθήκαμε προηγούμενα. Παρεμπιπτόντως ας σημειώσουμε εδώ ότι οι λέξεις "φωτιά" (πυρ) και "σπίτι" (οίκος) αναφέρονται εκατοντάδες φορές η κάθε μία στις σελίδες της Βίβλου με άλλα λόγια μπορείς να κάνεις χιλιάδες κηρύγματα αναφερόμενος μόνο σ' αυτές τις δύο λεξούλες...
Έτσι κάποιος ιεροκήρυκας χωρίς να απομακρυνθεί από το βιβλικό κείμενο, μπορεί να βρει ένα ολόκληρο μεταλλείο έρευνας, αρχίζοντας από την «φλογίνην ρομφαίαν» που εμπόδιζε την επιστροφή στον Παράδεισο, στη Γένεση, μέχρι την «λίμνην του πυρός» στην Αποκάλυψη και από τον «οίκον» του Νώε μέχρι την «οικοδόμησιν» της Νέας Ιερουσαλήμ.
Να ανατρέχει στους τύπους των λέξεων αυτών στα αρχαία εβραϊκά και ελληνικά, τη χρήση τους και τις σημασίες τους μέσα στους αιώνες, να μιλάει για το «πυρ της θυσίας», την «στήλη του πυρός», τους «οφθαλμούς ως φλόγα πυρός» κ.ο.κ., όπως και να αναφέρεται στον «οίκον του Ισραήλ» και στον «οίκον του Θεού», εκπαιδεύοντας τους ακροατές/μαθητές του σε κάθε είδους ενδιαφέρουσα (βιβλική) γνώση, χωρίς ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να νιώσουν πως όσα άκουσαν τους αφορούν άμεσα και προσωπικά.
Αν όμως παρατηρήσουμε το κήρυγμα που έκανε ο απόστολος Πέτρος την ημέρα της Πεντηκοστής, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, επειδή εκεί έχουμε άμεση επαφή του κήρυκα με τους ακροατές του:
* Ο λόγος απευθύνθηκε σε συγκεκριμένους ανθρώπους: «Άνδρες Ιουδαίοι και πάντες οι κατοικούντες την Ιερουσαλήμ».
* Ο στόχος επίσης ήταν συγκεκριμένος: «Βεβαίως λοιπόν ας εξεύρη πας ο οίκος του Ισραήλ».
* Η ευθύνη ήταν προσωπική: «τον Ιησούν τον Ναζωραίον, ... διά χειρών ανόμων σταυρώσαντες εθανατώσατε».
* Η ανταπόκριση των ακροατών υπήρξε άμεση: «Αφού ήκουσαν ταύτα, ήλθεν εις κατάνυξιν η καρδία αυτών».
* Υπήρχε διαθέσιμη λύση στο πρόβλημα των ανθρώπων εκείνων: «Ο Πέτρος είπε προς αυτούς· Μετανοήσατε, και ας βαπτισθή έκαστος υμών…».
* Η πολύτιμη συγκομιδή ήταν άμεση και μαζική: «μετά χαράς δεχθέντες τον λόγον αυτού εβαπτίσθησαν».
Δεν υπάρχει τίποτα γενικόλογο στο κήρυγμα αυτό, τίποτα ασαφές, τίποτα νεφελώδες, τίποτα θεωρητικό, τίποτα απρόσωπο. Τέθηκαν ιστορικά και προφητικά στοιχεία, αναπτύχθηκαν λογικά επιχειρήματα και «με άλλους πολλούς λόγους» οι άνθρωποι άκουσαν την αποστολική διαμαρτυρία και προτροπή, που τους οδήγησε και τους έπεισε να πάρουν τη σωστή απόφαση.
Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για το κήρυγμα του Παύλου στον Άρειο Πάγο, το οποίο κάποιοι λανθασμένα θεωρούν "αποτυχημένο" και προσπαθούν να βρουν μεμπτά σημεία στην "πολιτική" του.
* Ο λόγος απευθύνθηκε σε συγκεκριμένους ανθρώπους: «Άνδρες Αθηναίοι ... σας βλέπω εις άκρον θεολάτρας».
* Ο στόχος επίσης ήταν συγκεκριμένος: «Εκείνον λοιπόν, τον οποίον αγνοούντες λατρεύετε, τούτον εγώ κηρύττω προς εσάς».
* Η ευθύνη ήταν προσωπική: «Τους καιρούς λοιπόν της αγνοίας παραβλέψας ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι».
* Η ανταπόκριση των ακροατών υπήρξε άμεση: «Ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών, οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον· Περί τούτου θέλομεν σε ακούσει πάλιν».
* Υπήρχε διαθέσιμη λύση στο πρόβλημα των ανθρώπων εκείνων: «Ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι».
* Η πολύτιμη συγκομιδή ήταν άμεση και μαζική: «Τινές δε άνδρες προσεκολλήθησαν εις αυτόν και επίστευσαν».
Βλέπουμε ότι και εδώ ακολουθήθηκε η ίδια ακριβώς πρακτική και μεθοδολογία. Οι μόνες διαφορές που διακρίνουμε είναι η αναφορά όχι σε προφητείες (που στους Αθηναίους ήταν άγνωστες) αλλά στους δικούς τους ποιητές, και το αριθμητικό αποτέλεσμα (στην Ιερουσαλήμ πίστεψαν «έως 3000» ενώ εδώ μόνον «τινές») που και πάλι είναι λογικό και δικαιολογημένο αν λάβουμε υπόψη πόσο μικρότερο ήταν το ακροατήριο του Παύλου και πόσο άσχετο με την πίστη του Ισραήλ.
Το σημαντικότερο από όλα είναι ότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις –όπως και σε όλες τις άλλες που ιστορούνται στην Κ.Δ.– ο κήρυκας απευθύνθηκε πάντοτε προσωπικά στους ακροατές του και ο λόγος του είχε προσωπικό αποτέλεσμα. Μπορεί οι ακροατές να τους θεώρησαν μεθυσμένους ή να γέλασαν για το μήνυμα της ανάστασης, όμως η ανταπόκρισή τους ήταν προσωπική και για τούτο υπεύθυνη.
Έχουμε κουραστεί τα τελευταία χρόνια να ακούμε απρόσωπα κηρύγματα, όπου κάποιοι φταίνε... κάποιοι πάσχουν... κάποιοι πρέπει να διορθωθούν... κάποιοι πρέπει να ενεργοποιηθούν... κάποιοι πρέπει να προσφερθούν... όμως κανείς δεν δείχνει ποιοι είναι αυτοί οι κάποιοι, λες και αν το κάνει θα κοπούν και το χέρι που θα τους δείξει αυτούς τους κάποιους και η γλώσσα που θα τολμήσει να τους ονομάσει.
Αλλά οι απόστολοι δεν είχαν τέτοιες αναστολές. Στο κήρυγμά τους υπήρχαν πάντοτε το ΕΣΥ και το ΕΣΕΙΣ. Και σ' αυτές τις λεξούλες υπήρχαν πάντοτε κάποιος ή κάποιοι που αναγνώριζαν τον εαυτό τους στο λόγο εκείνο και οδηγούνταν σε μετάνοια, επιστροφή, επανόρθωση.
Σήμερα όμως... που ο λόγος γίνεται για "κάποιους" απρόσωπους, και όχι για εμένα και εσάς, ας μην περιμένουμε καρποφορία και συγκομιδή, επειδή αυτοί οι απρόσωποι "κάποιοι" δεν είναι παρόντες για να ακούσουν το μήνυμα και γι' αυτό ούτε εκείνοι βοηθιούνται –αφού είναι απόντες– ούτε εμείς οι παρόντες αφού το μήνυμα δεν απευθύνεται προσωπικά σ' εμάς. Κρίμα μεγάλο!
Όταν δεν λες στον άνθρωπο «ΕΙΣΑΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ» αλλά μόνο του λες να πιστέψει στο Χριστό, αυτό για τον Έλληνα δεν είναι καθόλου δύσκολο. Έτσι κι αλλιώς πιστεύει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όταν όμως του πεις "ΕΙΣΑΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ", τότε θα θυμώσει και ίσως να μην σου μιλήσει ξανά. Όμως αυτό είναι που έχει ανάγκη να μάθει και να αντιμετωπίσει.
Αν επίσης σαν κήρυκας δεν λες στον χλιαρό χριστιανό για την κατάστασή του και τον έχεις μαζί σου για να έχεις οπαδούς και να έχεις υποστήριξη, πάλι δεν πρόκειται να τον βοηθήσεις να διορθώσει την πορεία του, αφού μιλάς για κάποιους άλλους απροσδιόριστα.
Ο Κύριος Ιησούς στις ομιλίες Του μιλούσε σε δεύτερο πρόσωπο: έκβαλε... ρίψον από σού... σε συμφέρει... το σώμα σου... σας λέγω... πρόσεχε... ύπαγε... θάρρει... εξεύρετε... δύνασθε... κ.ο.κ.
Αντίθετα οι σημερινοί κήρυκες –δήθεν από μία σεμνοτυφία ή ευγένεια, όμως μάλλον από απουσία κύρους– προτιμούν να μιλάνε στο πρώτο πρόσωπο πληθυντικού, (ας μετανοήσουμε, ας μην περηφανευόμαστε, ας μην σκεπτόμαστε πονηρά κ.ο.κ.) επειδή φοβούνται μήπως κάποιος ή και η ίδια η συνείδησή τους σηκωθεί και ρωτήσει: «Εσύ που τα λες αυτά, τα πράττεις ο ίδιος πρώτος;»
Και αυτό μεν δεν ήταν πρόβλημα για τον Ιησού, επειδή εκείνος μπορούσε να ρωτήσει ο ίδιος «Τις από σας με ελέγχει περί αμαρτίας;» (Ιωάν.η:46), όμως κανένας σημερινός κήρυκας δε θα τολμούσε να πει το ίδιο πράγμα εκτός κι αν ήταν ασυνείδητος, αθεόφοβος ή θεομπαίχτης.
Αν στην πρόταση "Το σπίτι πήρε φωτιά" απαντούν ερωτήσεις όπως: –Ποιο σπίτι; –Τίνος σπίτι; - Πού είναι αυτό το σπίτι; παρόμοια και τα διάφορα κηρύγματα χρειάζεται να δημιουργούν ανάλογους προβληματισμούς, όπως: - Τι σχέση έχω εγώ με αυτά που άκουσα; - Υπάρχει κάτι που λέει ο Θεός σ' εμένα και όχι στον διπλανό μου; -Πώς πρέπει ν' ανταποκριθώ; - Μήπως πρέπει να αλλάξω κάποια συμπεριφορά ή να αποφύγω κάτι ή κάποιον;
Η αλήθεια είναι πως, αν ενώ είμαστε στην εκκλησία, μας έλεγαν: «Το σπίτι σου πήρε φωτιά», θα πεταγόμασταν από το κάθισμα για να τρέξουμε να δούμε πώς μπορούμε να το σώσουμε. Όταν όμως το κήρυγμα προειδοποιεί ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά στη ζωή μας, τότε γυρίζουμε από την άλλη πλευρά και συνεχίζουμε ατάραχοι τον ύπνο μας. Θα έλεγε κανείς, χωρίς μεγάλο κίνδυνο να γίνει άδικος, ότι οι τακτικά εκκλησιαζόμενοι είναι από τους λιγότερο πιστούς στη γη, αφού διόλου δεν ενοχλούνται ούτε ανατριχιάζουν από τα κηρύγματα που ακούν, επειδή ακριβώς ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ότι όσα λέγονται μπορούσαν να έχουν συνέπειες στο άτομό τους.
Με ευκολία, λοιπόν, συζητούν ότι ο Θεός μισεί την αδικία, ότι οι αμετανόητοι αμαρτωλοί θα αντιμετωπίσουν αιώνια απώλεια, ότι δεν είναι σωστό για τους ανθρώπους να χωλαίνουν μεταξύ δύο φρονημάτων, ότι δεν πρέπει να κρατούν πικρία για τους συνανθρώπους και άλλα πολλά, εντούτοις την ίδια ώρα μένουν απαθείς και πολύ εύκολα μπορούν ν' αλλάξουν τη συζήτηση για ν' ασχοληθούν με την πολιτική.
Αν πίστευαν αληθινά τον αιώνιο κίνδυνο που διατρέχουν οι αμαρτωλοί και οι ασυνεπείς "πιστοί", ο ύπνος θα έφευγε από τις νύχτες τους και αγωνία θα κυρίευε τις ψυχές τους, απέναντι στη βιβλική προειδοποίηση «Φοβερόν είναι το να πέση τις εις χείρας Θεού ζώντος». Κι ας μη νομίσει κανείς ότι αυτά τα λέει ο συγγραφέας για τους άπιστους, αφού στο αμέσως προηγούμενο εδάφιο διαβάζουμε «Ο Κύριος θέλει κρίνει τον λαόν αυτού» (Εβρ.ι:30-31).
Πόσο φόβο σου δημιουργεί αυτό το «φοβερόν» της Γραφής; Επειδή αν δεν ήταν κάτι αληθινά "φοβερό", το Πνεύμα του Θεού γνώριζε και άλλες λέξεις να χρησιμοποιήσει, όμως εδώ αναφέρεται ακριβώς σε κάτι που προκαλεί (πρέπει να προκαλεί) ιερό φόβο.
Αλλά οι σημερινοί χριστιανοί, δυστυχώς, το μόνο που δεν αισθάνονται είναι ο «άγιος φόβος», παρόλο που η Γραφή συχνά επαναλαμβάνει ότι «πρέπει πάντες να εμφανισθώμεν έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, διά να ανταμειφθή έκαστος κατά τα πεπραγμένα διά του σώματος καθ' α έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν. Εξεύροντες λοιπόν τον φόβον του Κυρίου, τους μεν ανθρώπους καταπείθομεν, εις τον Θεόν δε είμεθα φανεροί, ελπίζω δε ότι και εις τας συνειδήσεις σας είμεθα φανεροί» (Β΄ Κορ.ε:11).
Ο «ιερός φόβος» των χριστιανών δεν είναι όπως εκείνος που αισθάνεται κάποιος όταν βρεθεί εμπρός σε ένα άγριο λιοντάρι που μπορεί να τον φάει, αλλά όπως η γυναίκα που κρατάει στα χέρια το πολύτιμο κρυστάλλινο βάζο της και το προσέχει πάρα πολύ επειδή γνωρίζει ότι μπορεί να το χάσει εξαιτίας απροσεξίας της.
Το χριστιανικό κήρυγμα δεν είναι οι ατέλειωτες ερμηνευτικές και εξηγητικές απόπειρες του κήρυκα επάνω σε μία βιβλική λέξη ή περικοπή, [αυτό μάλλον αφορά στη διδασκαλία] αλλά πώς ο «ζων και ενεργός και κοπτερώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν» λόγος του Θεού έρχεται στη διαδικασία να «διέρχεται μέχρι διαιρέσεως ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών, και [να] διερευνά τους διαλογισμούς και τας εννοίας της καρδίας», ώστε οι ακροατές να βρεθούν στο σημείο να έρθει «εις κατάνυξιν η καρδία αυτών» και να ζητήσουν να μάθουν, «Τι πρέπει να κάμωμεν, άνδρες αδελφοί;» (Εβρ.δ:12, Πράξ.β:37).
Διαφορετικά, όλος ο κόπος των κηρύκων, όσο τίμιος και ειλικρινής και αν είναι, υπόκειται στο φόβο του Παύλου μήπως ήταν «κτυπών τον αέρα» και ότι δεν έτρεξε ή εκοπίασε «εις μάτην» (Α΄ Κορ.θ:26, Φιλιπ.β:16).
Αν είσαι κήρυκας, λοιπόν, ας είναι το κήρυγμά σου απλό, σαφές και επικεντρωμένο σε ένα σημείο. Αν οι άνθρωποι θέλουν να έχουν «διδασκάλους κατά τας ιδίας αυτών επιθυμίας, γαργαλιζόμενοι την ακοήν» και όχι «την υγιαίνουσαν διδασκαλίαν» (Β΄Τιμ.δ:3), ας πάνε να τους βρουν οπουδήποτε αλλού, όχι όμως στην εκκλησία που εσύ διακονείς, αν όντως θέλει να είναι Εκκλησία του Ιησού Χριστού.