Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβει κανείς τον αληθινό χαρακτήρα και
το αντικείμενο του ηθικού νόμου, όπως παρουσιάζεται σ’ αυτό το κεφάλαιο. Οι
άνθρωποι έχουν την τάση να συγχέουν τις αρχές του νόμου με τις αρχές της χάρης,
με αποτέλεσμα να μη μπορούν να καταλάβουν σωστά ούτε το νόμο ούτε τη χάρη.
Αποστερούν το νόμο από το σοβαρό και άκαμπτο μεγαλείο του και τη
χάρη από τα θεία χαρακτηριστικά της. Το αποτέλεσμα είναι οι απαιτήσεις του Θεού
να παραμένουν χωρίς απάντηση, αλλά και οι μεγάλες ανάγκες του αμαρτωλού να
μένουν ανικανοποίητες.
Ο νόμος είναι η έκφραση αυτού που ο άνθρωπος όφειλε να είναι, ενώ
η χάρη φανερώνει αυτό που ο Θεός είναι.
Αν οι δέκα εντολές είναι η έκφραση της σκέψης του Θεού, δικαιολογημένα
θα ρωτήσει κάποιος: δεν υπάρχει στη σκέψη του Θεού τίποτε άλλο εκτός από «Μη κάμεις»
και «Κάμε»; Δεν υπάρχει καθόλου χάρις, έλεος, αγαθότητα; Στο χαρακτήρα του Θεού
υπάρχουν μόνο άκαμπτες απαιτήσεις και απαγορεύσεις; Αν είναι έτσι, τότε πρέπει
να λέμε ότι ο Θεός είναι νόμος κι όχι ότι «Ο Θεός είναι αγάπη».