Στην Αποκάλυψη (γ:16-21) ο Κύριος Ιησούς, ελέγχοντας τον άγγελο της
εκκλησίας των Λαοδικέων, είπε:
«ούτως, επειδή είσαι χλιαρός και
ούτε ψυχρός ούτε ζεστός, μέλλω να σε εξεμέσω εκ του στόματός μου. Διότι λέγεις
ότι πλούσιος είμαι και επλούτησα και δεν έχω χρείαν ουδενός, και δεν εξεύρεις
ότι συ είσαι ο ταλαίπωρος και ελεεινός και πτωχός και τυφλός και γυμνός·
συμβουλεύω σε να αγοράσης παρ' εμού χρυσίον δεδοκιμασμένον εκ πυρός διά να
πλουτήσης, και ιμάτια λευκά διά να ενδυθής και να μη φανερωθή η αισχύνη της
γυμνότητός σου, και χρίσον τους οφθαλμούς σου με κολλούριον διά να βλέπης. Εγώ
όσους αγαπώ, ελέγχω και παιδεύω· γενού λοιπόν ζηλωτής και μετανόησον. Ιδού,
ίσταμαι εις την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την
θύραν, θέλω εισέλθει προς αυτόν και θέλω δειπνήσει μετ' αυτού και αυτός μετ'
εμού. Όστις νικά, θέλω δώσει εις αυτόν να καθήση μετ' εμού εν τω θρόνω μου,
καθώς και εγώ ενίκησα και εκάθησα μετά του Πατρός μου εν τω θρόνω αυτού»
Τα ποτά είναι καλύτερα όταν είναι είτε κρύα είτε ζεστά. Κατά τον ίδιο
τρόπο, ο Κύριος θα προτιμούσε να είναι οι άνθρωποι είτε ζεστοί (πνευματικά
ένθερμοι για Εκείνον) είτε κρύοι (ανοικτά εναντίον Του).
Οι Λαοδικείς καταλάβαιναν την αναλογία,
επειδή το νερό που έπιναν προερχόταν από μια πηγή κάπου έξι μίλια
μακριά, γι’ αυτό και γινόταν αηδιαστικά
χλιαρό, μέχρι να φτάσει στην πόλη τους.
Δεν ήταν ζεστό νερό σαν εκείνο των θερμών πηγών που υπήρχαν στην περιοχή και
πήγαιναν και λούζονταν, αλλά ούτε και αναζωογονητικά κρύο, ώστε να το πιούν και να ευχαριστηθούν. Ήταν
χλιαρό και δεν άξιζε τίποτε. Στην πραγματικότητα, προκαλούσε ναυτία και αυτή
ήταν η αντίδραση του Ιησού προς αυτούς – Του προκαλούσαν αηδία!
Το μήνυμα προς τη χλιαρή εκκλησία της Λαοδίκειας ήταν το πιο αυστηρό
απ’ όλα τα άλλα που στάλθηκαν προς τις
επτά εκκλησίες της Μ. Ασίας. Με την
επίπληξή Του εναντίον των έργων τους, ο
Ιησούς το κάνει σαφές ότι ήταν μια νεκρή εκκλησία. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια,
ότι δεν υπήρχαν εκεί αληθινοί πιστοί, αλλά η εκκλησία ως σύνολο δεν ήταν
πνευματικά αφοσιωμένη σ’ Αυτόν. Ο Κύριος
συχνά εξίσωνε τις πράξεις ή τα έργα κάποιου με την πραγματική πνευματική του
κατάσταση, σύμφωνα με τα λόγια Του στο
κατά Ματθαίον ευαγγέλιο: «Από τους καρπούς
τους θα τους γνωρίσετε …» και « … κάθε καλό δέντρο κάνει καλούς καρπούς …» (ζ:16,17).
Είναι σαφές ότι τα έργα των Λαοδικέων δεν ήταν σύμφωνα με την αληθινή
σωτηρία, επειδή τα έργα ενός γνήσιου
πιστού πρέπει να είναι «ζεστά»,
αντικατοπτρίζοντας τον πνευματικό ζήλο μιας μεταμορφωμένης ζωής.
Τέτοιου είδους έργα αναγνωρίζονται εύκολα από τον κόσμο. Τα «χλιαρά»
έργα, από την άλλη, που γίνονται χωρίς
χαρά, χωρίς πίστη και αγάπη και χωρίς τη φλόγα του Αγίου Πνεύματος, προκαλούν μεγαλύτερη ζημιά στους ανθρώπους
του κόσμου που παρακολουθούν, παρά τα έργα που γίνονται από εκείνους που είναι
τελείως κρύοι και αδιάφοροι προς τα πράγματα του Θεού.
Οι χλιαροί Χριστιανοί είναι εκείνοι που διατείνονται ότι γνωρίζουν το Θεό
κι όμως συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχει. Μπορεί να εκκλησιάζονται, αλλά η θρησκεία τους δεν είναι τίποτε άλλο
παρά μια εσφαλμένη επανάπαυση στην αυτοδικαίωσή τους. Μπορεί να αξιώνουν ότι
είναι Χριστιανοί, αλλά η καρδιά τους δεν
έχει αλλάξει, γι’ αυτό και η υποκρισία
τους είναι αηδιαστική για το Θεό.
Ο Κύριος ελέγχει και παιδεύει τους πιστούς στην εκκλησία της
Λαοδίκειας, παραγγέλλοντάς τους να
μετανοήσουν. Θεωρεί τη χλιαρή τους στάση ως «αισχρή γυμνότητα», που πρέπει να καλυφθεί με τα λευκά ενδύματα
της αληθινής δικαιοσύνης. Τους παροτρύνει να γίνουν ζηλωτές και να αφιερώσουν
ολοκληρωτικά τον εαυτό τους σ’
Εκείνον, διαφορετικά θα απορρίψει
τη χλιαρότητά τους και θα τους κάνει εμετό από το στόμα Του. Αλλά ο Κύριός μας
είναι ελεήμων και μακρόθυμος. Δεν θα απορρίψει κανένα χλιαρό Χριστιανό, που
στρέφεται σ’ Αυτόν με βαθιά συντριβή και
μετάνοια.
Οι Λαοδικείς Χριστιανοί έχαιραν υλικής ευημερίας, που είχε ως αποτέλεσμα
ένα εσφαλμένο αίσθημα ασφάλειας και ανεξαρτησίας. Η φράση: «Πλούσιος είμαι και
έχω πλουτίσει και τίποτα δεν έχω ανάγκη”, είναι λογοτεχνική έκφραση που
αντιστρέφει την κανονική σειρά, για να
δώσει έμφαση. Στην περίπτωση αυτή θέλει να τονίσει το γεγονός ότι ο υλικός
πλούτος που αποκτήθηκε ήταν προϊόν ανθρώπινης προσπάθειας και μόχθου, ενώ, πνευματικά, οι Χριστιανοί στην εκκλησία
της Λαοδίκειας ήταν ισχνοί, με πολλές και μεγάλες ελλείψεις, που δυστυχώς δεν
τις έβλεπαν. Τελειώνοντας, θα πρέπει να
πούμε ότι η στάση αυτή της αυτοϊκανοποίησης θα αποτελεί συνεχή κίνδυνο για τους
Χριστιανούς που τυγχάνει να ζουν μια άνετη και ευημερούσα ζωή, ιδιαίτερα σε
χώρες όπου προστατεύονται διά νόμου τα θρησκευτικά τους δικαιώματα.