Αυτά τα εδάφια περιγράφουν τον Ιησού Χριστό έτσι: «Όστις εν μορφή Θεού υπάρχων, δεν ενόμισεν αρπαγήν το να ήναι ίσα με τον Θεόν αλλ’ εαυτόν εκένωσε, λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους και ευρεθείς κατά το σχήμα ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού».
Προφανώς, αυτά τα εδάφια της Γραφής μας λένε ότι ο Ιησούς είχε τη φύση του Θεού, ότι ήταν ο ίδιος ο Θεός. Ο Θεός δεν έχει όμοιό Του (Ησ.μ:25, μς:5,9).
Ο μόνος τρόπος να είναι ο Ιησούς
όμοιος με το Θεό είναι να είναι ο Θεός. Ο Ιησούς λοιπόν ήταν «ίσα με τον
Θεόν» με την έννοια ότι ήταν ο Θεός. Ωστόσο, δεν θεώρησε αυτό το
αποκλειστικό προνόμιο σαν κάτι που έπρεπε να το κρατήσει με κάθε θυσία, αλλά
εκούσια το άφησε κατά μέρος για να μπορέσει να σώσει το ανθρώπινο γένος.
Οι Τριαδικοί βλέπουν αυτά τα εδάφια της Γραφής σαν να περιγράφουν δύο πρόσωπα στη θεότητα, το Θεό Πατέρα και το Θεό Υιό. Σύμφωνα με τη θεωρία τους, ο Υιός είχε την ίδια φύση με τον Πατέρα, αλλά δεν ήταν ο Πατέρας.
Πολλοί τριαδικοί προχωρούν περισσότερο και λένε ότι
στην ενσάρκωση ο θείος Υιός εγκατέλειψε ή άδειασε από κάποιες ιδιότητές Του σαν
Θεός, συμπεριλαμβανομένης και της πανταχού παρουσίας. Έτσι, μιλάνε για την κένωση
ή άδειασμα του Χριστού.
Εμείς όμως, οι Μονοθεϊστές, δεν δεχόμαστε ότι ο Ιησούς είναι Θεός Υιός, αλλά ο ίδιος ο Θεός, είναι ο Πατέρας και ο Υιός. Η έκφραση «ίσα με τον Θεόν» σημαίνει ότι η θεία φύση του Ιησού ήταν η φύση του Πατέρα.
Ο Ιησούς δεν απεκδύθηκε τις ιδιότητες της
θεότητας, αλλά μάλλον σαν άνθρωπος άδειασε τον εαυτό Του από τη μεγαλοπρέπεια,
την επιβλητικότητα και τα προνόμια της θείας φύσης Του, το διάστημα που κατοίκησε
ανάμεσα στους ανθρώπους. Το Πνεύμα του Ιησού, που ήταν ο ίδιος ο Θεός, ποτέ δεν
έχασε την παντογνωσία Του, την πανταχού παρουσία Του ή την παντοδυναμία Του.
Αυτά τα εδάφια αναφέρονται μόνο
στους περιορισμούς που ο Ιησούς σαν άνθρωπος επέβαλε στον εαυτό Του σχετικά με
τη ζωή Του. Η «κένωση» λοιπόν του Χριστού συνίσταται σε μια εκούσια
εγκατάλειψη της δόξας και της μεγαλοπρέπειας μάλλον, παρά σε εγκατάλειψη της
θείας Του φύσης, όσο ήταν εδώ στην γη.
Σαν άνθρωπος, ο Χριστός δεν πήρε την τιμή που του άξιζε σαν Θεός. Αντί να ενεργεί, όπως είχε όλο το δικαίωμα να το κάνει, σαν Βασιλιάς του ανθρώπινου γένους, υπηρέτησε τον άνθρωπο. Σαν άνθρωπος υποτάχθηκε στο σταυρικό θάνατο. Δεν πέθανε ο Θεός αλλά ο άνθρωπος.
Έτσι λοιπόν, αυτά τα εδάφια εκφράζουν μια πολύ όμορφη σκέψη: Αν και ο Ιησούς
ήταν ο Θεός, δεν επέμεινε να κρατήσει όλα τα δικαιώματά Του σαν Θεός. Αντίθετα,
πρόθυμα απεκδύθηκε το δικαίωμα της δόξας και της τιμής εδώ στη γη, πήρε την
ανθρώπινη φύση και έφτασε μέχρι το θάνατο. Τα έκανε όλα αυτά, προκειμένου να
μας προμηθεύσει τη σωτηρία.
Το αποτέλεσμα της ταπείνωσης του ανθρώπου Χριστού (ο Θεός δεν ταπεινώνεται), ήταν ο Θεός να Τον υπερυψώσει. Ο Ιησούς έχει το όνομα που είναι πάνω απ’ όλα τα ονόματα, είναι το όνομα που αντιπροσωπεύει κάθε τι που ο Θεός είναι. Το Πνεύμα του Θεού, έδωσε αυτό το όνομα στο Χριστό, το Μεσσία, γιατί ο Χριστός ήταν ο Θεός που φανερώθηκε εν σαρκί. Ακόμα, ο Ιησούς έχει όλη την εξουσία στον ουρανό, στη γη και κάτω απ’ τη γη.
Κάθε γλώσσα θα ομολογήσει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος, όχι με τη δόξα
του Θεού Υιού, αλλά «εις δόξαν Θεού Πατρός», κι έτσι ο Πατέρας που κατοικεί
μέσα στο Χριστό θα δοξαστεί. Στην Φιλιπ.β:9-11 περιγράφονται όλα αυτά: «Διά τούτο και ο Θεός υπερύψωσεν αυτόν, και
εχάρισεν εις αυτόν όνομα το υπέρ πάν όνομα, δια να κλίνη εις το όνομα του Ιησού
πάν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα να ομολογήση
ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος, εις δόξαν Θεού Πατρός».
Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι Τριαδικοί σχολιαστές, στην πραγματικότητα βλέπουν την «κένωση» του Χριστού σχεδόν σαν τους Μονοθεϊστές. Για παράδειγμα, ένας διακεκριμένος σχολιαστής λέει ότι στην πραγματικότητα ο Ιησούς δεν «άδειασε» τον Εαυτό Του από τις θείες ιδιότητες, γιατί αυτό θα σήμαινε αποποίηση της θεότητας κι ότι ο Ιησούς έγινε ημίθεος.
Άντ’ αυτού, εξηγεί το εδάφιο έτσι: Ο Ιησούς δεν αποκήρυξε
τη θεία Του φύση, αλλά μόνο το να είναι «εν μορφή Θεού». Δεν απέρριψε
τις θεϊκές ιδιότητές Του, αλλά τις συγκάλυψε στην αδυναμία της ανθρώπινης
σάρκας. Ήταν πάντα διαθέσιμες, αλλά αποφάσισε να μην τις χρησιμοποιήσει, ή τις
χρησιμοποίησε μ’ ένα καινούριο τρόπο. Επέβαλε περιορισμούς στον ίδιο Του τον
εαυτό. Η ουράνια δόξα και μεγαλοπρέπεια δεν ήταν πλέον άμεσα φανερές. Με λίγα
λόγια, απέκρυψε τη θεότητα μέσα στην ανθρώπινη φύση, αλλά την ίδια στιγμή η
θεότητα ήταν ολοφάνερη στα μάτια της πίστης.
«Το αυτό δε φρόνημα έστω εν υμίν, το οποίον ήτο και εν τω Χριστώ Ιησού,
όστις εν μορφή Θεού υπάρχων, δεν ενόμισεν αρπαγήν το να ήναι ίσα με τον Θεόν,
αλλ' εαυτόν εκένωσε λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους,
και ευρεθείς κατά το σχήμα ως άνθρωπος, εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος
μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. Διά τούτο και ο Θεός υπερύψωσεν αυτόν και
εχάρισεν εις αυτόν όνομα το υπέρ παν όνομα, διά να κλίνη εις το όνομα του Ιησού
παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα να ομολογήση
ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος εις δόξαν Θεού Πατρός» (Φιλιπ.β:5-11).
Το θέμα του αποστόλου Παύλου σ’
αυτό το κεφάλαιο είναι η ταπείνωση (β:3) και μας φέρνει σαν παράδειγμα τον
Ιησού. Η ταπείνωση δεν έχει να κάνει με το Θεό, αλλά με τον άνθρωπο. Δεν
συνδέει λοιπόν αυτή την αρετή με τον Ιησού σαν προϋπάρχοντα Θεό υιό, αλλά με
τον άνθρωπο Ιησού όσο βρισκόταν εδώ στη γη, από τη γέννησή Του και μετά. Ο
Κύριος Ιησούς ποτέ δεν μας ζήτησε να Τον ακολουθήσουμε και να Τον μιμηθούμε σαν
Θεό αλλά σαν άνθρωπο.
όστις εν μορφή Θεού υπάρχων
Η λέξη «μορφή» σημαίνει σχήμα,
εικόνα, εξωτερική εμφάνιση. Ο Θεός που είναι πνεύμα, πήρε σχήμα, εικόνα,
εξωτερική εμφάνιση μόνο στο πρόσωπο του ανθρώπου Ιησού Χριστού, προκειμένου να
γνωριστεί στους ανθρώπους (Α΄Τιμ.γ:16).
Ο ίδιος ο Ιησούς είπε: «Ο πιστεύων εις εμέ δεν πιστεύει εις εμέ,
αλλ' εις τον πέμψαντά με, και ο θεωρών εμέ θεωρεί τον πέμψαντά με»
(Ιωάν.ιβ:44-45).
Ο Ιησούς λοιπόν υπήρχε εν μορφή
Θεού εδώ στη γη από τη γέννησή του και μετά. Η λέξη μορφή προϋποθέτει κάποιο
ορατό σχήμα, κάτι που ανήκει μόνο στον άνθρωπο αφού ο Θεός είναι πνεύμα.
«όστις είναι εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως»
Κολ.α:15
«των
οποίων απίστων όντων ο Θεός του κόσμου τούτου ετύφλωσε τον νούν, διά να μη
επιλάμψη εις αυτούς ο φωτισμός του ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, όστις
είναι εικών του Θεού» Β΄Κορ.δ:4
Η μετοχή «υπάρχων» φανερώνει μια
πράξη που έγινε στο παρελθόν. Τη στιγμή που ο απόστολος Παύλος γράφει αυτή την
επιστολή, το γεγονός που περιγράφει σ’ αυτά τα εδάφια ήδη έχει γίνει όταν ο
Χριστός ζούσε πάνω στη γη. Δεν σημαίνει ότι υπήρχε εν μορφή Θεού προαιωνίως!
«δεν ενόμισεν αρπαγήν το να ήναι ίσα με τον Θεόν»
Αν το «ίσα με τον Θεόν» αναφερόταν στην προΰπαρξη του Θεού υιού στον
ουρανό, τότε, αφού ο Θεός υιός έχει τις ίδιες ιδιότητες και προνόμια με το Θεό
πατέρα και το Θεό πνεύμα άγιο, γιατί να το θεωρήσει αρπαγή το να είναι ίσα με
τον Θεό; Αφού αυτή ήταν δικαιωματικά η θέση του σαν Θεός υιός.
Η έννοια της λέξης «αρπαγή» είναι ότι κάτι δεν σου ανήκει
δικαιωματικά, αλλά σου είναι δοσμένο από καλή θέληση και το αρπάζεις βίαια για
να το κάνεις δικό σου.
Ιωάν.ε:18 «Διά τούτο λοιπόν μάλλον εζήτουν οι Ιουδαίοι να θανατώσωσιν αυτόν, διότι
ουχί μόνον παρέβαινε το σάββατον, αλλά και Πατέρα εαυτού έλεγε τον Θεόν, ίσον
με τον Θεόν κάμνων εαυτόν»
Το παραπάνω εδάφιο καθαρά μας
διδάσκει ότι όταν ο Ιησούς ήταν εδώ στη γη ήταν «ίσα με τον Θεόν».
«αλλ' εαυτόν εκένωσε λαβών
δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους»
Αυτό που πρέπει να προσέξουμε εδώ
είναι ότι η κένωση συνέβη αφού ο Κύριος πήρε δούλου μορφή και έγινε όμοιος με
τους ανθρώπους. Σύμφωνα με την αρχαία Ελληνική γραμματική, ο χρόνος που
συμβαίνει η πράξη που δηλώνει η μετοχή του αορίστου δευτέρου (λαβών),
προηγείται από το χρόνο του ρήματος (εκένωσε).