Τι είδους άνθρωποι θέλει ο Θεός να
είμαστε. Όλοι έχουμε την επιθυμία να Τον υπηρετήσουμε. Για να μπορούμε όμως, να
Τον υπηρετούμε όπως αρμόζει σ’ Εκείνο, πρέπει πρώτα να είμαστε οι
άνθρωποι που Εκείνος θέλει. Πρέπει, το Μάρκος γ:14 να είναι αλήθεια και
για τη δική μας τη ζωή. Στο εδάφιο εκείνο διαβάζουμε, Και εξέλεξε δώδεκα,
δια να ήναι μετ’ αυτού και δια να αποστέλλη αυτούς να κηρύττωσι.
Τι χρειάζεται να υπάρχει στη ζωή
του καθένα ξεχωριστά, αλλά και όλων μαζί, ώστε να είμαστε και να γινόμαστε οι
μαθητές που ο Χριστός μπορεί να χρησιμοποιήσει;
Πρώτο,
ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά του υγιούς χριστιανού είναι η πείνα και
η δίψα που έχει για τον ίδιο το Θεό. Όχι για τα δώρα του Θεού, αλλά για την
παρουσία του Θεού. Η όρεξη για αύξηση και αγιασμό. Να μην μένουμε ποτέ ευχαριστημένοι
από το πόσο γνωρίσαμε το Θεό, γιατί απλά ο Θεός είναι ανεξάντλητος. Όχι στον
εφησυχασμό, αλλά στην συνεχή αύξηση και αγιασμό. Να ζητήσουμε από το Θεό να μας
βάλει πείνα και δίψα για το πρόσωπό Του. Οι άνθρωποι χωρίς Θεό πρέπει να δουν
πως η πρώτη μας προτεραιότητα είναι Αυτός.
Δεύτερο,
για να είμαστε φως και αλάτι στον κόσμο πρέπει η ζωή μας να είναι ζωή υπακοής.
Ο Κύριός μας είπε πως δεν θα μπει στη βασιλεία Του κανένας που λέει «Κύριε, Κύριε»,
αλλά αυτός που πράττει το θέλημά Του. Και τελικά η μοναδική απόδειξη της αναγέννησής
μας εδώ στη γη, δεν είναι τα λόγια μας, αλλά η ζωή μας. Αν δεν υπακούω, αν η
ζωή μου δεν έχει καμιά διαφορά, εκτός του εκκλησιασμού, τότε δεν έχω σωτηρία.
Θα μείνω εκτός της βασιλείας του Θεού, είπε ο Χριστός.
Τρίτο,
για να κηρύξουμε στους ανθρώπους, πρέπει να τους αγαπάμε. Να μπορούμε να
τους δούμε όπως ο Χριστός τους έβλεπε. Και όλη αυτή τη στάση μπορούμε να την ονομάσουμε
«σπλάχνα Χριστού». Να σπλαχνίζομαι κάποιον δεν σημαίνει απλά να τον λυπάμαι,
αλλά τον πόνο του να τον κάνω δικό μου. Να μπαίνω λίγο στη δική του θέση και να
δω από εκεί πως φαίνονται τα πράγματα. Σύμφωνα με την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη,
γείτονας μου, πλησίον μου, γίνεται κάθε άνθρωπος του οποίου την ανάγκη βλέπω,
και μπορώ να κάνω κάτι για αυτό.
Και αυτή είναι η ολοκληρωμένη
μαρτυρία. Όχι μόνο όταν μιλάω για την αγάπη του Χριστού, αλλά όταν τη δείχνω.
Και αυτό μπορεί να απαιτεί κάποιες θυσίες εκ μέρους μου. Γιατί οι ανάγκες των
ανθρώπων, εκδηλώνονται σε ώρες και μέρες εντελώς ακατάλληλες. Για να θελήσω
όμως, να βγω από το δικό μου πρόγραμμα, να αφήσω την οικογένειά μου, ή αυτό που
κάνω και μου αρέσει, πρέπει να μπορώ να δω τον άλλο με τα μάτια του Χριστού, να
τον σπλαχνιστώ. Για αυτό να ζητάμε από το Θεό να μας δίνει την καρδιά, τα
μάτια, την αγάπη του Χριστού για τους ανθρώπους γύρω μας, όποιοι κι αν είναι
αυτοί. Όσο χαμηλά ή ψηλά στέκονται κοινωνικά, όσο αμαρτωλοί ή δίκαιοι φαίνονται.
Και φτάνουμε στο τελευταίο
χαρακτηριστικό. Τι άλλο πρέπει να υπάρχει στη ζωή μας ώστε να είμαστε οι
άνθρωποι που ο Θεός μπορεί να χρησιμοποιήσει για τη δόξα Του; Πείνα για το Θεό,
για την παρουσία Του, για την προσευχή και τη μελέτη, υπακοή, αγάπη για τους
ανθρώπους.
Τι άλλο; Θα το βρούμε στο Ιωάννη
ιγ:34-35, Εντολήν καινήν σας δίδω, να αγαπάτε αλλήλους, καθώς εγώ σας
ηγάπησα και σεις να αγαπάτε αλλήλους. Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι
είσθε μαθηταί μου, εάν έχητε αγάπην προς αλλήλους.
Για να είμαστε μια Εκκλησία η
οποία ζει την αποστολή της, που είναι να συνεχίζει το έργο του Χριστού εδώ στη
γη, πρέπει να έχουμε αγάπη ο ένας για τον άλλον.
Και από την αγάπη μας αυτή είπε ο Χριστός όλοι (όχι μερικοί), όλοι
θα γνωρίσουν ότι είμαστε μαθητές Του.
Τι θα μπορούσε να πει κάποιος για
την αγάπη. Έχουμε όλοι ακούσει τόσα πολλά. Τι το καινούργιο έχουμε να μάθουμε
σήμερα για την αγάπη; Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο. Δεν έχω να σας πω κάτι που
έστω να νομίζω πως δεν το έχετε ακούσει ήδη. Πιστεύω όμως, πως το Άγιο Πνεύμα
του Θεού θέλει να θυμίσει στην Εκκλησία μας μερικές αλήθειες για την
αγάπη του ενός προς τον άλλον, που θα πείσει τους ανθρώπους ότι πράγματι ακολουθούμε
το Χριστό.
Καθώς θα θυμηθούμε αυτές τις
αλήθειες, η σκέψη μας ας μην πάει, στο τι ξέρω και τι δεν ξέρω, αλλά στο τι ζω
και τι δεν ζω. Ο λόγος του Θεού παρουσιάζεται σαν καθρέφτης στην επιστολή
Ιακώβου. Πηγαίνουμε στον καθρέφτη αυτό, κοιταζόμαστε, βλέπουμε αν υπάρχει κάτι
να διορθωθεί και με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, με τη χάρη του Θεού, με
μετάνοια αν χρειάζεται, αλλάζουμε. Και όλα αυτά γιατί στα μάτια του Θεού,
μακάριος είναι όχι ο ακροατής που ξεχνάει, αλλά αυτός που γίνεται εκτελεστής.
Το πρώτο λοιπόν, που πρέπει να
θυμηθούμε είναι ότι με βάση το λόγο του Θεού το να αγαπώ τον αδελφό μου ή την
αδελφή μου δεν σημαίνει λόγια, αλλά πράξεις. Η αγάπη
περιέχει συναισθήματα, αλλά δεν είναι μόνο συναισθήματα. Βασικά είναι ο
τρόπος με τον οποίο διαλέγω να φερθώ στους ανθρώπους δια πίστεως, είτε το
νοιώθω, είτε όχι.
Στην Α΄ Ιωάν.γ:16-18
διαβάζουμε: Εκ τούτου γνωρίζομεν την αγάπην, ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν
αυτού έβαλε· και ημείς χρεωστούμεν υπέρ των αδελφών να βάλλωμεν τας ψυχάς ημών.
Οστις όμως έχη τον βίον του κόσμου και θεωρή τον αδελφόν αυτού ότι έχει χρείαν
και κλείση τα σπλάγχνα αυτού απ’ αυτού, πώς η αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ;
Τεκνία μου, μη αγαπώμεν με λόγον μηδέ με γλώσσαν, αλλά με έργον και αλήθειαν.
Αγάπη σημαίνει όχι λόγια, αλλά
έργα, αυτή είναι η αληθινή αγάπη. Αγάπη σημαίνει όχι απλά να χαιρετήσω κάποιον
την Κυριακή το πρωί, αλλά να έχω το βίο του κόσμου, να έχω υλικές ευλογίες και
να μην κλείνω τα «σπλάχνα» μου από τον άλλο. Γιατί τότε η αγάπη του Θεού δεν
μένει, δεν υπάρχει μέσα μου. Επειδή Εκείνος έβαλε την ψυχή Του για χάρη μου,
και εγώ χρωστάω να κάνω το ίδιο υπέρ των αδελφών μου.
Μα αν δεν το αισθάνομαι; Δεν είναι
υποκριτικό να προσποιούμαι; Είναι σωστή η ερώτηση, αλλά ξέρετε κάτι; Καμιά
από τις εντολές του Θεού δεν μας ζητάει ο λόγος Του να τις αισθανόμαστε για να
τις τηρήσουμε. Μας ζητάει να τις υπακούμε. Δεν λέει, ου φονεύσεις,
αλλά αν σε φέρει ο άλλος σε απόγνωση, ε, για να μην είσαι υποκριτής, σκότωσέ
τον. Δεν μας ζητάει να ζήσουμε δια συναισθημάτων, αλλά δια πίστεως. Δεν μας
καλεί να νοιώθουμε αγάπη, αλλά να δείχνουμε αγάπη δια πίστεως. Γιατί αγάπη είναι
να επιλέγω να φέρομαι στους άλλους όπως ο Θεός φέρεται σε μένα.
Τα συναισθήματά μας, ποτέ δεν
είναι το απόλυτο κριτήριο για την υπόλοιπή μας ζωή.
Κανένας μας δεν λέει τη Δευτέρα το πρωί, «α, αφού σήμερα, δεν νοιώθω πως θέλω
να πάω στη δουλειά μου, θα ήταν υποκριτικό να πάω, άρα δεν θα πάω». Κανένας
γονιός δεν θα άφηνε το παιδί του να μην πάει σχολείο, επειδή δεν νοιώθει ότι
πρέπει να πάει. Τα συναισθήματα υπάρχουν στη ζωή μας, μπορεί να την ομορφαίνουν
ή να την δυσκολεύουν, αλλά ποτέ δεν είναι κριτήριο για τη συμπεριφορά μας στην
κοινωνία, ούτε και για τη σχέση μας με το Θεό. Δεν πρέπει να γίνονται και το
κριτήριο για τη αγάπη μας προς τους άλλους.
Ο Θεός μας καλεί να γινόμαστε
Σαμαρείτες, όταν δεν το νοιώθουμε. Με χαρά όμως, και δια πίστεως να σταθούμε
στον άλλο δίπλα ακόμη και αν αυτό αρχικά μας βγάζει από τη βολή μας. Τεκνία
μου, μη αγαπώμεν με λόγον μηδέ με γλώσσαν, αλλά με έργον και αλήθειαν.
Υποκριτικό δεν είναι να δείχνω αγάπη ακόμη και όταν τα συναισθήματά μου, μου
λένε το αντίθετο. Υποκριτικό είναι να μην δείχνω αγάπη επειδή τα συναισθήματά
μου με ορίζουν.
Μια άλλη περικοπή που μας δείχνει
ακριβώς αυτό, το ότι η αγάπη είναι ο τρόπος που διαλέγω να φέρομαι στους
άλλους, είναι το κεφάλαιο της αγάπης.
Α΄ Κορ.ιγ: 4-7,
Η αγάπη μακροθυμεί, αγαθοποιεί, η αγάπη δεν φθονεί, η αγάπη δεν αυθαδιάζει,
δεν επαίρεται, δεν ασχημονεί, δεν ζητεί τα εαυτής, δεν παροξύνεται, δεν διαλογίζεται
το κακόν, δεν χαίρει εις την αδικίαν, συγχαίρει δε εις την αλήθειαν· πάντα ανέχεται,
πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει.
Το πρώτο που προσέχει κανείς εδώ
είναι πως δεν λέει η αγάπη «αισθάνεται». Ο Θεός μας καλεί με γνήσια
πίστη, με γνήσια ανάπαυση στη δική Του δύναμη να πάμε πέρα από αυτό που
νοιώθουμε. Αλλά να το κάνουμε με πίστη ότι αυτό είναι το ευάρεστο στα μάτια του
Θεού.
Τι κάνει λοιπόν η αγάπη στα εδάφια
αυτά; Πως εκδηλώνεται. Τίποτα από αυτά αν προσέξετε, δεν αφορούν λόγια. Όλα
είναι πράξεις.
Η αγάπη «μακροθυμεί». Κάνει
υπομονή. Κρατάει μακριά το θυμό. Δεύτερον «αγαθοποιεί». Κάνει το καλό. Δεν το
σκέφτεται μόνο, το πράττει. Δεν λέει, ‘α, να πάρω τηλέφωνο να δω τι κάνει ο
τάδε’. Σηκώνει το ακουστικό και παίρνει τηλέφωνο. Η αγάπη «δεν φθονεί». Δεν
ζηλεύει. Γιατί η ζήλια δημιουργεί ανταγωνισμό. Η αγάπη δεν συγκρίνει. Αν έχεις
κάτι που δεν έχω, δόξα στο Θεό που στο έδωσε. Η αγάπη προσέχει πως εκφράζεται,
«δεν αυθαδιάζει». Δεν μιλάει άσχημα, δεν προσβάλει, δεν μειώνει τον άλλον. Η
αγάπη «δεν επαίρεται». Όποιος αγαπάει δεν περηφανεύεται μπροστά στους άλλους,
είναι ταπεινός. Δεν ζητάει αυτός να είναι στο κέντρο της προσοχής όλων, αλλά ο
άλλος. Δεν ασχημονεί. Δεν ζητεί τα εαυτής, δεν παροξύνεται.
Αυτός που αγαπάει,
έχει την υπομονή με το στραβό του άλλου να προσπαθήσει με σωστό τρόπο να
διορθώσει. Αλλά δεν παροξύνεται, δεν ενοχλείται στο προσωπικό επίπεδο. Επειδή
δεν παροξύνεται μπορεί να δει πιο καθαρά και να συμβουλέψει σωστότερα. Η αγάπη,
«δεν διαλογίζεται το κακό». Δεν σκέφτεται το κακό, δεν σκέφτεται να κάνει κακό.
Δεν χαίρεται στην αδικία. Όταν κάποιον τον αγαπάς δεν τον αδικείς, ούτε
χαίρεσαι όταν τον αδικούν άλλοι. Δεν λες ποτέ «καλά να πάθει, του άξιζε τέτοιος
ή τέτοια που είναι». Αντίθετα χαίρεται στην αλήθεια. Χαίρεται όταν η αλήθεια
ακούγεται, και βιώνεται. Η αγάπη «πάντα ανέχεται», πάντα ελπίζει πως ο άλλος
θα αλλάξει, πως το Πνεύμα του Θεού μπορεί να τον αλλάξει, πάντα υπομένει».
Είναι ανάγκη αυτή η αλήθεια να
μπει βαθιά στην καρδιά μας. Η αγάπη πράττει. Η αγάπη δεν είναι λόγια. Η αγάπη
δεν περιορίζεται από τα συναισθήματα. Όταν ο Χριστός μας ζητάει να αγαπάμε ο
ένας τον άλλον γιατί έτσι θα καταλάβουν οι άλλοι ότι είμαστε μαθητές Του, μας
ζητάει να κάνουμε πράξεις αγάπης. Δεν μας ζητάει μόνο να νοιώσουμε ούτε απλά να
πούμε, μας ζητάει να κάνουμε.
Και πρέπει να μετρήσουμε τον εαυτό
μας ο καθένας μας, όχι με βάση αυτά που ξέρουμε, αλλά αυτά που πράττουμε. Η
αγάπη ενεργεί.
Α΄ Θεσ.α:2-3 Ευχαριστούμεν πάντοτε τον Θεόν
περί πάντων υμών και σας μνημονεύομεν εν ταις προσευχαις ημών, αδιαλείπτως
ενθυμούμενοι το εις την πίστιν έργον σας και τον κόπον της αγάπης. Η αγάπη
έχει κόπο.
Αν θέλουμε να δουν οι άλλοι την
αγάπη μεταξύ μας, πρέπει να μας δουν να φερόμαστε ο ένας στον άλλον με αγάπη.
Δηλαδή, να είμαστε μακρόθυμοι όταν ο άλλος κάνει μια στραβοτιμονιά. Ποια η
διαφορά ανάμεσα σε μας και στους άλλους αν και εμείς μιλάμε ο ένας στον άλλον
όπως οι άνθρωποι χωρίς Θεό; Δηλαδή σε τι διαφέρουμε. Ό,τι ήρθαμε εκκλησία; Οι άνθρωποι
πρέπει να δουν πως όταν ο φίλος μας παίρνει προαγωγή, εμείς χαιρόμαστε, γιατί η
αγάπη συγχαίρει στην αλήθεια και δεν φθονεί. Όταν μας μιλήσουν άσχημα, απαντάμε
με γλυκό τρόπο γιατί αγαπάμε τον άλλο και επιθυμούμε το καλύτερο για εκείνον.
Στην αρρώστια παραστεκόμαστε.
Αν μεταξύ μας δεν φερόμαστε έτσι,
ούτε και με τους ανθρώπους που θα έρθουν δεν θα το κάνουμε. Γιατί δεν θα το
έχουμε μάθει. Η αγάπη σημαίνει πράξεις.
Πρακτικά μιλώντας. Άρχισε να
ψάχνεις τι μπορείς να κάνεις για να δείξεις αγάπη. Μη ζητάς από το Θεό να σου
βάλει αγάπη, να σε κάνει να νοιώσεις αγάπη. Άρχισε να κάνεις πράξεις αγάπης
προς όλους και θα δεις πως τα συναισθήματά σου, αν είναι αρνητικά θ’ αρχίζουν
να αλλάζουν. Μέσα στις πράξεις είναι και η προσευχή.
Άρχισε να προσεύχεσαι
για μια οικογένεια κάθε εβδομάδα. Να ευχαριστείς το Θεό για αυτούς. Και καθώς
προσεύχεσαι θα δεις από μόνος σου, δηλαδή... το Άγιο Πνεύμα θα το βάλει στο
μυαλό και στην καρδιά σου, τι ανάγκες έχουν, πως μπορείς να δείξεις αγάπη. Και
ό,τι σου πει ο Θεός κάντο. Μην κλείσεις την καρδιά σου. Μη τη σκληρύνεις. Κάνε
πράξεις αγάπης, και τα συναισθήματα θα ακολουθήσουν.
Το δεύτερο που πρέπει να έχουμε
στο νου μας, είναι πιο είναι το μέτρο με το οποίο συγκρίνουμε τον εαυτό μας, ο
καθένας μας χωριστά. Το μέτρο με το οποίο μετράμε τις πράξεις μας. Πιο λέτε
είναι το πρότυπό μας; Είναι ο Ιησούς Χριστός. Είναι Αυτός που θέλουμε να
μιμηθούμε. Και προσοχή εδώ. Δεν λέμε πως θέλουμε να μοιάσουμε στο Χριστό έτσι,
επειδή μας αρέσει να βάζουμε τον πήχη ψηλά, γιατί είμαστε ιδεαλιστές. Δεν βάζουμε
εμείς τον πήχη. Ο Θεός τον βάζει. Μας καλεί συνεχώς να έχουμε το Χριστό και την
αγάπη Του ως μέτρο της δικής μας αγάπης και ως πηγή και κίνητρο για την δική
μας αγάπη.
Α΄ Ιωάν.δ:7-11,Αγαπητοί, ας αγαπώμεν αλλήλους,
διότι η αγάπη είναι εκ του Θεού, και πας όστις αγαπά εκ του Θεού εγεννήθη και
γνωρίζει τον Θεόν. Οστις δεν αγαπά δεν εγνώρισε τον Θεόν, διότι ο Θεός είναι
αγάπη. Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού προς ημάς, ότι τον Υιόν αυτού τον μονογενή
απέστειλεν ο Θεός εις τον κόσμον, διά να ζήσωμεν δι’ αυτού. Εν τούτω είναι η
αγάπη, ουχί ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς και
απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών. Αγαπητοί επειδή ούτως
ηγάπησεν ημάς ο Θεός και ημείς χρεωστούμεν να αγαπώμεν αλλήλους.
Προσέξτε, η αγάπη του Θεού
φανερώθηκε καθώς ο Θεός έκανε κάτι, με πράξεις. Ποιο είναι αυτό το «ούτως»; Ο
Θεός έστειλε το Χριστό να γίνει θυσία για τους άδικους.
Έτσι χρωστάμε και εμείς να
αγαπάμε. Ο Θεός το έκανε αυτό ενώ ήμασταν ακόμη «ασεβείς», «ασθενείς», «ξένοι
των διαθηκών», «νεκροί» εξαιτίας των αμαρτιών μας, «πλανεμένοι», εχθροί του
Θεού. Για εχθρούς του το έκανε. Εμείς ήμασταν αυτοί. Έτσι πρέπει να αγαπάμε και
εμείς. Να αγαπάμε όπως Εκείνος μας αγάπησε (Ιωάν.ιγ:34).
Τώρα θα πει κάποιος, ποιος μπορεί
να αγαπάει έτσι; Αν είναι έτσι κανείς δεν μπορεί να το κάνει. Σωστά. Τέλεια
κανείς δεν μπορεί να το κάνει. Το διδάσκει όμως ο λόγος του Θεού, το
διδασκόμαστε εμείς, γιατί πρέπει να είμαστε ταπεινοί. Να μην έχουμε μεγάλη ιδέα
για τον εαυτό μας. Τα λόγια αυτά πρέπει να μας οδηγούν σε διαρκή μετάνοια, σε
διαρκή αυτοεξέταση. Και να είναι επίσης διαρκής έμπνευση. Αντί στο μυαλό μας να
ζούμε με την αυταπάτη ότι είμαστε πνευματικότεροι άλλων γιατί αγαπούμε, καλό
είναι να είμαστε ταπεινοί, και να επικεντρώνουμε τη προσοχή μας στο πόσο ακόμη
έχουμε να μοιάσουμε στο Χριστό τον Κύριό μας. Ο Χριστός αγάπησε έναν Πέτρο κι
έναν Ιούδα, μέχρι τέλους και τους δύο, λέει στον Ιωάννη. Πόσο δύσκολο είναι.
Είναι αδέλφια μου. Αλλά αυτό είναι το στάνταρτ του λόγου του Θεού, εκεί βάζει ο
Θεός τον πήχη.
Και μας λέει πως μας δίνει τη
δύναμη να το κάνουμε, αν θέλουμε. Μας δίνει τη δύναμη να είμαστε ελεύθεροι και
να το κάνουμε. Οι εντολές Του δεν είναι βαριές, γιατί καθένας που γεννήθηκε από
το Θεό νικάει τον κόσμο.
Αυτές οι δύο αλήθειες, πως η αγάπη
είναι πράξεις, όχι λόγια, και πως το μέτρο μας είναι η αγάπη του Χριστού,
πρέπει να μας οδηγήσουν στα γόνατα. Όχι στον εφησυχασμό. Ποιος μπορεί να πει,
πως έχει ζήσει τα λόγια της επιστολής Ιακ.δ:17, Εις τον όστις λοιπόν
εξεύρει να κάμνη το καλόν και δεν κάμνει, εις αυτόν είναι αμαρτία;
Η αγάπη «αγαθοποιεί» ακούσαμε.
Πόσες φορές ξέραμε το καλό και δεν το κάναμε; Αυτές οι δύο αλήθειες πρέπει να
μας οδηγήσουν σε μετάνοια. Και σε προσευχή, προσευχή με ζήλο, με πάθος, να μας
κάνει ο Θεός ανθρώπους αγάπης, σαν τον Χριστό. Προσευχή μετάνοιας γιατί δεν
είμαστε, και ακόμη χειρότερα, γιατί συχνά νομίζουμε ότι είμαστε. Και να μας
ανοίξει τα μάτια, να αρχίσουμε να υπηρετούμε ο ένας τον άλλον.
Θα τελειώσουμε με το εδάφιο με το
οποίο ξεκινήσαμε.
Ιωάν.ιγ:34-35,
Εντολήν καινήν σας δίδω, να αγαπάτε αλλήλους, καθώς εγώ σας ηγάπησα και σεις
να αγαπάτε αλλήλους. Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι είσθε μαθηταί μου,
εάν έχητε αγάπην προς αλλήλους.
Πριν από αυτά τα εδάφια υπάρχει το
εδάφιο 33. Το οποίο φαινομενικά είναι άσχετο με το 34 και το 35. Γράφει στο 33,
Τεκνία, έτι ολίγον είμαι μεθ’ υμών. Θέλετε με ζητήσει, και καθώς είπον
προς τους Ιουδαίους ότι όπου υπάγω εγώ, σεις δεν δύνασθε να έλθητε, και προς
εσάς λέγω τώρα.
Άσχετο δεν φαίνεται; Και όμως δεν
είναι.
Η σημασία του εδαφίου 33 βρίσκεται
όταν συνδυαστεί με τα εδάφια 34 και 35. Πως; Με δύο τρόπους.
Πρώτα,
ο Χριστός διδάσκει στο 33 ότι έρχεται η ώρα να φύγει από τον κόσμο. Και ο Χριστός
ήταν το μόνο παράδειγμα γνήσιας αγάπης που ο κόσμος θα γνώριζε ποτέ. Ο Ιησούς
ήταν ο ίδιος αγάπη. Ήταν ο Θεός εν σαρκί, και ο Θεός είναι αγάπη (Α΄ Ιωάν.δ:8).
Θα το αποδείκνυε αυτό πάνω στο σταυρό με τη θυσία Του. Όμως, μετά τη θυσία και
την ανάσταση, θα ερχόταν η ώρα της ανάληψης. Ο ίδιος δεν θα ήταν σωματικά
παρών. Πώς θα γνώριζαν οι άνθρωποι, πώς θα έβλεπαν τι σημαίνει αγάπη «θεϊκή»; Η
απάντηση είναι πως θα δουν τους μαθητές του Χριστού. Ο Χριστός έφυγε, αλλά οι
μαθητές Του αγαπούν όπως Εκείνος αγάπησε. Ο Χριστός αναλήφθηκε, αλλά το σώμα
Του είναι εδώ. Είμαστε εμείς.
Δεύτερο,
ο Χριστός τους διδάσκει πως πρέπει την αγάπη τους για τον ίδιο, να την εκφράσουν
αγαπώντας ο ένας τον άλλον. Δεν υπάρχει αμφιβολία νομίζω πως με εξαίρεση τον
Ιούδα, οι μαθητές αγαπούσαν το Χριστό. Βέβαια νόμιζαν ότι η αγάπη τους ήταν μεγαλύτερη
από όσο πραγματικά ήταν, αλλά Τον αγαπούσαν. Όμως, δεν αγαπούσαν ο ένας
τον άλλον όπως έπρεπε. Δεν ήταν έτοιμοι, όπως και εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να
πλύνουμε ο ένας τα πόδια του άλλου. Ζήλευαν ο ένας τον άλλον. Τσακώνονταν ποιος
θα ήταν μεγαλύτερος στη βασιλεία Του. Έβαζαν τη μαμά τους να ζητήσει χάρες.
Έπρεπε να μάθουν πως η αγάπη για το Χριστό εκφράζεται αγαπώντας ο ένας τον
άλλον.
Ο κόσμος δεν βλέπει το Χριστό.
Ούτε και εμείς. Πολλοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει. Άλλοι αμφιβάλουν για το ότι
ήταν Θεός. Πως θα δουν την αγάπη Του, και τη δύναμή Του; Κοιτώντας εμάς. Ο Θεός
μας δίνει δύναμη. Μας έδωσε το Πνεύμα Του. Μας ελευθερώνει με το Άγιο Πνεύμα
και από την κατάρα αλλά και από τη δύναμη της αμαρτίας. Που είναι αυτή η δύναμη
για την οποία τόσο συχνά ψάλλουμε; Να φανεί, καθώς με υπερφυσικό τρόπο θα
αγαπούμε ο ένας τον άλλον. Και οι άλλοι θα μας βλέπουν και θα απορούν.
Γιατί αν αγαπάμε ο ένας τον άλλο,
οι άνθρωποι θα γνωρίσουν ότι είμαστε μαθητές του Χριστού. Πως εφαρμόζεται το
συγκεκριμένο κήρυγμα; Με προσευχή, ώστε ο Θεός να εργαστεί μέσα μας. Και με
πράξεις. Αυτή την εβδομάδα, από σήμερα, ξεκίνα να δείχνεις στο σπίτι σου, και
στην εκκλησία έμπρακτα την αγάπη σου. Δοκίμασε, και να δούμε τι θα γίνει! Πόσο
πιστός είναι ο Θεός και πόσο η ευλογία Του θα ξεχυθεί πάνω μας.