«Διότι κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι δια της πίστεως και τούτο δεν είναι από σας Θεού το δώρον ουχί εξ έργων, δια να μη καυχηθή τις» (Εφεσ.β:8-9).
Ορισμός της χάρης
Χάρις είναι η εύνοια του Θεού προς τον άνθρωπο που δεν την άξιζε.
Είναι ένα δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Η λέξη εννοεί ότι η σωτηρία είναι μια ευλογία που κανείς δεν δικαιούται, δεν κερδίζεται, αλλά απονέμεται δωρεάν απ' το Θεό. Ο Θεός κάνει όλο το έργο που σχετίζεται με τη σωτηρία μιας ψυχής. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να βοηθήσει το Θεό στη σωτηρία του, δεν μπορεί να συμβάλλει σ' αυτήν. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δεχτεί ή να απορρίψει το έργο που ο Θεός έχει κάνει κι είναι πρόθυμος να κάνει απ' τη μεριά Του.
Η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της χάρης του Θεού
Το εδάφιο Εφεσ.β:8-9 τονίζει ότι η σωτηρία προέρχεται απ' τη χάρη του Θεού κι όχι από ανθρώπινα έργα. Ο Θεός έκανε διαθέσιμη τη σωτηρία σε μας δια του θανάτου του Ιησού Χριστού. Είμαστε δικαιωμένοι «δωρεάν με την χάριν αυτού, δια της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως δια της πίστεως εν τω αίματι αυτού, προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού, δια την άφεσιν των προγενομένων αμαρτημάτων, δια της μακροθυμίας του Θεού» (Ρωμ.γ:24-25). Ο Θεός δεν έδωσε το Γιο Του να πεθάνει για μας, μόνο για να εξαγοράσει τη σωτηρία μας, αλλά μας παρέχει όλα τα απαραίτητα προκειμένου να τη διαφυλάξουμε. Όπως ρώτησε κι ο Παύλος: «Επειδή όστις τον ίδιον εαυτού Υιόν δεν εφείσθη, αλλά παρέδωκεν αυτόν υπέρ πάντων ημών, πως και μετ' αυτού δεν θέλει χαρίσει εις ημάς τα πάντα;» (Ρωμ.η:32).
Στη Φιλιπ.β:13 διδασκόμαστε ότι ο Θεός είναι που εργάζεται στη ζωή μας προκειμένου να φέρει σωτηρία: «διότι ο Θεός είναι ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν, κατά την ευδοκίαν αυτού». Στο εδάφιο Φιλιπ.β:12 ο Παύλος μας νουθετεί να εργαζόμαστε τη σωτηρία μας με φόβο, σεβασμό και τρόμο. Μετά, στο επόμενο εδάφιο, εξηγεί ότι δεν μπορούμε να σωθούμε, ούτε να βοηθήσουμε με κάποιο τρόπο τη σωτηρία μας. Μάλλον, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι ν' απορρίψουμε ή να υποταχθούμε στο έργο της σωτηρίας που ο Θεός ενεργεί στη ζωή μας. Αν Του επιτρέψουμε, θα μας δώσει και τη θέληση και την ικανότητα να εκπληρώσουμε το θέλημά Του.
Ο Θεός, που εξαγόρασε για μας το δικαίωμα της σωτηρίας, τώρα προσφέρει δωρεάν οτιδήποτε είναι απαραίτητο προκειμένου να σωθούμε και να διατηρήσουμε τη σωτηρία μας. Έτσι λοιπόν, η σωτηρία του ανθρώπου είναι έργο της χάρης του Θεού απ' την αρχή μέχρι το τέλος. Φυσικά, η χάρη του Θεού δεν εξαλείφει τη δική μας εκλογή. Ο Θεός μας έχει δώσει την ελευθερία να υποταχτούμε σ' Αυτόν ή να Τον απορρίψουμε, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα θετικό που θα συμβάλλει να κερδίσουμε τη σωτηρία μας.
Χάρη και έργα
Δεν σωζόμαστε με τα έργα, με την έννοια ότι τη σωτηρία δεν την αξίζαμε, δεν κερδίζεται ούτε εξαγοράζεται με καλά έργα. Ωστόσο, η χάρη του Θεού θα μας οδηγήσει σε καλά έργα και αγιασμό στη ζωή μας. Μετά την έμφαση που το εδάφιο Εφεσ.β:8-9 δίνει στη σωτηρία με τη χάρη και όχι με τα έργα, το επόμενο εδάφιο συνεχίζει: «Διότι αυτού ποίημα είμεθα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού προς έργα καλά, τα οποία προητοίμασεν ο Θεός, δια να περιπατήσωμεν εν αυτοίς». Ο Θεός επίτηδες μας δίνει χάρη, για να μπορέσουμε να κάνουμε καλά έργα. «Δυνατός δε είναι ο Θεός να περισσεύση πάσαν χάριν εις εσάς, ώστε έχοντες πάντοτε εν παντί πάσαν αυτάρκειαν, να περισσεύητε εις παν έργον αγαθόν» (Β' Κορ.θ:8).Η χάρη του Θεού ήρθε για να μας δείξει πως να ζήσουμε δίκαια και άγια, καθώς και για να μας δώσει τη δύναμη να το κάνουμε. «Διότι εφανερώθη η χάρις του Θεού η σωτήριος εις πάντας ανθρώπους, διδάσκουσα ημάς να αρνηθώμεν την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας και να ζήσωμεν σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς εν τω παρόντι αιώνι» (Τίτ.β:11-12).
Η χάρη, δεν μας δίνει την άδεια να αμαρτάνουμε. «Τι λοιπόν θέλομεν ειπεί; θέλομεν επιμένει εν τη αμαρτία, δια να περισσεύση η χάρις; Μη γένοιτο» (Ρωμ.ς:1-2). «Τι λοιπόν; θέλομεν αμαρτήσει, διότι δεν είμεθα υπό νόμον, αλλά υπό χάριν; Μη γένοιτο» (Ρωμ.ς:15). Αντίθετα, η χάρη είναι που κάνει διαθέσιμη τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Αν περπατάμε κατά το Πνεύμα, μπορούμε να εκπληρώσουμε όλη τη δικαιοσύνη που ο νόμος του Μωυσή απαιτούσε αλλά δεν μπορούσε να προσφέρει (Ρωμ.η:3-4).
Συνοψίζοντας, η χάρη του Θεού είναι αυτή που προσφέρει τη σωτηρία σαν δώρο, καθώς και τη δύναμη να ζήσει κανείς δίκαια. Αν και η σωτηρία δεν κερδίζεται, από τη στιγμή που τη δεχτούμε, η ζωή μας θ' αλλάξει και σαν αποτέλεσμα θ' αρχίσουμε να κάνουμε καλά έργα. Αν δεν φανερώνουμε δικαιοσύνη και άγια συμπεριφορά, αυτό σημαίνει ότι δεν αφήνουμε τη χάρη του Θεού να εργαστεί στη ζωή μας. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη χάρη από μια ζωή ευσέβειας και υπακοής στο Χριστό.
Χάρη και πίστη
Αν η διδασκαλία της χάρης μας λέει ότι ο Θεός είναι Αυτός που κάνει όλο το έργο της σωτηρίας, μήπως όλοι οι άνθρωποι είναι αυτόματα σωσμένοι; Αυτό δεν μπορεί να ισχύει, γιατί πολλοί θα κατακριθούν με αιώνια καταδίκη στην τελική κρίση (Αποκ.κ:11-15). Αν η διδασκαλία της χάρης μας λέει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να βοηθήσει καθόλου το Θεό στο θέμα της σωτηρίας, μήπως ο Θεός, χωρίς όρους, διαλέγει κάποιους τους οποίους σώζει άσχετα με τη στάση και την ανταπόκρισή τους; Ούτε αυτό μπορεί να είναι αλήθεια, γιατί ο θεός δεν είναι προσωπολήπτης (Πράξ.ι:34). Αν έπρεπε να διαλέξει κάποιους άνευ όρων, η αγαθότητά Του θα Τον ανάγκαζε να τους διαλέξει όλους. Η διδασκαλία της πίστης μας βοηθά να καταλάβουμε την απάντηση και στις δύο παραπάνω ερωτήσεις.
Πίστη είναι το μέσο δια του οποίου ο άνθρωπος αποδέχεται και λαμβάνει τη σώζουσα χάρη του Θεού (Ρωμ.γ:21-31 Εφεσ.β:8). Ο άνθρωπος δεν μπορεί να βοηθήσει το Θεό στο θέμα της σωτηρίας, είναι όμως υπεύθυνος ν' αποδεχτεί ή να απορρίψει αυτό που προσφέρει ο Θεός. Η ανταπόκριση του ανθρώπου, με την αποδοχή του έργου της σωτηρίας που προσφέρει ο Θεός, ονομάζεται πίστη. Έτσι, η πίστη είναι το κανάλι μέσα απ' το οποίο περνά η χάρη του Θεού προς τον άνθρωπο. Η χάρη του Θεού, αλλά και η πίστη του ανθρώπου, είναι απαραίτητα στοιχεία της σωτηρίας. «Χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν» (Εβρ.ια:6).
Ωστόσο, πρέπει ν' αποφεύγουμε να λέμε ότι η σωτηρία εξαρτάται μερικώς από τον άνθρωπο. Όταν ο άνθρωπος αποδέχεται τη χάρη, η τιμή ανήκει αποκλειστικά στο Θεό, αλλά όταν ο άνθρωπος αρνείται τη χάρη του Θεού, τότε το βάρος πέφτει ολοκληρωτικά στον άνθρωπο και την απιστία του. Επιβεβαιώνεται λοιπόν για άλλη μια φορά ότι η σωτηρία είναι μόνο με τη χάρη κι ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος στο να δεχτεί τη σωτηρία.
Δικαιοσύνη δια πίστεως
Είμαι δίκαιος, σημαίνει λογαριάζομαι ή ανακηρύσσομαι δίκαιος από το Θεό. Η Βίβλος, πολύ καθαρά διδάσκει τη δικαίωση δια της πίστεως: «Ο δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως» (Αβακ.β:4 Ρωμ.α:17 Γαλ.γ:11 Εβρ.ι:38).
Ο απόστολος Παύλος κήρυξε αυτή την αλήθεια: «Έστω λοιπόν γνωστόν εις εσάς, άνδρες αδελφοί, ότι δια τούτου (του Ιησού) κηρύττεται προς εσάς άφεσις αμαρτιών και από πάντων αφ' όσων δεν ηδυνήθητε δια του νόμου του Μωυσέως να δικαιωθείτε, δια τούτου πας ο πιστεύων δικαιούται» (Πράξ.ιγ:38-39).
Ο Παύλος τόνισε τη δικαίωση δια της πίστεως στα γραφτά του: «Διότι εξ έργων νόμου δεν θέλει δικαιωθή ουδεμία σαρξ ενώπιον αυτού επειδή δια του νόμου γίνεται η γνώρισις της αμαρτίας. Τώρα δε χωρίς νόμου η δικαιοσύνη του Θεού εφανερώθη, μαρτυρουμένη υπό του νόμου και των προφητών δικαιοσύνη δε του Θεού δια πίστεως Ιησού Χριστού, εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας διότι δεν υπάρχει διαφορά επειδή πάντες ήμαρτον, και υστερούνται της δόξης του Θεού δικαιούνται δε δωρεάν με την χάριν αυτού, δια της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως δια της πίστεως εν τω αίματι αυτού, προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού, δια την άφεσιν των προγενομένων αμαρτημάτων, δια της μακροθυμίας του Θεού» (Ρωμ.γ:20-25). «Εξεύροντες ότι δεν δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου, ειμή δια πίστεως Ιησού Χριστού, και ημείς επιστεύσαμεν εις τον Ιησούν Χριστόν, δια να δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού, και ουχί εξ έργων νόμου διότι δεν θέλει δικαιωθή εξ έργων νόμου ουδείς άνθρωπος» (Γαλ.β:16). Το Ρωμ.δ και Γαλ.γ περιέχουν επιπλέον διδασκαλία πάνω στο θέμα.
Η κατάληξη είναι: κανείς δεν μπορεί να δικαιωθεί παρατηρώντας το νόμο του Μωυσή ή κάνοντας καλά έργα. Αντίθετα, ο μόνος δρόμος για τη σωτηρία είναι δια πίστεως στον Ιησού Χριστό και τη θυσία Του για μας. Έχοντας εδραιώσει αυτό, το επόμενο βήμα είναι να εξετάσουμε ποια είναι η πραγματική πίστη στο Χριστό και πως μπορούμε να την έχουμε. Δικαίωση δια πίστεως δεν σημαίνει σωτηρία με το να πιστεύεις κάποια πράγματα, αντί να πράττεις το σωστό. Σημαίνει ότι έρχεσαι μπροστά στο θρόνο της χάρης με τις αρετές και τα προσόντα του Χριστού, αντί τα δικά σου.
Η πηγή της πίστης
Πριν εξετάσουμε με λεπτομέρειες το θέμα της πίστης, πρέπει ν' απαντήσουμε στο ερώτημα: «Ποια είναι η αρχή ή η προέλευση της πίστης;». Αν ο άνθρωπος μπορεί να κατασκευάσει, να επινοήσει ή να σκαρώσει από μόνος του την πίστη, τότε θα φαίνεται ότι αυτός σώζει τον εαυτό του, ή τουλάχιστον μερικώς. Αυτό όμως αναιρεί τη διδασκαλία της χάρης. Η απάντηση είναι ότι η ικανότητα κατοχής πίστης, προέρχεται απ' τη χάρη του Θεού.
Όμως, αυτό δημιουργεί ένα δεύτερο πρόβλημα. Αν ο Θεός δίνει την πίστη που χρειάζεται στον καθένα, τότε όλοι θα σωθούν; Απ' την άλλη μεριά, αν ο Θεός δίνει αυτή την πίστη μόνο σε ορισμένους, θα καταδικάσει δεσποτικά τους υπόλοιπους, να πάνε στην κόλαση, χωρίς να τους δώσει την ευκαιρία να διαλέξουν; Η απάντηση είναι ότι πραγματικά ο Θεός δίνει πίστη στον καθένα, αλλά αφήνει την κρίση στον άνθρωπο να την αποδεχτεί και να την εφαρμόσει στη ζωή του. Ένας άλλος τρόπος να εκφράσουμε αυτή τη σκέψη είναι ότι ο Θεός δίνει σε όλους την ικανότητα να πιστέψουν σ' Αυτόν. Όλοι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να πιστέψουν, αλλά δεν διαλέγουν όλοι να πιστέψουν στο Θεό. Όλοι πιστεύουν, ή μπορούν να πιστέψουν σε κάτι, άσχετα αν αυτό είναι ο Θεός, ο διάβολος, κάποιος ψεύτικος θεός, ο εαυτός, κάποιος άνθρωπος, ή κάποιο υλικό πράγμα. Με τη δημιουργία, ο Θεός άφησε μια πολύ ξεκάθαρη μαρτυρία του Εαυτού Του, ώστε ο καθένας να έχει την ευκαιρία να πιστέψει σ' Αυτόν και να μην μπορεί να δικαιολογηθεί αν δεν το κάνει (Ρωμ.α:19-20).
Η Γραφή διδάσκει ότι ο Θεός δίνει σε όλους την ικανότητα να πιστέψουν και γι' αυτό είναι η πηγή της χριστιανικής πίστης. «Κατά το μέτρον της πίστεως το οποίον ο Θεός εμοίρασεν εις έκαστον» (Ρωμ.ιβ:3). Ο Ιησούς είναι ο αρχηγός και τελειωτής της πίστης μας (Εβρ.ιβ:2). Ακόμα και μετά την αναγέννηση, το 'Αγιο Πνεύμα συνεχίζει να μεταδίδει πίστη σαν υπερφυσικό χάρισμα σε κρίσιμες στιγμές και σαν ένα στοιχείο καθημερινής χριστιανικής ζωής - καρπός (Α΄Κορ.ιβ:9 Γαλ.ε:22).
Εξαιτίας της αμαρτωλής μας φύσης, κανείς δεν θα μπορούσε να εκζητήσει το Θεό από μόνος του, χωρίς να τον ελκύσει Αυτός (Ιωάν.γ:27 ς:44 Ρωμ.γ:10-12). Κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει στο Θεό, αν Αυτός δεν παραχωρούσε αυτή την πίστη. Ωστόσο, ο Χριστός πέθανε για όλο τον κόσμο για να μπορεί να αποδώσει χάρη στον καθένα (Ιωάν.γ:16). Αν και ο άνθρωπος είναι τόσο διεφθαρμένος και αμαρτωλός, ώστε να μην μπορεί από μόνος του να διαλέξει το Θεό, ο Θεός δίνει στον καθένα την ικανότητα να Τον εκζητήσει και ν' ανταποκριθεί στο κάλεσμά Του.
Η Βίβλος μας διδάσκει ότι η χάρη του Θεού προηγείται της σωτηρίας, ικανώνοντας και ενθαρρύνοντας όλους τους ανθρώπους να δεχτούν το έργο της σωτηρίας του Θεού. «Διότι εφανερώθη η χάρις του Θεού η σωτήριος εις πάντας ανθρώπους» (Τίτ.β:11). «Ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι» (Πράξ.ιζ:30) κι Αυτός τους δίνει την ικανότητα να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις Του (Φιλιπ.β:13 Α' Ιωάν.ε:3). Ο Θεός θέλει να μετανοήσουν όλοι οι άνθρωποι και γι' αυτό δίνει σ' όλους την ευκαιρία να το κάνουν (Β' Πέτρ.γ:9). Η χρηστότητα του Θεού οδηγεί τον άνθρωπο σε μετάνοια (Ρωμ.β:4) και γι' αυτό είναι διαθέσιμη στον καθένα για να μπορέσει να μετανοήσει. Η κλήση είναι για όλους (Ματθ.ια:28 Αποκ.κβ:17), αλλά μόνο όσοι ανταποκριθούν θα σωθούν. Πολλοί είναι οι κεκλημένοι αλλά λίγοι οι εκλεκτοί (Ματθ.κ:16 κβ:14).
Βλέπουμε ακόμα ότι η πίστη προέρχεται απ' το λόγο του Θεού (Ρωμ.ι:17). Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις μέσα στη Γραφή που το άκουσμα του λόγου του Θεού έφερε πίστη. Για παράδειγμα, οι Σαμαρείτες, ο Κορνήλιος και η οικιακοί του και οι Κορίνθιοι (Πράξ.η:12, ι:44, ιη:8).
Ο καθένας λοιπόν παίρνει ένα αρχικό μέτρο πίστης απ' το Θεό. Μπορούμε ν' αυξήσουμε την πίστη μας ακούγοντας το λόγο του Θεού και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Είμαστε υπεύθυνοι ν' αφήσουμε το Θεό ν' αυξήσει την πίστη μας, χρησιμοποιώντας το μέτρο της πίστης που έχει βάλει στην καρδιά μας.
Ορισμός της πίστης
Έχουμε ήδη εξετάσει την πίστη, σαν τη θετική ανταπόκριση του ανθρώπου προς το Θεό και σαν το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος δέχεται τη σώζουσα χάρη του Θεού. Είδαμε ότι είναι το μέσο δια του οποίου υποτασσόμαστε στο Θεό, υπακούμε στο λόγο Του, και Του επιτρέπουμε να εφαρμόσει το έργο της σωτηρίας στη ζωή μας. Αυτό ακριβώς είναι η λειτουργία της πίστης, αλλά τώρα θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε ακριβώς τι είναι πίστη. Πίστη λοιπόν είναι μια κατάσταση ή συνήθεια του μυαλού με την οποία εμπιστευόμαστε ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα. Είναι η υποταγή σε κάποιο καθήκον ή πρόσωπο και ειδικά όταν αναφέρεται στο Θεό, αυτό είναι πολύ δυνατό. Στην καθημερινή του χρήση, το ρήμα πιστεύω ίσως να μην έχει τόση δύναμη. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο Χριστός είναι ζωντανός, ότι με κάποια έννοια είναι ο Γιος του Θεού κι ότι πέθανε πάνω στο σταυρό για τις αμαρτίες του κόσμου. Αν όμως ανοίξουμε το λεξικό (Ι. Σταματάκου), θα δούμε ότι η λέξη εμπεριέχει την έννοια της εμπιστοσύνης και της πεποίθησης εις τι. Έτσι, πιστεύω στον Ιησού Χριστό, σημαίνει ότι προσωπικά βασίζομαι και εμπιστεύομαι απόλυτα τον Ιησού σαν Σωτήρα. Ακόμα εμπεριέχει την ολοκληρωτική αναγνώριση της αποκάλυψης του Θεού και την προσωπική υποταγή σ' αυτήν που φανερώνεται με ανάλογο τρόπο ζωής.
Η αίρεση της «φτηνής χάρης» έκανε τη σωτηρία ένα διαβατήριο για τον ουρανό το οποίο εξασφαλίζεται απλά με το βάπτισμα, με μια δημόσια επιβεβαίωση πίστης, ή επειδή ανήκεις στη συγκεκριμένη συνάθροιση (!). Όμως, το δώρο της σωτηρίας, δε απαιτεί μόνο κάποια εξωτερικά γνωρίσματα μιας διανοητικής συγκατάθεσης ή μιας εκούσιας υποταγής στο Ευαγγέλιο, αλλά την απόλυτη παράδοση και τη συνεχή μαθητεία κάτω από το σταυρό.
Τρία συστατικά της σώζουσας πίστης
Με άλλα λόγια, σώζουσα πίστη σημαίνει πολύ περισσότερα από μια διανοητική γνώση ή συγκατάθεση. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τρία στοιχεία κλειδιά της σώζουσας πίστης: γνώση, συγκατάθεση και οικειοποίηση ή εφαρμογή.
Για να πιστέψει κάποιος, πρώτα απ' όλα πρέπει να έχει κάποιο βαθμό γνώσης ή κατανόησης του αντικειμένου της πίστης του. Πρέπει να ξέρει τι διατείνεται ότι πιστεύει. Η σώζουσα πίστη δεν απαιτεί να καταλάβουμε τα πάντα περί Θεού και ζωής, αλλά απαιτεί να καταλάβουμε την ανάγκη μας για σωτηρία κι ότι ο Ιησούς είναι ο μόνος σωτήρας.
Δεύτερο, για να πιστέψει κάποιος, πρέπει να συγκατατεθεί ή να αποδεχτεί διανοητικά το θέμα. Η γνώση δεν είναι αρκετή, γιατί μπορεί να το καταλαβαίνει, αλλά να μην το πιστεύει. Ακόμα, εκτός απ' το να το καταλαβαίνει, χρειάζεται και η γνώση ότι αυτό που υποστηρίζεται είναι σωστό.
Τελικά, το άτομο, χρειάζεται να οικειοποιηθεί αυτό που πιστεύει. Με άλλα λόγια, να υπάρξει μια πρακτική εφαρμογή της αλήθειας. Ο μόνος τρόπος να πιστέψουμε ένα άλλο πρόσωπο, είναι με το να δεχτούμε και ν' ακολουθήσουμε το λόγο του. Η σώζουσα πίστη λοιπόν, στον Ιησού Χριστό, περιέχει κάτι περισσότερο από το να ξέρουμε διανοητικά ότι είναι Σωτήρας. Πρέπει να οικειοποιηθούμε αυτή την αλήθεια με τρόπο ώστε να διοικεί και να χαρακτηρίζει τη ζωή μας. Αυτό μπορεί να συμβεί, υπακούοντας στο ευαγγέλιο του Ιησού, ταυτιζόμενοι με Αυτόν με πλήρη υποταγή και εδραιώνοντας μια σχέση πλήρους εμπιστοσύνης, προσκόλλησης και ανάπαυσης πάνω Του.
Όπως είδαμε, οι λέξεις πίστη και πιστεύω, δίνουν έμφαση σ' αυτό ακριβώς το τρίτο στοιχείο, χωρίς το οποίο δεν υπάρχει σώζουσα πίστη. Πολλοί ομολογούν τον Ιησού Κύριο και Σωτήρα κι όμως παραδέχονται ότι δεν έχουν υπακούσει το ευαγγέλιο. Αν κι έχουν τη γνώση, έχουν συμφωνήσει, δεν έχουν οικειοποιηθεί το ευαγγέλιο στη ζωή τους. Δεν έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την αλήθεια. Δεν έχουν υποταχθεί στο Χριστό, ή δεν έχουν ταυτιστεί μαζί Του. Σα συμπέρασμα, η σώζουσα πίστη είναι ενεργητική εξάρτηση απ' το Θεό και το λόγο Του. Δεν μπορούμε να την ξεχωρίσουμε από την εμπιστοσύνη, την υπακοή και την υποταγή.
Παραδείγματα ανεπαρκούς πίστης
Οι Γραφές μας δίνουν πολλά παραδείγματα ανθρώπων που είχαν κάποιο βαθμό πίστης στο Χριστό και όμως δεν ήταν σωσμένοι. Αυτό φανερώνει ότι κάποιος μπορεί να πιστεύει διανοητικά τον Ιησού σαν Κύριο και Σωτήρα κι όμως να μην Τον υπακούει, να μην αναπαύεται σ' Αυτόν, να μην υποτάσσεται σ' Αυτόν, ώστε να σωθεί.
Για παράδειγμα, πολλοί Ισραηλίτες πίστεψαν στον Ιησού όταν είδαν τα θαύματα που έκανε. Όμως, ο Ιησούς δεν τους εμπιστευόταν γιατί ήξερε τις καρδιές τους. Δεν είχαν υποταχθεί πλήρως σ' Αυτόν, αναγνωρίζοντάς Τον σαν Κύριο της ζωής τους (Ιωάν.β:23-25).
Το ίδιο, πολλοί Εβραίοι θρησκευτικοί ηγέτες πίστεψαν στον Ιησού, αλλά δεν Τον ομολογούσαν γιατί φοβόταν να μην τους κάνουν αποσυνάγωγους. Τους άρεσε περισσότερο η δόξα των ανθρώπων από τη δόξα του Θεού (Ιωάν.ιβ:42-43). Ο Θεός δεν τους δέχτηκε επειδή δεν ενήργησαν σύμφωνα μ' αυτό που έλεγαν ότι πίστευαν.
Σύμφωνα με τον Ιησού, κάποιοι που κάνουν μεγάλα θαύματα στο όνομά Του, αν αρνηθούν να κάνουν το θέλημα του Θεού, δεν θα σωθούν (Ματθ.ζ:21-27). Έχουν αρκετή πίστη για θαύματα, αλλά δεν έχουν αρκετή για να υπακούσουν το λόγο του Θεού κατά πάντα. Έχουν πίστη, αλλά όχι σώζουσα πίστη!
Οι Σαμαρείτες πίστεψαν στο κήρυγμα του Φίλιππου και βαπτίστηκαν, αλλά δεν έλαβαν το 'Αγιο Πνεύμα μέχρι που ήρθαν ο Πέτρος και ο Ιωάννης (Πράξ.η:12-17). Ο Σίμων ο μάγος ήταν ένας απ' αυτούς που πίστεψαν και βαπτίστηκαν, αλλά αργότερα προσπάθησε ν' αγοράσει την πνευματική δύναμη και ευλογία με χρήματα (Πράξ.η:18-19). Ο Πέτρος τον επίπληξε και του είπε να μετανοήσει για την κακοήθειά του: «Συ δεν έχεις μερίδα ουδέ κλήρον εν τω λόγω τούτω διότι η καρδία σου δεν είναι ευθεία ενώπιον του Θεού. Μετανόησον λοιπόν από της κακίας σου ταύτης, και δεήθητι του Θεού, ίσως συγχωρηθή εις σε η επίνοια της καρδίας σου επειδή σε βλέπω ότι είσαι εις χολήν πικρίας και δεσμόν αδικίας» (Πράξ.η:21-23). Αυτή τη στιγμή δεν ήταν σωσμένος, αν και είχε πιστέψει μέχρι ένα σημείο.
Ακόμα και τα δαιμόνια πιστεύουν σε ένα Θεό (Ιάκ.β:19), κάτι περισσότερο απ' αυτό που κάποιοι πιστεύουν. Όχι μόνο πιστεύουν, αλλά και ομολογούν ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού (Ματθ.η:29). Όμως, άσχετα με την πίστη τους και την ομολογία τους, δεν έχουν την πίστη που θα τα σώσει.
Σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις, υπήρξε διανοητική κατανόηση και αποδοχή, αλλά δεν υπήρχε ολοκληρωτική υποταγή και υπακοή στον Ιησού και το λόγο Του. Είχαν πίστη, αλλά όχι αρκετή ώστε να σωθούν. Η σώζουσα πίστη, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την υπακοή.
Πίστη και υπακοή
Ο Παύλος, περισσότερο από κάθε άλλο συγγραφέα, έδωσε έμφαση στη δικαίωση δια πίστεως, αλλά την ίδια στιγμή επέμεινε δυναμικά στο γεγονός ότι η σώζουσα πίστη είναι αχώριστη από την υπακοή. Έγραψε ότι το μυστήριο του απολυτρωτικού σχεδίου του Θεού, η εκκλησία, έχει γίνει γνωστό «εις πάντα τα έθνη, προς υπακοήν πίστεως» (Ρωμ.ις:26). Η χάρη του Θεού φέρνει «υπακοήν πίστεως» (Ρωμ.α:5). Ο Ιησούς εργάστηκε μέσα από τον Παύλο «προς υπακοήν των εθνών» (Ρωμ.ιε:18). Το ίδιο και ο Λουκάς αναφέρει ότι ένας μεγάλος αριθμός ιερέων «υπήκουον εις την πίστην» (Πράξ.ς:7). Η πίστη και η υπακοή είναι τόσο στενά συνδεδεμένες, ώστε έλλειψη υπακοής στο Θεό να είναι απόδειξη έλλειψης πίστης: «Αλλά δεν υπήκουσαν πάντες εις το ευαγγέλιον διότι ο Ησαίας λέγει, Κύριε, τις επίστευσεν εις το κήρυγμα ημών;» (Ρωμ.ι:16).
Πολλά άλλα εδάφια επαναλαμβάνουν τη βασική σχέση ανάμεσα στην υπακοή και τη σωτηρία. Ο Ιησούς είπε: «Δεν θέλει εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών πας ο λέγων προς εμέ, Κύριε, Κύριε αλλ' ο πράττων το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς» (Ματθ.ζ:21). Μόνο αυτός που ακούει και πράττει το λόγο του Θεού θα σωθεί (Ματθ.ζ:24-27). Ο Ιησούς ακόμα είπε: «Εάν με αγαπάτε, τας εντολάς μου φυλάξατε» (Ιωάν.ιδ:15). «Εάν τις με αγαπά, τον λόγον μου θέλει φυλάξει» (Ιωάν.ιδ:23).
Ο Κύριος θα τιμωρήσει με αιώνια καταδίκη «τους μη γνωρίζοντας Θεόν, και τους μη υπακούοντας εις το ευαγγέλιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Β' Θεσ.α:7-10). Ο Χριστός «κατεστάθη αίτιος σωτηρίας αιωνίου εις πάντας τους υπακούοντας εις αυτόν» (Εβρ.ε:9). Ο απόστολος Πέτρος είπε: «διότι έφθασεν ο καιρός του να αρχίση η κρίσις από του οίκου του Θεού και αν αρχίζη πρώτον αφ' ημών, τι θέλει είσθαι το τέλος των απειθούντων εις το ευαγγέλιον του Θεού;» (Α' Πέτρ.δ:17).
Ιωάννης έδωσε το εξής τεστ για ένα Χριστιανό: «Και εν τούτω γνωρίζομεν, ότι εγνωρίσαμεν αυτόν, εάν τας εντολάς αυτού φυλάττωμεν. Όστις λέγει, εγνώρισα αυτόν, και τας εντολάς αυτού δεν φυλάττει, ψεύστης είναι, και εν τούτω η αλήθεια δεν υπάρχει όστις όμως φυλάττη τον λόγον αυτού, αληθώς εν τούτω η αγάπη του Θεού είναι τετελειωμένη. Εν τούτω γνωρίζομεν ότι είμεθα εν αυτώ» (Α' Ιωάν.β:3-5). Ξέρουμε το Θεό, η αγάπη Του είναι τετελειωμένη σε μας και είμαστε εν αυτώ μόνο όταν υπακούμε Αυτόν. Ο αληθινός πιστός θα υπακούσει τις εντολές του Θεού κι έτσι θα ξέρει ότι έχει την αγάπη του Θεού (Α' Ιωάν.ε:1-3).
Όταν ο Θεός έστειλε τον εξολοθρευτή άγγελο να επισκεφτεί κάθε οικογένεια στην Αίγυπτο, οι Ισραηλίτες δεν ήταν αυτόματα προστατευμένοι επειδή απλά πίστευαν στην υπόσχεση. Έπρεπε να βάλουν το αίμα από το αρνί του Πάσχα στους παραστάτες της πόρτας (Έξ.ιβ). Μόνο όταν εκφράσανε την πίστη τους με την υπακοή στην εντολή του Θεού ήταν ασφαλείς. «Δια πίστεως (ο Μωυσής) έκαμε το πάσχα και την πρόσχυσιν του αίματος, δια να μη εγγίση αυτούς ο εξολοθρεύων τα πρωτότοκα» (Εβρ.ια:28). Κατά τον ίδιο τρόπο, η σώζουσα πίστη σήμερα, περιλαμβάνει ενεργητική υπακοή. Πρέπει να βάλουμε το αίμα Του Αρνίου στη ζωή μας με την υπακοή στο ευαγγέλιό Του που είναι μετάνοια, βάπτισμα στο όνομά Του και λήψη του Αγίου Πνεύματος.
Αυτός που πραγματικά πιστεύει στο λόγο του Θεού θα υπακούσει σ' αυτό. Ο λόγος του Θεού διδάσκει το βάπτισμα στο νερό, άρα αυτός που λέει ότι πιστεύει στη Βίβλο πρέπει να βαπτιστεί. Ο λόγος του Θεού υπόσχεται τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, άρα αυτός που λέει ότι πιστεύει στη Βίβλο πρέπει να το περιμένει, να το ζητά και να το πάρει.
Πίστη και έργα
Κάτι άλλο που διδάσκει η Βίβλος είναι ότι η πίστη δεν μπορεί να ξεχωρίσει από καλά έργα. «Πιστός ο λόγος και θέλω ταύτα να διαβεβαιοίς, δια να φροντίζωσιν οι πιστεύσαντες εις τον Θεόν να προίστανται καλών έργων. Ταύτα είναι καλά και ωφέλιμα εις τους ανθρώπους» (Τίτ.γ:8).
Δεν μπορεί να υπάρξει πίστη χωρίς καλά έργα. Ο Ιάκωβος έγραψε για το πόσο αχώριστα είναι τα καλά έργα από την πίστη: «Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν λέγη τις ότι έχει πίστιν, και έργα δεν έχη; μήπως η πίστις δύναται να σώση αυτόν;......Ούτω και η πίστις, εάν δεν έχη έργα, νεκρά είναι καθ' εαυτήν. Αλλά θέλει τις ειπεί, Συ έχεις πίστιν, και εγώ έχω έργα, δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου, και εγώ θέλω σοι δείξει εκ των έργων μου την πίστιν μου. Συ πιστεύεις ότι ο θεός είναι είς καλώς ποιείς και τα δαιμόνια πιστεύουσι, και φρίτουσι. Θέλεις όμως να γνωρίσεις, ω άνθρωπε μάταιε, ότι η πίστις χωρίς των έργων είναι νεκρά; Αβραάμ ο πατήρ ημών δεν εδικαιώθη εξ έργων, ότε προσέφερεν Ισαάκ τον υιόν αυτού επί το θυσιαστήριον; Βλέπεις ότι η πίστις συνήργει εις τα έργα αυτού, και εκ των έργων η πίστις ετελειώθη; Και επληρώθη η γραφή η λέγουσα, Επίστευσε δε Αβραάμ εις τον Θεόν, και ελογίσθη εις αυτόν εις δικαιοσύνην και φίλος Θεού ονομάσθη. Βλέπετε λοιπόν ότι εξ έργων δικαιούται ο άνθρωπος, και ουχί εκ πίστεως μόνον;.....Διότι καθώς το σώμα χωρίς πνεύματος είναι νεκρόν, ούτω και η πίστις χωρίς των έργων είναι νεκρά» (Ιάκ.β:14, 17-24, 26).
Μερικοί βλέπουν αντίφαση ανάμεσα στη διδασκαλία του Παύλου για την πίστη και τη διδασκαλία του Ιάκωβου περί καλών έργων. Το βιβλίο του Ιακώβου δεν άρεσε στο Μαρτίνο Λούθηρο και πολλές φορές είχε αναρωτηθεί για τη θέση του μέσα στον κανόνα της Γραφής, επειδή νόμιζε ότι αντίφασκε στη διδασκαλία της δικαίωσης δια πίστεως. Όμως, η επιστολή του Παύλου όπως και η επιστολή του Ιακώβου είναι εξίσου μέρος του λόγου του Θεού και ο λόγος του Θεού δεν αντιφάσκει με τον εαυτό του. Τα γραφτά του Παύλου και του Ιακώβου απλά συμπληρώνουν το ένα το άλλο και ταιριάζουν απόλυτα μέσα στο σύνολο του λόγου του Θεού.
Ο Παύλος έδωσε έμφαση στη σωτηρία δια πίστεως, χωρίς έργα, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ο Θεός έχει εξαγοράσει τη σωτηρία για μας κι εμείς την αποδεχόμαστε δια πίστεως. Δεν εξαγοράζουμε τη σωτηρία μας με καλά έργα. Ιδιαίτερα, ο Παύλος τόνισε ότι κρατώντας το νόμο του Μωυσή, δεν μπορεί να σωθεί κανείς, επειδή η τήρηση τελετουργιών δεν έχει δύναμη να καθαρίσει αμαρτία.
Ο Ιάκωβος απ' τη μεριά του αναγνωρίζει ότι «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον, είναι άνωθεν, καταβαίνον από του Πατρός των φώτων, εις τον οποίον δεν υπάρχει αλλοίωσις ή σκιά μεταβολής» (Ιάκ.α:17) και βέβαια σ' αυτό περιλαμβάνεται και η σωτηρία. Επισήμανε ότι η πίστη που σώζει, απαραίτητα θα παράγει καλά έργα. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να μιλάμε αφηρημένα για πίστη χωρίς έργα, γιατί είναι ο μόνος τρόπος να δει ο Θεός αλλά κι ο καθένας, την πίστη μας. Πίστη δεν είναι μια κατάσταση του νου, αλλά μια δύναμη που μεταμορφώνει τη ζωή.
Ο Παύλος έφερε τον Αβραάμ σαν παράδειγμα δικαίωσης δια πίστεως (Γέν.ιε:6 Ρωμ.δ:1-3). Ο Ιάκωβος χρησιμοποίησε το ίδιο παράδειγμα, για να δείξει ότι ο μόνος τρόπος να φανερωθεί η πίστη, είναι τα έργα. Χωρίς έργα, η πίστη του Αβραάμ θα ήταν νεκρή. Τι θα γινόταν αν ο Αβραάμ έλεγε «πιστεύω στο Θεό» αλλά αρνιόταν να θυσιάσει τον Ισαάκ; Σύμφωνα με τον Ιάκωβο, επειδή δεν θα είχε αληθινή πίστη δεν θα δικαιώνονταν. Ο ίδιος ο Θεός, είπε στον Αβραάμ, μετά που οικειοθελώς πρόσφερε τον Ισαάκ, «θέλω σε ευλογήσει....διότι υπήκουσας της φωνής μου» (Γέν.κβ:16-18). Η περιγραφή του Παύλου για την πίστη του Αβραάμ, οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα. Αν και δεν είχε ελπίδα, ο Αβραάμ πίστεψε στην ελπίδα. Δεν κάθισε να συγκρίνει τα ανθρώπινα όρια, δεν κλονίστηκε στην υπόσχεση του Θεού, ήταν δυνατός σε πίστη, έδωσε δόξα στο Θεό και ήταν τέλεια πεπεισμένος (Ρωμ.δ:18-21). Αυτά τα εδάφια δεν περιγράφουν απλή διανοητική αποδοχή χωρίς έργα, αλλά μάλλον ενεργητική πίστη που υποστήριζε τον Αβραάμ για πολλά χρόνια, πίστη που τον ικάνωνε να εμπιστεύεται και να υποτάσσεται ολοκληρωτικά στο Θεό.
Αν ακόμα υπάρχει κάποια αμφιβολία, θα ξεκαθαρίσει αν καταλάβουμε ότι ο Παύλος και ο Ιάκωβος χρησιμοποίησαν τους ίδιους όρους με λίγο διαφορετικό τρόπο και σε κάπως διαφορετικό πλαίσιο. Στην επιστολή προς Ρωμαίους, με τον όρο πίστη εννοεί την αληθινή πίστη προς το Θεό με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Στον Ιάκωβο σημαίνει τη διανοητική αποδοχή που δεν επηρεάζει τη ζωή, δεν είναι αληθινή, δεν είναι ζωντανή πίστη. Στην Ρωμαίους, έργα είναι τα νεκρά έργα που δεν έχουν να κάνουν τίποτα με την πίστη, ενώ στον Ιάκωβο αναφέρεται στα ζωντανά έργα που δεν μπορούν να γίνουν παρά μονάχα δια πίστεως και πιστοποιούν την ύπαρξη πίστης.
Είναι προφανές ότι ο Παύλος και ο Ιάκωβος συμφωνούσαν ότι η σώζουσα πίστη, δημιουργεί μια τέτοια εμπιστοσύνη στο Θεό, που αλλάζει τη ζωή και γίνεται φανερή από τα έργα. Ο Παύλος δίδαξε ότι σωζόμαστε δια πίστεως, ο Ιάκωβος δίδαξε ότι η σώζουσα πίστη έχει σαν αποτέλεσμα καλά έργα, από τα οποία γίνεται φανερή. Αν τέτοια έργα δεν ακολουθούν την πίστη κάποιου, τότε υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την πίστη του.
Το ενδέκατο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής σκιαγραφεί πολύ όμορφα τη συμπληρωματική σχέση ανάμεσα στην πίστη και τα έργα. Ο κύριος σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να δείξει πόσο απαραίτητη είναι η πίστη και τι έργα παράγει αυτή. Αναφέρεται ονομαστικά σε πολλούς ήρωες της Παλαιάς Διαθήκης και περιγράφει τα έργα τους που έγιναν δια πίστεως. Αυτό που καταλαβαίνει κανείς είναι ότι η πίστη πάντα θα έχει ανάλογα έργα με τα οποία γίνεται φανερή. Κάθε φορά που ο συγγραφέας περιγράφει την πίστη κάποιου, αμέσως μετά αναφέρει τα έργα που αυτή η πίστη δημιούργησε.
Σίγουρα έχουμε σωθεί με τη χάρη, δια πίστεως. Βασιζόμαστε στο έργο του Θεού και όχι σε δικά μας έργα ότι μπορούν να μας σώσουν. Όμως, αυτό δεν μας αποδεσμεύει από την υποχρέωσή μας να ανταποκριθούμε στο Θεό, να Τον υπακούσουμε και να ενεργήσουμε βάσει της πίστης μας. Σώζουσα πίστη είναι η ζωντανή πίστη που εργάζεται.
Συνεχόμενη πίστη
Η σώζουσα πίστη δεν είναι μια προσωρινή κατάσταση, αλλά μια συνεχής σχέση με τον Ιησού Χριστό. Δεν σωζόμαστε με την πίστη που έχει να κάνει με μια χρονική στιγμή μόνο. Μάλλον «Ο δε δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως» (Ρωμ.α:17 Γαλ.γ:11 Αβακ.β:4). Στους Κολ.β:6 λέει: «Καθώς λοιπόν παρελάβετε τον Χριστόν Ιησούν τον Κύριον, εν αυτώ περιπατείτε». Όπως Τον δεχτήκαμε με πίστη, έτσι πρέπει να συνεχίσουμε να εξασκούμε πίστη σ' Αυτόν.
Η Γραφή συχνά αναφέρεται στην πίστη σε ενεστώτα χρόνο προκειμένου να φανερώσει συνεχόμενη πίστη. «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πάς ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον». Η σωτηρία δεν είναι απλά μια εμπειρία του παρελθόντος, είναι καθημερινή σχέση που έχει να κάνει με το παρόν που θα μας οδηγήσει στην αιώνια σωτηρία. Πρέπει να ζούμε καθημερινά δια πίστεως για να σωθούμε στο τέλος. Είναι πολύ πιο εύκολο να δούμε τη στενή σχέση ανάμεσα στην πίστη και τα έργα, όταν καταλάβουμε αυτό το γεγονός. Η πίστη είναι προοδευτική και μας οδηγεί όλο και πιο πολύ μέσα στο θέλημα του Θεού.
Το αντικείμενο της πίστης
Όπως δεν υπάρχει αξία στην πίστη όταν δεν υπάρχει ανταπόκριση, το ίδιο δεν έχει αξία η πίστη ξέχωρα από το αντικείμενό της. Η πίστη μόνη της δεν λέει τίποτα. Μπορεί ο άνθρωπος να έχει αξιόλογη πίστη, αλλά αν πιστεύει στον εαυτό του, τότε η δικαίωση δια πίστεως δεν είναι τίποτε άλλο από αυτοδικαίωση.
Η αξία της πίστης εξαρτάται απόλυτα από το αντικείμενό της. Εμείς σωζόμαστε απ' Αυτόν στον οποίο πιστεύουμε κι όχι από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πιστέψαμε. Όταν ο Παύλος χρησιμοποίησε τον Αβραάμ σαν παράδειγμα δικαίωσης δια πίστεως, επισήμανε ότι ο Αβραάμ πίστεψε στο Θεό, τον Παντογνώστη και Παντοδύναμο που μπορούσε να εκπληρώσει κάθε υπόσχεσή Του (Ρωμ.δ:16-17). Οι ειδωλολάτρες μπορεί να έχουν μεγάλη πίστη, αλλά δεν σώζονται επειδή δεν πιστεύουν στον Ιησού. Εφόσον η σωτηρία προέρχεται αποκλειστικά από τον Ιησού, είναι ζωτικά σημαντικό η πίστη να είναι σ' Αυτόν.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πιστεύουμε το ίδιο και στο λόγο Του. Πολλοί άνθρωποι έχουν μεγάλη πίστη σε συγκεκριμένα θρησκευτικά συστήματα που ομολογούν πίστη στο Χριστό, αλλά δεν είναι σωσμένοι επειδή η πίστη τους δεν βασίζεται στο λόγο του Θεού και το ευαγγέλιο του Χριστού. Το να πιστεύει κανείς σε ένα ανθρώπινο θρησκευτικό κατασκεύασμα, όσο ειλικρινής κι αν είναι η πίστη του, δεν είναι αρκετή. Πρέπει να λατρεύουμε το Θεό με αλήθεια αλλά και εν Πνεύματι (Ιωάν.δ:24). Ο Ιησούς είπε: «Όστις πιστεύει εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί ύδατος ζώντος θέλουσι ρεύσει εκ της κοιλίας αυτού» (Ιωάν.ζ:38). Πρέπει να πιστεύουμε σύμφωνα με τη διδασκαλία των Γραφών. Δεν υπάρχει σώζουσα δύναμη στη διανοητική πίστη του ανθρώπου, παρά μονάχα στην πίστη και υπακοή στον Κύριο Ιησού και το λόγο του.
Πίστη και μετάνοια
Ας δούμε τώρα αναλυτικά, τι παράγει η πίστη στον Ιησού. Η πίστη και η μετάνοια συνεργάζονται στη σωτηρία. Ο Ιησούς κήρυξε: «Μετανοείτε, και πιστεύετε εις το ευαγγέλιον» (Μάρκ.α:15). Ο άνθρωπος πρέπει να έχει λίγη πίστη για να μετανοήσει, γιατί κανείς δεν μπορεί να το κάνει, αν δεν πιστεύει ότι η αμαρτία είναι κακό πράγμα κι ότι χρειάζεται καθώς κι ότι μπορεί να μετανοήσει. Ο λόγος του Θεού ξεκαθαρίζει ότι όλοι θα χαθούν αν δεν μετανοήσουν, καθώς και ότι όλοι οι άνθρωποι, παντού, πρέπει να μετανοήσουν (Λουκ.ιγ:3 Πράξ.ιζ:30). Σίγουρα, λοιπόν, η πίστη στο λόγο του Θεού θα οδηγήσει σε μετάνοια.
Κάποιοι συζητούν το θέμα, αν η μετάνοια προηγείται ή ακολουθεί την πίστη. Οι Λουθηρανοί θεολόγοι, παραδοσιακά, βλέπουν ότι η μετάνοια προηγείται της πίστης, ενώ οι Καλβινιστές τη θεωρούν σαν αποτέλεσμα της πίστης. Όλα εξαρτώνται από τη χρήση του όρου πίστη. Για παράδειγμα, αν τον χρησιμοποιήσουμε έτσι ώστε να σημαίνει τη στιγμή της σωτηρίας, τότε η μετάνοια πρέπει να προηγείται γιατί είναι προϋπόθεση για τη σωτηρία. Απ' την άλλη μεριά, αν δούμε την πίστη σαν μια διαδικασία που εξελίσσεται καθώς και σαν μια χρονική στιγμή, τότε η πίστη μπορεί να προηγείται και να έπεται της μετάνοιας, κάτι που υποστηρίζουν και οι Γραφές.
Η πίστη μπορεί να ξεκινήσει με το πρώτο άκουσμα του λόγου του Θεού, αν και τη συγκεκριμένη στιγμή, αυτή η πίστη δεν σώζει. Έχουμε εξετάσει Βιβλικά παραδείγματα που δείχνουν ότι ένα άτομο μπορεί να έχει κάποιο βαθμό πίστης πριν την εμπειρία της σωτηρίας. Δεν σώζεται κάποιος απ' την πρώτη στιγμή που θα ξεκινήσει η πίστη, αλλά μάλλον καθώς η πίστη αυξάνει, παίρνει τον έλεγχο της καρδιάς και οδηγεί το άτομο σε μια θετική ανταπόκριση στο Χριστό και το ευαγγέλιο, ώστε να υπακούσει τις Γραφές που μιλάνε για μετάνοια, βάπτισμα στο νερό, εκζήτηση και λήψη της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος.
Η μετάνοια λοιπόν ακολουθεί την πρώτη στιγμή της πίστης, αλλά προηγείται της πλήρους εμπειρίας της σώζουσας πίστης, της εμπειρίας της νέας γέννησης. Ίσως, θα ήταν καλό να πούμε, ότι μετάνοια είναι η πρώτη ανταπόκριση της πίστης στο ευαγγέλιο, γιατί η μετάνοια βρίσκεται στην αρχή μιας ζωής πίστης αφού είναι η πρώτη πράξη πίστης.
Πίστη και βάπτισμα στο νερό
Πίστη στο Θεό, σίγουρα θα οδηγήσει στο βάπτισμα στο νερό. Ο Ιησούς είπε: «Όστις πιστεύση και βαπτισθή, θέλει σωθεί» (Μάρκ.ις:16). Προφανώς δίδαξε ότι η πίστη θα πρέπει να οδηγήσει τον άνθρωπο στο βάπτισμα, και η ιστορία της πρώτης εκκλησίας επιβεβαιώνει αυτή την αλήθεια. Μετά το κήρυγμα του Πέτρου την ημέρα της Πεντηκοστής, «εκείνοι λοιπόν μετά χαράς δεχθέντες τον λόγον αυτού εβαπτίσθησαν» (Πράξ.β:41). Όταν οι Σαμαρείτες «επίστευσαν εις τον Φίλιππον ευαγγελιζόμενον τα περί της βασιλείας του Θεού, και του ονόματος του Ιησού Χριστού, εβαπτίζοντο άνδρες τε και γυναίκες» (Πράξ.η:12). Ο δεσμοφύλακας στους Φιλίππους πίστεψε και βαπτίστηκε την ίδια στιγμή που ο Παύλος τον νουθέτησε να πιστέψει (Πράξ.ις:31-34). Όταν ο Παύλος κήρυττε στην Κόρινθο «πολλοί των Κορινθίων ακούοντες επίστευον και εβαπτίζοντο» (Πράξ.ιη:8).
Σε πολλές άλλες περιπτώσεις, άνθρωποι βαπτίστηκαν όταν άκουσαν και δέχτηκαν το ευαγγέλιο (Πράξ.η:36-38 θ:18 ι:47-48 ις:14-15 ιθ:5). Καταλήγουμε λοιπόν ότι το βάπτισμα στο νερό είναι μια πράξη πίστης - ανταπόκριση πίστης στο Θεό. Αληθινή πίστη στο Θεό και το λόγο Του, θα κάνει τον πιστό να υπακούσει και να βαπτιστεί στο νερό.
Πίστη και 'Αγιο Πνεύμα
Η πίστη, θα οδηγήσει ακόμα στη λήψη της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. Ο Ιησούς είπε: «Όστις πιστεύει εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί ύδατος ζώντος θέλουσι ρεύσει εκ της κοιλίας αυτού» (Ιωάν.ζ;38). Ο Ιωάννης εξήγησε ότι ο Ιησούς μιλούσε για το 'Αγιο Πνεύμα: «Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος, το οποίον έμελλον να λαμβάνωσιν οι πιστεύοντες εις αυτόν διότι δεν ήτο έτι δεδομένον Πνεύμα 'Αγιον επειδή ο Ιησούς έτι δεν εδοξάσθη» (Ιωάν.ζ:39).
Ο Πέτρος δίδαξε ότι το δώρο ή το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος δίδεται σε όλους όσους πιστέψουν στον Κύριο Ιησού Χριστό. Ταύτισε την εμπειρία του Κορνήλιου με το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής και ρώτησε: «εάν λοιπόν ο Θεός έδωκεν εις αυτούς την ίσην δωρεάν ως και εις ημάς, διότι επίστευσαν εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, εγώ τις ήμην ώστε να δυνηθώ να εμποδίσω τον Θεόν;» (Πράξ.ια:15-17). Με άλλα λόγια, ο Πέτρος θεωρούσε ότι αν κάποιος λέει ότι πιστεύει στον Ιησού Χριστό, πρέπει να έχει Πνεύμα 'Αγιο.
Ο Παύλος επίσης περίμενε ότι πιστοί πρέπει να έχουν Πνεύμα 'Αγιο. Όταν βρήκε μερικούς μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή στην Έφεσο, τους ρώτησε: «Ελάβετε Πνεύμα 'Αγιον αφού επιστεύσατε;» (Πράξ.ιθ:2). Αργότερα, ο Παύλος δίδαξε στις επιστολές του ότι λαμβάνουμε το 'Αγιο Πνεύμα δια πίστεως: «Δια να έλθη εις τα έθνη η ευλογία του Αβραάμ δια Ιησού Χριστού, ώστε να λάβωμεν την επαγγελίαν του Πνεύματος δια της πίστεως» (Γαλ.γ:14). «Εις τον οποίον και σείς ηλπίσατε, ακούσαντες τον λόγον της αληθείας, το ευαγγέλιον της σωτηρίας σας εις τον οποίον και πιστεύσαντες εσφραγίσθητε με το Πνεύμα το 'Αγιον της επαγγελίας» (Εφεσ.α:13).
Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι η πίστη οδηγεί στη λήψη του Αγίου Πνεύματος. Με άλλα λόγια, ο αληθινός πιστός θα λάβει το 'Αγιο Πνεύμα, η πίστη του φαίνεται ότι είναι γνήσια και πλήρης όταν ο Θεός του χορηγήσει τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
Μετάνοια, βάπτισμα στο νερό και έργα
Μπορούμε να πούμε ότι η μετάνοια και το βάπτισμα στο νερό είναι έργα; Δεν είναι έργα με την έννοια ενεργειών που ο άνθρωπος πρέπει να κάνει προκειμένου να κερδίσει ή να βοηθήσει στη σωτηρία. Είναι όμως έργα που φανερώνουν την ύπαρξη σώζουσας πίστης, η οποία εκφράζεται με τη μετάνοια, το βάπτισμα στο νερό και τη λήψη του Αγίου Πνεύματος.
Ο άνθρωπος από μόνος του δεν έχει δύναμη να στραφεί από την αμαρτία. Ο Θεός είναι που τον οδηγεί σε μετάνοια και του χορηγεί τη δύναμη για να μετανοήσει. Ο Θεός εργάζεται τη μετάνοια στον άνθρωπο, αλλάζοντας τον τρόπο σκέψης και την πορεία που ακολουθεί. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Θεός συγχωρεί τις αμαρτίες στο βάπτισμα. Χωρίς το έργο του Θεού και πίστη πάνω σ' αυτό το έργο, το βάπτισμα είναι ένα τελετουργικό χωρίς κανένα νόημα. Τελικά, το να λάβει κανείς το 'Αγιο Πνεύμα, σίγουρα δεν είναι ανθρώπινο έργο, αλλά δώρο από το Θεό που το παίρνει κανείς δια πίστεως.
Το μέρος του ανθρώπου σ' όλα αυτά, είναι απλά να υπακούσει στο ευαγγέλιο - να μετανοήσει, να βαπτιστεί στο νερό και ν' αφήσει το Θεό να τον γεμίσει με το Πνεύμα Του. Αυτά τα βήματα είναι μέρος της οικειοποίησης, ανταπόκρισης, δέσμευσης, εξάρτησης και υπακοής που απαραίτητα περιλαμβάνει η σώζουσα πίστη. Αυτή η «ανταπόκριση πίστης» απ' τη μεριά του ανθρώπου δεν είναι ότι κερδίζει ή ότι πληρώνει για τη σωτηρία, αλλά είναι η απαραίτητη ανταπόκριση για να σωθεί κανείς.
Ο Θεός προσφέρει τη σωτηρία σ' όλους τους ανθρώπους δωρεάν, επειδή ο Χριστός πλήρωσε γι' αυτήν, αλλά μόνο όσοι πιστέψουν σ' αυτό το έργο σώζονται. Ο άνθρωπος μπορεί ν' αφήσει το Θεό να εκπληρώσει το έργο της σωτηρίας (πιστεύοντας και υπακούοντας), ή να Του αρνηθεί αυτό το έργο (με την απιστία και την ανυπακοή). Ο Θεός καλεί κάποιον, τον οδηγεί στον Εαυτό Του, του αλλάζει το νου και την κατεύθυνση της ζωής του (μετάνοια), τον πλένει από τις αμαρτίες του (βάπτισμα στο νερό), τον γεμίζει με το Πνεύμα Του, τον διατηρεί στη χάρη Του και τον ικανώνει να ζήσει μια άγια ζωή. Αυτή η ενέργεια απ' τη μεριά του Θεού, συνιστά τη σωτηρία του ανθρώπου στην οικονομία που ζούμε.
Ομολογία, πίστη και σωτηρία.
Μήπως αυτά που έχουμε πει για τη σώζουσα πίστη αντικρούουν τα εδάφια Ρωμ.ι:8-10 όπου διαβάζουμε: «Αλλά τι λέγει; Πλησίον σου είναι ο λόγος, εν τω στόματί σου, και εν τη καρδία σου τουτέστιν ο λόγος της πίστεως τον οποίον κηρύττομεν ότι εάν ομολογήσης δια του στόματός σου τον Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός ανέστησε αυτόν εκ νεκρών, θέλεις σωθεί διότι με την καρδίαν πιστεύει τις προς δικαιοσύνην, και με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν».
Μερικοί ερμηνεύουν αυτά τα εδάφια έτσι, ώστε να σημαίνουν ότι η σωτηρία έρχεται αυτόματα μόλις κάποιος αποδεχτεί διανοητικά ότι ο Ιησούς αναστήθηκε απ' τους νεκρούς και ομολογήσει με το στόμα του ότι είναι Κύριος. Όμως, αυτή η ερμηνεία αντιφάσκει με την αλήθεια ότι η σώζουσα πίστη περιλαμβάνει την οικειοποίηση και την υπακοή. Σύμφωνα μ' αυτή την άποψη, πολλοί που ούτε καν υποστηρίζουν ότι ζουν για το Θεό, είναι σωσμένοι. Ακόμα και τα δαιμόνια πρέπει να σώζονται αφού ξέρουν ότι ο Ιησούς είναι ζωντανός, Τον ομολογούν με το στόμα τους και πιστεύουν σε ένα Θεό (Ματθ.η:29 Ιάκ.β:19). Σίγουρα, αυτή η επιπόλαιη ερμηνεία του Ρωμ.ι:8-10 είναι ανεπαρκής.
Αυτό γίνεται ακόμα πιο πολύ φανερό, καθώς συνεχίζουμε να διαβάζουμε το Ρωμ.ι. Στο εδάφιο 13 λέει: «Διότι πας όστις επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου, θέλει σωθή». Μήπως αυτό σημαίνει ότι όποιος προφέρει το όνομα Ιησούς, είναι σωσμένος; Σίγουρα όχι, γιατί διαφορετικά, το όνομα αυτό θα ήταν σαν μια μαγική συνταγή. Επιπλέον, το εδάφιο 16 μας διδάσκει ότι έλλειψη υπακοής φανερώνει έλλειψη πίστης: «Αλλά δεν υπήκουσαν πάντες εις το ευαγγέλιον διότι ο Ησαίας λέγει, Κύριε, τις επίστευσεν εις το κήρυγμα ημών;». Πολλοί θα ομολογήσουν με το στόμα τους τον Ιησού σαν Κύριο, θα επικαλεστούν το όνομά Του, αλλά μόνο όσοι πραγματικά κάνουν το θέλημα του Θεού θα σωθούν (Ματθ.ζ:21-23). Ανεξάρτητα απ' την ομολογία πίστης κάποιου, αν αρνηθεί να υπακούσει το ευαγγέλιο, δεν έχει την πίστη που σώζει.
Αν είναι έτσι, τότε ποια είναι η σωστή ερμηνεία του Ρωμ.ι:8-10; Πρώτα, πρέπει να καταλάβουμε ότι ο Παύλος γράφει σε Χριστιανούς. Ο σκοπός του ήταν να τους υπενθυμίσει πόσο προσιτή είναι η σωτηρία (εδ.8). Δεν σκοπεύει να τους εξηγήσει με λεπτομέρειες την αναγέννηση γιατί οι αναγνώστες της επιστολής είναι ήδη αναγεννημένοι. Τους υπενθυμίζει απλά ότι το θεμέλιο της σωτηρίας παραμένει η πίστη στον Ιησού Χριστό και το ευαγγέλιό Του, καθώς και η δημόσια ομολογία αυτής της πίστης στους ανθρώπους ανάμεσα στους οποίους ζουν.
Δεύτερο, πρέπει να διαβάσουμε το Δευτ.λ:14, γιατί αυτό είναι το εδάφιο που ο Παύλος χρησιμοποιεί στους Ρωμ.ι:8: «Αλλά πολύ πλησίον σου είναι ο λόγος, εν τω στόματί σου, και εν τη καρδία σου, δια να εκτελής αυτόν». Βλέπουμε λοιπόν ότι η ομολογία και η πίστη απαραίτητα περιλαμβάνει υπακοή στο λόγο του Θεού.
Τρίτο, το να «ομολογήσης δια του στόματός σου τον Κύριον Ιησούν» σημαίνει να δώσεις μια ειλικρινή προφορική ομολογία ότι Αυτός είναι Κύριος. Όμως, για να είναι αυτή η ομολογία ειλικρινής, πρέπει να έχεις υποτάξει τη ζωή σου σ' Αυτόν σαν Κύριο και να τον υπακούς. Πότε ομολογούμε για πρώτη φορά τον Ιησού σαν Κύριο; Προφορική ομολογία γίνεται όταν επικαλούμαστε το όνομά Του στο βάπτισμα στο νερό (Πράξ.κβ:16) και όταν μιλάμε με γλώσσες κατά τη βάπτιση του Αγίου Πνεύματος (Πράξ.β:4). Μετά απ' όλα αυτά, κανείς δεν μπορεί να ομολογήσει ότι ο Ιησούς είναι Κύριος, εκτός δια Πνεύματος Αγίου (Α' Κορ.ιβ:3).
Βλέποντας λοιπόν αυτό το εδάφιο ολοκληρωμένα, κανείς δεν μπορεί να ομολογήσει ειλικρινά ότι ο Ιησούς είναι Κύριος της ζωής του μέχρι να λάβει το 'Αγιο Πνεύμα και να ζήσει με τη δύναμη του Πνεύματος.
Τέταρτο, το να πιστέψεις στην καρδιά σου ότι ο Θεός ανέστησε το Χριστό από τους νεκρούς, σημαίνει μια αληθινή πίστη που περιλαμβάνει εμπιστοσύνη, πεποίθηση, εξάρτηση. Πρέπει να πιστέψουμε στην ανάσταση και ν' αναπαυτούμε πάνω σ' αυτό το υπερφυσικό γεγονός για να σωθούμε. Βασιζόμαστε στην ανάσταση για να έχει αποτελέσματα ο εξιλεωτικός θάνατος του Χριστού (Ρωμ.δ:25) και να μας δώσει νέα ζωή δια του Πνεύματος του αναστημένου Χριστού (Ρωμ.ε:10 ς:4-5 η:9-11). Η αληθινή πίστη στην ανάσταση του Χριστού, θα μας οδηγήσει να εφαρμόσουμε την εξιλέωση στη ζωή μας και μετά να λάβουμε το Πνεύμα Του.
Επίκληση του ονόματος του Κυρίου
Όταν λέει στους Ρωμ.ι:13 «Διότι πάς όστις επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου, θέλει σωθεί», εννοεί πολύ περισσότερα από μια απλή, προφορική επίκληση του ονόματος Ιησούς. Διαφορετικά, η πίστη δεν θα ήταν απαραίτητη! Αντίθετα, η σώζουσα πίστη έχει να κάνει με περισσότερα πράγματα από μια απλή προφορική ομολογία του Χριστού, γιατί αυτή η πράξη από μόνη της δεν είναι αρκετή (δες Ματθ.ζ:21). Προφανώς το Ρωμ.ι:13 περιγράφει την ειλικρινή κραυγή της καρδιάς κάποιου που πιστεύει στον Ιησού. Η προφορική ομολογία είναι ένα βήμα σ' αυτή την κατεύθυνση, αλλά η ζωντανή πίστη και η υπακοή είναι απαραίτητα στοιχεία για να νομιμοποιηθεί αυτή η ομολογία.
Ο κύριος στόχος του Ρωμ.ι:13 δεν είναι να δώσει μια συνταγή σωτηρίας, αλλά να διδάξει ότι ο καθένας μπορεί να σωθεί. Η έμφαση είναι στο «πάς όστις». Ο Παύλος σύνδεσε αυτό το εδάφιο για να υποστηρίξει τη θέση του ότι «δεν είναι διαφορά Ιουδαίου τε και Έλληνος διότι ο αυτός Κύριος είναι πάντων, πλούσιος προς πάντας τους επικαλουμένους αυτόν» (Ρωμ.ι:12). Η παραπομπή μας οδηγεί στον Ιωήλ β:32, τη συνέχεια της προφητείας σχετικά με την έκχυση του Αγίου Πνεύματος επί πάσαν σάρκαν στις τελευταίες μέρες (β:28-29) και την κρίση του Θεού των εσχάτων ημερών (β:30-31). Το εδάφιο Ιωήλ β:32 εξηγεί ότι «πάς όστις» επικαλεσθή το όνομα του Γιάχβε θα γλυτώσει απ' αυτή την κρίση.
Ο Πέτρος χρησιμοποίησε αυτό το εδάφιο στην έκχυση του Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής (Πράξ.β:21). Ο Ανανίας, διέταξε τον Παύλο (τον συγγραφέα της επιστολής προς Ρωμαίους) να επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου καθώς θα βαπτίζεται στο νερό (Πράξ.κβ:16).
Υπάρχει μόνο ένα σχέδιο σωτηρίας
Πιστεύουμε, ότι ο Θεός έχει μόνο ένα σχέδιο για να προμηθεύει τη σωτηρία στο ανθρώπινο γένος και συγκεκριμένα με τη χάρη δια της πίστεως που βασίζεται στον απολυτρωτικό θάνατο του Χριστού. Ο Θεός έχει διαδικαστεί με τον άνθρωπο με διάφορους τρόπους δια μέσου των αιώνων, αλλά τελικά όλοι αυτοί οι τρόποι στηρίζονται σ' αυτό το μοναδικό σχέδιο σωτηρίας. Αν και ο αιώνας μας έχει δει την πληρότητα της χάρης του Θεού, σε σημείο που μπορούμε να μιλάμε για περίοδο χάρης (Ιωάν.α:17), η σωτηρία σ' όλες τις περιόδους ήταν αποτέλεσμα της χάρης του Θεού κι όχι ανθρώπινων έργων. Αν ποτέ ο άνθρωπος μπορούσε να σωθεί από μόνος του, θα μπορούσε να το κάνει και τώρα, αλλά ο λόγος του Θεού το ξεκαθαρίζει, ότι αυτό δεν γίνεται.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η αρχή της πίστης έχει αποσαφηνιστεί τόσο πολύ στον καιρό μας, που μπορούμε να τον ονομάζουμε περίοδο πίστης (Γαλ.γ:23-25), αν και ο Θεός πάντοτε απαιτούσε πίστη. Ο Αβραάμ δικαιώθηκε δια πίστεως (Γαλ.γ:6). Αν και μερικοί Εβραίοι νόμιζαν ότι η σωτηρία τους στηρίζεται στα έργα του νόμου, ακόμα κι αυτό δεν είχε αξία χωρίς πίστη (Ματθ.κγ:23 Ρωμ.β:29 δ:11-16 θ:30-33).
Φυσικά, η πίστη περιλαμβάνει πάντοτε την υπακοή. Σαν μέρος της πίστης του στο Θεό, ο Αβραάμ υπάκουσε και άφησε τη γη του - εμπιστευόμενος τις υποσχέσεις του Θεού - και πρόσφερε το γιο του Ισαάκ (Ρωμ.δ:16-22 Εβρ.ια:8-10, 17-18 Ιάκ.β:20-24). Σαν μέρος της πίστης τους στο Θεό, οι Εβραίοι προσκολλήθηκαν στο νόμο, όπως αποκαλύφθηκε στο Μωυσή, συμπεριλαμβανομένων και των αιματηρών θυσιών (Εβρ.ια:28-29). Μέρος της πίστης μας είναι η υπακοή στο ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού. Αυτή η υπακοή ήταν και είναι απαραίτητη, αν και η σωτηρία σε κάθε περίπτωση είναι δια πίστεως και όχι με έργα.
Τελικά, σε κάθε περίπτωση, η σωτηρία στηρίζεται στο λυτρωτικό θάνατο του Χριστού. Ήταν η μόνη θυσία που μπορούσε να συγχωρέσει αμαρτίες (Εβρ.θ:22 ι:1-18). Ο θάνατος του Χριστού κάλυψε τις αμαρτίες όλων των εποχών. «τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως διά της πίστεως εν τω αίματι αυτού, προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού, διά την άφεσιν των προγενομένων αμαρτημάτων, διά της μακροθυμίας του Θεού» (Ρωμ.γ:25).
Οι άγιοι της Παλαιάς Διαθήκης σώζονταν δια της πίστεως στο μελλοντικό απολυτρωτικό σχέδιο του Θεού και την εκφράζανε - χωρίς να καταλαβαίνουν ακριβώς - με την υπακοή στο σύστημα των θυσιών που ο Θεός είχε ορίσει. Οι άγιοι της Καινής Διαθήκης σώζονται δια πίστεως στο απολυτρωτικό σχέδιο του Θεού και εκφράζουν αυτή την πίστη τους υπακούοντας στο ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού. Οι απαιτήσεις υπακοής της Π.Δ. όπως η περιτομή και οι αιματηρές θυσίες, συνιστούσαν την αρχή της δικαίωσης δια πίστεως. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι απαιτήσεις υπακοής της Κ.Δ. όπως η μετάνοια και το βάπτισμα στο νερό, συνιστούν τη δικαίωση δια πίστεως.
Σώζουσα πίστη
Βασιζόμενοι σε ό,τι έχουμε πει σ' αυτό το κεφάλαιο, μπορούμε να πούμε τώρα τι εννοούμε με τον όρο σώζουσα πίστη στον καιρό μας:
Σώζουσα πίστη είναι η αποδοχή του ευαγγελίου του Ιησού Χριστού σαν του μόνου μέσου σωτηρίας και εφαρμογή αυτού του ευαγγελίου στη ζωή μας υπακούοντας στις απαιτήσεις του. Η σώζουσα πίστη στηρίζεται στον Ιησού Χριστό, στο σταυρικό Του θάνατο, στην ανάστασή Του και στη διδασκαλία του λόγου Του.
Η σώζουσα πίστη εκφράζεται καθώς υπακούμε στο ευαγγέλιο του Χριστού και ταυτιζόμαστε μαζί Του. Είναι μια ζωντανή πίστη που έχει έργα.
Το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού είναι ο θάνατος, η ταφή και η ανάστασή Του (Α' Κορ.ιε:1-4). Εφαρμόζουμε το ευαγγέλιο στη ζωή μας - ταυτιζόμαστε με το Χριστό και το έργο της σωτηρίας - με τη μετάνοια, το βάπτισμα στο νερό στο όνομα του Ιησού Χριστού και τη λήψη της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος (Ρωμ.ς:3-5). 'Ασχετα με το πως το αναλύουμε, η σώζουσα πίστη εκφράζεται, οδηγεί προς, παράγει και περιλαμβάνει αυτά τα τρία στοιχεία.
Η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη χάρη και την πίστη
Με το παρακάτω παράδειγμα, ίσως καταλάβουμε καλύτερα τι έχουμε πει μέχρι εδώ: Ας πούμε ότι ο Γιώργος λέει στο Γιάννη, «Έλα αύριο το πρωί στις 10.00 στην τράπεζα και θα σου δώσω 1.000.000» (αυτός είναι ο όρος για να πάρει τα χρήματα). Αν ο Γιάννης πιστέψει πραγματικά το Γιώργο, τότε θα πάει στο ραντεβού στο συγκεκριμένο μέρος και την ορισμένη ώρα. (Η πίστη δημιουργεί απαραίτητα εμπιστοσύνη, και ανταπόκριση). Αν ο Γιάννης πάει, αυτό σημαίνει ότι κέρδισε αυτά τα χρήματα; Όχι βέβαια, γιατί το ποσό αυτό είναι δώρο. Όμως, η εμφάνισή του είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να πάρει αυτό το δώρο. (Χάρη απ' τη μεριά του Γιώργου, πίστη απ' τη μεριά του Γιάννη). Αν ο Γιάννης δεν εμφανιστεί, δεν θα πάρει τα χρήματα και το φταίξιμο θα είναι αποκλειστικά δικό του. (Έλλειψη πίστης στην υπόσχεση).
Κατά τον ίδιο τρόπο, πρέπει ν' ανταποκριθούμε στην κλήση του Θεού δια πίστεως, μετανοώντας, βαπτιζόμενοι στο νερό εις άφεση αμαρτιών και παίρνοντας τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Αν το κάνουμε, ο Θεός με χαρά θα ικανοποιήσει το αίτημά μας και θα λάβουμε πλήρη σωτηρία σαν δώρο κι όχι σαν δικαίωμα. Αν δεν ανταποκριθούμε με υπακοή στο λόγο του Θεού, δεν θα σωθούμε και το φταίξιμο θα είναι αποκλειστικά δικό μας.
Χάρη, πίστη και αναγέννηση
Οι διδασκαλίες για τη χάρη και την πίστη δεν ελαττώνουν την ανάγκη της αναγέννησης, απλά επεξηγούν πως γίνεται. Η διδασκαλία της χάρης μας φανερώνει ότι η αναγέννηση είναι ένα δώρο από το Θεό που δεν το κερδίζουμε ούτε το αξίζουμε. Η διδασκαλία της πίστης μας εξηγεί ότι αναγεννιόμαστε εμπιστευόμενοι ολοκληρωτικά και αποκλειστικά το Χριστό και το ευαγγέλιό Του. Η πίστη είναι το μέσο που οικειοποιούμαστε τη χάρη του Θεού και Του επιτρέπουμε να εργαστεί τη σωτηρία στη ζωή μας.
Η γνήσια πίστη στο Θεό, περιλαμβάνει πάντοτε υπακοή στο λόγο Του. Αν πιστεύουμε στον Ιησού, τότε πρέπει να υπακούσουμε τις εντολές Του, να μετανοήσουμε και να βαπτιστούμε. Αν πιστεύουμε στο Χριστό και το λυτρωτικό Του θάνατο, θα βαπτιστούμε στο νερό εις άφεση αμαρτιών, διαφορετικά απλά βρεχόμαστε στο βάπτισμα. Αν πιστεύουμε στον Ιησού σύμφωνα με τις Γραφές, Αυτός θα μας πληρώσει με το Πνεύμα Του. Μετά, η πίστη θα κρατήσει τον αναγεννημένο πιστό σε μια συνεχή κοινωνία με το Χριστό που σημαίνει συνεχή υπακοή και άγια ζωή με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος που κατοικεί μέσα του.