Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Το ενθύμιο



Και βέβαια το έχω ακόμη. Το φυλάω σαν τα μάτια μου, σ’ αυτό εκεί το μπαούλο. Μερικές φορές, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά ή τα τσουγκρίζουμε με τη γυναίκα μου, τη Μαρία, κι ακόμη όταν νιώθω καταπίεση για κάποιο λόγο, το παίρνω και το κοιτάζω. Και ξέρετε, νομίζω πως αυτό με βοηθάει.

Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε, όμως μου φαίνεται πολύ περισσότερο, έτσι δεν είναι; Δε νομίζω πως η πόλη μας θα ξαναβρεί τον εαυτό της ύστερα από τα γεγονότα εκείνης της εβδομάδας. Δεν ήταν μόνο ο σεισμός, παρότι χτύπησε μερικά κτίρια, όπως ξέρετε, μα ήταν η κατάθλιψη που, όπως φαίνεται, εγκαταστάθηκε πάνω σε όλα και όλους, την ώρα που σταύρωσαν τον Προφήτη από τη Γαλιλαία. Θυμάστε πόσο σκοτείνιασε ο ουρανός εκείνο το μεσημέρι; Σαν να είχε διαπραχθεί κάποιο τρομερό έγκλημα, που το γνώριζε ακόμη κι ο ουρανός.


Το θυμάμαι καλά εκείνο το πρωινό, επειδή ο πλούσιος έμπορος απ’ την Ιεριχώ, που είχε νοικιάσει το ανώγειο του σπιτιού μας για να γιορτάσει το Πάσχα με την οικογένειά του, μου μήνυσε πως τελικά δε θα μπορούσε να έρθει. Το ‘νιωσα σαν χτύπημα γιατί όχι μόνο όλα ήταν ήδη έτοιμα, μα κι επειδή λογαριάζαμε πολύ σ’ εκείνα τα χρήματα. Είχα γίνει έξω φρενών!

Φυσικά, όταν είσαι γεμάτος θυμό, θέλεις κάπου να ξεσπάσεις, έτσι κι εγώ εύρισκα παντού λάθη. Είχαμε στείλει έναν από τους υπηρέτες να φέρει νερό απ’ το πηγάδι και όταν αυτός δεν ήρθε στην ώρα του, έβαλα τις φωνές στη Μαρία που ποτέ δε μπορούσε να βάλει τάξη σ’ αυτό το σπίτι. Εκείνη μου αντιμίλησε κι ήμασταν πάνω στον καυγά όταν ο υπηρέτης τελικά παρουσιάστηκε. Ήμουν έτοιμος και να τον κτυπήσω ακόμη, όπως του άξιζε, όμως ακριβώς πίσω του ακολούθησαν δυο ξένοι άντρες. Είπαν ότι ο κύριός τους χρειαζόταν το ανώγειό μας εκείνο το βράδυ και πως έπρεπε να κάνω ετοιμασία για 13 άτομα.

Καταλαβαίνετε βέβαια πόσο παράξενα ήταν όλα αυτά. Βρισκόμουν μ’ ένα άδειο δωμάτιο και τρόφιμα ετοιμασμένα και να που τούτοι οι δύο ξένοι ζητούσαν ακριβώς αυτές τις διευκολύνσεις. Άραγε είχαν χρήματα; Ναι, ήταν έτοιμοι να πληρώσουν προκαταβολικά. Αλλά πως έμαθαν για το σπίτι μας; Ο κύριός τους τους είπε ν’ ακολουθήσουν κάποιον που θα μετέφερε ένα σταμνί με νερό κι έτσι βρέθηκαν κοντά μας.

Αυτό ήταν ακόμη πιο παράξενο. Στην ερώτησή μου, ποιος ήταν ο κύριός τους, απάντησαν: «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, θα έχετε ακούσει γι’ αυτόν!»

Ναι, είχα ακούσει. Όταν η γυναίκα μου επισκέφτηκε την αδελφή της στην Καπερναούμ, τον είχε ακούσει να διδάσκει και στην επιστροφή της μιλούσε γι’ αυτόν ολόκληρη βδομάδα. Αλλά κι εγώ έμαθα στην αγορά πως εκείνες τις μέρες είχε κάποιες φασαρίες στο Ναό και πως οι Αρχιερείς ζητούσαν να τον συλλάβουν σαν ταραχοποιό ή για κάτι χειρότερο. Κάποιος έλεγε πως οι Ρωμαίοι τον παρακολουθούσαν στενά, για να μη τους δημιουργήσει προβλήματα, ίσως μην ξεσηκώσει επανάσταση. Μ’ άλλα λόγια ένα επικίνδυνο πρόσωπο για να το φιλοξενήσεις στο σπίτι σου...

Άρχισα να τους λέω πως το δωμάτιο δεν ήταν διαθέσιμο, όμως η Μαρία είχε διαφορετική γνώμη. Τι τιμή θα ήταν για μας να έχουμε στο σπίτι μας τον Προφήτη, για να γιορτάσει το Πάσχα κοντά μας! Της μίλησα για τους φόβους μου. Αν ξαφνικά έρχονταν οι φρουροί του Ναού να τον συλλάβουν ενώ ήταν στο ανώγειό μας; Αν οι Ρωμαίοι, που κατάσκοποί τους υπήρχαν παντού, έβαζαν και το δικό μας όνομα στη λίστα με τους ύποπτους; Ήταν πολύ παρακινδυνευμένο! Ήταν όμως και τα χρήματα που θα έπαιρνα.... Πως να τους διώξω; Τελικά υποχώρησα και συμφώνησα.

Ήρθαν αργά το απόγευμα, γλίστρησαν ήσυχα- ήσυχα σαν να μην ήθελαν να γίνουν αντιληπτοί. Ο αρχηγός τους ήρθε από τους τελευταίους. Δε μπορώ να πω πως ακριβώς έμοιαζε, μόνο θυμάμαι ότι τα μάτια του ξεχώριζαν. Όταν σε κοίταζε νόμιζες πως γνώριζε κάθε τι που είχες μέσα σου, καλό ή κακό, πως τα καταλάβαινε όλα. Δε θυμάμαι το χρώμα τους όμως καταλάβαινες πως δεν έκρυβαν τίποτε κακό. Μόνο καλοσύνη.

Οι υπόλοιποι ήταν ένα ανθρώπινο μίγμα. Μάλλον ήταν φοβισμένοι, αν και προσπαθούσαν να μην το δείχνουν. Συγκεντρώθηκαν στο ανώγειο ενώ εγώ κι η Μαρία πήγαμε στην κουζίνα για να ετοιμάσουμε τα φαγητά. Ενώ εργαζόμασταν, μια υπηρέτρια ήρθε και είπε πως ζήτησαν μια λεκάνη με νερό και πετσέτες. Η Μαρία βιάστηκε να τα ετοιμάσει και τα πήγε επάνω η ίδια. Κατάλαβα πως ήθελε να βρεθεί άλλη μια φορά κοντά στον παράξενο άνθρωπο από τη Γαλιλαία.

Έμεινε περισσότερο από όσο υπολόγιζα γι’ αυτό ανέβηκα κι εγώ για να τη φωνάξω, όμως τη βρήκα να στέκεται και να κοιτάζει μέσα, από μια χαραμάδα που υπήρχε στην κλειστή πόρτα. Μου έκανε νόημα να μη μιλήσω. Από μέσα ακούγονταν οι φωνές τους . Ήρθα πλάι της κι αυτό που είδα με άφησε κατάπληκτο. Εκείνος που φώναζαν Ιησού είχε βγάλει το χιτώνα του, είχε τυλιχτεί μια πετσέτα και γονατισμένος στο πάτωμα, μπροστά από έναν μαθητή του, του έπλενε τα πόδια. Παρά τις διαμαρτυρίες του άλλου, εκείνος τελείωσε το πλύσιμο και σκούπισε τα πόδια με την πετσέτα που είχε στη μέση του.

Πήρα τη Μαρία κάτω στην κουζίνα και δεν έκρυψα την απορία μου: «Τι είδους αρχηγός είναι τούτος; Πώς ταπείνωσε έτσι τον εαυτό του; Γιατί το έκανε αυτό το πράγμα;

«Δεν το βλέπεις;» είπε η Μαρία, «Είναι από την αγάπη που ‘χει μέσα του!»

Το ξανασκέφτηκα πολλές φορές από τότε. Μπορώ να κλείσω τα μάτια και να φέρω μπροστά μου την ίδια εικόνα. Να πλένει τα πόδια τους και να τα σκουπίζει... Η αγάπη που είχε μέσα του!... Μάλλον η Μαρία είχε δίκιο. Ήταν γεμάτος αγάπη.

Δε θυμάμαι όλα όσα έγιναν στη συνέχεια. Κάποια στιγμή ένας από την παρέα έφυγε μόνος του μεσ’ στη νύχτα, χωρίς να ξαναγυρίσει. Ύστερα τους ακούσαμε να ψέλνουν και μετά κατέβηκαν όλοι μαζί σιωπηλοί. Πριν φύγουν ο αρχηγός γύρισε στη Μαρία και της είπε: «Μη φοβάσαι! Δεν πρόκειται να σας συμβεί κανένα κακό εξαιτίας μου» κι έφυγε σιωπηλός.

Μόλις έκλεισε η πόρτα, περίμενα να φύγει από πάνω μου το βάρος της ανησυχίας. Μάταια. Αντίθετα άρχισα να νιώθω μέσα μου ένα κενό, μια απώλεια που δε μπορούσα να περιγράψω. Ένα αίσθημα ερημιάς.

Ανέβηκα στο ανώγειο και στάθηκα για λίγο - όλα ήταν όπως τα άφησαν. Ξέρετε μερικές φορές η ατμόσφαιρα σ’ ένα δωμάτιο μοιάζει να διατηρεί τις εντυπώσεις από όσα συνέβησαν εκεί πριν από λίγο. Προσπαθούσα να συλλάβω κάποια ανεπαίσθητη ηχώ, ν’ ακούσω τις συζητήσεις τους, αλλά τίποτα δε γινόταν.

Σε μια παράμερη γωνιά ήταν το κανάτι με το νερό, η λεκάνη κι εκείνη η πετσέτα. Πήγα και την έπιασα. Ήταν νωπή και λεκιασμένη. Την περιεργάστηκα για λίγο κι όταν κατέβηκα, την πήρα μαζί μου. Για κάποιο απροσδιόριστο λόγο, δεν ήθελα να την πάρουν οι υπηρέτες όταν θα συμμάζευαν το δωμάτιο. Την έβαλα σ’ αυτό το μπαούλο κι από τότε είν’ εκεί φυλαγμένη.

Όπως ξέρεις τον συνέλαβαν το ίδιο βράδυ και την άλλη μέρα τον εκτέλεσαν. Κάποιοι - ανάμεσά τους και η γυναίκα μου, η Μαρία - λένε ότι αναστήθηκε. Όταν τη ρωτάω πως μπορεί να έγινε αυτό, χαμογελάει: «Η αγάπη είναι πιο δυνατή από το θάνατο», απαντά. Κάθε τόσο συναντιέται με άλλους που συμμερίζονται τις ιδέες της, μου λέει να πάω κι εγώ. Που ξέρεις; ίσως πάω κάποια από αυτές τις μέρες.

Για την πετσέτα; Δεν είναι παρά ένα κομμάτι ύφασμα. Θέλεις να τη δεις; Καλά θα φέρω το κλειδί. Όχι αδελφέ, δε μου κάνει κόπο, εξάλλου θέλω κι εγώ να τη δω άλλη μια φορά. Όλοι θέλουν να τη δουν όταν τους λέω την ιστορία...

ΣΧΟΛΙΟ: Όπως σημειώσαμε από την αρχή, το κείμενο αυτό είναι φανταστικό. Μια ανθρώπινη προσπάθεια για να εκφραστούν κάποια συναισθήματα που, αναπόφευκτα, ανεβαίνουν στις καρδιές που ξαναθυμούνται τα γεγονότα των Παθών του Κυρίου. Όμως η νοοτροπία που περιγράφει δεν απέχει από την πραγματικότητα. Πόσοι και πόσοι δεν τρέχουν στους Άγιους Τόπους ή τα διάφορα μοναστήρια για να δουν άλλα σκεύη που, τάχα χρησιμοποίησε ο Χριστός ή οι βασανιστές Του - όπως για παράδειγμα έγινε και σε διάφορους ναούς της Αθήνας, με το υποθετικό «Τίμιο Ξύλο» που έφεραν από τον Άθω.

Το ίδιο ασφαλώς θα μπορούσε να συμβεί και με την πετσέτα της ιστορίας μας. Όλοι θα ήθελαν να τη δουν, να την αγγίσουν, να την φιλήσουν ακόμη.

Η απορία, ωστόσο, υπάρχει και δε μπορεί παρά να τη διατυπώσουμε: Πόσες και πόσοι άραγε είμαστε έτοιμοι ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΙΔΙΟ, όπως ο Κύριός μας;

Καθώς ήρθε και πάλι στη μνήμη τούτη η μοναδική εικόνα της υπέρτατης ταπείνωσης του Χριστού, είθε να μείνει στο μυαλό μας η εντολή που παρέδωσε ο Κύριος Ιησούς εκείνη την ίδια νύχτα: «Εάν λοιπόν εγώ, ο Κύριος και ο διδάσκαλος, σας ένιψα τους πόδας, και σεις χρεωστείτε να νίπτητε τους πόδας αλλήλων» (Ιωάν.ιγ:14).