Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

ΔΕΚΑΤΑ (6 - Τελευταίο)

ΕΥΗΜΕΡΙΑ

Ο Θεός έχει πολλούς τρόπους για να κάνει τα παιδιά Του να ευημερούν, αλλά η ευημερία δεν είναι απαραίτητα οικονομική. Η Γραφή μας προειδοποιεί να μη σπεύδουμε να πλουτίζουμε (Α’Τιμ.ς:9, Παρ.κη:20).

Μερικοί άνθρωποι πέφτουν στην παγίδα να ζουν για τα χρήματα, αντί να τα χρησιμοποιούν για να ζήσουν. Ο λόγος του Θεού λέει ότι πρέπει να μάθουμε να είμαστε ευχαριστημένοι και με τα πολλά και με τα λίγα (Α’Τιμ.ς:6, Φιλ.δ:11-12).

Υπάρχουν φορές στη ζωή μας που ίσως χρειαστεί να υπομείνουμε οικονομικά δύσκολες καταστάσεις, ακόμα κι αν ήμασταν πιστοί στην προσφορά μας, στο Θεό. Ο Ιώβ ήταν ένας δίκαιος άνθρωπος και πιστός στο Θεό, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το Θεό να επιτρέψει στο διάβολο να τον δοκιμάσει.

Ο διάβολος είπε στο Θεό ότι ο Ιώβ Τον υπηρετούσε μόνο επειδή έπαιρνε μεγάλες ευλογίες από Εκείνον, όχι επειδή Τον αγαπούσε. Ο Ιώβ ήταν ένας πλούσιος άνθρωπος ευλογημένος από το Θεό, αλλά σε μια στιγμή έχασε όλα τα επίγεια αγαθά του. Έγινε φτωχός. Ο Θεός επέτρεψε στο Σατανά να τον δοκιμάσει σε οικονομικά θέματα.
 
Με λίγα λόγια, ο Θεός δεν είναι υποχρεωμένος να μας κάνει να ευημερούμε οικονομικά συνέχεια. Δεν πρέπει να νομίζουμε ότι το να δίνουμε στο Θεό είναι ένας μοχλός για να Τον επηρεάζουμε. Μπορεί να περνάμε δύσκολες ώρες όταν έχουμε λίγα, αλλά έχουμε την υπόσχεση ότι ο Θεός θα προμηθεύσει όλες τις βασικές μας ανάγκες, εάν Τον βάλουμε πρώτο (Ματθ.ς:33).
 
Ο Θεός δεν είναι υποχρεωμένος σε κανέναν, γιατί “θέλει γίνει εις αυτόν ή ανταπόδοσις αυτού” (Παρ.ιθ:17). Ο Θεός πάντοτε πληρώνει τους εκκρεμείς λογαριασμούς. Εξαιτίας της πιστότητάς Του, ο Θεός ευλόγησε την μετέπειτα περιουσία του Ιώβ περισσότερο από την προηγούμενη, διπλασιάζοντας τα πράγματα που είχε χάσει (Ιώβ μβ:10,12).
 
Ο Θεός υποσχέθηκε σε πολλές περιπτώσεις να κάνει το λαό Του να ευημερεί εάν θα ακολουθούσαν τις εντολές Του (Ιησ.Ναυή α:7, Α’Βασ.β:3, Β’Χρον.κς:5, Ψαλμ.ρκβ:6, Δευτ.η:6-20). Η έμφαση σ’ αυτά τα εδάφια είναι για πνευματική ευημερία, αλλά δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι περιλαμβάνουν και οικονομική ευημερία. Ο Θεός δεν είναι εναντίον των πλουσίων.

Ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και άλλα βιβλικά πρόσωπα ήταν πλούσιοι (Γεν.ιγ:2, κδ:35, κζ:12, Α’Χρον.κθ:28). Αυτοί δεν ζήτησαν οικονομική ευημερία με ένα άπληστο πνεύμα, ούτε ήρθαν σ’ αυτούς τα πλούτη ξαφνικά. Χρησιμοποίησαν σοφία και επιμέλεια για να ευημερήσουν γιατί η πίστη δεν είναι υποκατάστατο της επιμέλειας και της εργασίας (Παρ.ι:4, ιβ:24, ιγ:4). Ο Θεός καταδικάζει την οκνηρία σε όλες τις μορφές της (Παρ.ς:6, κδ:30-34, Ρωμ.ιβ:11). Η Γραφή διακηρύσσει ότι οι πιστοί πρέπει να συντηρούνται μόνοι τους (Α’Θεσ.δ:11, Β’Θεσ.γ:10).
 
Υπάρχουν φορές που ζητάμε υλικά πράγματα που θα γινόταν εμπόδιο στην πνευματική μας ζωή (Ιακ.δ:3). Πρέπει να ζητάμε “σύμφωνα με το θέλημα Του”, όχι σύμφωνα με τις σαρκικές μας επιθυμίες (Α’Ιωαν.ε:14). Υπάρχουν φορές που είμαστε σαν τους δύο μαθητές στους οποίους ο Ιησούς είπε “δεν εξεύρετε τι ζητείτε” (Μαρκ.ι:38). Εξαιτίας της ατελούς κατανόησης μας, χρειαζόμαστε τη βοήθεια του Πνεύματος όταν προσευχόμαστε (Ρωμ.η:26).

Ο Θεός γνωρίζει ότι δεν μπορεί να πει σε όλους μας όπως έκανε στον Σολομώντα “ζήτησον τι να σοι δώσω” (Α’Βασ.γ:5). Ο Θεός δεν μας υποσχέθηκε κάθε σαρκική επιθυμία μας, αλλά ό,τι είναι βασικό και αναγκαίο στη ζωή (Ματθ.ς:31-33).
 
Ο προφήτης Αγούρ μας δίνει καλές συμβουλές για την καλύτερη οικονομική ισορροπία μας, “πτωχείαν και πλούτον μη δώσης εις εμέ, τρέφε με με αυτάρκη τροφήν, μήποτε χορτασθώ και σε αρνηθώ, και είπω, τις είναι ο Κύριος; ή μήποτε ευρεθείς πτωχός κλέψω, και λάβω το όνομα του Θεού μου επί ματαίω” (Παρ.λ:8-9).

ΤΟ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Η αναβιωμένη Κόρινθος (η παλιά πόλη καταστράφηκε το 145 π.χ.) ιδρύθηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα το 44 π.Χ. σαν αποικία της Ρώμης. Η στρατηγική της θέση και το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι την οίκισαν με “ελεύθερους” (απελευθερωμένους σκλάβους) που ήταν λίγο πιο πάνω από τους σκλάβους στην κοινωνική κλίμακα, συνδυάστηκαν για να προωθήσουν την γρήγορη ανάπτυξη, κάνοντας την Κόρινθο, μετά τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια, την τρίτη πιο σημαντική πόλη στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
 
Αν και η Κόρινθος αναγνωριζόταν για τον πλούτο της, η πλειοψηφία των κατοίκων της ήταν από την εργατική τάξη - απελευθερωμένοι σκλάβοι, τεχνίτες, και έμποροι.

Η ραγδαία ανάπτυξη της πόλης, συνδυασμένη με την φύση του πληθυσμού της, προσφέρθηκε για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος ακολασίας και αμαρτίας. Η παλιά Κόρινθος (5ος αιώνας π.Χ.) είχε τέτοια φήμη για σεξουαλική ανηθικότητα που ο Αριστοφάνης (450-385 π.Χ.) έπλασε το ρήμα “κορινθιάζω” που σημαίνει “να ενεργώ σαν Κορίνθιος, να πορνεύω”. Προφανώς αυτή η μορφή αμαρτίας ήταν εξέχουσα ανάμεσα στους Κορίνθιους, γιατί ο Παύλος την καταδίκαζε επανειλημμένα (Α’Κορ.ε:1,9  ς:9,13,18 ζ:2).
 
Η θρησκευτική έκφραση στην Κόρινθο ήταν τόσο ποικίλη όσο και ο πληθυσμός της. Είχε περισσότερα από 26 ιερά μέρη, αφιερωμένα σε πολλούς θεούς (Ελληνο-Ρωμαϊκούς) και πολλούς κυρίους (μυστικές λατρείες) (Α’Κορ.η:5). Αυτό το περιβάλλον έλκυε πολλούς καλλιτέχνες, φιλοσόφους, και διάφορους ιδεολόγους, που έρχονταν στην πόλη, αναζητώντας οπαδούς.
 
Οι πιστοί στην Κόρινθο ήταν από κάθε κοινωνική τάξη: πλούσιοι, φτωχοί, ελεύθεροι, και σκλάβοι λάτρευαν τον αληθινό Θεό σαν ένα σώμα. Ο Παύλος αναφερόταν σ’ αυτή τη διαφορά, μνημονεύοντας τουλάχιστον τέσσερις κατηγορίες: Εβραίοι, Έλληνες, σκλάβοι και ελεύθεροι (Α’Κορ.ιβ:13). Η πλειοψηφία των μελών της εκκλησίας της Κορίνθου ήταν από τις άπορες τάξεις (Α’Κορ.α:26), αν και υπήρχαν επίσης σχετικά πλούσια μέλη στη συνάθροιση (Α’Κορ.ια:22).
 
Αν και υπήρχαν Εβραίοι στην εκκλησία, τα γράμματα του Παύλου δείχνουν ότι η πλειοψηφία των αδελφών ήταν εθνικοί (βλέπε Πραξ.ιη:4-6). Στην πλειοψηφία τους είχαν υπάρξει ειδωλολάτρες, επομένως εθνικοί (Α’Κορ.ς:9-11, η:7, ιβ:2). Σαν ειδωλολάτρες προσήλυτοι, έφεραν στην εκκλησία κάποιες στάσεις και ιδέες απ’ τον παγανισμό. Ο Ελληνικός τους πολιτισμός και κοινωνία αναμφίβολα επηρέαζε τη συμπεριφορά τους σε σχέση με κάποιες από τις διδασκαλίες και πράξεις του Παύλου.
 
Ο Παύλος ίδρυσε την εκκλησία στην Κόρινθο στη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του στην πόλη, γύρω στο 49-51 μ.Χ. και παρέμεινε εκεί ενάμισι χρόνο (Πραξ.ιη).
 
Από την αρχή η εκκλησία της Κορίνθου μαστιζόταν από προβλήματα (Α’Κορ.γ:1-3). Απ’ το ξεκίνημα της εκκλησίας μέχρι που έφυγε ο Παύλος, οι ρίζες των προβλημάτων έγιναν φανερές. Η αναχώρηση του εξυπηρέτησε να χειροτερέψουν αυτά τα προβλήματα, εν μέρει, ίσως επειδή άλλοι εργάτες επισκέφθηκαν την εκκλησία έχοντας ανθρώπινη ευγλωττία, που ο Παύλος προφανώς δεν είχε και κάποιες ιδέες που ήταν διαφορετικές από του αποστόλου.
 
Μετά την αναχώρησή του, ο Παύλος έγραψε γράμματα από την Έφεσο για να διορθώσει λανθασμένες ιδέες που είχαν κάποιοι πιστοί. Το πρώτο γράμμα στους Κορίνθιους ήταν απάντηση ενός γράμματος που έστειλαν οι Κορίνθιοι στον Παύλο, για να του αναφέρουν σχετικά με τα χωρίσματα στην εκκλησία (Α’Κορ.α:11,ζ:1).
 
Το πρόβλημα στην Κόρινθο δεν ήταν απλώς διαίρεση μεταξύ των πιστών, αλλά μια απόρριψη της αποστολικότητας του Παύλου επηρέαζε την εκκλησία. Η αποστολικότητα του είχε αμφισβητηθεί από τους ίδιους τους Κορίνθιους πιστούς και από άλλους εργάτες (Α’Κορ.θ:1-2, Β’Κορ.ι-ιγ).
 
Είναι προφανές ότι οι άλλοι εργάτες είχαν πάρει χρήματα από την εκκλησία της Κορίνθου για τους πνευματικούς τους κόπους (Α’Κορ.θ:12). Επειδή ο Παύλος δεν είχε εκμεταλλευτεί αυτό το δικαίωμα, οι κατήγοροί του χρησιμοποίησαν αυτό το σημείο για να δυσφημήσουν την αποστολικότητα του. Ίσως έλεγαν, “το να παίρνει οικονομική βοήθεια από τις εκκλησίες είναι δικαίωμα ενός αποστόλου, αλλά αφού ο ίδιος ο Παύλος γνωρίζει ότι δεν είναι απόστολος, δεν αισθάνεται άξιος να το κάνει”, ή ίσως, “Κοιτάξτε πώς ο μεγάλος απόστολος Παύλος εργάζεται με τα ίδια του τα χέρια, μήπως θα ήταν σωστό να σταματούσε να κηρύττει για να μπορεί να κάνει σωστά τη δουλειά του!”, ή “Εγκαταλείπει το ποίμνιο”. Μπορεί κανείς να φανταστεί τα πράγματα που αυτοί οι άνθρωποι εφεύραν ή πρότειναν για να δυσφημίσουν τον μεγάλο απόστολο.
 
Οι φιλόσοφοι και οι σοφοί στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο συντηρούνταν με τέσσερις τρόπους: χρεώνοντας αμοιβές, ζητιανεύοντας, εργαζόμενοι, ή από ευεργέτες. Κάθε μια από αυτές τις μεθόδους είχε τους οπαδούς της καθώς και τους αντιπάλους της.
 
Ο Παύλος μερικές φορές έπαιρνε βοήθεια από μία εδραιωμένη εκκλησία για να βοηθήσει τις ιεραποστολικές του προσπάθειες (Β’Κορ.ια:8-9, Φιλ.δ:15-16), και μερικές φορές δεχόταν προσφορές φιλοξενίας (Πραξ.ις:15). Τυπικά εκείνος συντηρούνταν εργαζόμενος με τα χέρια του (Α’Θεσ.β:9, Β’Θεσ.γ:7-9, Α’Κορ.δ:12, Πραξ.ιη:3).

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Παύλος ενέμενε σε καμιά από τις τέσσερις μεθόδους που υποστήριζαν οι φιλόσοφοι, αλλά κάποιοι από τα μέλη της συνάθροισης στην Κόρινθο προφανώς είχαν επηρεαστεί από αυτούς, και αυτές οι ιδέες επηρέαζαν τη γνώμη τους για τον Παύλο.

Η απόφαση του να εργάζεται ήταν προσωπική, συνδεδεμένη στενά με τη διακονία του ευαγγελίου και όχι με καμιά ειδωλολατρική φιλοσοφία. Σαν σκαπανέας ιεραπόστολος δεν ήθελε οι άνθρωποι στους οποίους κήρυττε το Ευαγγέλιο να νομίζουν ότι προσπαθούσε να ωφεληθεί απ’ αυτούς.
 
Ο Παύλος υπερασπίστηκε το δικαίωμα των εργατών να υποστηρίζονται από τις εκκλησίες, βασίζοντας τη διδασκαλία του στην αρχή του δεκάτου της Παλαιάς Διαθήκης. Η προσωπική του επιλογή να εργάζεται αντί να παίρνει βοήθεια, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να καθιερωθεί σαν δόγμα. Αυτοί που το ισχυρίζονται, κάνουν κάτι που ο ίδιος ο Παύλος δεν έκανε.
 
Όπως έχουμε δει, η στάση του Παύλου σχετικά με την εργασία άνοιξε την πόρτα ώστε άλλοι με διαφορετικές γνώμες να τον δυσφημίσουν. Το πρόβλημα είχε προκύψει από επισκέψεις εργατών των οποίων η πρακτική ίσως να ήταν διαφορετική ή παρεξηγήθηκε η διδασκαλία τους.
 
Με το να εργάζεται, ο Παύλος “ταπείνωνε” τον εαυτό του (Β’Κορ.ια:7). Ίσως κάποιοι Κορίνθιοι σκέφθηκαν ότι ένας “σοφός” ή ένας απόστολος είναι άξιος συντήρησης, γιατί λοιπόν ο Παύλος εργαζόταν φτιάχνοντας σκηνές σαν ένας κοινός εργάτης; Εκείνοι με τα μεγαλύτερα οικονομικά εισοδήματα ίσως να προσβλήθηκαν που ο Παύλος δεν τους επέτρεψε να τον συντηρούν. Εκείνο που διακυβευόταν ήταν η αποστολική εξουσία του Παύλου (Α’Κορ.δ:1-5, ιδ:36-37). Ήταν υποχρεωμένος να δείξει ότι ήταν άξιος να αμείβεται, αλλά συγχρόνως, είχε την εξουσία να μην εξασκεί αυτό το προνόμιο (Α’Κορ.θ).

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ

 “Τις ποτέ εκστρατεύει με ίδια αυτού έξοδα; Τις φυτεύει αμπελώνα, και δεν τρώγει εκ του καρπού αυτού; Η τις ποιμαίνει ποίμνιον, και δεν τρώγει εκ του γάλακτος του ποιμνίου;” (Α’Κορ.θ:7).

Ο Παύλος, κάτω απ’ την οδηγία του Αγίου Πνεύματος χρησιμοποιεί τρία παραδείγματα για να θεμελιώσει και να αποδείξει το δικαίωμά του να συντηρείται από την εκκλησία. Έδειξε ότι είναι λογικό να συντηρούν τον εργάτη και παράλογο να μην τον συντηρούν.
                         
Στρατιώτης

Χρησιμοποίησε τη σύγκριση με στρατιώτη στο Β’Τιμ.β:3-4, όπου προειδοποιεί το νεαρό εργάτη Τιμόθεο για τον κίνδυνο ν’ αναμειχθεί με τις μέριμνες της ζωής.

Ο εργάτης είναι ένας στρατιώτης, που μάχεται σε μια πνευματική μάχη, επομένως έχει σχετικά λίγο χρόνο για να ασχολείται σε κοσμικά ζητήματα. Έχει μόνο ένα στόχο: να “ευχαριστήσει αυτόν που τον έχει διαλέξει να είναι στρατιώτης”.

Όπως ο στρατιώτης συντηρείται από το κράτος που υπερασπίζεται, έτσι κι ο εργάτης του ευαγγελίου συντηρείται από το Βασίλειο του Θεού. Όπως ο στρατιώτης αφοσιώνεται σ’ ένα μόνο πράγμα, την άμυνα της χώρας του, έτσι κι ο εργάτης αφοσιώνεται σε ένα μόνο πράγμα, την άμυνα του Ευαγγελίου. Ο εργάτης, σαν στρατιώτης, εκθέτει τη ζωή του καθημερινά σε κίνδυνο από τον εχθρό. Μάχεται τον καλόν αγώνα (Β’Τιμ.δ:7).
 
Ο εργάτης που είναι πολύ μπλεγμένος στις υποθέσεις αυτής της ζωής εμποδίζεται στο Πνευματικό του έργο επειδή τα ενδιαφέροντα του μοιράζονται μεταξύ εκκλησίας και εργασίας. Όταν πρέπει να μάχεται πνευματικές μάχες, κερδίζοντας ψυχές, εκείνος είναι στη δουλειά.

Ο εργάτης πρέπει να διδάσκει στο λαό του Θεού το καθήκον του να υποστηρίζει τη διακονία. Το ποίμνιο πρέπει να αναγνωρίσει ότι εάν ο ποιμένας του εργάζεται για να συντηρήσει την οικογένειά του, μακροπρόθεσμα το ποίμνιο θα επηρεαστεί από την έλλειψη χρόνου που εκείνος έχει για πνευματικά θέματα.
 
Μια εκκλησία που θέλει τον ποιμένα της να δουλεύει θέλει έναν ποιμένα που υπηρετεί με δικά του έξοδα. Αυτή η στάση είναι λανθασμένη και άδικη. Ο Παύλος ρώτησε “Ποιος πηγαίνει στον πόλεμο με δικά του έξοδα;” Ο εργάτης που πολεμάει σε πνευματικό αγώνα εκ μέρους της εκκλησίας, θα έπρεπε να παίρνει τα έξοδά του από την εκκλησία που υπερασπίζεται με τέτοια αποφασιστικότητα.

Αγρότης

Ο Παύλος έπειτα χρησιμοποίησε το παράδειγμα κάποιου που φυτεύει αμπελώνα, ή ενός αγρότη. Χρησιμοποίησε αυτή την αναλογία και στο Α’Κορ.γ:6-8. Ο εργάτης, όπως ο αγρότης, οργώνει, σπέρνει, καλλιεργεί και ποτίζει, μέχρι να λάβει τον καρπό του κόπου του (ψυχές).

Επιπλέον τρώει (παίρνει οικονομικά οφέλη) από τον αμπελώνα (την εκκλησία) που εκείνος έχει καλλιεργήσει. Ψυχές που εκείνος έχει θρέψει γίνονται μια οικονομική ευλογία σ’ αυτόν.

Το Γαλ.ς:6 διατυπώνει την ίδια αρχή: “Ο δε κατηχούμενος τον λόγον, (ο άγιος) ας κάμνη τον κατηχούντα (τον εργάτη) μέτοχον εις πάντα τα αγαθά αυτού”. Κανονικά πρέπει να θέλουμε να συμμεριζόμαστε καλά πράγματα με τον εργάτη που μας κηρύττει πιστά το Λόγο του Θεού.

Ο εργάτης μας κηρύττει, προσεύχεται για μας, μας επισκέπτεται, προσέχει τις ψυχές μας, μας συμβουλεύει στα προβλήματά μας, και κάνει  διάφορες άλλες δουλειές σχετικές με την πνευματική μας ζωή. Δεν πρέπει να τον αφήνουμε να υποφέρει από οικονομική πίεση.
 
Είναι παράλογο να νομίζουμε ότι ένας αγρότης θα έσπερνε ένα χωράφι και ύστερα δεν θα έτρωγε απ’ αυτό (Δευτ.κ:6). Με τον ίδιο τρόπο, ο Παύλος είπε ότι είναι παράλογο να νομίζουμε ότι ένας ποιμένας που σπέρνει το Λόγο του Θεού στις καρδιές δεν θα έπρεπε να παίρνει ανταμοιβή από τον αμπελώνα που έχει καλλιεργήσει.

Είναι σημαντικό για τους ποιμένες να αντιληφθούν ότι εάν δεν σπείρουν τον σπόρο συμπεριλαμβανομένης της διδασκαλίας των δεκάτων στην εκκλησία, δεν θα μπορέσουν να θερίσουν σοδειά (Βλέπε Γαλ.ς:7). Δεν μπορούμε να θερίσουμε ότι δεν έχουμε σπείρει στην εκκλησία, αλλά εάν έχουμε διδάξει το καθήκον της να υποστηρίζει την διακονία, θα θερίσουμε αυτό που σπείραμε. Ο Σολομώντας είπε “Ο φυλάττων την συκήν θέλει φάγει τον καρπόν αυτής” Παρ.κζ:18.

Βοσκός

Στις Πραξ.κ:28 ο Παύλος είπε στους πρεσβυτέρους (ποιμένες) στην Έφεσο “Προσέχετε λοιπόν εις εαυτούς και εις όλον το ποίμνιον, εις το οποίον το Πνεύμα το Αγιον σας έθεσεν επισκόπους, διά να ποιμαίνητε την εκκλησίαν του Θεού, την οποίαν απέκτησε διά του ιδίου αυτού αίματος”.
 
Ο ποιμένας είναι ο τροφοδότης των προβάτων. Τα τρέφει, τα φροντίζει, τα προστατεύει. Πρόβατα που είναι υγιή και καλοφροντισμένα, θα δώσουν καλό γάλα και μαλλί. Ο βοσκός που περιποιείται το κοπάδι έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει ή να πουλήσει αυτά τα προϊόντα για να συντηρηθεί.
 
Τα πρόβατα από τη φύση τους δυσανασχετούν όταν προσπαθούν να τα κουρέψουν. Πρέπει να δέσουν τα πόδια τους για να τα ακινητοποιήσουν. Αφού δεθούν, τα πρόβατα υποτάσσονται για να κουρευτούν χωρίς να βγάλουν ούτε μια κραυγή.

Ο Ησαΐας σύγκρινε  το Μεσσία με ένα πρόβατο που δεν ανοίγει το στόμα του «έμπροσθεν του κείροντος αυτό» Ησ.νγ:7. Γιατί ο Ιησούς δεν άνοιξε το στόμα Του; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σαν πρόβατο, τα πόδια του (ανθρώπινη φύση) είχαν δεθεί (υποτάχθηκαν στο Πνεύμα).
 
Είναι μία φυσική τάση για τους ανθρώπους να μη θέλουν να συμμερίζονται τα χρήματά τους. Μόνο εκείνοι που έχουν υποτάξει τη σάρκα τους στο Θεό μπορούν να δίνουν από τα χρήματά τους χωρίς ν’ ανοίγουν το στόμα τους. Στην αρχή πολλοί νέοι πιστοί θ’ αντιταχθούν στο κούρεμα (να δίνουν από αυτό  που παράγουν οικονομικά), αλλά σιγά - σιγά, ο ποιμένας σε συνεργασία με τον Μεγάλο Ποιμένα, θα τους οδηγήσει στο να υποταχθούν στο θέλημα του Θεού.

Εκείνοι που υπέταξαν τη σάρκα τους στο Πνεύμα δεν θα παραπονεθούν για το ότι δίνουν στο έργο του Θεού. Όταν κάποιος μάχεται, κλοτσάει, και μουρμουρίζει επειδή δίνει στο έργο του Θεού, είναι σαν το πρόβατο που δεν υποτάσσεται στον Μεγάλο Ποιμένα. Εάν δεν υποτάσσεται σε εκείνον τον Ποιμένα, πώς να υποταχθεί στον ποιμένα της τοπικής εκκλησίας.
 
Εάν ένας ποιμένας δεν κουρέψει το πρόβατό του, το πρόβατο θα υποστεί τις συνέπειες. Το μαλλί θα μεγαλώσει μέχρι που θα καλύψει τα μάτια του, εμποδίζοντας την όρασή. Το μαλλί ζυγίζει τόσο πολύ που γίνεται μεγάλο βάρος (φορτίο) για το πρόβατο. Μερικές φορές, εξαιτίας του βάρους του μαλλιού, το πρόβατο πέφτει προς τα πίσω (με την πλάτη του), κι ένα πρόβατο που έχει πέσει πίσω δεν μπορεί να σηκωθεί μόνο του. Όταν το μαλλί μεγαλώνει πάρα πολύ, μαζεύονται ανάμεσα στις τρίχες έντομα που ενοχλούν το πρόβατο και μπορεί να το κάνουν ν’ αρρωστήσει.
 
Μπορούμε να κάνουμε μια πνευματική εφαρμογή στα δέκατα και τις εισφορές. Εάν ο ποιμένας της εκκλησίας δεν διδάξει τους ανθρώπους να δίνουν συστηματικά στο έργο του Θεού, θα τους βλάψει. Τα χρήματα μπορεί να γίνουν ένα εμπόδιο στην Πνευματική τους όραση. Μπορεί να παρακωλύσουν την πνευματική τους πρόοδο και να γίνουν αιτία πνευματικής ασθένειας στη ζωή τους.
 
Αφού ο βοσκός (ποιμένας) τρέφει και φροντίζει το ποίμνιο, έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το γάλα και το μαλλί για να συντηρείται οικονομικά. Κάθε ποιμένας θα έπρεπε να σέβεται την συμβουλή του Σολομώντα: “Πρόσεχε να γνωρίζεις την κατάσταση των ποιμνίων σου, και επιμελού καλώς τας αγέλας σου (Παρ.κζ:23).      
                  
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ.

“Μήπως κατά άνθρωπον λαλώ ταύτα; ή δεν λέγει ταύτα και ο νόμος;” (Α’Κορ.θ:8).

Η αρχή της συντήρησης του εργάτη δεν είναι προϊόν ανθρώπινης σκέψης, αλλά βασίζεται στο λόγο του Θεού. Ο Παύλος πήγε στο Νόμο του Μωϋσή για ν’ αποδείξει την εγκυρότητα του ισχυρισμού του υπέρ της συντήρησης του εργάτη.

Είναι επιτακτικό ο καθένας να δεχτεί αυτή την αλήθεια. Το επιχείρημα εκείνων που είναι εναντίον του αποδεκατισμού γυρίζει γύρω απ’ τον ισχυρισμό ότι το δέκατο είναι μέρος του Νόμου του Μωϋσή και επομένως δεν είναι για μας σήμερα.

Εάν ήταν έτσι, γιατί ο Παύλος, ο απόστολος τον οποίο ο Θεός χρησιμοποίησε περισσότερο από κάθε άλλον για να πολεμήσει την τυπολατρία του Ιουδαϊσμού, πήγε στο Νόμο του Μωϋσή, για ν’ αποδείξει ότι ο εργάτης πρέπει να συντηρείται οικονομικά από την εκκλησία;
 
Η απάντηση είναι σαφής: ακόμα κι αν δεν είμαστε κάτω από το Νόμο σαν μέσο δικαίωσης μπροστά στο Θεό, αυτός μας προσφέρει σαν σχέδιό για τη συντήρηση των εργατών, το δέκατο. Το δέκατο δεν ισχύει σήμερα σαν μέρος του Νόμου, αλλά η αρχή του δεκάτου είναι ακόμα σε ισχύ σαν μέτρο, μερίδα, ή πρότυπο που ο Θεός έχει καθιερώσει για την οικονομική διαχείριση μας στην εκκλησία της Καινής Διαθήκης.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να πάμε στο Νόμο για να ερευνήσουμε Βιβλικά θέματα, γιατί το πνεύμα που περιέχεται στις διδασκαλίες του στηρίζει πολλά δόγματα της εκκλησίας. Για παράδειγμα, η αλήθεια της άγιας ζωής και του ξεχωρισμού απ’ τον κόσμο διδάσκεται στο Νόμο όπως και στην Καινή Διαθήκη.

ΕΝΑΣ ΑΡΧΑΙΟΣ ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

“Διότι εν τω νόμω του Μωϋσέως είναι γεγραμμένον, δεν θέλεις εμφράξει το στόμα βοός αλωνίζοντος, μήπως μέλει τον Θεόν περί των βοών;” (Α’Κορ.θ:9).

Ηταν συνήθεια ανάμεσα στους αρχαίους πολιτισμούς να χρησιμοποιούν βόδια για ν’ αλωνίζουν δημητριακά. Οι ειδωλολάτρες συνήθως φίμωναν το ζώο έτσι ώστε δεν μπορούσε να φάει το σιτάρι ενώ αλώνιζε, αλλά ο Νόμος του Μωϋσή απαγόρευε αυτή την τακτική στους Ισραηλίτες (Δευτ.κε:4).

Εκείνοι δεν θα ήταν σαν τα ειδωλολατρικά έθνη. Η ιδέα πίσω απ’ αυτό το νόμο είναι η δικαιοσύνη. Ήταν άδικο να φιμώνουν το βόδι ενώ αλώνιζε, γιατί αφού εργαζόταν, δικαιούνταν (άξιζε) ανταμοιβή για τον κόπο του.
 
Ο Παύλος υποστήριξε τη θέση του για οικονομική υποστήριξη της διακονίας χρησιμοποιώντας αυτό το νόμο. Εάν ο Θεός ήταν δίκαιος με τα βόδια, θα είναι δίκαιος και με τους εργάτες Του; Σίγουρα, ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους περισσότερο από τα βόδια.

Η δικαιοσύνη είναι μια θεία ιδιότητα που ο Θεός δεν μπορεί να παραβιάσει. Εάν ο Θεός αποκάλυπτε τον Εαυτό του σαν δίκαιο κάτω από το Νόμο, δεν θα έκανε το ίδιο κάτω από τη χάρη; Η αρχή της συντήρησης του εργάτη εγκαινιάστηκε από το Θεό, όχι από τον άνθρωπο, είναι λοιπόν μια αρχή της δικαιοσύνης του Θεού.

Αυτό το σημείο είναι ακόμη πιο καθαρό στο Α’Τιμ.ε:17-18 “οι καλώς προϊστάμενοι πρεσβύτεροι ας αξιώνονται διπλής τιμής μάλιστα όσοι κοπιάζουσιν εις λόγον και διδασκαλίαν. Διότι λέγει η γραφή “δεν θέλεις εμφράξει το στόμα βοός αλωνίζοντος” και “Άξιος είναι ο εργάτης του μισθού αυτού”.

Εδώ ο Παύλος ένωσε ένα κείμενο από το Νόμο του Μωϋσή με ένα από την Καινή Διαθήκη (Λουκ.ι:7) για να διδάξει την υποστήριξη της διακονίας. Τί παραπάνω απόδειξη χρειαζόμαστε; Η συντήρηση του εργάτη, που ήταν μια αρχή της δικαιοσύνης του Θεού σύμφωνα με το Νόμο του Μωϋσή, είναι επίσης μια δίκαιη αρχή στις σχέσεις Του με την διακονία σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη.
 
Το μάθημα για εμάς είναι ότι ενώ ο εργάτης εργάζεται στο έργο του Κυρίου δεν πρέπει να στερείται (φιμώνεται) του θείου του δικαιώματος να παίρνει οικονομική συντήρηση για το έργο του. Η εκκλησία πρέπει να είναι σωστή και δίκαιη με τον ποιμένα.

Η αγάπη δεν χαίρεται στην ανομία, ή στην αδικία (Α’Κορ.ιγ:6). Θα ήταν άδικο να μη δίνουμε στον ποιμένα το μέρος που του ανήκει, ακριβώς όπως είναι άδικο να βάζουμε ένα φίμωτρο στο βόδι ενώ αυτό αλωνίζει. Σύμφωνα με την διδασκαλία του Α’Κορ.ιγ:6, ο πιστός που αγαπάει το Θεό δεν θα διέπραττε την αδικία να μην υποστηρίζει την διακονία.
 
Ένας πιστός δεν πρέπει να σταματήσει να δίνει δέκατα σαν εκδήλωση δυσαρέσκειας για τον ποιμένα του. Αυτό είναι μια αδικία μπροστά στο Θεό. Έτσι φιμώνει τον ποιμένα, στερώντας τον από ό,τι είναι δίκαια δικό του. Εάν αγαπάμε τον ποιμένα μας δεν πρέπει να κρατάμε άδικα αυτό που ο Θεός έχει ορίσει να είναι η προμήθειά του. Εάν ο Θεός προμήθευσε (προέβλεψε) για τα βόδια, πόσο περισσότερο θα κάνει για τους εργάτες Του που Τον υπηρετούν;
“Η δι’ ημάς βεβαίως λέγει τούτο; διότι δι’ ημάς εγράφη, ότι ο αροτριών, με ελπίδα πρέπει να αροτριά και ο αλωνίζων, με ελπίδα να μετέχει της ελπίδος αυτού” (Α’Κορ.θ:10).

ΣΠΕΡΝΟΝΤΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ, ΘΕΡΙΖΟΝΤΑΣ ΥΛΙΚΑ

“Εάν ημείς εσπείραμεν εις εσάς τα πνευματικά, μέγα είναι εάν ημείς θερίσωμεν τα σαρκικά σας;”

Εάν οι ποιμένες σπέρνουν πνευματικά, αιώνια πράγματα, δεν είναι μεγάλο πράγμα εάν θερίσουν υλικά, γήινα από την εκκλησία. Ο εργάτης σπέρνει “πνευματικά” ανάμεσα στους πιστούς, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό.

Ο κόπος του είναι πολύτιμος. Είναι το πιο πολύτιμο έργο στην ιστορία της ανθρώπινης φυλής. Ούτε βασιλιάδες ούτε πρόεδροι μπορούν να φτάσουν την αρχοντιά και την ευγένεια αυτής της υπηρεσίας. Ο ποιμένας καθώς και ο πιστός πρέπει να είναι γνώστες της θέσης που έχει η διακονία του Λόγου μέσα στο σχέδιο του Θεού.
 
Ο ποιμένας δεν πρέπει να νιώθει συγκρατημένος ή ανάξιος να συντηρείται εάν κοπιάζει στον αμπελώνα του Κυρίου. Κάθε ποιμένας πρέπει να γνωρίζει πώς να εκτιμά την εργασία του στον Κύριο, και κάθε πιστός πρέπει να γνωρίζει πώς να εκτιμά την εργασία του ποιμένα του (Α’Θεσ.ε:12-13).
 
Στο φως του μεγαλείου, του εργάτη που σπέρνει τον αιώνιο σπόρο του Ευαγγελίου, το γεγονός να συντηρείται είναι σχετικά μικρό πράγμα, ή ίσως απλά δεν είναι “μέγα”. Οι πιστοί πρέπει να εστιάσουν την προσοχή τους πάνω στο μεγάλο έργο που κάνει ο ποιμένας καθώς σπέρνει πνευματικό σπόρο αντί να τον καταπολεμούν που δέχεται υλικά πράγματα που, σύμφωνα με τον Παύλο, πραγματικά δεν είναι “μέγα”.

ΕΝΑ ΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ

“Εάν άλλοι μετέχωσι της εφ’ υμάς εξουσίας, δεν πρέπει μάλλον ημείς; Αλλά δεν μετεχειρίσθημεν την εξουσίαν ταύτην αλλ’ υποφέρομεν πάντα διά να μη προξενήσωμεν εμπόδιον τι εις το ευαγγέλιον του Χριστού” (Α’Κορ.θ:12).

Ο Παύλος πίστευε ότι είναι δικαίωμα του εργάτη να συντηρείται από την εκκλησία. Δικαίωμα είναι “αυτό που οφείλεται σε κάποιον δια νόμου, παράδοσης, ή φύσης”.

Εξαρτάται από τον άνθρωπο του Θεού εάν θέλει ή όχι να εξασκήσει αυτό το δικαίωμα, δεν εξαρτάται από την εκκλησία. Αυτό το δικαίωμα δεν κάνει έναν ποιμένα πιο πνευματικό από έναν άλλο.
 
Από την άλλη μεριά, μερικοί κριτικάρουν ποιμένες που δουλεύουν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι έτσι περιφρονούν άξιους εργάτες σαν τον Παύλο και το Βαρνάβα. Γενικά, είναι καλύτερο για τον ποιμένα να συντηρείται από την εκκλησία, έτσι ώστε να μπορεί να αφιερώνεται στο έργο του Κυρίου.

Όμως δεν πρέπει να απορρίπτουμε αυτούς που εργάζονται από ανάγκη ή πεποίθηση, εφόσον δεν γίνονται διχοστάτες. Εργάτες που κάνουν κοσμική εργασία έχουν το δικαίωμα να το κάνουν, αλλά δεν πρέπει να υποτιμούν εκείνους που αφιερώνουν όλο το χρόνο τους στο έργο του Κυρίου. Εκείνοι που δίνουν όλο το χρόνο τους στη διακονία δεν πρέπει να κριτικάρουν εκείνους που δεν το κάνουν.

Θα πρέπει να υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός για τέτοιου είδους απόψεις και προσωπικές πεποιθήσεις. Εκείνοι που εργάζονται και ποιμαίνουν πρέπει να προσέξουν ότι ο Παύλος διάλεξε απασχόληση που τον ικάνωνε να έχει χρόνο για την εκκλησία (Πραξ.ιη:3).
 
Πολλοί είναι οι λόγοι που κάνουν τους ποιμένες να παραιτηθούν από το δικαίωμά τους να συντηρούνται. Μερικοί ποιμένες στερούν τους εαυτούς τους απ’ αυτό το δικαίωμα γιατί στερούνται θάρρους να διδάξουν στην εκκλησία το καθήκον της.

Για άλλους, ίσως είναι προσωπικός εγωισμός, θέλουν να δείξουν ότι δεν ενδιαφέρονται για τα χρήματα όπως άλλοι ποιμένες. Ίσως κάποιοι το κάνουν για τον ίδιο λόγο που το έκανε ο Παύλος, για να μην “εμποδίζεται το ευαγγέλιο του Χριστού” (Α’Κορ.θ:12).
 
Ο Παύλος έκανε χρήση δικαιώματος όταν αρνήθηκε να συντηρείται από τους Κορίνθιους, αλλά το γεγονός ότι παραιτήθηκε απ’ αυτό, δεν είναι απαραίτητα η σοφότερη απόφαση σε κάθε περίπτωση. Δεν εξάσκησε αυτό το δικαίωμα, για να μη δώσει ευκαιρία για προσβολή στο Ευαγγέλιο, αλλά αργότερα ζήτησε από τους Κορίνθιους να τον συγχωρήσουν γι’ αυτή του την απόφαση (Β’Κορ.ιβ:13).

Στα συμφραζόμενα, φαίνεται ότι η τακτική του Παύλου έκανε τους Κορίνθιους να φαίνονται κατώτεροι από άλλες αποστολικές εκκλησίες, ή ίσως η δήλωση του ήταν ειρωνική.
 
Είναι εύκολο να δούμε πως το να μη χρησιμοποιεί κάποιος αυτό το δικαίωμα σαν εργάτης, θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς μια εκκλησία. Ακόμα και όταν τα κίνητρα ενός ποιμένα είναι αγνά, το να μη δέχεται χρήματα από την εκκλησία που ποιμαίνει θα μπορούσε να διαστρεβλώσει τη στάση των πιστών προς τις οικονομικές τους ευθύνες στον ποιμένα τους.

Μερικοί ποιμένες, όταν αρχίζουν ένα νέο έργο, δεν παίρνουν οικονομική βοήθεια από τα μέλη, σκεπτόμενοι ότι έτσι θα βοηθήσουν την εκκλησία να αναπτυχθεί χωρίς εμπόδια. Όμως, μακροπρόθεσμα, τα μέλη ίσως αρχίσουν να αισθάνονται ότι τα δέκατα ανήκουν σ’ αυτούς. Αργότερα, όταν ο ποιμένας θελήσει να χρησιμοποιήσει τα δέκατα, το εκκλησίασμα μπορεί να επαναστατήσει εναντίον του.

Εάν ένας ποιμένας θέλει να βοηθήσει την εκκλησία οικονομικά, μπορεί να δέχεται δέκατα και μετά να τα επιστρέφει σαν προσφορά στην εκκλησία. Η θα μπορούσε να διδάξει στο λαό την ευθύνη τους να υποστηρίζουν την διακονία μέσα από τα δέκατα αλλά να υιοθετήσει μια πολιτική για κάποιο καιρό να χρησιμοποιεί τα δέκατα για ένα άλλο σκοπό. Μ’ αυτό τον τρόπο θα εμποδίσει το εκκλησίασμα από το να νομίζει ότι τα δέκατα ανήκουν σ’ αυτούς. Μερικές φορές, όταν ένας ποιμένας εργάζεται, μπορεί να νομίζει ότι ωφελεί το εκκλησίασμα, ενώ στην πραγματικότητα το βλάπτει.
 
Ο κάθε ποιμένας πρέπει να σκεφτεί όλα τα προβλήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν προτού στερήσει τον εαυτό του απ’ αυτό το δικαίωμα, αφού η απόφαση του θα επηρεάσει πολλούς. Στην αρχή μιας νέας εκκλησίας, ότι κάνουμε, τα δικαιώματα από τα οποία παραιτούμαστε, οι αποφάσεις που παίρνουμε κι ό,τι διδάσκουμε για τα χρήματα, μπορούν τελικά να επηρεάσουν πολλούς ανθρώπους.

ΔΙΑ ΝΑ ΜΗ ΠΡΟΞΕΝΗΣΩΜΕΝ ΕΜΠΟΔΙΟΝ ΤΙ ΕΙΣ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Αλλά δεν μετεχειρίσθημεν την εξουσίαν ταύτην, αλλ’ υποφέρομεν πάντα, διά να μη προξενήσωμεν εμπόδιον τι εις το ευαγγέλιον του Χριστού (Α’Κορ.θ:12).

Υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με το τι εννοούσε ο Παύλος με τη φράση “διά να μη προξενήσωμεν εμπόδιον τι εις το ευαγγέλιον του Χριστού” (εδ.12). Στη Β’Θεσ.γ:8-9 εξήγησε ότι εργάστηκε “νύχτα και ημέρα, διά να μη επιβαρύνωμεν μηδένα υμών. Ουχί διότι δεν έχωμεν εξουσίαν, αλλά διά να σας δώσωμεν εαυτούς τύπον εις το να μιμήσθε ημάς”.

Στη Θεσσαλονίκη ένας από τους πρωταρχικούς του σκοπούς ήταν να δείξει την ανάγκη και την αξία της εργασίας, ιδιαίτερα αφού κάποιοι εκεί δεν ήθελαν να εργάζονται (Β’Θεσ.γ:6-12).
 
Αλλά τι εννοούσε ο Παύλος με τη φράση “διά να μη προξενήσωμεν εμπόδιον τι εις το ευαγγέλιον του Χριστού”; Πρώτα πρέπει να προσδιορίσουμε ποιόν θα εμπόδιζε παίρνοντας υλικά αγαθά από την εκκλησία.

Κάποιοι λένε ότι αφού έγραφε στην εκκλησία, πρέπει να είναι οι πιστοί τους οποίους δεν ήθελε να εμποδίσει. Σύμφωνα μ’ αυτό τον ισχυρισμό, ο Παύλος δεν αναφερόταν στους άπιστους (αν και μερικοί από αυτούς, χρησιμοποιούν τα δέκατα, σαν πρόφαση για να μη δώσουν τη ζωή τους στον Κύριο).

Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας τονίζουν ότι η εκκλησία και οι εργάτες της δεν πρέπει να επιτρέπουν στον κόσμο να τους υπαγορεύει τι είναι Βιβλικό και τι όχι. Εάν κάναμε έτσι, δεν θα κηρύτταμε δέκατα, αγιασμό, ή οτιδήποτε άλλο με το οποίο οι κοσμικοί άνθρωποι δεν συμφωνούν.
 
Η βάση αυτού του ισχυρισμού είναι ότι ο Παύλος δεν δέχτηκε τίποτα από τους πιστούς στην Κόρινθο για χάρη τους. Ήταν μια ποιμενική απόφαση βασισμένη σε κάποια αρνητική στάση που παρατήρησε μέσα στην εκκλησία. Οι ποιμένες βλέπουν τα πράγματα από πολύ διαφορετική σκοπιά απ’ ό,τι τα πρόβατα.
 
Ο ισχυρισμός έχει κάποια βάση, αφού η εκκλησία στην Κόρινθο ήταν σαρκική από την αρχή της. Στην Α’Κορ.γ:1-2 λέει “Και εγώ, αδελφοί, δεν ηδυνήθην να λαλήσω προς εσάς, ως προς πνευματικούς, αλλά ως προς σαρκικούς, ως προς νήπια εν Χριστώ. Γάλα σας επότισα, και ουχί στερεάν τροφήν, διότι δεν ηδύνασθε έτι να δεχθήτε αυτήν, αλλ’ ουδέ τώρα δύνασθε έτι”.
 
Αυτή η θεωρία συμπεραίνει ότι ο Παύλος βλέποντας σαρκικές τάσεις και  έλλειψη ωριμότητας, δεν ήθελε να πάρει τίποτα, για να μην εμποδίσει τους ίδιους τους πιστούς. Υποθέτει ότι επειδή ήταν σαρκικοί οι Κορίνθιοι, δεν ήθελαν  να τον συντηρούν κι ότι ο Παύλος υποχώρησε σ’ αυτή την πίεση για να μην τους εμποδίσει.
 
Εάν είναι έτσι, ίσως εκείνοι που έχουν ποιμάνει να μπορούν να καταλάβουν τον Παύλο περισσότερο από εκείνους που ποτέ δεν είχαν αυτή την εμπειρία. Οι ποιμένες συχνά κάνουν πράγματα για χάρη των πιστών. Πολλοί δεν διδάσκουν ορισμένα δόγματα αποφασιστικά σε νέους πιστούς, για να μη τους βάλουν περισσότερα βάρη. Μερικοί δεν διδάσκουν το δέκατο για να μη φανεί ότι τους ενδιαφέρουν τα χρήματα, ή γιατί οι πιστοί είναι “πολύ φτωχοί”, ή γιατί ίσως “φοβούνται μην τους χάσουν” εάν πάρουν μια σταθερή στάση.
 
Άλλοι, ακόμα κι όταν πιστεύουν και ομολογούν ότι το δέκατο είναι το πρότυπο για τον πιστό, δεν το πιστεύουν αρκετά για να το διδάξουν κι έτσι δημιουργούν μια εκκλησία που δεν νιώθει υπεύθυνη να συντηρεί τον ποιμένα της. Οι ποιμένες συχνά κάνουν πράγματα για χάρη της εκκλησίας, για τα οποία μπορεί αργότερα να λυπηθούν. Ίσως ο ίδιος ο Παύλος αργότερα να λυπήθηκε για την απόφαση του να μη δεχτεί τίποτε από τους Κορίνθιους (Β’Κορ.ιγ:13).
 
Αυτή η άποψη έχει κάποια αξία, αλλά πρέπει να δούμε και στα λάθη της. Πρώτον, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι ο Παύλος δεν είχε το χαρακτήρα για να διδάξει αυτό το θέμα. Από τα γραπτά του συμπεραίνουμε ότι δεν ήταν έτσι, αλλά όπου ήταν αναγκαίο, αντιμετώπιζε κάθε κατάσταση δυναμικά.

Δεύτερο, αυτή η άποψη έχει προβλήματα με το Α’Κορ.θ:18, όπου ο Παύλος είπε: “τις λοιπόν είναι ο μισθός μου; το να κάνω αδάπανον το ευαγγέλιον του Χριστού διά της κηρύξεώς μου, ώστε να μην κάμνω κατάχρησιν της εξουσίας μου εν των ευαγγελίω”.
 
Για να είναι συνεπείς μ’ αυτή την άποψη, οι υποστηρικτές της θα πρέπει να ερμηνεύσουν τη φράση του Παύλου “ώστε να μην κάμνω κατάχρησιν της εξουσίας μου εν τω ευαγγελίω” σαν να δείχνει ότι δεν έπαιρνε οικονομική βοήθεια για να μην καταχραστεί (χρησιμοποιήσει λάθος, ή ακατάλληλα, κακομεταχειριστεί) τους Κορίνθιους. Αλλά πώς θα ήταν κατάχρηση το να δέχεται χρήματα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για αποστολικό δικαίωμα; Αυτή η ερμηνεία φαίνεται βεβιασμένη.
 
Είναι πιο φυσικό να ερμηνεύσουμε το εδάφιο 18 σαν μια εξήγηση ή μια διεύρυνση του εδαφίου 12. Ο Παύλος κήρυττε το Ευαγγέλιο στους Κορινθίους χωρίς να δέχεται χρήματα, γιατί πίστευε ότι αν το έκανε θα το εμπόδιζε. Παρακινήθηκε από τον πόθο του να κηρυχτεί το ευαγγέλιο δωρεάν (ελεύθερα) σε κάθε άνθρωπο, χωρίς εμπόδιο.

Σαν σκαπανέας ιεραπόστολος, δεν ήθελε οι Κορίνθιοι - άπιστοι ή νέοι πιστοί - να νομίζουν ότι είχε έρθει στην Κόρινθο για να κάνει χρήματα απ’ αυτούς. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν θα δυσπιστήσουν τα κίνητρα του κι έτσι το Ευαγγέλιο θα ακουγόταν όμορφα.
 
Ας έχουμε υπόψη μας ότι ο Παύλος υπερασπίστηκε προσωπικά τα κίνητρά του. Τα εδάφια 15 έως 18 παρουσιάζουν τα προσωπικά αισθήματα του αποστόλου. Στο εδάφιο 12 έχουμε μια μετάβαση από την υπεράσπιση του δικαιώματος να δέχονται οι εργάτες αμοιβή, στην εξήγηση των προσωπικών του κινήτρων που δεν το έκανε. Για να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν θα μπορούσε να παρεξηγήσει τα κίνητρα του, έγραψε μετά τα εδάφια 13 και 14, τα οποία στηρίζουν την άποψή του για τη συντήρηση των εργατών, προτού αποκαλύψει τον λόγο που δεν δεχόταν τίποτε από τους Κορίνθιους.
 
Η χρησιμοποίηση της προσωπικής αντωνυμίας “εγώ” στο εδάφιο 15 είναι σε αντίθεση με την λέξη “οι άλλοι” στο εδάφιο 12. Θα ήταν παράλογο να σκεφτούμε ότι ο Παύλος, έχοντας γράψει δεκατέσσερα εδάφια για να υπερασπιστεί το δικαίωμα του αλλά και των άλλων να συντηρούνται από την εκκλησία, θα ακύρωνε όλο τον ισχυρισμό του. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός του, αντίθετα βεβαίωσε τους Κορίνθιους ότι η απόφαση του να εργαστεί με τα χέρια του ήταν προσωπική. Δεν πρέπει λοιπόν να εκλαμβάνεται σαν παράδειγμα για όλους τους εργάτες του Κυρίου.
 
Κάποιοι έχουν πει ότι ο Παύλος επηρεάστηκε στην απόφαση του να μη δεχτεί οικονομική βοήθεια από τους Κορίνθιους από τον πολιτισμό και την κοινωνία της Κορίνθου. Η Κόρινθος ήταν μια από τις πιο ανθούσες πόλεις της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά ήταν διεφθαρμένη, φημισμένη για την εμπορικοποίηση της πορνείας που συνδεόταν με τις θρησκείες της. Ιέρειες αφιερωμένες στη λατρεία της Αφροδίτης, της θεάς του έρωτα, έδιναν όρκους καθαγίασης για να εκπορνεύουν τα σώματα τους για χρήματα που χρησιμοποιούνταν για ειδωλολατρικούς ναούς. Στον ναό της Αφροδίτης μόνο, υπήρχαν χίλιες πόρνες.
 
Δεν ήθελε λοιπόν να δώσει ευκαιρία για σχόλια από τους Κορίνθιους, αφού στην πλειοψηφία τους είχαν υπάρξει λάτρεις της Αφροδίτης. Ίσως σκέφτηκε ότι δεχόμενος χρήματα από αυτούς θα επηρέαζε την μαρτυρία της εκκλησίας μπροστά στον κόσμο.
 
Ο Παύλος μόνο ξεκινούσε τις εκκλησίες, δεν παρέμενε για να τις ποιμάνει για  μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην εκκλησία των πρώτων χρόνων δεν υπήρχε οργανωμένο πρόγραμμα ιεραποστολών για να εξασφαλίζει τα έξοδα ενός αποστόλου στα ιεραποστολικά του ταξίδια.

Ο Παύλος αναγκαζόταν να δουλεύει ενώ ξεκινούσε εκκλησίες, γιατί στην αρχή δεν υπήρχαν καθόλου πιστοί από τους οποίους θα μπορούσε να πάρει οικονομική βοήθεια. Καθώς το εκκλησίασμα μεγάλωνε, τους δίδασκε τα οικονομικά τους καθήκοντα τα σχετικά με την διακονία, γνωρίζοντας ότι δεν θα παρέμενε εκεί για να τους ποιμάνει. Όταν έφευγε, άλλοι εργάτες θα διακονούσαν σ’ αυτούς, που θα χρησιμοποιούσαν το δικαίωμα τους να συντηρούνται από την εκκλησία (Α’Κορ.θ:12).
 
Όταν ένας εργάτης ξεκινάει μια εκκλησία μπορεί παράλληλα να δουλεύει για λίγο, αλλά αυτό δεν είναι το τέλειο σχέδιο του Θεού για τη διακονία. Ο αντικειμενικός σκοπός κάθε εργάτη δεν πρέπει να μπλέκεται στις υποθέσεις αυτού του κόσμου, για να ευαρεστεί Αυτόν που τον κάλεσε να είναι στρατιώτης. Ο στόχος του πρέπει να είναι το ποίμνιο και να εκπληρώνει την εντολή που δόθηκε απ’ τον Ιησού στον Λουκ.ι:7. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος είναι διδάσκοντας στο ποίμνιο την ευθύνη του.
 
Δεν πρέπει να διαβάζουμε το Α’Κορ.θ:12 ξέχωρα από τα συμφραζόμενα του. Είναι αρκετό να πούμε ότι ο Παύλος ήθελε να αποφύγει ένα πρόβλημα και γι’ αυτό αποφάσισε να μην πάρει οικονομική βοήθεια από τους Κορίνθιους.

Πολλοί άνθρωποι που χρησιμοποιούν το Α’Κορ.θ:12 σαν βάση για να μην πληρώνουν δέκατα δεν ξέρουν ότι με το να απαιτούν από τον ποιμένα τους να εργάζεται διαπράττουν ένα λάθος ενάντια σ’ αυτόν και στην εκκλησία. Ποιμένες που δεν διδάσκουν στην εκκλησία το καθήκον της συντήρησης του εργάτη, αφαιρούν απ’ το λαό το δικαίωμα να έχει ένα ποιμένα που αφιερώνει όλο το χρόνο του στο έργο του Κυρίου.

ΔΕΚΑΤΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΧΑΡΗ

“Δεν εξεύρετε ότι οι εργαζόμενοι τα ιερά, εκ του ιερού τρώγουσιν; οι ενασχολούμενοι εις το θυσιαστήριον, μετά του θυσιαστηρίου λαμβάνουσιν μερίδιον;  Ούτω και ο Κύριος διέταξεν, οι κηρύττοντες το ευαγγέλιον να ζώσιν εκ του ευαγγελίου! (Α’Κορ.θ:13-14).

Αυτά τα εδάφια παρουσιάζουν το πιο δυνατό στοιχείο που έχουμε για τον δεκατισμό στην εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Το εδάφιο 13 είναι μια άμεση αναφορά στο σύστημα δεκατισμού σύμφωνα με το Νόμο. Εκείνοι που εργαζόταν με τα ιερά πράγματα και υπηρετούσαν στο θυσιαστήριο, οι ιερείς και οι Λευίτες, αντλούσαν τα προς το ζην τους από τα δέκατα και τις θυσιαστήριες προσφορές του λαού Ισραήλ (Λευτ.ς:16,26, ζ:6 Αριθ.ε:9-10, Δευτ.ι:9, ιη:1-18).
 
Ο Παύλος μιλούσε στον ενεστώτα - εργάζονται, ζουν, λαμβάνουσιν μερίδιο - για να καταλάβουμε ότι το σύστημα δεκατισμού που δόθηκε στους Λευίτες ήταν σε ισχύ όταν εκείνος έγραφε αυτές τις γραμμές.

Η πρώτη επιστολή στους Κορίνθιους γράφτηκε περίπου το 54 μ.Χ. Ο Ναός και το Λευιτικό σύστημα δεν καταστράφηκαν μέχρι το 70 μ.Χ. έτσι οι αναγνώστες αυτής της επιστολής θα μπορούσαν εύκολα να καταλάβουν αυτό που ήθελε ο Παύλος να τους διδάξει. Επιπλέον, οι ιερείς στους ειδωλολατρικούς ναούς της Κορίνθου συντηρούνταν από τους ναούς στους οποίους υπηρετούσαν.
 
“Ούτω” στο εδάφιο 14 σημαίνει “με τον ίδιο τρόπο”, δηλαδή, με τον ίδιο τρόπο που οι Λευίτες και οι ιερείς συντηρούνταν από τα δέκατα και τις εισφορές του λαού Ισραήλ, οι εργάτες της εκκλησίας θα συντηρούνταν από τα δέκατα του νέου Ισραήλ του Θεού, την εκκλησία του Κυρίου (Γαλ.ζ:16). Ο Παύλος χρησιμοποιούσε το δέκατο της Παλαιάς Διαθήκης σαν το πρότυπο για την συντήρηση της διακονίας σύμφωνα με τη Νέα Διαθήκη.
 
Το δέκατο είναι το δίκαιο μέτρο που καθιέρωσε ο Θεός για την υποστήριξη της διακονίας κάτω από το Νόμο και κάτω από τη χάρη. Ο Ιησούς δήλωσε ότι ο εργάτης είναι άξιος του μισθού του (Ματθ.ι:10, Λουκ.ι:7). Οι εργάτες του Κυρίου είναι άξιοι να αμείβονται σαν οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που αφιερώνεται στην εργασία του, και ο Παύλος έδειξε ότι το δέκατο είναι μια δίκαιη ανταμοιβή.

ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

“Πλήν εγώ ουδέν τούτων μετεχειρίσθην, ουδέ έγραψα ταύτα, διά να γείνη ούτως εις εμέ, διότι καλόν είναι εις εμέ να αποθάνω μάλλον, παρά να ματαιώση τις το καύχημα μου. Διότι εάν κηρύττω το ευαγγέλιον, δεν είναι εις εμέ καύχημα επειδή ανάγκη επίκειται εις εμέ, ουαί δε είναι εις εμέ εάν δεν κηρύττω. Επειδή εάν κάμνω τούτο εκουσίως, έχω μισθόν, εάν δε ακουσίως, είμαι εμπεπιστευμένος οικονομίαν. Τις λοιπόν είναι ο μισθός μου; Το να κάμω αδάπανον το ευαγγέλιον του Χριστού διά της κηρύξεως μου, ώστε να μην κάμνω κατάχρησιν της εξουσίας μου εν τω ευαγγελίω” (Α’Κορ.θ:15-18)

Σ’αυτά τα εδάφια, ο Παύλος είπε ότι οι εργάτες δεν θα έπρεπε να παρακινούνται από τα χρήματα για να κηρύττουν το ευαγγέλιο. Εξήγησε ότι δεν εκμεταλλεύτηκε το δικαίωμα του να δέχεται οικονομική βοήθεια από τους Κορίνθιους και ονόμασε αυτό το γεγονός “καύχημα μου” (εδ.15).

Αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί σαν σαρκικός κομπασμός, ή σαν αίσθημα υπεροχής απέναντι σε άλλους εργάτες, γιατί μόλις είχε υπερασπιστεί το δικαίωμα των εργατών να δέχονται αυτή την συντήρηση (εδ.1-14).

Ο Παύλος δεν έλεγε ότι εκείνος ήταν καλύτερος από τους άλλους επειδή δεν έπαιρνε τίποτα, γιατί ενώ ο Παύλος ήταν στην Κόρινθο, δεχόταν χρήματα από άλλους Χριστιανούς για τις ανάγκες του (Β’Κορ.ια:8). Ούτε ήταν καύχημα απλά να κηρύττει το ευαγγέλιο (εδ.16).
 
Το προσωπικό καύχημα ήταν να έχει κηρύξει δωρεάν (εδ.18) έτσι ώστε να μη βάζει εμπόδια στο δρόμο του Ευαγγελίου (εδ.12). Ακόμα για να μη καταχραστεί το δικαίωμά του στο Ευαγγέλιο να δέχεται χρήματα (εδ.18). Η φράση “ώστε να μην κάμνω κατάχρησιν της εξουσίας μου εν τω ευαγγελίω” είναι πολύ σημαντική.

Η φράση “κάμνω κατάχρησιν” προέρχεται από τη λέξη “καταχρώμαι”, η οποία υπονοεί “το να χρησιμοποιεί κανείς κάτι στο μέγιστο”. Σύμφωνα με τον Παύλο, δεν δεχόταν τίποτα από τους Κορίνθιους ώστε να μην “χρησιμοποιήσει στο μέγιστο” ένα δικαίωμα που το ίδιο το Ευαγγέλιο του έδινε. Ο Παύλος δεν επέμενε να χρησιμοποιεί στο μέγιστο το δικαίωμα να συντηρείται, για να μην παρακωλύει το Ευαγγέλιο ανάμεσά τους.
 
Σκεφτόταν ότι με το να μη δέχεται τίποτα από τους Κορίνθιους, η εκκλησία θα προόδευε πιο πολύ. Παίρνοντας χρήματα από μια εκκλησία δεν “καταχράται” εκείνη την εκκλησία, γιατί, αν αυτό ήταν αλήθεια, ο ίδιος ο Παύλος θα είχε καταχραστεί άλλες εκκλησίες παίρνοντας χρήματα απ’ αυτές ενώ ήταν στην Κόρινθο.

Στο Β’Κορ.ια:8, ο Παύλος, σε ένα κομμάτι γεμάτο ειρωνεία και σαρκασμό, υπενθύμιζε στους Κορίνθιους ότι είχε “ληστέψει” άλλες εκκλησίες ενώ δεν έπαιρνε τίποτα απ’ αυτούς. Λήστευε άλλες εκκλησίες με την έννοια ότι κήρυττε το ευαγγέλιο χωρίς χρέωση στους Κορίνθιους και συντηρούνταν εν μέρει παίρνοντας χρήματα από άλλους.
 
Τονίζουμε και πάλι ότι αύτη η απόφαση του Παύλου ήταν τελείως προσωπική. Εάν αφηνόταν στους Κορίνθιους, εκείνοι πιθανόν θα τον συντηρούσαν, αλλά, για προσωπικούς λόγους, δεν ήθελε να παίρνει βοήθεια από κάποια εκκλησιάσματα.
 
Στο Α’Θεσ.β:9, λέει “Διότι ενθυμείσθε, αδελφοί, τον κόπον ημών και τον μόχθον, επειδή νύκτα και ημέραν εργαζόμενοι, διά να μη επιβαρύνωμεν τινά εξ υμών, εκηρύξαμεν εις εσάς το ευαγγέλιον του Θεού”.

Είπε επίσης στο Β’Θεσ.γ:8-9, “ουδέ εφάγομεν δωρεάν άρτον παρά τινός, αλλά μετά κόπου και μόχθου, νύκτα και ημέραν εργαζόμενοι, διά να μη επιβαρύνωμεν μηδένα εξ υμών. Ουχί διότι δεν έχομεν εξουσίαν, αλλά διά να σας δώσωμεν εαυτούς τύπον εις το να μιμήσθε ημάς”.
 
Είναι φανερό από τα συμφραζόμενα αυτών των εδαφίων ότι ο Παύλος ήθελε να διδάξει ένα μάθημα τους Χριστιανούς στη Θεσσαλονίκη. Είχε προσέξει μια τάση καθισιού και τεμπελιάς στους Θεσσαλονικείς (εδ. 11), αλλά παραμένει φανερό, ότι η κοσμική του εργασία ανάμεσα τους ήταν μια προσωπική απόφαση υποκινούμενη από ένα πρόβλημα στην εκκλησία. Το ότι δεν χρησιμοποίησε το δικαίωμά του να συντηρείται σ’ αυτές τις εκκλησίες δεν σημαίνει ότι είναι πάντοτε η σωστή απόφαση, ούτε εκείνος σκόπευε να στερήσει άλλους από το δικαίωμα αυτό.
 
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η Α’ και Β’ προς Θεσσαλονικείς γράφτηκαν πριν από την Α’ και Β’ προς Κορινθίους. Χρονολογικά, η Α’ και Β’ προς Θεσσαλονικείς ήταν οι πρώτες από τις επιστολές του Παύλου στις εκκλησίες. Η Α’ Θεσσαλονικείς χρονολογείται γύρω στο 51 μ.Χ. και η δεύτερη λίγο αργότερα.

Η Α’ προς Κορίνθιους χρονολογείται περίπου στο 54 μ.Χ. και η δεύτερη το 55 μ.Χ.
 
Γύρω στο 56 μ.Χ. ο Παύλος προέτρεπε τους Γαλάτες να συντηρούν εκείνους που τους διδάσκουν το Λόγο του Θεού (Γαλ.ζ:6). Στο γράμμα του στους Φιλιππησίους, γύρω στο 61 μ.Χ. ο Παύλος χαιρόταν που τον βοήθησαν υλικά. Είπε ότι έκαναν καλά να τον συμμεριστούν, υπενθυμίζοντάς τους ότι στην αρχή της διακονίας του στη Μακεδονία, καμιά άλλη εκκλησία δεν τον συμμερίστηκε μ’ αυτό τον τρόπο (Φιλ.δ:10,14-15). Τους επαινούσε διότι κάλυψαν τις ανάγκες του ενώ ήταν στην Θεσσαλονίκη (Φιλ.δ:16). Έχουμε επίσης την Α’Τιμ.ε:17-18 και την Β’Τιμ.β:4.

Οι επιστολές προς τον Τιμόθεο χρονολογούνται γύρω στο 61 και 64 μ.Χ. Με το πέρασμα του χρόνου, ο Παύλος μνημόνευε όλο και περισσότερο τις εκκλησίες που τον βοήθησαν να καλύψει τις ανάγκες του και δίδασκε την συντήρηση του εργάτη μέχρι το τέλος της διακονίας του.
 
Ας συνοψίσουμε αυτές τις αναφορές.
• Α’Θεσ.β:9 περίπου 51 μ.Χ. ο Παύλος τόνισε ότι εργαζόταν με τα χέρια του.
• Β’Θεσ.γ:8-11 περίπου 51-52 μ.Χ. ο Παύλος τόνισε ότι εργαζόταν με τα χέρια του για να δώσει παράδειγμα σ’ εκείνους που δεν εργαζόταν.
• Α’Κορ.θ:1-18 περίπου 54 μ.Χ. ο Παύλος υπερασπίστηκε το δικαίωμα του εργάτη να δέχεται οικονομική συντήρηση και εξήγησε γιατί δεν δέχτηκε τίποτα από τους Κορινθίους.
• Β’Κορ.ια:1-12, ιβ:13 περίπου 55 μ.Χ. ο Παύλος επαινεί τους Κορίνθιους για τη γενναιοδωρία τους στην προσφορά για τους αδελφούς στη Μακεδονία, αλλά διαφωνεί μ’ εκείνους που επιτεθόταν στην διακονία του. Επιβεβαίωσε πάλι ότι δεν περίμενε τίποτα από τους Κορινθίους, αλλά είπε ότι είχε δεχτεί βοήθεια από άλλες εκκλησίες ενώ ήταν στην Κόρινθο και ζήτησε συγγνώμη που δεν τους είχε αφήσει να τον συντηρούν.
• Γαλ.ζ:6 περίπου 56 μ.Χ. προτρέπει τους αδερφούς να συντηρούν εκείνους που τους διδάσκουν.
• Φιλ.δ:10-16 περίπου 61 μ.Χ. Επαινεί τους Φιλιππησίους που τον είχαν βοηθήσει οικονομικά.
• Α’Τιμ.ε:17-18 περίπου 61 μ.Χ. Στο ποιμενικό του γράμμα προτρέπει τον  Τιμόθεο να διδάσκει τους αγίους να τιμούν τους ποιμένες συντηρώντας τους.
• Β’Τιμ.β:4 περίπου 64 μ.Χ. Προτρέπει τον Τιμόθεο να μην μπλέκεται στις υποθέσεις αυτού του κόσμου, αλλά να αφιερώνεται ολοκληρωτικά στη διακονία.

Ο Παύλος μαρτύρησε στην Ρώμη το 64 μ.Χ. περίπου. Έκφρασε την ευγνωμοσύνη του προς εκείνους που τον είχαν βοηθήσει οικονομικά, και συνέχισε να υποστηρίζει την αρχή της συντήρησης του εργάτη, μέχρι το θάνατό του.
 
Η αδιαφορία του Παύλου για τα χρήματα είναι μια όμορφη νουθεσία για κάθε εργάτη σχετικά με τον κίνδυνο να υπηρετεί τον Κύριο για τα χρήματα. Πρέπει να υπάρχει ένας πόθος για μια σωστή ισορροπία και ειλικρίνεια σχετικά με τα χρήματα στη διακονία του.

Ο εργάτης δεν χρειάζεται να κάνει ό,τι έκανε ο Παύλος στην Κόρινθο για να δείξει την ειλικρίνεια του σχετικά με τα χρήματα, αλλά θα πρέπει πάντοτε να έχει υπόψη του το παράδειγμα του Παύλου, για να του θυμίζει ότι η κλήση για να κηρύξει το ευαγγέλιο είναι το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή του.
 
Το να περιμένει κανείς να πάρει δέκατα δεν είναι αισχροκέρδεια, γιατί  ο εργάτης είναι άξιος του μισθού του (απλή ανταμοιβή) (Λουκ.ι:7). Το δέκατο είναι η τιμιότερη πληρωμή για τον εργάτη. Μερικές φορές ο Παύλος δεχόταν βοήθεια, και άλλες φορές αρνιόταν να ζητήσει βοήθεια.


ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

Οταν ένας ποιμένας δεν διδάσκει στην εκκλησία του να υποστηρίζει τη διακονία, την καταστρέφει με πολλούς τρόπους:

1. Τους στερεί από πολλές ευλογίες που έρχονται από την προσφορά (Λουκ.ζ:38).
2. Η εκκλησία δεν μπορεί ν’ αναπτύξει τις διάφορες διακονίες της λόγω έλλειψης πόρων. Η εκκλησία ατροφεί.
3. Η εκκλησία δεν εκπληρώνει την εντολή του Κυρίου να πάει και να κηρύξει το Ευαγγέλιο σε κάθε άνθρωπο λόγω έλλειψης επαρκών πόρων.
4. Η εκκλησία θα έχει πάντα ένα ποιμένα που αφιερώνει το μισό από τον χρόνο του στην εκκλησία και τον άλλο μισό σε κοσμική εργασία.
5. Οι πιστοί μπορεί να παρερμηνεύσουν τα κίνητρα του ποιμένα, όπως συνέβη στην περίπτωση του Παύλου.
6. Τα μέλη μπορεί ν’ αναπτύξουν μια λάθος ιδέα για τα οικονομικά της εκκλησίας.

Μια εκκλησία που δεν είναι πρόθυμη να συντηρήσει τον ποιμένα της δεν ακολουθεί την διδαχή του Κυρίου. Ο Κύριος είπε “εν αυτή δε τη οικία μένετε τρώγοντες και πίνοντες τα παρ’ αυτών διδόμενα, διότι ο εργάτης είναι άξιος του μισθού αυτού, μη μεταβαίνετε εξ οικίας εις οικίαν” (Λουκ.ι:7) “μη σακκίον διά την οδόν, μηδέ δύο χιτώνας, μηδέ υποδήματα, μηδέ ράβδον, διότι ο εργάτης είναι άξιος της τροφής αυτού” (Ματθ.ι:10).

Ο Παύλος συμπέρανε “ούτω και ο Κύριος διέταξεν οι κηρύττοντες το ευαγγέλιον να ζώσιν εκ του ευαγγελίου” (Α’Κορ.θ:14).

ΑΛΗΘΙΝΗ ΤΙΜΗ

Η Γραφή μας προτρέπει να τιμούμε και να εκτιμούμε εκείνους που κηρύττουν το λόγο του Θεού (Α’Θεσ.ε:12-13). Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να τιμούμε τον ποιμένα μας, όπως να τον υπακούμε και να προσευχόμαστε για αυτόν, αλλά ή Γραφή μας δίνει κι έναν άλλο τρόπο, που συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη.

Στην Α’Τιμ.ε:17-18, ο Παύλος είπε “οι καλώς προϊστάμενοι πρεσβύτεροι ας αξιώνονται διπλής τιμής μάλιστα όσοι κοπιάζουσιν εις λόγον και διδασκαλίαν. Διότι λέγει η Γραφή “Δεν θέλεις εμφράξει το στόμα βοός αλωνίζοντος” και “Άξιος είναι ο εργάτης του μισθού αυτού”.
 
Το εδάφιο 17 μας διδάσκει για το καθήκον μας να τιμούμε τους εργάτες, αλλά το εδάφιο 18 μας λέει πώς να τους τιμούμε. Μια εκκλησία και ένας πιστός τιμούν τον ποιμένα μόνο όταν είναι πρόθυμοι να τον συντηρούν οικονομικά. Πολλοί πιστεύουν ότι τιμούν τον ποιμένα τους, αλλά τον τιμούν αληθινά όπως διδάσκει αυτό το εδάφιο;
 
Η Γραφή δείχνει ότι δεν πρέπει να τιμούμε το Θεό μόνο με λόγια (Ησ.κθ:13, Ματθ.ιε:7-9). Είναι αναγκαίο να Τον τιμούμε με τα αγαθά μας και με τις απαρχές όλων των εισοδημάτων μας. (Παρ.γ:9).

Στα Εβραϊκά η λέξη “τιμώ” σημαίνει “καθορίζω την αξία”, ή “εκτιμώ”. Όταν δίνουμε στο Θεό, καθορίζουμε την αξία που έχει Εκείνος στη ζωή μας. Εάν πούμε ότι τιμούμε το Θεό και δεν Του δίνουμε τα αγαθά μας, Τον τιμούμε πραγματικά; Αν δεν του δίνουμε τίποτα, ή μόνο υπολείμματα, τι αξία Του δίνουμε;

Η λέξη “τιμώ” στα Ελληνικά έχει την ίδια σημασία με το “εκτιμώ”. “Η τιμή” είναι η λέξη - ρίζα για το “προαιρετική αμοιβή”. Εκείνοι που κηρύττουν το ευαγγέλιο καλώς, αξίζουν διπλής τιμής και διπλής προαιρετικής αμοιβής.
 
Οι Χριστιανοί που δεν τιμούν τον ποιμένα τους συντηρώντας τον είναι σαν να  τον φιμώνουν. Εκείνος εργάζεται, αλλά εκείνοι δεν τον αφήνουν να φάει από τον καρπό του κόπου του. Αν είναι δυνατόν, ο ποιμένας πρέπει να παίρνει μισθό άξιο του επαγγέλματος του.

Οι γιατροί, οι δικηγόροι, και άλλοι επαγγελματίες παίρνουν μισθό πάνω στη βάση της δουλειάς που κάνουν, αλλά υπάρχουν φορές που οι πιστοί φαίνεται να νομίζουν ότι ο ποιμένας πρέπει να τρώει αέρα. Θέλουν να τον μεταβάλλουν σχεδόν σε ζητιάνο γιατί έχουν πολύ χαμηλή γνώμη για τη δουλειά που κάνει. Η διακονία δεν είναι ένα απλό επάγγελμα είναι μια αποστολή που απαιτεί την κλήση του Θεού. Είναι η πιο υπέροχη κλήση που μπορεί ο Θεός να δώσει σ’ έναν άνθρωπο, αφού έχει να κάνει με αιώνιες ψυχές.
 
Εάν θα θέλαμε πραγματικά να πληρώνουμε μισθό στον ποιμένα μας, δεν θα μπορούσαμε να τον πληρώσουμε αρκετά για την δουλειά που κάνει. Εκείνος διαπραγματεύεται, με ψυχές, οι οποίες, λέγει η Γραφή, είναι ανεκτίμητες (Ματθ.ιζ:26).

Η δουλειά που κάνει αξίζει περισσότερο από όλα τα χρήματα του κόσμου. Ο Θεός το ήξερε αυτό, έτσι καθιέρωσε ο ίδιος μια μέθοδο για να συντηρούνται οι εργάτες, το δέκατο. Πρέπει να νιώθουμε ευγνώμονες στο Θεό που έστειλε κάποιον για να μας κηρύξει το ευαγγέλιο.
 Ένας από τους πιο ωραίους τρόπους για να τιμούμε τον ποιμένα μας είναι να του βγάλουμε το φίμωτρο και να τον αφήσουμε να παίρνει τον δίκαιο μισθό του. Εάν θέλουμε να τιμούμε τον ποιμένα μας, μπορούμε να το κάνουμε συντηρώντας τον με τα δέκατα.

Όταν το κάνουμε, θα νιώθουμε καλύτερα, για τους εαυτούς μας, για το έργο του Θεού γενικά, και για τον άνθρωπο που κάθε μέρα προσέχει τις ψυχές μας.

ΕΥΠΡΟΣΔΕΚΤΕΣ ΘΥΣΙΕΣ

Κάθε πιστός είναι ένας ιερέας (Α’Πετρ.β:5,9). Εξασκούμε μια ιεροσύνη. Το κύριο έργο ενός ιερέα είναι να προσφέρει θυσίες στον Θεό. Οι θυσίες του πιστού στον Θεό είναι τα σώματά μας (Ρωμ.ιβ:1), μια σπασμένη και συντετριμμένη καρδιά (Ψαλμ.να:17), δοξολογίες (Εβρ.ιγ:15), και τα χρήματα μας (Φιλ.δ:17).

Ο Παύλος κάλεσε την προσφορά τους “Οσμήν ευωδίας, θυσίαν δεκτήν, ευάρεστον εις τον Θεό”. (Φιλ.δ:18). Το να δίνεις στον εργάτη είναι σαν να κάνεις θυσία στον Θεό.
 
Οι προσφορές τους δεν γέμισαν μόνο την καρδιά του Παύλου με αγάπη γι’ αυτούς τους πιστούς που τον θυμήθηκαν, αλλά ευαρέστησαν και το Θεό. Όταν εμείς δίνουμε στον εργάτη με ευγνώμονες καρδιές, ό,τι δίνουμε γίνεται οσμή ευωδίας θυσία δεκτή ενώπιον του Θεού.
 
Κάθε πιστός σαν ιερέας πρέπει να προσφέρει τη θυσία να δίνει για να συντηρεί τον εργάτη που ο Θεός έχει στείλει (Εβρ.ιγ:16). Μ’ αυτό τον τρόπο δείχνουμε την αγάπη του Θεού στον ποιμένα μας. Και η αγάπη είναι μια από τις μεγαλύτερες θυσίες που μπορούμε να προσφέρουμε (Μαρκ.ιβ:33). Ας προσφέρουμε όλοι θυσίες στο Θεό δίνοντας από τα χρήματα μας με ένα πνεύμα θυσίας στον υπηρέτη του Κυρίου.
 
Χρειάζεται να προσφέρουμε μια αποδεκτή θυσία στο Θεό (Μαλ.α:13-14, Λευτ.κβ:17-25, 31-33). Όταν συντηρούμε τον ποιμένα μας  με τα χρήματα μας προσφέρουμε μια αποδεκτή θυσία στο Θεό. Είθε αυτή η θυσία να μη λείψει ποτέ από τη ζωή μας.

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΔΟΤΗ

Είναι σημαντικό το πνεύμα ή η στάση που δείχνουμε όταν δίνουμε στο έργο του Θεού; Φυσικά είναι! Ο Θεός πάντα έδινε μεγάλη έμφαση στο πνεύμα με το οποίο γίνεται κάτι παρά στην ίδια την πράξη. Η στάση μας πρέπει να έχει κάποια χαρακτηριστικά όταν δίνουμε στο έργο του Θεού.
• Όχι απρόθυμα ή με τη βία (Β’Κορ.θ:7)

• Με ιλαρότητα (Β’Κορ.θ:7).

• Όχι με τον στόχο να πάρουμε κάτι (Πραξ.κ:35).

• Όχι για να μας δουν ή να μας επαινέσουν (Ματθ.ζ:3-4).

• Γενναιόδωρα (Β’Κορ.θ:6).

• Ο,τι αν ευπορούμε (Α’Κορ.ιζ:2).

• Χωρίς να μουρμουρίζουμε ή παραπονιόμαστε (Φιλ.β:14).

• Για την δόξα του Θεού (Α’Κορ.ι:31)

• Όχι κομπαστικά (με καύχηση) (Λουκ.ιη:10-14).

• Με καρδιά απαλλαγμένη από παράπτωμα (Ματθ.ε:23-24).

• Συστηματικά (Α’Κορ.ιζ:2).


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι Χριστιανοί του 21ου αιώνα δεν πρέπει να γίνονται σαν την στρουθοκάμηλο και να κρύβουν τα κεφάλια τους στην άμμο μπροστά στην πραγματικότητα και την πρόκληση που παρουσιάζει η κοινωνία μας.

Η σύγχρονη κοινωνία με τα συστήματα επικοινωνιών και την τεχνολογία της προχωράει με γιγαντιαία βήματα ενώ μερικοί Χριστιανοί που υποφέρουν από μια ασθένεια που λέγεται “στενοκεφαλιά” συζητούν αν θα πρέπει ή όχι να πληρώνουν δέκατα.
 
Αυτή η στενοκεφαλιά εμποδίζει και ματαιώνει την ανάπτυξη της εκκλησίας σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Επειδή εστιάζουν τις πνευματικές τους προσπάθειες για να πολεμούν το δέκατο, δεν μπορούν να δουν την όλη εικόνα. Δεν εκτιμούν το σχέδιο του Θεού σ’ όλη του την έκταση για την εκκλησία παγκόσμια. Υποφέρουν από πνευματική μυωπία. Αυτή η στενοκεφαλιά κάνει τη μύγα βόδι (Δημιουργεί ζητήματα από το τίποτα).
 
Αυτή η στενοκεφαλιά έχει επηρεάσει πολλούς Χριστιανούς, επηρεάζοντας τις ιδέες τους σχετικά με τα χρήματα σε σχέση με το έργο του Θεού. Για πολλούς ανθρώπους, το να δίνουν χρήματα είναι συνώνυμο με το να νιώθουν σαν κάποιος να τους ληστεύει. Μάχονται για ασήμαντα πράγματα, ενώ ο κόσμος βαδίζει για την κόλαση. Είναι τόσο απορροφημένοι ν’ αποδείξουν την δογματική τους άποψη (ότι δεν είναι αναγκαίο να δεκατίζουν) που δεν μπορούν να δουν ότι η εκκλησία δεν μπορεί να πετύχει τους στόχους της όταν ασχολούμαστε με τέτοια θέματα.
 
Εκείνοι που αντιτίθενται στο δέκατο το κάνουν τυφλά χωρίς να δίνουν μια εναλλακτική οικονομική λύση καλύτερη από το δέκατο. Εάν πρόκειται να εναντιωθούμε σε κάτι θα πρέπει να είναι γιατί πιστεύουμε ότι έχουμε κάτι καλύτερο, πιο επαρκές, πιο αποτελεσματικό απ’ αυτό που εναντιωνόμαστε. Εάν εκείνοι που αντιτίθενται στο δέκατο έχουν ένα καλύτερο σχέδιο από το δέκατο για να πληρώνουν τα έξοδα του ποιμένα και της τοπικής εκκλησίας, γιατί δεν το παρουσιάζουν;
 
Άσχετα με το πόσο μπορεί να προσπαθούμε, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να βελτιώσουμε το σχέδιο του Θεού. Οπουδήποτε οι άνθρωποι πληρώνουν δέκατα, η εκκλησία ανθεί. Είναι το σχέδιο του Θεού, και ό,τι σχεδίασε ο Θεός θα έχει επιτυχία αν το ακολουθήσουμε. Το γεγονός ότι ο Θεός ευλογεί εκείνους που δεκατίζουν θα έπρεπε να κλείσει τα στόματα των εναντίων για πάντα.
 
Η εκκλησία χρειάζεται να πλησιάσει το ζήτημα των χρημάτων με ανοικτό μυαλό. Κάθε πιστός θα έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη να ανασυγκροτήσει τις προτεραιότητες του και τις ιδέες του σχετικά με τα χρήματα.

Δεν θα κριθούμε για ό,τι δεν έχουμε να δώσουμε στον Θεό, αλλά για ό,τι έχουμε αλλά δεν το δίνουμε. Κανένας Χριστιανός, όσο φτωχός κι αν είναι, δεν μπορεί να προβάλλει την φτώχεια σαν δικαιολογία για να μη συνεισφέρει στην εξάπλωση του ευαγγελίου.
 
Οι Μακεδόνες δεν έδωσαν από το περίσσευμα τους, αλλά από την “βαθιά τους φτώχεια” και “πέραν της δυνάμεώς τους” (Β’Κορ.η:2-3). Παρόλο που ήταν φτωχοί, εκλιπαρούσαν τον Παύλο να τους αφήσει να δώσουν στους άλλους άπορους Χριστιανούς (Β’Κορ.η:4). Ο λόγος που αυτοί οι πολύ φτωχοί Χριστιανοί μπορούσαν να δίνουν από τα χρήματα τους για να βοηθούν άλλους Χριστιανούς είναι γιατί “έδωσαν πρώτα τον εαυτό τους στον Κύριο” (Β’Κορ.η:5).
 
Δεν είναι δύσκολο να δίνουμε στο Θεό όταν έχουμε δώσει πρώτα τους εαυτούς μας σ’ Αυτόν. 

Οι Χριστιανοί τους οποίους ο Θεός έχει ευλογήσει με περισσότερους οικονομικούς πόρους δεν πρέπει να ξεχνούν ότι αυτές οι ευλογίες ήρθαν από το Θεό, και επομένως πρέπει να δίνουν καθώς ο Θεός τους ικάνωσε να ευημερούν.
 
Εάν ο ποιμένας των ποιμένων είχε εκείνους που “διηκόνουν αυτόν από των υπαρχόντων αυτών” (Λουκ.η:3), κι ο ποιμένας μας έχει ανάγκη και αξίζει το ίδιο. Ο Ιησούς μας χρειάζεται ακόμα για να Τον υπηρετούμε, δίνοντας από των υπαρχόντων μας για να βοηθούμε εκείνους που αφιερώνουν τους εαυτούς τους για να κηρύττουν το ευαγγέλιο και για την συνέχιση της διακονίας Του.
Δίδετε, και θέλει δοθή εις εσάς, μέτρον καλόν, πεπιεσμένον και συγκεκαθισμένον και υπερεκχυνόμενον θέλουσιν δώσει εις τον κόλπον σας διότι με το αυτό μέτρον με το οποίον μετρείτε, θέλει αντιμετρηθή εις εσάς. (Λουκ.ζ:38).

Τ Ε Λ Ο Σ