Οι ιεράρχες με το τσακμάκι
Το 1561 ταξίδεψε στην Παλαιστίνη ο Γάλλος κληρικός Doubdan. Τo κεφάλαιο 40 τού χρονικού του (Voyage de la Terre Sainte, contenant une véritable description des Lieux plus consìdérables que notre Seigneur a sanctifié de sa présence, Paris, 1666) αναφέρεται στην περιλάλητη τελετή του Μεγάλου Σαββάτου, που παρακολούθησε ο ίδιος στο ναό της Αναστάσεως.
Ο Doubdan γράφει, ότι «οι σχισματικοί ιεράρχες της Ανατολής ανάβουν τη λυχνία του αγίου τάφου με το τσακμάκι». Όπως αναφέρουν πολλοί αξιόπιστοι συγγραφείς, εξηγεί o φανατικός καθολικός Γάλλος περιηγητής, κάθε χρόνο, κατά τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, ενώ οι χριστιανοί προσεύχονται με ευλάβεια, μια ουράνια φλόγα κατεβαίνει, αθέατη στον άγιο τάφο και ανάβει τα καντήλια, όχι μόνο του ιερού αυτού χώρου, αλλά και τα καντήλια όλου του ναού. «Με θαυμασμό και έκπληξη έβλεπαν οι χριστιανοί το ουράνιο φως να πετάει από καντήλι σε καντήλι και να τ΄ ανάβει το ένα υστέρα από το άλλο. Αλλά, όπως βεβαιώνουν άλλοι συγγραφείς, το θαύμα σταμάτησε εδώ και τριακόσια ή τετρακόσια χρόνια.» (Αφελέστατα ο Γάλλος κληρικός ισχυρίζεται, ότι το θαύμα σταμάτησε μετά τις Σταυροφορίες, όταν δηλαδή οι Φράγκοι μοναχοί έχασαν τον έλεγχο των προσκυνημάτων της Ιερουσαλήμ. Γεγονός είναι, ότι επί φραγκικού ελέγχου των προσκυνημάτων της Ιερουσαλήμ, κατά τον 8ο αιώνα, ο σουλτάνος της Αιγύπτου και αυθέντης τής Παλαιστίνης, Χακίμ Μπάμρ Αλλάχ, πρόσταξε την κατασκαφή του ναού, όταν οι δυτικοί μοναχοί καθιέρωσαν το θαύμα του αγίου φωτός (Ι.L. Moshem, De Lum Sanct. Sepul. IB΄ σελ. 261).
«Παρόλα αυτά οι πανούργοι σχισματικοί ανατολικοί ιεράρχες ανάβουν κρυφά τη λυχνία του Αγίου Τάφου με τσακμάκι και αφήνουν να πιστεύουν οι χριστιανοί, ότι το φως κατέβηκε αθέατο από τον ουρανό, ώστε να τρέχουν οι προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ από όλα τα σημεία του κόσμου».
Ακολουθεί μια πραγματικά συναρπαστική περιγραφή της τελετής και των «αγρίων» εκδηλώσεων των πιστών γύρω από το κουβούκλιο του αγίου τάφου: «Το μεσημέρι τού Μεγάλου Σαββάτου, 27 Απριλίου 1651, μπήκαμε στο ναό του αγίου τάφου μαζί με τέσσερες ως πέντε χιλιάδες άτομα όλων των εθνών. Ανεβήκαμε αμέσως στο θεωρείο της ροτόντας του ναού, για να παρακολουθήσουμε με άνεση την τελετή. Ένα μέρος των γυναικών ανέβηκε στην αρμένικη πλευρά της ροτόντας και οι άλλες αραδιάστηκαν πάνω στις εξέδρες, που είχαν στηθεί γι΄ αυτό το σκοπό λίγο πιό κάτω…
«Όσο περισσότεροι έμπαιναν, τόσο πιο γρήγορα έτρεχαν και τόσο δυνατότερα ξεφώνιζαν, υψώνοντας τα χέρια και λαμπάδες προς τον ουρανό… Οι γυναίκες από την πλευρά τους ξεφώνιζαν θρηνώντας σπαρακτικά κι αναστενάζοντας. Ύψωναν τα χέρια και τα βλέμματα ψηλά κι έκαναν τέτοιες χειρονομίες, που νόμιζες, πως έβλεπαν ν΄ ανοίγουν τα ουράνια και να κατεβαίνει το φως πάνω στις κεφαλές τους. Άλλες τέντωναν τα χέρια τους σαν να το προκαλούσαν ναρθεί κι άλλες έδειχναν σαν να το είδαν, σαν να το άγγιξαν, σαν να το άρπαξαν και το έκρυψαν στον κόρφο τους…
«Ακόμα και οι άπιστοι (οι Τούρκοι φρουροί) χλεύαζαν βλέποντας αυτούς τους βαστάζους και διαπιστώνοντας, πως όλα αυτά είναι παραφροσύνη και απάτη. Αυτό το ωραίο παιγνίδι κράτησε γύρω στις τρεις ώρες. Βλέποντας το πλήθος, ότι ο θεός δεν εισάκουε τις δεήσεις του και ότι το ουράνιο φως δεν εννοούσε να φανεί, άλλοτε παραληρούσε από ιερή έξαρση και οργή κι άλλοτε στεκόταν θλιμμένο και απελπισμένο.
Αλλά οι δρομείς, όπως γίνεται με τις επιδείξεις στα πανηγύρια, κεντούσαν το ζήλο των άλλων. Ξεφώνιζαν “Ελέησον” κι αμέσως όλοι μ΄ ένα στόμα ξελαρυγγιάζονταν επαναλαμβάνοντας την κραυγή. Έτρεχαν, έτρεχαν μετά μανίας, αγκομαχώντας, εξαντλημένοι. Κι αν μια στιγμή κόνταιναν ξεψυχισμένοι το βήμα, οι άλλοι ρίχνονταν επάνω τους, τους κυνηγούσαν χτυπώντας τους με σκοινιά και ραβδιά, για να ζωντανέψουν, να τρέξουν πιο ζωηρά, πιο θαρραλέα, πιστεύοντας, πως με τις κραυγές και το σάλο θα εξαναγκάσουν τον oυρανό να στείλει, επί τέλους, το ιερό φως.
«Αλλά το πιο παράξενο, εκείνο που μ΄ έκανε να σαστίσω, ήταν το περιστατικό με τα έξη περιστέρια, που είχαν τις φωλιές τους στο θόλο του ναού. Τρομαγμένα από τη θύελλα της οχλοβοής και το ποδοβολητό άρχισαν να φτεροκοπάνε πέρα δώθε στην εκκλησία. Οι φτωχές κι αθώες γυναικούλες πίστεψαν, πως τα περιστέρια ήταν οι προπομποί του Άγιου Πνεύματος, το μήνυμα, ότι όπου νάναι κατεβαίνει το άγιο φως. Δυνάμωσαν λοιπόν τους αναστεναγμούς και τις δεήσεις, με χειρονομίες τόσο απλοϊκές, που σού ΄ρχονταν γέλια».
Ο αρχιερεύς, τον πυρίτην παίων και ο αγελαίος λαός
Το ψευδοθαύμα του Αγίου Τάφου απασχολούσε επί αιώνες τον χριστιανικό κόσμο: κληρικούς, θεολόγους και λογίους. Υπήρχαν οι σκοταδιστές ιερωμένοι, που υπεραμύνονταν της πανουργίας των αγιοταφιτών, αλλά και θεολόγοι, που στιγμάτιζαν το «θαυματούργημα», επειδή ατίμαζε τη θρησκευτική πίστη και εξαχρείωνε τον απαίδευτο λαό.
Το 1775 ο Ελευθέριος Μιχαήλος ο Λαρισαίος ρωτούσε τον κληρικό Νικηφόρο Θεοτόκη: «Αληθές ή πλάσμα το εν θεοδέγμονι τού Σωτήρος Τάφω κατά την κυριώνυμον του Πάσχα ήμέραν φως;»
Ο Θεοτόκης απαντά, ότι οι αρχιερείς ανάβουν το φως στο κουβούκλιο και δικαιολογεί την εξαπάτηση των πιστών με το φόβο μήπως η αποκάλυψη της αλήθειας εξαγριώσει το τυφλωμένο πλήθος των χριστιανών;
«Ουκ απ΄ ουρανού κατέρχεται, ουδ΄ από του τάφου αναβλύζει, αλλ΄ ο επί την διακονίαν ταύτην ταχθείς αρχιερεύς εν τω λεγομένω εισελθών κουβουκλίω, τον πυρίτην παίων (σ.σ. = κτυπάει), πυρ εξάγει επάνω του ζωοδόχου τάφου, είτα εφάψας τας εν τω τάφω πρότερον τριβείσας λαμπάδας κρατών εξέρχεται και το φως μεταδίδωσιν ως ηγιασμένον τη επαφή και προσαύσει του παναγίου τάφου. Και ο μεν αγελαίος λαός εκ του τάφου το φως ανάβλυσαν νομίζει, ουδείς δ΄ αυτώ τουναντίον ειπείν θαρσεί, δεινόν τι παθείν δεδιττόμενος». (Κ. Διοβουνιώτη, Περί του εν Ιεροσολύμοις αγίου φωτός. (Επετ. Εταιρ. Βυζ. Σπ., τόμ. Β΄, σελ. 3-19, όπου και πραγματεία του Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτου «Περί του Επιταφίου Φωτός»).
Αφορισμός των επικριτών του «θαύματος»
Στις επικρίσεις των φωτισμένων Ελλήνων της τουρκοκρατίας για το ψευδοθαύμα των αγιοταφιτών, απάντησε το 1727 ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Παΐσιος με αφορισμό:
«Όσοι δε χριστιανοί, ιερωμένοι η λαϊκοί… εμποδίζουσι και αποκόπτουσι με ματαιολόγους φλυαρίας και ψυχρολογίας, ή με κανένα άλλον τρόπον σατανικής απάτης τους χριστιανούς από το να πηγαίνωσιν εις προσκύνησιν του Αγίου Τάφου και να δίδωσιν εις αυτόν έλεημοσύνην και αφιερώματα, και γίνονται αίτιοι, εις αυτούς μεν ζημίας και βλάβης ψυχικής, εις δε τον άγιον τάφον προξενούσι την στέρησιν της ελεημοσύνης των προσκυνητών χριστιανών οι τοιούτοι αν δεν παύσωσιν εις το έξης από την τοιαύτην των σατανικήν και ολέθριον ανευλάβειαν και απιστίαν και κακοβουλίαν, αφωρισμένοι είησαν κ.λπ.».
Αδ. Κοραής: «Τα εξ ουρανού ψευδοκατέβατα φώτα»
Ήρθε ύστερα ο Κοραής με τον καταλυτικό «Διάλογο περί του εν Ιεροσολύμοις Αγίου Φωτός» να τους στηλίτευσει θαρραλέα. Ονειδίζει και κατηγορεί τους αγιοταφίτες για αγυρτεία, που δημιουργεί ψυχώσεις με τα «εξ ουρανού ψευδοκατέβατα φώτα» και παρασύρει αντιχριστιανικά και αντεθνικά στρατιές προσκυνητών στο σκοτάδι τής δεισιδαιμονίας. Ένα απόσπασμα του διαλόγου:
Φώτιος: …Πονηροί και γόητες άνθρωποι, υποκριταί, ψευδολόγοι, πλανώντες τους ανθρώπους με δαιμονικάς διδασκαλίας, πλεονέκται εμπορευόμενοι τους χριστιανούς με πλαστούς λόγους, με μύθους γραώδεις, με ψευδή θαύματα, διά να τρέφωσι τάς καθημερινάς τρυφάς και να πληρώνωσι τάς ηδονάς των… Δεν σε λανθάνει βέβαια πόσαι χιλιάδες προσκυνητών υπάγουν κατ΄ έτος εις την Ιερουσαλήμ και πόσας μυριάδας γροσιών εξοδεύει καθείς εξ αυτών, διά να αξιωθεί να ίδει το άγιον φως.
Καλλίμαχος: Έχεις δίκαιον. Πιθανόν, ότι πολλαί χιλιάδες αργυρίων δαπανώνται ματαίως εις αυτό.
Φώτιος: Πρόσθες και όσας εξοδεύουν οι ταλαίπωροι Γραικοί εις τα σπαρμένα καθ΄ όλην την Ασιανήν και Ευρωπαίαν Ελλάδα μετόχια των Αγιοταφιτών δια την προς το άγιον φως ευλάβειαν.
Καλλίμαχος: Αν προσθέσεις και ταύτα, γίνονται νομίζω πολλότατα εκατομμύρια γροσίων.
Φώτιος: Ω μωρία! Ω τυφλότης! Άρα εσυλλογίσθησαν ποτέ πόσην ζημίαν προξενούν εις το Γένος, γενόμενοι εμπόδιον της προκοπής και της ευδαιμονίας των Ελλήνων
Ο Κοραής λοιδωρεί ακόμη και των Ελλήνων «χατζήδων» της τουρκοκρατίας την έπαρση και των συμπολιτών τους το θαυμασμό. Πραγματικά το προσκύνημα στον άγιο τάφο, ταξίδι δύσκολο πάντοτε και δαπανηρό, αποτελούσε μέγιστο τίτλο τιμής και ευγενείας. Αμείλικτος και μαστιγωτικός ο Κοραής γράφει στα Προλεγόμενα του Βεκκαρία: «Πώς και αυτόν τον Χατσήν; Επειδή και αυτός εφαντάζετο την προσκύνησιν του αγίου τάφου, ως θρησκευτικήν ευγένειαν κι εκαταφρόνει τον, όστις δεν είχε τέσσαρας ή πέντε χιλιάδες γροσίων να καταχωνεύσει εις των αγιοταφιτών τους φάρυγγας.»
H χρεωκοπημένη Ρωμιοσύνη δεν έχει χρήματα να πληρώσει τις συντάξεις, έχει όμως χρήματα, για να ναυλώνει κάθε χρόνο ειδικές πτήσεις από και προς την Ιερουσαλήμ για την παραλαβή του «αγίου φωτός» και πάμπολλες εσωτερικές πτήσεις πολιτικών αεροσκαφών, μεταγωγικών αεροσκαφών C 130 του Στρατού, καθώς και ελικοπτέρων της Πολεμικής Αεροπορίας, για τη μεταφορά του σε όλα τα απομεμακρυσμένα σημεία τής θεοκρατούμενης βυζαντινής της επικράτειας.
Η «χειροποίητος μηχανουργία» με τις τσακμακόπετρες των «φωτοποιών»
Το 1815 ο γραμματέας της αγγλικής πρεσβείας, William Turner, πραγματοποίησε ταξίδι στην Παλαιστίνη. Στις 29 Απριλίου, τη νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου, παρακολούθησε στο ναό του αγίου τάφου, στα Ιεροσόλυμα, το περίφημο θρησκευτικό έθιμο του αγίου φωτός:
«Μπήκαμε με δυσκολία στο ναό. Προπορευόταν ο γενίτσαρός μας κρατώντας ένα κουρμπάτσι με πολλά δερμάτινα λουριά. Χτυπούσε από δω κι από κει, μ΄ όλο που δεν υπήρχε ανάγκη, για να μας ανοίξει δρόμο. Ο ναός ήταν κατάμεστος από προσκυνητές και θεατές, το λιγότερο 7.000. Μάταια προσπαθούσε ο αγάς, που στεκόταν στην είσοδο με 40-50 στρατιώτες, να κρατήσει την τάξη χτυπώντας αλύπητα με το βούρδουλα. Μέσα στο χώρο του ναού είχαν στηθεί παζάρια με ψωμιά, λαχανικά, φρούτα, κομποσκοίνια, σταυρούς κ.λπ.. Είδα πολλούς προσκυνητές να παζαρεύουν και να ορκίζονται για ένα παρά σε απόσταση 20 μέτρων από τον τάφο του Χριστού»
Ο γενίτσαρος άνοιξε βίαια πέρασμα ανάμεσα στο πλήθος ως την εξέδρα των ρωμαιοκαθολικών μοναχών, αλλά μαζί εισόρμησαν πολλά τουρκόπουλα, παιδιά τού καδή και τού μουφτή. Κοντά τους τρύπωσαν κι άλλοι λέγοντας πως είναι υπηρέτες τους. Οι μοναχοί δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την είσοδό τους, γιατί φοβόνταν μήπως προσβάλουν τις Αρχές. Ο Turner έδωσε μάχη να βρει μια καλή θέση απωθώντας Τούρκους στρατιώτες και προκαλώντας επεισόδιο.
«Τι θέαμα ήταν αυτό. Οι εξέδρες των Ελλήνων και των Αρμενίων ήταν γεμάτες γυναίκες, που είχαν τα μάτια στυλωμένα στον άγιο τάφο και σταυροκοπιόνταν αδιάκοπα. Ολόκληρη η εκκλησία και κυρίως το τμήμα γύρω από τον άγιο τάφο ήταν πήχτρα από πιστούς, άντρες και γυναίκες, που κραύγαζαν, έψελναν και πάλευαν σκληρά να ζυγώσουν το Κουβούκλιο, ενώ Τούρκοι στρατιώτες τους απωθούσαν χτυπώντας τους με βούρδουλα. Είδα το αυτί ενός προσκυνητή να κόβεται σύρριζα.
Ο χώρος πλάι στα παράθυρα κατεχόταν από τους πλουσιότερους προσκυνητές, που πλήρωναν στους Έλληνες και τους Τούρκους 200 και 300 τσεκίνια. Μια γριά είχε εγκατασταθεί στην είσοδο του ναού από το πρωί της Παρασκευής -όπως μου είπε ένας καλόγερος- πληρώνοντας δύο τάλιρα. Ένας κενός χώρος είχε δημιουργηθεί γύρω από το Κουβούκλιο κι εκεί οι προσκυνητές, ο ένας απάνω στους ώμους του άλλου έψελναν τροπάρια. Ομάδες από δέκα ή δώδεκα πιστούς έτρεχαν γύρω-γύρω γκρεμίζοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους και ουρλιάζοντας.
«Οι αρχιεπίσκοποι των Ελλήνων και των Αρμενίων βρίσκονταν κλεισμένοι από τις 10 στο κουβούκλιο μαζί με ένα Τούρκο, πληρωμένο για να βεβαιώσει, πως το φως κατέβηκε με τρόπο θαυμαστό από τον ουρανό ή τουλάχιστον να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Πριν μπουν στο κουβούκλιο έγινε επιθεώρηση και έσβησαν όλα τα καντήλια. Ο Τούρκος, όπως έμαθα, είπε, ότι είχαν μαζί τους τσακμακόπετρες. («Χειροποίητον μηχανουργίαν» αποκαλούσε την τελετή του φωτός ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, Εφραίμ ο εξ Αθηνών, και τους πρωτοστάτες «φωτοποιούς». Δημ. Καμπούρογλου, Μνημεία της Ιστορίας των Αθηναίων, Αθήνα, 1890, τ. Β΄, σελ. 23).» Στην αρχή σκέφτηκα πως η φλόγα ήταν φωσφορική, για να μη προκαλεί εγκαύματα. Αλλά, όπως διαπίστωσα ήταν κανονική φλόγα και τα λεγόμενα, ότι δεν καίει ήταν παραμύθια των φανατικών».
Η κωμικοτραγική ωστόσο τελετή, που προκαλούσε την οργή ή τη θυμηδία του περιηγητή μας δεν ήταν εφεύρημα των Ελλήνων. Δυτικοί χριστιανοί είχαν σκηνοθετήσει το «θαύμα» πριν από δέκα περίπου αιώνες. Οι Έλληνες το κληρονόμησαν με αγαλλίαση, όταν διαδέχτηκαν τους παπικούς στους Άγιους Τόπους. «Αυτή η ευσεβής απάτη», γράφει ο Gibbon, «που πρωτοεπινοήθηκε κατά τον θ΄ αιώνα, ενισχύθηκε ευλαβικά από τους Λατίνους σταυροφόρους και τώρα επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο από τον ελληνικό, αρμενικό και κοπτικό κλήρο μπροστά στους εύπιστους πιστούς, για δικό τους όφελος και για όφελος των τυράννων τους» (The history of the decline and fall of the Roman Empire, Philadelphia, 1868, τ. Ε΄, σελ. 530.)
Δεν χρειαζόταν να δωροδοκηθεί ο Τούρκος «για να κρατήσει το στόμα του κλειστό». Η τουρκική εξουσία είχε το ίδιο και μεγαλύτερο από τον κλήρο συμφέρον να διαιωνισθεί η τελετή του αγίου φωτός. Αποτελούσε ευλογία, πραγματικό «θαύμα» για την οικονομία τού τόπου, καθώς συνέρρεαν κάθε χρόνο στην Ιερουσαλήμ χιλιάδες χατζήδες από όλο τον κόσμο.
Όλοι αυτοί οι προσκυνητές κουβαλούσαν χρυσάφι.
«Ώρα 2 μπήκε ο διοικητής με τους γραμματικούς και τους υπηρέτες. Οι στρατιώτες κατέφυγαν στην πιο σκληρή βία, για να ανοίξουν πέρασμα. Πήρα θέση στη φράγκικη εξέδρα, όπου είχε τοποθετηθεί ένας κομψός σοφάς. Δύο και πέντε άρχισε η ελληνική πομπή γύρω από το κουβούκλιο. Μέτρησα 37 παπάδες εκτός από τον επίσκοπο, τούς μοναχούς και τις καλόγριες. Έκαναν τρεις φορές το γύρο του κουβουκλίου ψάλλοντας μεγαλόφωνα.
«Καθώς ζύγωνε η στιγμή το πλήθος αναταρασσόταν όλο και πιο πολύ και χιμούσε κατά κύματα προς τα παράθυρα του κουβουκλίου. Ούτε οι προσπάθειες των Τούρκων στρατιωτών και εκείνων που είχαν εξασφαλίσει τις προνομιακές θέσεις μπορούσαν να τους απωθήσουν με όλες τις βλαστήμιες, τους γρόθους και τα λακτίσματα, που επιστράτευαν.
Τέλος, στις 2 και 20, η φλόγα πρόβαλε από το παράθυρο του Κουβουκλίου.
Μια τρομερή μυριόστομη κραυγή ενθουσιασμού αντήχησε στο ναό. Μόλις φάνηκε το φως, ένα παιδί, που βρισκόταν πλάι άρπαξε τη λαμπάδα κι άρχισε να τρίβει τη φλόγα στο πρόσωπο του, στο λαιμό, στο κεφάλι με τόση ορμή, που την έσβησε με αποτέλεσμα να ξυλοφορτωθεί από τους διπλανούς του. Οκτώ φορές έδωσαν τη φλόγα από το παράθυρο. Και καθώς όλοι οι πιστοί κρατούσαν στα χέρια δέσμες από τέσσερες, έξη, οκτώ ή δώδεκα λαμπάδες, ανάλογα με το πουγκί τους, σε δέκα λεπτά ολόκληρος ο ναός φωτοβολούσε, φλεγόταν. Πέντε λεπτά αργότερα όλα σχεδόν τα κεριά είχαν σβήσει.
«Αλλά τι ενθουσιασμός! Οι άντρες έσερναν τη φλόγα πάνω τους, στις σκούφιες, στα χερομάντηλα, σταύρωναν το πρόσωπο τους με βαθειά ευλάβεια κι απίστευτη ταχύτητα. Οι γυναίκες άνοιγαν τον κόρφο τους κι έκαναν το ίδιο. Μόλις καίγονταν λίγο οι λαμπάδες τις έσβηναν και τις έπαιρναν στο σπίτι σαν ιερά κειμήλια. Ειδικοί αγγελιαφόροι, εφοδιασμένοι με φανάρια, περίμεναν στην είσοδο, για να μεταφέρουν το φως στα μοναστήρια της Βηθλεέμ, της Νεκρής θάλασσας κ.ά..
«Όταν έσβησαν τα κεριά ένα σύννεφο καπνού απλώθηκε μέσα στο ναό έτσι, που δεν έβλεπες τίποτα μπροστά σου. Ύστερα από την τελετή η τουρκική φρουρά εγκαταστάθηκε μπροστά στην είσοδο του κουβουκλίου κι όσοι πιστοί ήθελαν να μπουν για να προσκυνήσουν έπρεπε να πληρώσουν κατά τις δύο πρώτες μέρες 80 ως 100 πιάστρα και την τρίτη 10 ως 20».
Ο Turner κατόρθωσε να βγει από το ναό στις 4 το πρωί, γιατί υπήρχε μια μόνο πόρτα και κείνη πολύ χαμηλή.
ΤΕΛΟΣ