Το Νοέμβριο του 2012, η εφημερίδα The Journal of Food and
Chemical Toxicology, δημοσίευσε έρευνα με τίτλο «Η μακροπρόθεσμη τοξικότητα του
ζιζανιοκτόνου Roundup και του γενετικώς τροποποιημένου αραβόσιτου, ανεκτικό στο
Roundup» η οποία πραγματοποιήθηκε από τον Ζιλ Έρικ Σεραλίνι και την
επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου Cean της Γαλλίας. Πρόκειται για μια
ιδιαίτερα σημαντική έρευνα, καθώς είναι η μοναδική μέχρι στιγμής, που μελέτησε
τον αντίκτυπο που έχει στην υγεία η διατροφή που βασίζεται στο γενετικώς τροποποιημένο
σιτάρι, το οποίο έχει ψεκαστεί με το ζιζανιοκτόνο Roundup της Μονσάντο.
Ο Σεραλίνι
δημοσιοποίησε τα αποτελέσματα της έρευνας του, ενώ ακολούθησε τετράμηνος
ενδελεχής έλεγχος από επιστήμονες αναφορικά με την εγκυρότητα της. Η ομάδα του
Σεραλίνι εξέτασε πάνω από 200 αρουραίους, οι οποίοι είχαν τραφεί με γενετικώς
τροποποιημένο σιτάρι σε μια περίοδο 2 χρόνων, δηλαδή πολύ περισσότερο από την
αντίστοιχη τρίμηνη έρευνα που πραγματοποίησε η Μονσάντο, προκειμένου να λάβει
την έγκριση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA). Η έρευνα
η οποία κόστισε 3 εκατομμύρια ευρώ, έγινε κάτω από συνθήκες άκρας μυστικότητας
για την αποφυγή της πίεσης των βιομηχανιών.
Η εν λόγω μελέτη ανέδειξε τις σοβαρές επιπτώσεις των
μεταλλαγμένων τροφίμων καθώς και του συγκεκριμένου ζιζανιοκτόνου στην υγεία.
Ειδικότερα τα πειραματόζωα εμφάνισαν
καρκίνο στο μαστό, νεφροπάθειες, ορμονολογικές ανωμαλίες καθώς και ψηλαφητούς
όγκους. Οι πρώτοι όγκοι εμφανίστηκαν στα πειραματόζωα 4 με 7 μήνες μετά την
έναρξη της έρευνας, οι φωτογραφίες των οποίων έκαναν τον γύρο του
κόσμου.Μολονότι στην έρευνα της Μονσάντο είχαν σημειωθεί επίσης ποσοστά
τοξικότητας, παραβλέφθηκαν ως βιολογικώς ασήμαντα, τόσο από την ομάδα της
εταιρείας όσο και από την EFSA.
Η δημοσίευση της έρευνας πυροδότησε αντιδράσεις, προκαλώντας
πανικό στους ιθύνοντες της Ε.Ε, που είχαν αρχικά εγκρίνει τα προϊόντα της
Μονσάντο. Η EFSA παραδέχθηκε ότι έδωσε
την έγκρισή της βασιζόμενη σε στοιχεία της Μονσάντο, χωρίς να προβεί σε
περαιτέρω διερεύνηση. «Οι κλινικές δοκιμές των μεταλλαγμένων προϊόντων στα ζώα
δεν αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκριση τους. Παλαιότερα έρευνες
που είχαν πραγματοποιηθεί και περιελάμβαναν τη χρήση πειραματόζωων κατά
διάρκεια 90 ημερών, δεν είχαν φανερώσει τις βλαβερές συνέπειες των
μεταλλαγμένων τροφίμων στην υγεία», δήλωσαν οι υπεύθυνοι της Ε.Ε.
Ωστόσο η φράση 90 μέρες είναι και το κλειδί στην υπόθεση.
Όλες οι παθογένειες εμφανίστηκαν στα ζώα μετά τους 4 μήνες.
Η αντίδραση της Μονσάντο για τον περιορισμό της ζημιάς που
προκλήθηκε από την έκταση που πήρε το θέμα ήταν σπασμωδική, καθώς τόνισε ότι
έδωσε την έρευνα του Σεραλίνι για αξιολόγηση στο επιστημονικό τμήμα της EFSA.
Η απάντηση της EFSA
Η άρνηση της επανεξέτασης του θέματος, ανεξάρτητα από τυχόν
λάθη του Σεραλίνι κάνει φανερή την προσπάθεια της EFSA να καλύψει το λόμπυ των
γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων. Σε ανάλογες περιπτώσεις, όπου τίθεται θέμα
κινδύνου για την ανθρώπινη ζωή, κρίνεται απαραίτητη η άμεση διεξαγωγή
μακροπρόθεσμων ερευνών για την έγκριση ή απόρριψη των αποτελεσμάτων μελετών
όπως αυτή του Σεραλίνι.
Τον Νοέμβριο του 2012, λίγες μόνο εβδομάδες μετά την
δημοσίευση της έρευνας, η EFSA στις Βρυξέλλες τόνισε ότι δεν ήταν αξιόπιστη.
Συγκεκριμένα επεσήμανε ότι ο Σεραλίνι είχε χρησιμοποιήσει το λάθος είδος αρουραίων
καθώς και μικρότερο αριθμό από αυτόν που θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να έχει
υποπέσει σε στατιστικά λάθη. «Σοβαρές ελλείψεις στο σχεδιασμό και στην
μεθοδολογία της έρευνας του Σεραλίνι, δείχνουν ότι η εργασία του δεν
ανταποκρίνεται σε υψηλά επιστημονικά κριτήρια, με αποτέλεσμα να μην κρίνεται
απαραίτητη η επανεξέταση του γενετικώς τροποποιημένου αραβόσιτου NK603»,
υπογράμμισαν υπεύθυνοι της EFSA στις Βρυξέλλες.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μέλη της EFSA συνδέονται
με την εταιρεία της Μονσάντο, καθώς και με την ευρύτερη βιομηχανία γενετικώς
μεταλλαγμένων τροφίμων, αναδεικνύοντας έτσι το πρόβλημα των αντικρουόμενων
συμφερόντων. Σύμφωνα με δηλώσεις του
Corporate Europe Observer, μιας ανεξάρτητης ομάδας εταιρικής προστασίας
της Ε.Ε «EFSA απέτυχε στο να οργανώσει μια επιστημονική ομάδα, που να ασχοληθεί
με το θέμα και να μην έχει αντικρουόμενα ενδιαφέροντα. Άλλωστε η συνεργασία της
με το λόμπυ της μεγαλύτερης βιοτεχνολογικής βιομηχανίας για την αξιολόγηση της
ποιότητας των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων υποτιμά την αξιοπιστία της»
Η μυστηριώδης απόσυρση της έρευνας
Ένα χρόνο μετά την δημοσίευση της έρευνας του Σεραλίνι η
Journal of Food and Chemical Toxicology, αποφάσισε να την αποσύρει, παρά το
γεγονός ότι δεν υπήρχε κανένας βασικός λόγος για την ενέργεια αυτή, όπως ζήτημα
λογοκλοπής, ηθικό θέμα ή εύρεση λάθους. Η περίεργη αυτή απόφαση συνέπεσε 6
μήνες μετά τον διορισμό του Richard E.Goodman στην θέση του Συντάκτη της
Βιοτεχνολογίας από την εταιρεία Elsevier. Ο Goodman ήταν πρώην εργαζόμενος του
International Life Sciences Institute, οργάνωση της Μονσάντο, που αναπτύσσει
μεθόδους αξιολόγησης κινδύνου που είναι φιλικές προς τη βιομηχανία, σχετικά με
τα μεταλλαγμένα τρόφιμα, εισάγοντας αυτές στους κρατικούς κανονισμούς.
Θέλοντας να τονίσουν το ηθικό πρόβλημα που εγείρεται, λόγω
της πρόσληψης πρώην εργαζομένων της Μονσάντο για τον έλεγχο της δημοσίευσης
ερευνών σχετικά με τα γενετικώς μεταλλαγμένα τρόφιμα, ειδικοί ανέφεραν σε
επιστημονικό site, «τώρα η Μονσάντο αποφασίζει ποιες μελέτες θα δουν το φως της
δημοσιότητας και ποιες όχι; Είναι η προσπάθεια της να ελέγξει την επιστήμη;»
Οι διαδηλωτές στην Αργεντινή
Το τέρας της Μονσάντο είναι από πάνω μας. Μετά την χρήση
φυτοφαρμάκων, τώρα η Μονσάντο αποφάσισε να φυτέψει σπόρους γενετικώς
τροποποιημένων φυτών στην Κόρντομπα της Αργεντινής.
Οι κάτοικοι οργάνωσαν κινητοποιήσεις οδηγώντας τα φορτηγά
που θα χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια των φυτών εκτός περιοχής, με
αποτέλεσμα πάνω από 20 άτομα να τραυματιστούν.
Στην ευρύτερη περιοχή έχει σημειωθεί αύξηση των κρουσμάτων
του καρκίνου, των αναπνευστικών προβλημάτων, καθώς και των αλλεργικών
αντιδράσεων, που συμπίπτουν με τη χρήση ψεκασμού των συγκεκριμένων
φυτοφαρμάκων. Έτσι, η καλλιέργεια των γενετικά τροποποιημένων φυτών
υπολογίζεται ότι θα επιφέρει σοβαρότερες συνέπειες.
«Συμμετέχω γιατί φοβάμαι την αρρώστια και το θάνατο. Ο γιος
μου είναι ήδη άρρωστος και αν η Μονσάντο επιστρέψει τα πράγματα θα γίνουν
χειρότερα. Εδώ πολλοί άνθρωποι υποφέρουν από τα ίδια συμπτώματα», είπε η Μαρία
Τόρες, κάτοικος της περιοχής.
Ο βιολόγος Ραούλ Μοντενέγκρο , που κέρδισε το βραβείο Νόμπελ
το 2004, εξήγησε ότι δεν υπάρχει κάποιος επίσημος μηχανισμός παρακολούθησης,
για το κατά πόσο τα εν λόγω προϊόντα προκαλούν τόσο σοβαρά προβλήματα υγείας.
Συγκεκριμένα δεν υπάρχουν αυστηρές ιατρικές εξετάσεις αναφορικά με τον
εντοπισμό των συστατικών των φυτοφαρμάκων στο αίμα, αλλά ούτε και προηγμένες
περιβαλλοντολογικές μελέτες για τον έλεγχο του νερού. «Αυτές οι ελλείψεις
κάνουν την Αργεντινή και την Βραζιλία παράδεισο για εταιρείες όπως η Μονσάντο»,
δήλωσε ο Ραούλ Μοντενέγκρο.
Το 2009 η Πρόεδρος της Αργεντινής Κριστίνα Φερνάντες
δημιούργησε την Εθνική Επιτροπή Έρευνας για Αγροχημικά, προκειμένου να προβεί
στη μελέτη, την πρόληψη και την εξάλειψη των συνεπειών αυτών των φυτοφαρμάκων
στην υγεία των ανθρώπων. «Ωστόσο η Αργεντινή είναι παράδεισος και για τις
διαγονιδιακές καλλιέργειες, η έγκριση των οποίων βασίζεται στις πληροφορίες που
προέρχονται κυρίως από τις βιοτεχνολογικές εταιρείες», όπως τόνισε ο
Μοντενέγκρο.
Eπιμέλεια: Νικολέττα Ρούσσου-tvxs