Κάποια από τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, έξω (και μέσα ενίοτε) από μια μικρή εκκλησία, στο κέντρο _της Αθήνας. Καμιά σαρανταριά “πιστοί” (και μη) περίμεναν σχεδόν υπομονετικά να ολοκληρωθεί η λειτουργία.
Η ψύχρα έντονη, όπως συμβαίνει συχνά τέτοιες - αναποφάσιστες ως προς το τι καιρό θα κάνουν - νύχτες του Απρίλη.
Η ψύχρα έντονη, όπως συμβαίνει συχνά τέτοιες - αναποφάσιστες ως προς το τι καιρό θα κάνουν - νύχτες του Απρίλη.
Στην ατμόσφαιρα μια μυρωδιά έντονη, σαν να βρισκόσουν στο τμήμα με τις κολόνιες του Χόντου. Ήταν σχεδόν αποπνικτική η μείξη όλων των αρωμάτων με τα οποία είχαν ψεκαστεί οι καλοντυμένοι παρευρισκόμενοι, με τα συννεφάκια κατάνυξης που «επιτίθεντο» από το υπερδραστήριο θυμιατό του παπά.
Ποια Ανάσταση του Θεανθρώπου, την ανάσταση του Calvin Klein ζήσαμε με τόση «Obsession» στον αέρα.
Η εκκλησία στολισμένη (και) με ορχιδέες. Ήταν από τα λουλούδια που ζητήθηκαν περισσότερο για τους Επιτάφιους, διάβασα στην εφημερίδα. Τόσα χρόνια μες στις φτωχοβιολέτες και στις ευτελοπασχαλιές, ε, τη χρειαζόταν μια κάποια αναβάθμιση και αυτός. Έτσι λοιπόν, αναβαθμισμένοι και περιποιημένοι στεκόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο. Άλλος κρατώντας το κερί του με προσοχή μην και το σβήσει ο άνεμος, άλλος αδέξια και αγενώς σαν να κρατούσε μυγοσκοτώστρα. Κάποιος προσπαθώντας να ακούσει τι έλεγε ο παπάς, κάποιος στήνοντας αφτί για να μη χάσει ούτε λέξη από το (χριστιανικό) θάψιμο που είχαν ξεκίνησε οι διπλανοί του με θύμα την παραδιπλανή του.
Η κατάνυξη παρέα με την αδιαφορία, ο σεβασμός παρέα με την (απόλυτη) αγένεια, όπως γίνεται πάντοτε σε τέτοιου είδους συνάξεις.
Κατανυκτική μού φάνηκε η στάση και της νεαρής μητέρας που είχε σταθεί απέναντι μου. Μαυροντυμένη, με το κερί αναμμένο στο χέρι, και το κεφάλι σκυμμένο, πολύ σκυμμένο. Στην αρχή νόμιζα ότι προσευχόταν. Μετά πρόσεξα ότι απλώς μιλούσε στο παιδί της, έναν μικρό που ήταν δεν ήταν δυόμισι ετών. «Και εδώ θα είμαστε ήσυχοι, γιατί τώρα κλαίμε για τον Χριστούλη που οι κακοί άνθρωποι τον βασάνισαν... Και είμαστε στενοχωρημένοι με αυτό... Γιατί ο Χριστούλης ήθελε να μας σώσει από...».
Ο μικρός βελζεβούλης δεν άντεξε για πολύ το κήρυγμα. Μόνο άρχισε να τρέχει στο προαύλιο αφρίζοντας και ουρλιάζοντας.
Ξαφνικά δεν ακουγόταν τίποτε άλλο παρά οι φωνές του, που ζητούσαν να κάνει ποδήλατο, που ζητούσαν να φύγει από την εκκλησία, που ζητούσαν τον μπαμπά του, που ζητούσαν γκοφρέτα με αυτοκόλλητο, που ζητούσαν παγωτό με γεύση φράουλα, που ζητούσαν το ένα και το άλλο...
Επρόκειτο για μια άνευ προηγουμένου λογοδιάρροια την οποία και να ήθελες να αγνοήσεις δεν μπορούσες, τόση ήταν η ένταση της.
Βεβαίως, το εντυπωσιακότερο όλων δεν ήταν η συμπεριφορά του κακομαθημένου, αλλά η στάση της μανούλας του. Η οποία απλώς συνέχισε να ατενίζει μπροστά της, προς την Ανάσταση υποθέτω, κρατώντας το αναμμένο κερί της. Κάνοντας πότε πότε κανένα σιγανό, πολύ σιγανό, «σουτ» περισσότερο για τα μάτια του κόσμου παρά για να συμμαζέψει το τέρας που ανέτρεφε, το οποίο ενοχλούσε (έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε) όλους τους παρευρισκόμενους.
Θεωρώντας ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα που υπόσχονταν την ανατροφή των ιδανικών ανθρώπων μέσα στην απόλυτη ελευθερία έχουν αποτύχει παταγωδώς, ομολογώ ότι έχω καταλήξει σε μερικές κάπως σκληροπυρηνικές, αλλά δοκιμασμένα αποδοτικές παιδαγωγικές μεθόδους, όπως την παντοφλιά, το ξεμάλλιασμα, το «ξερίζωμα» του αφτιού, τη φάλαγγα.
Και επάνω που είχα καταλήξει σε μια ποινή τόσο ευφάνταστη και... προχωρημένη δεν τολμώ να σας τη μεταφέρω για να μη χάσετε κάθε ιδέα για τον γράφοντα, το ανίερο μυστήριο κορυφώθηκε. Ο μικρός άρχισε να κάνει ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα μας ουρλιάζοντας «μα…κα! Μα….κα! Μα…..κα!». Τι έκαναν οι παριστάμενοι; Έβαλαν τα γέλια. Με πιο χαρούμενη, πιο ξελιγωμένη από όλους τη μανούλα του.
Τέτοια χαρά που το μικρό της είχε μάθει να προφέρει σωστά αυτή την τόσο δύσκολη λέξη δεν έχετε ξαναδεί!
Ούτε να τον είχαν δεχτεί στο Κολέγιο χωρίς κλήρωση! Είμαι σίγουρος ότι το βράδυ στο σπίτι θα του έδωσε διπλή μερίδα γλυκού. Μπορεί να του υποσχέθηκε και κάποιο δώρο, αν επαναλάμβανε τη λέξη μπροστά στον μπαμπά, στον παππού και στη γιαγιά...
Κοίταξα γύρω μου για να δω αν είχαν μείνει και άλλοι εμβρόντητοι όπως εγώ. Όχι, δεν ήμουν ο μοναδικός που ευχαρίστως θα έδινα σε μανούλα και παιδάκι να φάνε τα εξαπτέρυγα, είδα και άλλους με την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους, ήταν όμως πολύ λίγοι. Οι περισσότεροι εξακολουθούσαν να γελάνε. Και όσο γελούσαν, τόσο περισσότερο ο μικρός ξεφάντωνε. «Μαλ….κα!» και «ω, γλυκύ μου έαρ», «μα….κα!» και «αι γενεαί πάσαι!»... Δεν είναι σκηνή από κάποια βλάσφημη, μαύρη κωμωδία, αλλά ένα κατανυκτικό στιγμιότυπο του οποίου ήμουν αυτόπτης μάρτυρας.
Με τη θεία Ιουλία δίπλα μου, να ανεβάζει σφυγμούς και να μονολογεί «αν ήταν δικά μου παιδιά, και αυτό το τέρας και η γαϊδούρα που το γέννησε, στον σταυρό θα τα είχα καρφώσει τώρα! Ανάποδα!». Με εμένα και την ξαδέλφη μου να κοιταζόμαστε με ανακούφιση, αναλογιζόμενοι ποια τιμωρία γλιτώσαμε για να είμαστε υπάκουοι εκείνες τις λίγες φορές που μας πήγαιναν στην εκκλησία. Με τον μικρό να φωνάζει όλο και πιο δυνατά. Με τη μαμά του να γελάει όλο και πιο ευτυχισμένη. Τι να της ευχηθείς; Γρήγορα το καμάρι της να περάσει και σε άλλες βρισιές. Είναι κρίμα να μείνει στο «μα…κας» τη στιγμή που η ελληνική γλώσσα έχει τέτοιο πλούτο, τέτοια ποικιλία. Διότι είναι μεγάλη υπόθεση να διαθέτει ο άνθρωπος πλούσιο λεξιλόγιο! Ή μάλλον υβρεολόγιο στις μέρες που ζούμε.