Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Οι παραδόσεις (14)



ΙΕΡΟΣΥΝΗ

1.         Τι είναι το μυστήριο της ιεροσύνης;

Ιεροσύνη είναι η μυστηριακή πράξη με την οποία ένας απλός άνθρωπος παίρνει το αξίωμα και το χάρισμα του ιερέα.

2.         Γιατί λέγεται η ιεροσύνη μυστήριο;

Λέγεται μυστήριο γιατί, καθώς πιστεύουν, με την τελετή που γίνεται, οι ιερείς παίρνουν το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος και την εξουσία του “δεσμείν και λύειν”, δηλαδή παίρνουν εξουσία να συγχωρούν αμαρτίες και να ιερατεύουν μπροστά στο Θεό.

3.         Είναι το μυστήριο της ιεροσύνης αποστολική παράδοση;

ΟΧΙ. Το αξίωμα του ιερέα και η μυστηριακή πράξη της ιεροσύνης δεν υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη και μάλιστα είναι τελείως αντίθετα με την αποστολική παράδοση.
Ο Χριστός, όταν ήταν στη γη, δε διόρισε ιερείς για αντιπροσώπους. Διάλεξε τους αποστόλους, που ήταν απλοί άνθρωποι όπως οι άλλοι, και τους έδωσε διακονία να κηρύξουν το Ευαγγέλιο για τη σωτηρία των ανθρώπων. Οι απόστολοι δεν ήταν ιερείς, ούτε άφησαν ιερείς για διαδόχους. (Βλέπε και στο κεφάλαιο “Ιερείς”).
Για την επίβλεψη και φροντίδα των εκκλησιών, οι απόστολοι χειροτονούσαν σεβαστά άτομα, που τα ονόμαζαν Πρεσβυτέρους ή Επισκόπους. Οι Πρεσβύτεροι αυτοί λέγονταν και Ποιμένες, επειδή είχαν την ευθύνη για την πνευματική καθοδήγηση των πιστών. Αυτοί λοιπόν οι Πρεσβύτεροι που ήταν γνωστοί σαν Επίσκοποι και Ποιμένες δεν ήσαν ιερείς, δεν ήσαν ντυμένοι με στολές ιερατικές και άμφια, ούτε γνώριζαν τίποτα για ιεροσύνη.

Λουκάς ς:13 “Και ότε έγεινεν ημέρα, έκραξε τους μαθητάς αυτού και εξέλεξε εξ αυτών δώδεκα, τους οποίους και ονόμασε αποστόλους”. (Δεν τους ονόμασε ιερείς).
Ματθαίος κη:19 “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη... διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς”.
Μάρκος ις:15 “Υπάγετε εις όλον τον κόσμο και κηρύξατε το ευαγγέλιο εις όλην την κτίσιν”. (Έργο τους ήταν το κήρυγμα του ευαγγελίου, όχι η ιερατεία).
Πράξεις ιδ:23 “Και αφού εχειροτόνησαν εις αυτούς πρεσβυτέρους κατά πάσαν εκκλησίαν, προσευχηθέντες με νηστείας, αφιέρωσαν αυτούς εις τον Κύριον”. (Οι απόστολοι χειροτόνησαν πρεσβυτέρους, όχι ιερείς).
Α’Τιμόθεος ε:17 “Οι καλώς προϊστάμενοι πρεσβύτεροι ας αξιώνονται διπλής τιμής, μάλιστα όσοι κοπιάζωσι εις λόγον και διδασκαλίαν”. (Έργο των πρεσβυτέρων ήταν να προΐστανται και να διδάσκουν, όχι να ιερατεύουν).
Τίτος α:5,6 “Να καταστήσεις εν πάση πόλει πρεσβυτέρους.... διότι πρέπει ο επίσκοπος να είναι ανέγκλητος”. (Επίσκοπος λεγόταν ο Πρεσβύτερος).
Α’Πέτρου ε:1-3 “Τους μεταξύ σας πρεσβυτέρους παρακαλώ... ποιμάνατε το μεταξύ σας ποίμνιον του Θεού, επισκοπούντες”. (Οι Πρεσβύτεροι φρόντιζαν για τους πιστούς, ποίμαιναν-επισκοπούσαν).

4.         Έχει καμιά σχέση με την ιεροσύνη η χειροτονία που αναφέρει η Καινή Διαθήκη;

ΟΧΙ. Η χειροτονία που αναφέρει η Καινή Διαθήκη, είναι η τοποθέτηση κατάλληλων ατόμων, σαν υπεύθυνων της τοπικής εκκλησίας. Δεν ήταν η καθιέρωση ιερέων, αλλά απλών πρεσβυτέρων. Κανένας λόγος για ιεροσύνη δε γίνεται στη χειροτονία, γιατί δεν υπήρχε ιεροσύνη στην αποστολική εποχή. (Διάβασε τα παραπάνω εδάφια και το Α’ Τιμοθ.γ:1-7 για τα προσόντα και τα καθήκοντα του Πρεσβυτέρου - Επισκόπου. Κανένας λόγος για προσόντα ιερέα).

5.         Τι λέει η Καινή Διαθήκη για τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης;

Όπως είναι γνωστό, οι βαθμοί της ιεροσύνης σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση είναι τρεις, του διακόνου, του ιερέα - πρεσβυτέρου και του επισκόπου.
Στην Καινή Διαθήκη, εφόσον δεν υπάρχει ιεροσύνη για τους υπεύθυνους της εκκλησίας, δεν υπάρχουν και βαθμοί ιεροσύνης, ούτε διάφορες τάξεις του ιερατείου, όπως ιερείς, πρωθιερείς, αρχιερείς, αρχιεπίσκοποι, πατριάρχες.
Στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν μόνο δυο κατηγορίες υπεύθυνων ατόμων για τη φροντίδα της εκκλησίας. Η μια κατηγορία είναι οι διάκονοι, που είναι υπεύθυνοι για τα υλικά ζητήματα και η άλλη είναι οι επίσκοποι, που ονομάζονταν και πρεσβύτεροι ή ποιμένες, που είναι υπεύθυνοι για τα πνευματικά και διοικητικά ζητήματα της εκκλησίας. Μόνο τις δυο αυτές κατηγορίες υπευθύνων όρισαν οι Απόστολοι.

Φιλιππ. α:1 “Παύλος και Τιμόθεος, δούλοι του Ιησού Χριστού, προς πάντας τους αγίους εν Χριστώ Ιησού τους όντας εν Φιλίπποις, μετά των επισκόπων και διακόνων”.
Α’Τιμοθ.ζ:1-13 “πρέπει ο επίσκοπος να είναι... οι διάκονοι ωσαύτως πρέπει να είναι...”
            Οι διάκονοι και οι επίσκοποι δεν είναι βαθμοί ιεροσύνης, αλλά θέσεις ευθύνης στην τοπική εκκλησία.

6.         Πότε και πώς δημιουργήθηκε ο βαθμός του επισκόπου σαν τρίτη βαθμίδα εκκλησιαστικού αξιώματος;
Στην αποστολική εποχή υπήρχαν πολλοί επίσκοποι-πρεσβύτεροι σε κάθε τοπική εκκλησία, δηλαδή χριστιανική συνάθροιση. Από το 2ο αιώνα ξεχώρισε από τους πολλούς ένας πρεσβύτερος, ονομάστηκε επίσκοπος και τέθηκε επικεφαλής της τοπικής εκκλησίας. Οι άλλοι πρεσβύτεροι παρέμειναν σαν θεσμός, αλλά ήσαν κατώτεροι στην άσκηση εξουσίας.
Ο ένας αυτός επίσκοπος στην αρχή ήταν υπεύθυνος μόνο μιας Χριστιανικής εκκλησίας. Από τον 3ο αιώνα όμως και μετά, με την αύξηση των Χριστιανικών εκκλησιών στην επαρχία, οι επίσκοποι κεντρικών πόλεων επιδίωξαν να αποκτήσουν δικαιοδοσία και στις εκκλησίες της περιφέρειάς τους, στην αρχή λόγω φυσικής εξάρτησης της υπαίθρου από το κέντρο και στη συνέχεια λόγω προσωπικών φιλοδοξιών. Παρά τις αντιδράσεις υπερίσχυσαν και επιβλήθηκαν στους άλλους επαρχιακούς επισκόπους. Από ηγέτες της τοπικής εκκλησίας έγιναν ηγέτες όλων των εκκλησιών της περιφέρειάς τους. Έτσι δημιουργήθηκε ο νέος βαθμός του επισκόπου περιοχής.
Κατά παρόμοιο τρόπο αναπτύχθηκε και το αξίωμα του Μητροπολίτη. Στον επίσκοπο της πρωτεύουσας της επαρχίας ανατέθηκε από τον 3ο αιώνα η επίβλεψη των άλλων επισκόπων της επαρχίας αυτής, με σκοπό την συμμόρφωση στις αποφάσεις τοπικών συνόδων. Με τον τρόπο αυτό, ο επίσκοπος της πρωτεύουσας της επαρχίας, απέκτησε διοικητική υπεροχή έναντι των άλλων επισκόπων. Και πάλι δημιουργήθηκαν αντιδράσεις μέχρι που η Α’ Οικουμενική σύνοδος το 325 μ.Χ. επέβαλε παντού το αξίωμα του Μητροπολίτη. (Εκκλησιαστική ιστορία Στεφανίδη, σελίδες 97-99).
Αυτό που ιδιαίτερα έχει σημασία στο θέμα αυτό είναι, ότι το αξίωμα του επισκόπου σαν τρίτη βαθμίδα ιεροσύνης δεν είναι αποστολική παράδοση αλλά πολύ μεταγενέστερη.

7.         Είναι σωστή η διάκριση των πιστών σε λαϊκούς και κληρικούς;

Δεν είναι σωστή. Η Καινή Διαθήκη, που είναι η αποστολική παράδοση, διδάσκει την ισότητα και αδελφότητα όλων των πιστών: Γαλάτες γ:28 “Πάντες σεις είσθε ένα εν Χριστώ Ιησού”, Ματθαίος κγ:8-12 “Σεις μη ονομασθείτε Ραβί, διότι ένας είναι ο καθηγητής σας ο Χριστός, πάντες δε σεις αδελφοί είσθε. Και πατέρα σας μη ονομάσητε επί της γης, διότι ένας είναι ο Πατήρ σας ο εν τοις ουρανοίς”.
Ο απόστολος Παύλος ονομάζει τον εαυτό του δούλο και απόστολο του Κυρίου: “Παύλος, δούλος Ιησούς Χριστού, προσκεκλημένος απόστολος” (Ρωμ. α:1).
Ο Ιάκωβος συστήνεται σαν δούλος του Θεού και ονομάζει τους πιστούς αδελφούς: “Ιάκωβος, δούλος του Θεού... πάσαν χαράν νομίσατε αδελφοί μου” (Ιακ. α:1,2).
Ο απόστολος Πέτρος απευθυνόμενος προς τους πρεσβυτέρους ονομάζει τον εαυτόν του συμπρεσβύτερο: “Τους μεταξύ σας πρεσβυτέρους παρακαλώ εγώ ο συμπρεσβύτερος” (Α’Πέτρου ε:1).
Ο απόστολος Ιωάννης αποκαλεί ταπεινά τον εαυτό του αδελφό των άλλων πιστών: “Εγώ ο Ιωάννης ο και αδελφός σας και συγκοινωνός εις την θλίψιν” (Απ. α:9).
Έτσι οι μαθητές, υπακούουν στην εντολή του Κυρίου να μη ξεχωρίζουν ο ένας από τον άλλον με τίτλους, εκφράζονται με ταπείνωση και θεωρούν τους εαυτούς τους αδελφούς και ίσους με το σώμα του Χριστού, που είναι η εκκλησία του, ο αναγεννημένος λαός του Θεού.
Δεν ξεχώριζαν τον εαυτό τους σαν κλήρο, ούτε ενθάρρυναν τους υπεύθυνους των εκκλησιών σε κάτι τέτοιο. Μάλιστα η Καινή Διαθήκη, δείχνοντας την ισοτιμία όλων των πιστών μπροστά στο Θεό, τους αποκαλεί όλους ιερείς και βασιλείς του Θεού με πνευματική έννοια:

“Σεις είσθε γένος εκλεκτό, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιο, λαόν τον οποίον απέκτησε ο Θεός...” (Α’ Πέτρου β:9).
“Και σεις συνοικοδομείσθε οίκος πνευματικός, ιεράτευμα άγιο...” (Α’ Πέτρου β:5).
“Έκαμε ημάς βασιλείς και ιερείς εις τον Θεό και Πατέρα...” (Αποκ.α:6, ε:10).

8.         Τι λέτε τότε για τις διάφορες κατηγορίες εργατών που αναφέρει η Καινή Διαθήκη;

Η Γραφή τονίζει ότι όλοι οι πιστοί είναι ίσοι και δεν διακρίνονται σε ιερείς (κλήρο) και σε απλούς πιστούς (λαϊκούς). Όμως είναι αλήθεια ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες εργατών που διακρίνονται από τα χαρίσματα που έχουν και από την υπηρεσία που προσφέρουν. Αυτούς τους θέτει ο Κύριος για να υπηρετήσουν την εκκλησία Του και όχι για να εξουσιάζουν πάνω της: Εφ. δ:11-12 “και αυτός έδωκε άλλους μεν αποστόλους, άλλους δε προφήτας, άλλους δε ευαγγελιστάς, άλλους δε ποιμένας και διδασκάλους προς την τελειοποίηση των αγίων”. Επίσης Α’Κορ. ιβ:28.

9.         Τι λέει η Γραφή για την αγαμία του κλήρου;

Η αγαμία του κλήρου δεν είναι αποστολική παράδοση και έχει αποδειχθεί ολέθρια για το κύρος της Εκκλησίας. Πρώτα η σύνοδος της Ελβίρας στη Δύση, το 300 μ.Χ., όρισε την αγαμία και των τριών βαθμών της ιεροσύνης για την Καθολική Εκκλησία. Η ανατολική Εκκλησία διατήρησε την αγαμία μόνο των επισκόπων.
Αντίθετα, στην Καινή Διαθήκη διαβάζουμε, ότι για να γίνει κανείς επίσκοπος πρέπει να είναι παντρεμένος και να έχει τέκνα: “Πρέπει ο επίσκοπος να είναι άμεμπτος, μιας γυναικός ανήρ... κυβερνών καλώς τον εαυτού οίκον, έχων τα τέκνα αυτού εις υποταγήν” (Α’ Τιμ. γ:2,4).

Συμπέρασμα
Ο θεσμός της ιεροσύνης και το αξίωμα του ιερέα είναι ξένα προς την διδαχή του Χριστού και την αποστολική παράδοση. Η χριστιανική Εκκλησία της αποστολικής εποχής είχε μόνο Διακόνους και Πρεσβυτέρους (που ονομάζονταν και Επίσκοποι) σαν προεστώτες και υπεύθυνους για τις υλικές και πνευματικές ανάγκες των πιστών της τοπικής εκκλησίας. Η τοποθέτηση κατάλληλων ατόμων στις θέσεις του Πρεσβυτέρου γινόταν με την χειροτονία. Αυτή δεν ήταν κανένα μυστήριο ιεροσύνης, αλλά ήταν η επιλογή και η τοποθέτηση ατόμων στις θέσεις υπευθύνων της εκκλησίας και η αφιέρωσή τους με προσευχή για ευόδωση του έργου τους.
Η δημιουργία της εκκλησίας, σχέδιο Θεού “κατά πρόθεσιν των αιώνων”, ακολούθησε τα εξής τρία διαδοχικά στάδια: Πρώτο, το έργο του Σταυρού. Ύστερα, το θαύμα της Ανάστασης, και τέλος την έκχυση του Αγίου Πνεύματος. Οι δυο πρώτες ήταν πράξεις προπαρασκευαστικές με τις οποίες ο Θεός παραμέρισε τα ηθικά εμπόδια για τη σύσταση της εκκλησίας.
Με το γεγονός του Σταυρού, ο Θεός γκρέμισε το μεσότοιχο του φραγμού που χώριζε την αμαρτωλή ανθρωπότητα απ’ Αυτόν, και ένωσε τον Ιουδαίο με τον εθνικό σ’ ένα “νέο άνθρωπο”, και κατάργησε τα διατάγματα του Μωσαϊκού Νόμου σαν μέσα ανίσχυρα και ατελή για τη δικαίωση και τη σωτηρία του ανθρώπου (Εφεσ.β:13-18 & Κολ.β:14).
Το θαύμα της Ανάστασης του Ιησού απέδειξε το κύρος του λυτρωτικού θανάτου Του και εγκαινίασε μεταξύ Θεού και ανθρώπων νέες σχέσεις χάρης, ζωής και ελπίδας (Ρωμ.δ:25 & Εφεσ.β:5-6).
Η έκχυση του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής, είχε τον χαρακτήρα της οριστικής και τελικής πράξης με την οποία ο Θεός εγκαθίδρυσε πλέον την εκκλησία Του.
Το πρωτότυπο εκείνο χριστιανικό συγκρότημα - Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ - ανέλαβε να πραγματοποιήσει μια διπλή αποστολή:
·    Να παρουσιάσει μια νέα ζωή.
·    Να μεταδώσει ένα νέο κήρυγμα.
Σαν “το σώμα του Χριστού” η εκκλησία έπρεπε να επιδείξει μέσα από τα μέλη της, την άγια ζωή, την επίδραση και τη δράση του Αρχηγού της.
Ας δούμε όμως ποιο ήταν το νέο κήρυγμα που ανέλαβε να εξαπλώσει η εκκλησία. Το κύριο θέμα του αποστολικού κηρύγματος ήταν ΕΝΑ πρόσωπο κι ΕΝΑΣ λόγος. Συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα συνυφασμένα με τη δογματική τους έννοια.
Μετά την έκχυση του Αγίου Πνεύματος την Πεντηκοστή, ο απόστολος Πέτρος παρουσίασε δημόσια το νέο κήρυγμα:

«Ιησούν τον Ναζωραίον, άνδρα αποδεδειγμένον πρός εσάς από του Θεού διά θαυμάτων και τεραστίων και σημείων....τούτον εθανατώσατε....τον οποίον ο Θεός ανέστησε λύσας τας ωδίνας του θανάτου.....»  Αυτά είναι συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα.

«Μετανοήσατε και ας βαπτιστεί έκαστος υμών εις το όνομα του Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών, και θέλετε λάβει την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος». Αυτή είναι δογματική διδασκαλία που ερμηνεύει τα γεγονότα.

Το αποστολικό κήρυγμα με το ευαγγελιστικό του περιεχόμενο, όπως μας παρουσιάζεται ιδιαίτερα στο βιβλίο των Πράξεων, δεν μας επιτρέπει να διακρίνουμε παρά τις γενικές γραμμές “της αλήθειας του ευαγγελίου”- θάνατος του Χριστού, Ανάσταση, μετάνοια, άφεση αμαρτιών δια της πίστεως, τελική κρίση - στα αποστολικά γραπτά και ιδιαίτερα στις επιστολές του Παύλου θαυμάζουμε την αλήθεια αυτή σ’ όλο της το βάθος και το ύψος.
Το μυστήριο της εκκλησίας και η οργανική σχέση της με τον επουράνιο Χριστό (Εφεσ.ε:22-23), ο αγιασμός των πιστών και η μερίδα τους στη Βασιλεία του Θεού (Ρωμ.η), η ένδοξη παρουσία του Κυρίου και η Αρπαγή της εκκλησίας Του (Α’ Θεσ.δ:13-17 & Α’ Κορ.ιε:35-38), αυτές κι άλλες ακόμα αποκαλύψεις ξεδιπλώνονται στα αποστολικά κείμενα με τον ιδικό σκοπό να φανερώσουν στους χριστιανούς αναγνώστες όλων των εποχών “τα υπό του Θεού χαρισθέντα” και να τους οδηγήσουν <εις επίγνωσιν του μυστηρίου του Θεού και Πατρός και του Χριστού, εν τω οποίω είναι κεκρυμμένοι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως> (Κολ.β:2). Δες και Εφεσ.γ:3-4.
Αυτό το μυστήριο του Χριστού οι απόστολοι πρώτα το κήρυξαν και μετά το έγραψαν κάτω από την άμεση οδηγία του Αγίου Πνεύματος και συνεπώς τα δόγματα και οι διδασκαλίες που διατύπωσαν ήταν κατ’ ευθείαν από το Θεό. Αυτή η θεοπνευστία των αποστόλων σφράγισε το κήρυγμά τους σαν ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ και ΠΛΗΡΕΣ. Σαν τέτοιο το δέχτηκε και η πρώτη εκκλησία (Πράξ.β:42).
Το αποστολικό κήρυγμα δεν ήταν μόνο θεμελιώδες, δηλαδή γνήσιο και αμετάθετο αλλά ήταν επίσης και πλήρες, δηλαδή χωρίς ελλείψεις ή κενά (Κολ.α:28 & Β’ Τιμ.γ:16).
Γίνεται συνεπώς φανερό ότι το έργο της μεταποστολικής εκκλησίας δεν ήταν, ούτε είναι, να προσθέτει νέα δόγματα ή μεταγενέστερους κανόνες πίστης στην αλήθεια του Ευαγγελίου (Ιούδ.3). Η εντολή λοιπόν που πήρε η εκκλησία ήταν να ΔΙΑΦΥΛΑΞΕΙ αυτή την αλήθεια με πιστότητα (Α’ Τιμ.ς:20 Β’ Τιμ.α:14), καθώς επίσης να την μεταλαμπαδεύσει ακέραιη όπως την παρέλαβε στις επόμενες γενιές (Β’ Τιμ.β:2).