«Εμένα με χτύπησαν περισσότερο από το σύντροφό μου. Περπατούσαμε στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα, μετά τις 12:00 το βράδυ, κι εμένα με έπιασαν τέσσερις, ενώ εκείνον τρεις. Δεν μπορούσαν να του κάνουν πολλά, γιατί είναι αρκετά ψηλός. Τον έβριζαν για την καταγωγή του, τον τραυμάτισαν στο χέρι κι έπειτα απλώς τον συγκρατούσαν.
Εμένα με χτυπούσαν για 10-15 λεπτά, κυρίως στη μέση και το κεφάλι. Μέχρι που έπεσα κάτω κι έχασα τις αισθήσεις μου. Ο φίλος μου με κουβάλησε στο σπίτι και πέρασαν κάποιες μέρες μέχρι να με δει γιατρός σε μία ΜΚΟ. Εκείνος μου έβγαλε ακτινογραφίες και μου είπε ότι, ευτυχώς, δεν έσπασε τίποτε. Μου έδωσε φάρμακα και, σιγά σιγά, μπόρεσα να ξαναπερπατήσω».
Πέντε μήνες μετά τη ρατσιστική επίθεση εναντίον της, οι μώλωπες στο σώμα της Φατιχά έχουν πια φύγει. Όμως το περιστατικό μένει ολοζώντανο στη μνήμη της. Για πολύ καιρό, η νεαρή Τυνήσια μετανάστρια φοβόταν να βγει απ’ το υγρό υπόγειο που μοιραζόταν με άλλα πέντε άτομα στην οδό Παρασίου. «Κυκλοφορούσα μόνο το πρωί, για λίγο» εξηγεί. Όμως σιγά σιγά αναθάρρησε – άλλωστε, όπως λέει κι η ίδια, δεν ήταν η πρώτη φορά που έπεφτε πάνω σε ρατσιστές: «Δύο εβδομάδες πριν από το συγκεκριμένο χτύπημα, που έγινε στις 9 Οκτωβρίου, μου είχαν ξαναεπιτεθεί με σκύλους. Έψαχνα να βρω φαγητό στα σκουπίδια ενός μεγάλου σουπερμάρκετ στο σταθμό Λαρίσης, κι απέναντι βρίσκονταν πέντε αγόρια και μια γυναίκα. Αμόλησαν τα σκυλιά τους κατά πάνω μου, γελούσαν και μου φώναζαν να φύγω».
«Είμαι γυναίκα, όχι άντρας, γι’ αυτό με χτύπησαν περισσότερο. Οι άντρες αντεπιτίθενται, όμως εγώ δεν μπορώ – δεν έχω τη δύναμη» εξηγούσε η μικροκαμωμένη Φατιχά, λίγες μέρες πριν από την Παγκόσμια Ημέρα Γυναικών (8 Μαρτίου). Η περίπτωσή της μοιάζει ενδεικτική του τρόπου που η ρατσιστική βία συνδυάζεται με την έμφυλη, για να πλήξει τα πλέον ευάλωτα μέλη της κοινωνίας. Όπως η ίδια, που ανήκει στους πλέον «αόρατους» των Αθηνών.
Η Φατιχά έφτασε στην πόλη πριν από δύο χρόνια, διασχίζοντας με τα πόδια τα χερσαία σύνορα της Ευρώπης. Νεαρή κομμώτρια στην Τυνησία, ένιωθε απελπισία από την ανέχεια. Στόχος της στην Ελλάδα ήταν να βρει δουλειά, όμως για πολλούς μήνες το κυνήγι κατέληγε άκαρπο. Με τα χρήματα να τελειώνουν, γρήγορα κατέληξε να τρώει μαγειρεμένο φαγητό μόλις μία φορά την εβδομάδα. Ο σύντροφός της μάζευε κάποια χρήματα, συγκεντρώνοντας μεταχειρισμένα ρούχα από τα σκουπίδια, τα οποία πουλούσε για 0,5-1 ευρώ. «Δεν μπορούσε ούτε εκείνος να βρει δουλειά, παρόλο που για τους άντρες είναι ευκολότερο» σημειώνει η Φατιχά. «Μπορούν να δουλέψουν στις ελιές ή σε λαϊκές αγορές, κάτι που δεν γίνεται για τις γυναίκες. Όταν δεν έχεις χαρτιά, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα», προσθέτει.
unhcr.gr/1againstracism
Εμένα με χτυπούσαν για 10-15 λεπτά, κυρίως στη μέση και το κεφάλι. Μέχρι που έπεσα κάτω κι έχασα τις αισθήσεις μου. Ο φίλος μου με κουβάλησε στο σπίτι και πέρασαν κάποιες μέρες μέχρι να με δει γιατρός σε μία ΜΚΟ. Εκείνος μου έβγαλε ακτινογραφίες και μου είπε ότι, ευτυχώς, δεν έσπασε τίποτε. Μου έδωσε φάρμακα και, σιγά σιγά, μπόρεσα να ξαναπερπατήσω».
Πέντε μήνες μετά τη ρατσιστική επίθεση εναντίον της, οι μώλωπες στο σώμα της Φατιχά έχουν πια φύγει. Όμως το περιστατικό μένει ολοζώντανο στη μνήμη της. Για πολύ καιρό, η νεαρή Τυνήσια μετανάστρια φοβόταν να βγει απ’ το υγρό υπόγειο που μοιραζόταν με άλλα πέντε άτομα στην οδό Παρασίου. «Κυκλοφορούσα μόνο το πρωί, για λίγο» εξηγεί. Όμως σιγά σιγά αναθάρρησε – άλλωστε, όπως λέει κι η ίδια, δεν ήταν η πρώτη φορά που έπεφτε πάνω σε ρατσιστές: «Δύο εβδομάδες πριν από το συγκεκριμένο χτύπημα, που έγινε στις 9 Οκτωβρίου, μου είχαν ξαναεπιτεθεί με σκύλους. Έψαχνα να βρω φαγητό στα σκουπίδια ενός μεγάλου σουπερμάρκετ στο σταθμό Λαρίσης, κι απέναντι βρίσκονταν πέντε αγόρια και μια γυναίκα. Αμόλησαν τα σκυλιά τους κατά πάνω μου, γελούσαν και μου φώναζαν να φύγω».
«Είμαι γυναίκα, όχι άντρας, γι’ αυτό με χτύπησαν περισσότερο. Οι άντρες αντεπιτίθενται, όμως εγώ δεν μπορώ – δεν έχω τη δύναμη» εξηγούσε η μικροκαμωμένη Φατιχά, λίγες μέρες πριν από την Παγκόσμια Ημέρα Γυναικών (8 Μαρτίου). Η περίπτωσή της μοιάζει ενδεικτική του τρόπου που η ρατσιστική βία συνδυάζεται με την έμφυλη, για να πλήξει τα πλέον ευάλωτα μέλη της κοινωνίας. Όπως η ίδια, που ανήκει στους πλέον «αόρατους» των Αθηνών.
Η Φατιχά έφτασε στην πόλη πριν από δύο χρόνια, διασχίζοντας με τα πόδια τα χερσαία σύνορα της Ευρώπης. Νεαρή κομμώτρια στην Τυνησία, ένιωθε απελπισία από την ανέχεια. Στόχος της στην Ελλάδα ήταν να βρει δουλειά, όμως για πολλούς μήνες το κυνήγι κατέληγε άκαρπο. Με τα χρήματα να τελειώνουν, γρήγορα κατέληξε να τρώει μαγειρεμένο φαγητό μόλις μία φορά την εβδομάδα. Ο σύντροφός της μάζευε κάποια χρήματα, συγκεντρώνοντας μεταχειρισμένα ρούχα από τα σκουπίδια, τα οποία πουλούσε για 0,5-1 ευρώ. «Δεν μπορούσε ούτε εκείνος να βρει δουλειά, παρόλο που για τους άντρες είναι ευκολότερο» σημειώνει η Φατιχά. «Μπορούν να δουλέψουν στις ελιές ή σε λαϊκές αγορές, κάτι που δεν γίνεται για τις γυναίκες. Όταν δεν έχεις χαρτιά, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα», προσθέτει.
unhcr.gr/1againstracism