Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

οι κοτσαμπάσηδες



"Eίναι να αναρωτιέται κανείς, με τόσο χρυσό που μάζευε η εκκλησία από το «χριστεπώνυμο» ποίμνιο, πώς έμενε να φορολογήσουν κάτι οι Τούρκοι. Οι οποίοι όπως είναι γνωστό φορολογούσαν με ένα επαχθέστατο, και πλήρως παραδομένο στη διαφθορά, σύστημα εκμίσθωσης των φόρων. Δηλαδή εκχωρούσαν το δικαίωμα της είσπραξης των φόρων σε μεσάζοντες εκμισθωτές, οι οποίοι έκαναν κυριολεκτικά ό,τι ασυδοσία ήθελαν εις βάρος των ραγιάδων: «πλείσται όσαι παραβάσεις και καταπιέσεις εγίνοντο κατά την είσπραξη των φόρων, εάν ελάβωμεν υπ' όψιν ότι ο εκμισθωτής ελάμβανε πολύ περισσότερα έναντι των όσων συνεφώνησεν»(2).   
Το επικερδέστατο αυτό καθήκον τής είσπραξης των φόρων για λογαριασμό των Οθωμανών, το είχαν αναλάβει οι "χριστιανοί" προύχοντες,, ή προεστοί, ή δημογέροντες, ή κοτζαμπάσηδες (ως συνήθως οι σεσημασμένοι εγκληματίες έχουν πολλά ονόματα, ψευδώνυμα, παρατσούκλια κ.λπ.).
 Η κοινωνικοϊστορική καταγωγή τους ανιχνεύεται στους γαιοκτήμονες της τελευταίας βυζαντινής περιόδου και της πρώιμης οθωμανικής κατοχής. Επρόκειτο για ιδιοκτήτες μεγάλων κατοικημένων αγροτικών περιοχών (τσιφλικάδες), οι οποίοι, όπως και η εκκλησία, είτε κάλεσαν οι ίδιοι τους Τούρκους αναγνωρίζοντάς τους προκαταβολικά ως κυριάρχους, είτε δεν προέβαλαν αντίσταση στην τουρκική προέλαση(6). Για την «καλή διαγωγή», που επέδειξαν, οι Τούρκοι τούς επέτρεψαν να κρατήσουν τις γαιοκτησίες τους. Παράλληλα  τους αντάμειψαν, όπως και την εκκλησία, με μια σειρά νέων προνομίων, όπως η διατήρηση προσωπικών στρατιωτικών-αστυνομικών σωμάτων και η άσκηση δικαστικών, ή  γραφειοκρατικών αρμοδιοτήτων, με κυριότερη την είσπραξη των κρατικών φόρων. 
Οι κοτσαμπάσηδες αποτελούν συνηθέστατα απογόνους των πρώτων εκείνων συνεργατών των Οθωμανών. Συγκροτούν την αγροτική (και στα νησιά, την πλοιοκτητική) αριστοκρατία της προεπαναστατικής εποχής. Η βασικότερη δραστηριότητά τους είναι, φυσικά, η είσπραξη των κρατικών φόρων, κάτι που τους καθιστά πρόθυμους τοποτηρητές (ρουφιάνους) των Οθωμανών. Οι «εκλογές» που διεξάγονταν στις αγροτικές κοινότητες σχετικά με το ποιοί θα εκπροσωπούν τους κατακτημένους απέναντι στους Τούρκους, συνήθως επικύρωναν το, ουσιαστικά, κληρονομικό δικαίωμα των κοτσαμπασήδων να λειτουργούν ως μαντρόσκυλα της οθωμανικής εξουσίας (συγκρίνατε με τις εκλογές της «βίας και νοθείας» της πολύ πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, τα σύγχρονα νομικά εκλογικά μαγειρέματα, τις κληρονομικές κρυπτοδυναστείες της σημερινής νεοελλάδας  κλπ.). 
«Οι κοτσαμπάσιδες, ή προύχοντες δεν ήσαν λαοπρόβλητοι καθώς τινές γράφουσι και λέγουσι. Αλλ' ήσαν ένα σώμα ενωμένον δια του μεταξύ των συμφέροντος [...] Όλος ο θόρυβος και η κίνησις εγένετο προς το συμφέρον των τούρκων και των συντρόφων των κοτσαμπάσιδων [...] Ούτοι ενήργουν ως υπηρέται των ορέξεων των τούρκων και το επάγγελμα αυτό ήτο ο πόρος της απαλλαγής των από τα βάρη και τας φορολογίας. Εισέπραττον εκατόν και έδιδον μόνον εικοσιπέντε, εξαπατώντες τους τούρκους. Τοιούτος ήτο ο κοτσάμπασης, όστις κατά τα άλλα πάντα εμιμείτο τον τούρκον, καθώς εις την ενδυμασίαν, εις τους εξωτερικούς τρόπους και εις τα της οικίας του. Η ευζωία του ήτο ομοία με εκείνην του τούρκου και μόνο κατά το όνομα διέφερεν, αντί π.χ. να τον λέγουν Χασάνην, τον έλεγαν Γιάννην κα αντί να πηγαίνει εις το τζαμί επήγαινε εις εκκλησίαν»(7). 
 Ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ μας δίνει και μια μαρτυρία της διαπλοκής τους με τον ορθόδοξο κλήρο: «Οι κοτζαμπάσηδες είναι οι πιο ποταποί πράκτορες και οι πιο αξιοπεριφρόνητοι σατράπες του σουλτάνου. Η μόνη τους ασχολία είναι πώς να κάνουν να περάσουν οι εκβιασμοί τους και στήνουν την περιουσία τους πάνω στις ατιμίες που διαπράττουν και στην καταπίεση του λαού. Αναίσθητα τέρατα, βάρβαροι αδελφοί [...] Καθώς κρατάνε από οικογένειες που κατέχουν τις επισκοπές, καλούν τους ιεράρχες στις αντιδικίες που ξεσπάνε κι ο φόβος του αφορισμού κάνει και τους πιο σκληροτράχηλους να επανέρχονται στην τάξη»(8) (ως γνωστόν ο αφορισμός ήταν το μόνιμο φόβητρο της εκκλησίας προς κάθε δυστροπούντα ραγιά: η ίδια η Επανάσταση αφορίστηκε, καθώς και πολλοί επαναστάτες ονομαστικά(11), βλ. «Τα πλήρη κείμενα των τριών αφορισμών του ΄21 από τον Γρηγόριο Ε΄», «Οι πατριαρχικοί αφορισμοί Μπουμπουλίνας, αρματολών, «κακούργων Σουλιωτών» κ.λπ. κ.λπ.» και «Η εγκύκλιος του Γρηγορίου Ε΄ για την καταδίκη του «Συντάγματος» του Ρήγα».) 
Ωστόσο οι περισσότερο ευφυείς και ανυπότακτοι από τους κατακτημένους, τους μισούσαν και δεν έχαναν ευκαιρία να τους τρομοκρατούν, να τους ληστεύουν, ή και να τους σκοτώνουν (όπως έκαναν συχνά οι κλέφτικες ομάδες). Πολλές φορές οι εξαθλιωμένοι ραγιάδες κατέφευγαν στην διαιτησία των Τούρκων για να ανακουφιστούν από τους άρπαγες αυτούς ομοεθνείς τους. Έτσι, δεν ήσαν λίγες οι φορές που οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παίξουν έναν πυροσβεστικό ρόλο, προκειμένου να αποφύγουν ανεπιθύμητες εκρήξεις της κοινωνικής δυσαρέσκειας.  Η εναντίον τών κοτσαμπασήδων απέχθεια συναντάται και στα δημοτικά τραγούδια, όπως σε αυτό το ηπειρώτικο:
«Εκείνον τον παλιό  καιρό και το παλιό ζαμάνι / μ' είχεν η χώρα προεστό μ' είχεν η χώρα πρώτον / κι αντά 'ριχνα στο δόσιμο και το βαρύ τεφτέρι / δέκα στους πλούσιους έριχνα, στις χήρες δεκαπέντε / στη δόλια τη φτωχολογιά έριχνα τριανταπέντε / Κ' η φτώχεια κλάψαν έκαμε, κλάψαν από τ' εμένα / και ο πασάς επρόσταξε, μώκοψαν το κεφάλι» (αξίζει να προσεχθεί η αναλογία με το βυζαντινότροπο φορολογικό σύστημα της νεοελλάδας, όπου ευνοείται φεουδαρχικότατα η φοροαπαλλαγή κάποιας -συνήθως κληρονομικής- οικονομικής ελίτ, ενώ οι  αναλογισμένες φορολογικές υποχρεώσεις αυξάνονται προκλητικά όσο κατεβαίνουν στην κοινωνικοοικονομική κλίμακα). 

Σημειώσεις
(2) Λ. Θ. Χουμανίδη (καθηγητού Α.Β.Σ.Π.) Μαθήματα ιστορίας οικονομικού βίου, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1969.

(6) Βλ. καθησυχαστική επιστολή του Μωάμεθ Β' το 1454, προς τους άρχοντες της Πελοποννήσου (αναφέρεται από τον Κωνσταντίνο Σάθα στο «Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει»  σ. 127).

 (7) Φώτιου Χρυσανθόπουλου, ή Φωτάκου (υπασπιστή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη), Απομνημονεύματα, εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 1996.

(8) Πουκεβίλ, Ταξίδι στον Μοριά,  εκδόσεις αδελφών Τολίδη, Αθήνα 1980.

                              
              (αποσπάσματα απο μελέτη του  Θεόδωρου Λαμπρόπουλου)