Επειδή πολλοί διδάσκουν ότι το να εκπέσει κανείς απ’ τη χάρη του
Θεού είναι κάτι αδύνατον, είναι καλό να εξετάσουμε προσεκτικά το λόγο του Θεού
πάνω σ’ αυτό το θέμα. Λένε ορισμένοι,
«αφού έχω βαπτιστεί με Πνεύμα Άγιο, ο Θεός δεν θα μ’ αφήσει» «Δεν έχει σημασία
η ζωή που ζεις και ο αγιασμός σου, ο Θεός σ’ αγαπά»
Β’
Κορ.ς:1 «Όντες δε συνεργοί αυτού, παρακαλούμεν ενταυτώ να μη δεχθήτε την
χάριν του Θεού ματαίως»
Αν κάποιος άνθρωπος που κάποτε δέχτηκε τη χάρη του Θεού δεν είναι
δυνατόν να εκπέσει και να χαθεί, τότε εδάφια σαν κι αυτό δεν έπρεπε να είχαν
γραφτεί ποτέ, γιατί υπήρχε μόνο ένας τρόπος που οι άγιοι της Κορίνθου θα
μπορούσαν να είχαν δαπανήσει τη χάρη του Θεού μάταια κι αυτός είναι να είχαν
εκπέσει απ’ αυτή και να είχαν χαθεί. Αν είναι αδύνατον, μετά που θα δεχτεί
κάποιος τη χάρη του Θεού, να χαθεί, τότε το έργο που δαπανήθηκε για να τον
φέρει σ’ αυτή τη χάρη δεν θα μπορούσε να είναι μάταιο.
Ο Παύλος γράφοντας στους Γαλάτες, που όπως λέει άρχισαν τη
χριστιανική τους ζωή κατά το Πνεύμα, λέγει: «τόσον
ανόητοι είσθε; αφού ηρχίσατε με το Πνεύμα, τώρα τελειόνετε με την σάρκα;» (Γαλ.γ:3) και «Φοβούμαι διά σας, μήπως ματαίως εκοπίασαεις εσάς» (Γαλ.δ:11). Αυτοί
οι άνθρωποι είχαν απομακρυνθεί απ’ τις διδασκαλίες του Παύλου κι άρχισαν να
βλέπουν στη δικαίωση με τα έργα. Ξανά, στην
Α’ Θεσ.γ:5 λέει: «Διά τούτο και εγώ
μη υποφέρων πλέον, έπεμψα διά να μάθω την πίστιν σας, μήπως σας επείρασεν ο
πειράζων, και αποβή εις μάτην ο κόπος ημών». Βλέπουμε ότι οι ίδιοι άνθρωποι
είχαν δεχτεί το λόγο του Θεού με χαρά Πνεύματος Αγίου (Α΄Θεσ.α:5-6).
Σίγουρα κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί ότι αυτοί οι
πιστοί στη Γαλατία και στη Θεσσαλονίκη είχαν σωθεί με τη χάρη, και όμως ήταν
ακόμα πιθανόν όλο το έργο του απόστολου ανάμεσά τους να γινόταν μάταιο. Και ο
μόνος τρόπος που η διακονία του Παύλου ανάμεσά τους μπορούσε να είναι μάταιη,
ήταν αυτοί οι πιστοί να χάσουν το Θεό και να χαθούν.
Έχουμε την καθαρή δήλωση του Παύλου στην Γαλ.ε:4 και είναι ν’ απορεί κανείς πώς κάποιος μπορεί να διδάσκει
αντίθετα, βάζοντας στην άκρη όλα αυτά τα εδάφια. Το επιχείρημά τους είναι ότι
αφού το δώρο του Θεού είναι η αιώνια ζωή, δεν βλέπουμε πώς κάποιος που το
παίρνει μπορεί να χαθεί.
Όμως, φαίνεται ότι δεν έχουν λογαριάσει κάποιες
αλήθειες: Αυτό το δώρο, όπως κι αν ονομάζεται,
δωρεά του Αγίου Πνεύματος (Πραξ.β:38),
δωρεά της δικαιοσύνης (Ρωμ.ε:17),
δώρο της χάρης (Εφεσ.β:8), ή η δωρεά
της αιώνιας ζωής (Ρωμ.ε:17), είναι ο
Ιησούς μέσα μας η ελπίδα της δόξας. Προσέξτε προσεκτικά στην Κολ.γ:4 ότι ο Ιησούς είναι για μας η
αιώνια ζωή. Και όσο έχουμε Αυτόν, έχουμε αιώνια ζωή (Α’ Ιωαν.ε:12).
Μετά απ’ όλα αυτά, είναι καθαρό ότι αν βγάλουμε το Χριστό απ’ τη
ζωή μας, βγάζουμε μαζί και την αιώνια ζωή, και κάθε έργο που έχει γίνει στη ζωή
μας απ’ αυτούς που ο Θεός έστειλε για να μας φέρουν στο Χριστό, γίνεται μάταιο.
Αν χάσουμε τον Ιησού, δεν έχουμε ούτε χάρη, ούτε δικαιοσύνη, ούτε αιώνια ζωή,
γιατί όλα αυτά είναι σ’ Αυτόν.
Η αλήθεια της ασφάλειας κοντά στο Χριστό είναι θαυμαστή, γιατί όσο
κρατάμε τον Ιησού, είμαστε τόσο ασφαλείς όσο θα είμαστε στον ουρανό. Όμως είναι κρίμα και λυπηρό για τους
ανθρώπους να αναπαύονται σε μια λάθος ασφάλεια, όταν υπάρχει η πραγματική πάνω
στην οποία μπορούμε να στηριχτούμε.
Αυτή η ψευδοδιδασκαλία έχει γίνει αιτία οι άνθρωποι να μην
προσέχουν την ηθική τους ζωή, με αποτέλεσμα να χαθούν πολλές ψυχές. Πολλοί που
κάποτε ζούσαν άγια, αρχίζουν να σκέφτονται ότι: «Δεν έχει σημασία τί κάνω, δεν
μπορεί να χαθώ, αφού έχω γευθεί τη χάρη του Θεού».
Κάθε διδασκαλία που δεν συντελεί σ’ ένα άγιο βάδισμα με το Θεό, θα
απορριφθεί.
Διαβάζουμε στην Κολ.α:24
ότι ο Παύλος υπέφερε για την εκκλησία, και ρωτάμε, «Γιατί να υποφέρεις για την
εκκλησία Παύλε; Αφού όταν οι πιστοί γεμίσουν με το Θεό μετά είναι αιώνια
ασφαλείς!»
Αλλά ας αφήσουμε τον ίδιο ν’ απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα μ’ αυτά
που γράφει στους Κορίνθιους που ήταν ηγιασμένοι
εν Χριστώ Ιησού, και δεν έμενον οπίσω εις ουδέν χάρισμα (Α’ Κορ.α:2,6,7).
Τους λέει «Σας φανερόνω δε, αδελφοί, το
ευαγγέλιον το οποίον εκήρυξα προς εσάς, το οποίον και παρελάβετε, εις το οποίον
και ίστασθε δια του οποίου και σώζεσθε, τίνι τρόπω σας εκήρυξα αυτό, αν φυλάττητε αυτό εκτός εάν επιστεύσατε
ματαίως» Α’ Κορ. ιε:2-3. Ναι
αδελφέ μου, εξαρτάται απ’ τις συνθήκες αν δεν έχουμε πιστέψει μάταια, γιατί
διαβάζουμε στους Κολ.α:23 «εάν
επιμένητε εις την πίστην τεθεμελιωμένοι και στερεοί, και μη μετακινούμενοι από
της ελπίδος του ευαγγελίου το οποίον ηκούσατε, του κηρυχθέντος εις πάσαν την
κτίσιν την υπό τον ουρανόν του οποίου εγώ ο Παύλος έγεινα υπηρέτης» και «ο δε Χριστός, ως υιός επί τον οίκον αυτού
του οποίου ημείς είμεθα οίκος, εάν
κρατήσωμεν μέχρι τέλους βεβαίαν την παρρησίαν και το καύχημα της ελπίδος» Εβρ.γ:6.
Διδασκόμαστε, «αλλά προτρέπετε αλλήλους καθ’ εκάστην
ημέραν, ενόσω ονομάζεται το σήμερον διά να μη σκληρυνθή τις εξ υμών διά της
απάτης της αμαρτίας διότι μέτοχοι εγείναμεν του Χριστού εάν κρατήσωμεν μέχρι τέλους βεβαίαν την αρχήν της πεποιθήσεως» (Εβρ.γ:13,14).
Ο Παύλος διδάσκει ότι οι φυσικοί κλάδοι, οι Ισραηλίτες, απεκόπησαν
ενώ οι Εθνικοί σαν αγριελαία ενεκεντρίσθησαν κι έγιναν συγκοινωνοί της ρίζας (Ρωμ.ια:17). Ξέρουμε ότι ο μόνος τρόπος
που ένας εθνικός μπορεί να εκεντρισθή στο Χριστό, είναι αυτός που ο Κορνήλιος
και το σπίτι του ήρθαν στον Κύριο (Πράξ.ι:44).
Εδώ διαβάζουμε ότι «εάν ο Θεός δεν εφείσθη
τους φυσικούς κλάδους, πρόσεχε μήπως δεν φεισθή μηδέ σε. Ιδέ λοιπόν την
χρηστότητα και την αυστηρότητα του Θεού επί μεν τους πεσόντας, την αυστηρότητα
επί σε δε την χρηστότητα, εάν επιμείνης
εις την χρηστότητα διότι άλλως κι εσύ θέλεις αποκοπή» (Ρωμ.ια:21-22).
Ευχαριστούμε το Θεό για την αρμονία όλων αυτών των εδαφίων που
αποδεικνύουν τόσο καθαρά, ότι η σωτηρία μας δεν εξαρτάται μόνο απ’ την αρχική
χάρη του Θεού, αλλά κι απ’ το αν συνεχίσουμε να μένουμε στο Χριστό,
επιτρέποντας στο πνεύμα Του να κατοικεί μέσα μας.