Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Η κληρονομία της Νέας Ρώμης - κλήρος

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με ανώτερους κληρικούς του ιστ΄ αι., οι οποίοι φέρουν σαρίκια και άμφια όμοια με των αξιωματούχων των σουλτάνων΄

Πως η "βυζαντινή" κοινωνική παθογένεια αναγεννήθηκε κατα την Τουρκοκρατία και επιβιώνει  διαχρονικά στη σύγχρονη Ελλάδα.
 Είναι ιστορικά δοκιμασμένη η τακτική των κάθε λογής κατακτητών να μήν εγκαθιδρύουν άμεσα την εξουσία τους, αλλά να χρησιμοποιούν γι' αυτόν τον σκοπό τον προϋπάρχοντα εξουσιαστικό μηχανισμό, αφού πρώτα τον επανδρώσουν με φίλα προσκείμενους εντόπιους τοποτηρητές. Οι κατακτημένοι υπακούν ευκολότερα στους «δικούς» τους παρά στους ξένους. Κατ' αυτόν τον τρόπο π.χ. οι Ναζί χρησιμοποίησαν τους διοικητικούς μηχανισμούς (υπουργεία, αστυνομίες κλπ.) των κατακτημένων από αυτούς χωρών, διορίζοντας απλώς κυβερνήσεις-ανδρείκελα σε Γαλλία, Νορβηγία, Ελλάδα κ.α..      

Κάτι ανάλογο συνέβη και με την οθωμανική κατάκτηση του ελλαδικού χώρου. Οι Οθωμανοί βασίστηκαν στους υλικοπνευματικούς κυριάρχους του ελλαδικού πληθυσμού, στους ίδιους ακριβώς, οι οποίοι στήριζαν και συνιστούσαν την πρότερη «βυζαντινή» εξουσία.  Πρόκειται ουσιαστικά για τις κάστες των ανωτέρων κληρικών της ανατολικής «ορθόδοξης» εκκλησίας, των οικονομικώς ισχυρών (μεγάλων γαιοκτημόνων, μετέπειτα κοτσαμπασήδων) και των πολιτικών στελεχών ( μετέπειτα Φαναριωτών) τής καταλυθείσας πρώην «βυζαντινής» αυτοκρατορίας.      
  Οι κάστες αυτές επιβιώνουν ελαφρώς παραλλαγμένες αλλά, εξίσου ισχυρές και στη σημερινή Ελλάδα. Αποτελούν δε, κάστες διότι, συγκεντρώνουν όλα τα χαρακτηριστικά κλειστών, και αποκομμένων από την κοινωνία, ομάδων διατήρησης μακροχρόνια κεκτημένων προνομίων, παρά το ότι δεν βασίζονται αποκλειστικά στους δεσμούς αίματος για την ανανέωσή τους σε έμψυχο δυναμικό.      
   Οι κάστες αυτές διαπλέκονται σταθερά ως προς τη συμφεροντολογική δράση τους, καθ' όλη τη διάρκεια του βυζαντινού μεσαίωνα, της τουρκοκρατίας και της νεώτερης Ελλάδας. Η διαπλοκή συνάπτεται ως άτυπη κοινωνική συμφωνία και ολοκληρώνεται μέσα από την αφανή και, γι' αυτό, πανίσχυρη δομή τού λεγόμενου συναφιού.  
ΚΛΗΡΟΣ 
   Πρόκειται για έναν περίπου αειθαλή θεσμό ψυχικής και πνευματικής χειραγώγησης, ο οποίος από ένα ιστορικό σημείο και μετά αποτελεί ζωτικό συστατικό κάθε εξουσιαστικού συναφιού. Ακόμα και όσα τέτοια τον αμφισβήτησαν, αναγκάστηκαν να αντιγράψουν τις οργανωτικές και ιδεολογικές δομές του (.. με τον διαχωρισμό σε πνευματικούς καθοδηγητές και ποίμνιο-πιστούς, με την πίστη στο αλάθητο-«θεόπνευστο» της κεντρικής επιτροπής-ιερατείου..κλπ.).   
    Ως γνωστόν ο ορθόδοξος κλήρος είναι ο κύριος υπεύθυνος ως προς την ιστορική επιλογή να υπαχθεί το 1453 η «βυζαντινή αυτοκρατορία» στην οθωμανική κυριαρχία αντί στον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμικό χώρο. Αυτό δεν έγινε φυσικά για δογματικούς, ή εθνικούς λόγους αλλά, γιατί η ανώτερη εκκλησιαστική κάστα εκτίμησε, ότι με τους Οθωμανούς θα διατηρούσε τα επί  βυζαντινών αυτοκρατόρων προνόμιά της. Ωστόσο οι  ερωτροτοπίες της ορθοδοξίας με τους Οθωμανούς είχαν αρχίσει πολύ νωρίτερα, πράγμα, που φανερώνει έμπειρο και μακροπρόθεσμο πολιτικό σχεδιασμό (άλλη μια απόδειξη ότι, δεν υφίσταντο δογματικοί ή εθνικοί λόγοι για την τουρκόφρονα στάση της εκκλησίας). Π.χ. οι μονές του επονομαζόμενου «αγιου» Όρους, ήδη από το 1372 είχαν προσφέρει γήν και ύδωρ στον Σουλτάνο. (Βλ. «Ο όρκος υποταγής των πατριαρχών στο Σουλτάνο».) 
Φυσικά η στάση αυτή του κλήρου δεν αποφασίστηκε με το αζημίωτο. Οι Οθωμανοί αναγνωρίζοντας αμέσως την ορθόδοξη εκκλησία ως έναν ιστορικώς καταξιωμένο παράγοντα εδραίωσης κάθε εξουσίας (της δικής τους συμπεριλαμβανομένης), της παραχώρησαν προνόμια που δεν είχε ούτε επί βυζαντινής εποχής. Τα προνόμια αυτά είχαν φυσικά και πρωτίστως το ανάλογο υλικό-οικονομικό αντίκρυσμα. Ο Μωάμεθ ο Β΄ αμέσως μετά την κατάληψη της  Νέας Ρώμης (Κων/πολης) αναγνώρισε ως Πατριάρχη και Εθνάρχη (Μιλιέτ- Μπασί) τον αντιδυτικό Γεννάδιο, παραχωρώντας του εξουσίες όχι μόνο θρησκευτικές, αλλά και πολιτικές και δικαστικές(1) . Επίσης θέσπισε και ειδικές εισφορές υπέρ της εκκλησίας, όπως το να παραχωρήσει κάθε χριστιανός υπήκοος το 1/3 (!) της περιουσίας του υπέρ της(2). Με σουλτανικό διάταγμα η εκκλησία διατήρησε επίσης όλη την ακίνητη περιουσία της (εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα  καλλιεργήσιμων εκτάσεων,βοσκοτόπια, εργαστήρια, ακόμα και ολόκληρα χωριά) πλήρως απαλλαγμένη από φόρους(3), ενώ το πατριαρχικό ταμείο απηλλάγη κι αυτό από τη φορολογία πλην ορισμένων τελών(2).
Με την πάροδο του χρόνου διάφορα σουλτανικά διατάγματα τροποποίησαν τις αρχικές συμφωνίες μεταξύ εκκλησίας και οθωμανικής εξουσίας. Όπως συμβαίνει σε όλα τα καθεστώτα με αυξημένο βαθμό διαφθοράς, έτσι και στην οθωμανική αυτοκρατορία τα  διάφορα αξιώματα αγοράζονταν με τις μεθόδους της δωροδοκίας, ή της δημοπρασίας (κάτι που, όπως γνωρίζουμε,  εξακολουθεί να ισχύει πιο συγκαλυμμένα, με μια πληθώρα τρόπων στη σύγχρονη νεοελλάδα). Έτσι ο Παχώμιος ο Β΄ δωροδόκησε με 12.000 χρυσά νομίσματα τον διοικητή της Κων/πολης για να τον υποστηρίξει στη διεκδίκηση του πατριαρχικού αξιώματος. Ενώ ο αρχιμανδρίτης Φιλιππουπόλεως πλήρωσε αρχικά 24.000 χρυσά νομίσματα για να γίνει Πατριάρχης, αναγκάστηκε εκ των υστέρων να συμπληρώσει και με άλλα, για να μην χάσει τον πατριαρχικό θρόνο ανατρεπόμενος από τον ανταγωνιστή του, τον αδελφό τού εξορισθέντος Ιερεμίου Β΄, ο οποίος πρόσφερε το ποσό των 40.000(2). Φυσικά όλες αυτές οι δαπάνες μετακυλίονταν στους ιεραρχικά κατώτερους, στις διάφορες επισκοπές, και λοιπές διοικητικές υποδιαιρέσεις της εκκλησίας, για να καταλήξουν  τελικά υπερτροφικά διογκωμένες στο ποίμνιο. Έτσι ο Πατριάρχης Τιμόθεος Α΄ (1654) αναγκάστηκε για να διατηρήσει τον θρόνο του να πληρώσει 100.000 χρυσά στον Μεγάλο Βεζύρη, όταν αποκαλύφθηκε, ότι είχε ήδη εισπράξει γι' αυτή τη δουλειά 300.000 χρυσά από τους κατωτέρους του μητροπολίτες (οι οποίοι είχαν εισπράξει με τη σειρά τους από το ποίμνιο).  
 Ανάρρηση στον  πατριαρχικό θρόνο δεν γινόταν χωρίς άφθονο χρυσίον για την εξαγορά της σουλτανικής εξουσίας και χωρίς ραδιουργία για την υπονόμευση των κορυφαίων του ιερατείου. Στις μηχανορραφίες υπήρχε πλούσια  παράδοση από το Βυζάντιο. Το χρήμα για τη συναλλαγή εξασφαλιζόταν με δάνεια από τούρκους μποσταντζήδες και καπιτζιμπασήδες, έλληνες γουναράδες και χασάπηδες και από εβραίους, αρμένιους και φράγκους σαράφηδες. Και η αποπληρωμή γινόταν με άγρια φορολόγηση και καταπίεση του ποιμνίου. Καθώς η σουλτανική «ταρίφα» για το πατριαρχικό αξίωμα ανέβαινε χρόνο με τον χρόνο -από 2.500 φλουριά το 1467, έφτασε τα 100.000 το 1622- οι οφειλές πολλαπλασιάζονταν και πολλοί πατριάρχες σέρνονταν στη φυλακή. Και όπως, μάλιστα, έλεγε ο πατριάρχης Σαμουήλ, «τα χρέη είχαν γίνει των της Αιγύπτου πυραμίδων υπερογκωδέστερα»»(4).
Ποσά που είναι δύσκολο να τα συλλάβει κανείς  ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα. Το οικονομικό ρήμαγμά του από την εκκλησία έφερνε πολλές φορές σε  τέτοια απόγνωση το ποίμνιο, ώστε αυτό να καταφεύγει στους Οθωμανούς για προστασία. Έτσι από ένα τουρκικό φιρμάνι του 1701 πληροφορούμαστε π.χ. ότι «οι κατά καιρούς μητροπολίται Θεσσαλονίκης, μή αρκούμενοι εις την είσπραξιν συμφώνως με τον νόμον και τον κατάλογον, λαμβάνουν, παρά τα ειθισμένα, περισσότερα χρήματα παρ' εκάστης οικίας, από δε τους ιερείς ζητούν ανά δύο χρυσά νομίσματα, τα οποία λαμβάνουν βία και τους αδικούν πολύ. Παρακάλεσαν δε όπου εκδοθεί αυτοκρατορικόν φιρμάνιον, ίνα μετά την κατά τα παλαιά έθιμά των καταβολήν των υποχρεωτικών των εισφορών μή οχλώνται ούτοι  με την απαίτησιν περισσοτέρων χρημάτων αντιθέτως προς τα ειθισμένα κατά τον κατάλογον, να εμποδισθή δε και να αποσοβηθή η καταπίεσις αυτών»(5). Η «εθνοσωτήρια» και ποιμαντορική δράση της ορθοδοξίας έχει καταγραφεί και σε μια σειρά από σχετικές παροιμίες: «ακαμάτης και φαγάς, ψάλτης διάκος και παπάς», «του παπά η κοιλιά αμπάρι για να φάει και για να πάρει, του παπά η κοιλιά κοφίνι και μουρλός όπου του δίνει» κ.ά.(3).
Οποιοιδήποτε παραλληλισμοί με τη σημερινή -φανερή, ή μή- οικονομική, πολιτική κ.λπ. δράση της ορθόδοξης εκκλησίας, είναι, βέβαια, αναμενόμενοι.
Σημειώσεις
(1) Φιλήμονος,  Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, εκδόσεις Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 1971.
(2) Λ. Θ. Χουμανίδη (καθηγητού Α.Β.Σ.Π.) Μαθήματα ιστορίας οικονομικού βίου, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1969.
(3) Ομάδα ενάντια στη Λήθη, Κυριαρχία και κοινωνικοί αγώνες στον ελλαδικό χώρο, τόμος 1ος, εκδόσεις Αναρχική Αρχειοθήκη, Αθήνα 1996.
(4) Κυριάκου Σιμόπουλου, Η διαφθορά της Εξουσίας , Αθήνα 1992.
(5) Γ. Κοντογιώργη, Φ. Βώρου , Θέματα νεώτερης και σύγχρονης Ιστορίας από τις πηγές, εκδόσεις Ο.Ε.Δ.Β. Αθήνα 1984.


(αποσπάσματα απο μελέτη του  Θεόδωρου Λαμπρόπουλου)