ΠΡΟΒΛΗΜΑ 7. Δεν
μπορεί να υπάρχουν τρία πανταχού παρόντα πρόσωπα του Θεού.
Το ουσιαστικό πρόβλημα μ’ αυτό το σημείο της τριαδικής θεολογίας είναι ότι, αν η τριαδική αυτή πρόταση είναι αληθινή, τα τρία πρόσωπα δεν μπορούν να διαχωριστούν το ένα από το άλλο. Αν και τα τρία πρόσωπα είναι πανταχού Παρόντα και εάν είναι άπειρα και με την ίδια υπόσταση (πνεύμα), είναι αδύνατον να διαχωριστούν μεταξύ τους.
Όλα τα πρόσωπα κατέχουν τον ίδιο ακριβώς χώρο, όλα έχουν την ίδια υπόσταση και δεν υπάρχουν όρια για να πει κανείς πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο.
Για παράδειγμα, κάποιος δεν θα μπορούσε να μετακινηθεί από τη φυσική περιοχή στην οποία βρίσκεται ο Θεός Πατέρας, στη φυσική περιοχή που βρίσκεται ο Θεός Υιός αφού και ο Πατήρ και ο Υιός είναι πανταχού Παρόντες. Ακριβώς επειδή είναι και οι δύο πνεύματα, δεν υπάρχει διαχωρισμός της υπόστασής τους, είτε στον ένα είτε στον άλλο.
Όταν φθάσουμε σ’ αυτό το λογικό συμπέρασμα, αυτή η θεολογία πραγματικά καταλήγει στην ιδέα μόνο ενός απείρου, πανταχού Παρόντος πνεύματος μέσα στο οποίο δεν υπάρχουν καθόλου διαχωρισμοί!!!
Οι τριαδικοί αντιδρούν υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν διαχωρισμοί, αλλά δεν μπορεί να τους εντοπίσει κανείς, ή ότι τα τρία πρόσωπα είναι «αλληλοεισδύοντα» το ένα στο άλλο. Αλλά η Γραφή πουθενά δεν αναφέρει κάποιον ή κάτι που είναι «αλληλοεισδύων», ούτε αναφέρει ανεξακρίβωτους διαχωρισμούς μεταξύ τριών ξεχωριστών, πανταχού Παρόντων προσώπων.
Είναι φανερό ότι η πρόταση αυτή, ότι οι τρεις δεν είναι τρεις, αλλά, στην πραγματικότητα ένας, είναι μια αντίφαση.
Υπάρχει επίσης μια βαθύτερη αιτία γιατί δεν μπορούν να υπάρχουν τρία ξεχωριστά πρόσωπα, τα οποία να είναι άπειρα.
Αν και τα τρία πρόσωπα ήταν άπειρα, θα ήταν αδύνατο να ξεχωριστούν μεταξύ τους. Για να προσδιορίσει κανείς ξεχωριστά πρόσωπα, πρέπει να αναγνωρίσει τους περιορισμούς ή τα όρια τους, με βάση τη λογική.
Κάθε πρόσωπο πρέπει να είναι διαφορετικό από τ’ άλλα δύο, κατά κάποιο τρόπο τουλάχιστον, για να μπορεί να διαχωριστεί.
Οποιαδήποτε διαφορά, πάντως, σημαίνει ότι τα πρόσωπα είναι περιορισμένα κατά κάποιο τρόπο και έρχεται σ’ αντίθεση με το δόγμα των τριών ξεχωριστών αλλά απείρων προσώπων του Θεού.
Για παράδειγμα, πρέπει να υπάρχει κάποιο σημείο στο οποίο ο Θεός Πατέρας διαφέρει από το Θεό Υιό για να πούμε ότι είναι ξεχωριστοί. Ωστόσο, οποιοδήποτε σημείο στο οποίο διαφέρουν είναι ένα σημείο στο οποίο ένα από τα δύο πρόσωπα δεν μπορεί να είναι άπειρο.
Εάν η βάση για διαχωρισμό είναι ότι ο Πατέρας ασκεί διαφορετική εξουσία πάνω στη δημιουργία από τον Υιό, τότε ο Υιός δεν ασκεί άπειρη εξουσία. Αυτό όμως που φαίνεται καθαρά στη Γραφή είναι ότι ο Υιός θα υποταχθεί στον Πατέρα (Α΄Κορ.ιε:24,28) και κατά συνέπεια είναι περιορισμένος και όχι άπειρος.
Αν δύο πρόσωπα ή αντικείμενα είναι πράγματι άπειρα, με οποιοδήποτε τρόπο, θα πρέπει να είναι ακριβώς όμοια μεταξύ τους. Ο μόνος δυνατός τρόπος να διαχωρίσει κανείς δύο πράγματα είναι να βρει όρια, περιορισμούς (δηλαδή διαφορές).
Ακριβώς επειδή οι τριαδικοί λένε ότι τα μέλη της Τριάδας μπορούν να διαχωριστούν σε ξεχωριστά πρόσωπα, αυτό σημαίνει ότι, κατά κάποιο τρόπο, περιορίζονται και έτσι δεν μπορούν να είναι άπειρα.
Φυσικά, όπως προηγούμενα αποδείχθηκε στα άλλα μέρη αυτής της διδασκαλίας το να υποστηρίζει κανείς ότι οι τρεις είναι ένας και όχι τρεις είναι ένα λογικό σφάλμα.
Το σφάλμα που γίνεται σ’ αυτό το σημείο του δόγματος είναι ότι ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιο δεν μπορούν να είναι πραγματικά αδημιούργητοι, όπως ισχυρίζονται, γιατί η ίδια η διδασκαλία αυτή λέει ότι και οι δύο είναι «εκ» του Πατρός. Αυτό και μόνο σημαίνει ότι ο Πατέρας είναι η πηγή της ύπαρξής τους, δηλαδή ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα προέρχονται από τον Πατέρα. Αν αυτό είναι αλήθεια, ότι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα προήλθαν από τον Πατέρα, τότε οφείλουν την ύπαρξής τους σ’ Αυτόν και μπορεί να πει κανείς ότι είναι δημιουργημένοι, μ’ αυτή τη λογική.
Οι τριαδικοί προσπαθούν να καλύψουν την αντίφαση ότι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι «εκ» του Πατρός και επιπλέον «αδημιούργητοι» υποστηρίζοντας ότι οι κύριες λέξεις για την γέννησή τους από τον Πατέρα είναι «γεννημένος» και «ενεργεί». Ωστόσο η αντίφαση δεν εξαλείφεται, ‘έστω κι αν χρησιμοποιούνται ειδικοί όροι. Αν ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα προήλθαν από τον Πατέρα, τότε πρέπει να έχουν δημιουργηθεί, ακόμη κι αν οι τριαδικοί υποστηρίζουν το αντίθετο.
Άλλη μία αντίφαση προκύπτει σ’ αυτό το σημείο, στο 7ο άρθρο του δόγματος του Αθανάσιου που λέει ότι όπως είναι ο Πατέρας, έτσι είναι και ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιο. Παρακάτω υποστηρίζεται ότι ο Πατήρ είναι εκ του μηδενός, δεν είναι κατασκευασμένος ούτε δημιουργημένος, ούτε γεννημένος (21).
Ο Υιός είναι εκ του Πατρός μονογενής, δεν κατασκευάσθηκε, δεν δημιουργήθηκε, αλλά γεννήθηκε. (22)
Το Άγιο Πνεύμα είναι εκ του Πατρός και του Υιού, δεν κατασκευάσθηκε, ούτε δημιουργήθηκε, ούτε γεννήθηκε, αλλά ενεργεί (23)
Η κραυγαλέα αντίφαση εδώ είναι ότι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα δεν είναι «όπως είναι ο Πατέρας» εφόσον Αυτός είναι «εκ του μηδενός» κι αυτοί είναι και οι δύο «εκ του Πατρός».
Αν ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα πράγματι ήσαν «όπως είναι ο Πατέρας», θα ήταν «εκ του μηδενός» και αυτοί, ακριβώς όπως Αυτός. Μόνο αν και τα τρία πρόσωπα ήταν δυνατό να είναι «εκ του μηδενός» θα μπορούσε να ειπωθεί ότι και τα τρία πρόσωπα είναι αδημιούργητα.
Άλλες πηγές συμφωνούν ότι τα τρία πρόσωπα ξεχωριστά είναι μια υπόσταση.
Αδιαφιλονίκητα, η Γραφή ορίζει ότι η ουσία από την οποία ο Θεός αποτελείται είναι Πνεύμα. (Ιωάν.δ:24, Β΄ Κορ.γ:17, Λουκ.κδ:39, Ματθ.ις:17) Αν υπάρχουν τρία ξεχωριστά πρόσωπα στην θεότητα, η ουσία και των τριών είναι Πνεύμα.
Η τριαδική θέση ότι υπάρχουν τρία ξεχωριστά πρόσωπα του Θεού, καθένα από τα οποία είναι Πνεύμα, οδηγεί αμέσως στο συμπέρασμα ότι τα τρία πρόσωπα αποτελούν τρία ξεχωριστά Πνεύματα. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την Γραφή η οποία λέει ότι υπάρχει μόνο «ένα Πνεύμα» Εφ.δ:4. αλλά και με την ίδια την διδασκαλία αυτή, η οποία λέει ότι δεν είναι τρία Άγια Πνεύματα (24).
Το δόγμα της Τριάδας εμπεριέχει μια αντίφαση από μόνο του. Η δήλωση ότι υπάρχουν τρία ξεχωριστά πρόσωπα μιας υπόστασης (ουσίας) οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι είναι τρία πνεύματα, αλλά το ίδιο το δόγμα απαγορεύει αυτό το συμπέρασμα με την τιμωρία της αιώνιας καταδίκης. Επιπλέον αν και τα τρία πρόσωπα είναι μόνο ένα Πνεύμα, τότε ποιος είναι ο διαχωρισμός μεταξύ τους; Αν ο Θεός μας αποτελείται μόνο από ένα Πνεύμα, τότε Αυτός δεν είναι Τριάδα προσώπων. Μια πνευματική ύπαρξη δεν μπορεί να είναι τρία ξεχωριστά πρόσωπα (σύγκρινε τον Σατανά, τα δαιμόνια και τους αγγέλους που είναι πνεύματα). Η μόνη εναλλακτική λύση που απομένει στους τριαδικούς είναι να κρατήσουν ότι καθένα από τα τρία πρόσωπα είναι το ένα - τρίτο του ενός Πνεύματος που αποκαλούμε Θεό.
Αυτό όμως όχι μόνο είναι εντελώς ξένο με τη Βίβλο, αλλά σημαίνει ότι καθένα από τα τρία πρόσωπα «κλέβει» ή μειώνει την πληρότητα της θεότητας. Επίσης είναι λογική αντίφαση διότι δηλώνει ότι τρεις ξεχωριστές υπάρξεις που είναι Πνεύματα δεν αποτελούν τρία πνεύματα, αλλά ένα Πνεύμα.
Ο όρος «Πατήρ» δείχνει κάποιον ο οποίος δημιουργεί ή γεννά ένα παιδί, έχει την έννοια ότι φέρνει απόγονο στον κόσμο. Ο όρος «Υιός» δείχνει κάποιον που γεννήθηκε από έναν άλλον, κάποιον ο οποίος είναι καρπός ή απόγονος και φανερώνει ότι έρχεται στην ύπαρξη ή λαμβάνει την ύπαρξη από τον Πατέρα.
Η λογική αντίφαση εδώ είναι ότι το πρώτο και το δεύτερο πρόσωπο της τριάδος είναι πατήρ και υιός (ο ένας γεννήθηκε από τον άλλο) κι είναι υποθετικό ότι είναι συνάναρχοι, το οποίο, φυσικά, είναι αδύνατον. Δεν μπορεί και οι δύο να υπάρχουν αιώνια, διότι εξ ορισμού ο πατέρας πρέπει να υπάρχει πριν απ’ τον υιόν του για να τον γεννήσει και να είναι η πηγή της ύπαρξής του. Επειδή ο όρος «υιός» αναφέρεται σε κάποιον απόγονο που έχει αρχή κατά την διάρκεια της ζωής του πατέρα του, κανένας υιός δεν μπορεί να είναι αιώνιος με την έννοια, του ότι πάντοτε υπήρχε.
Για ν’ αποφύγουν αυτή τη δυσκολία, οι τριαδικοί έχουν εφεύρει εξωβιβλικές λέξεις για να υποστηρίξουν τη θέση τους. Υποστηρίζουν ότι ο Υιός είναι «γεννημένος προ πάντων των αιώνων» με «αιώνια γέννηση». Φυσικά αυτά τα ζεύγη των λέξεων που αντιφάσκουν δεν απαντούν στο ερώτημα, πώς ένας γιος μπορεί να είναι αιώνιος. Εφόσον μάλιστα, αυτοί οι όροι δεν προέρχονται από τη Γραφή, κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να τους δεχθεί σαν αλήθειες του Θεού.
Άλλοι τριαδικοί ισχυρίζονται ότι οι όροι «Πατήρ» και «Υιός» όπως χρησιμοποιούνται στην Βίβλο δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματική δημιουργία και συνεπώς η διαχρονική σχέση είναι ασυνεπής. Οι όροι αναφέρονται για να περιγράψουν τη σχέση αγάπης και κοινωνίας μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου προσώπου.
Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια να διασώσουν την τριαδική διδασκαλία αποτυγχάνει απλά και μόνο επειδή η Γραφή χρησιμοποιεί πράγματι τους δύο όρους με άμεση αναφορά στην πραγματική δημιουργία (Ιωάν.α:14, Εβρ.α:5, Β΄Ιωάν.3, Πράξ.γ:26 κείμενο, δ:27,30)
Ακόμα, αν οι όροι περιγράφουν τη σχέση μεταξύ των δύο προσώπων μάλλον παρά την δημιουργία, το συμπέρασμα θα ήταν ότι ο Πατέρας έχει εξουσία πάνω στον Υιό και σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα ήταν ισότιμοι!!!
Σύμφωνα με τη Γραφή, ο Θεός Υιός - το δεύτερο πρόσωπο της τριάδας δεν ενσαρκώθηκε εν Χριστώ, αλλά ο Θεός Πατέρας.
Η Βίβλος και η τριαδική διδασκαλία δεν μπορεί να είναι και οι δύο αληθείς και είναι φανερό ποιος έχει το λάθος.
Μια δεύτερη αντίφαση προκύπτει από τα εδάφια που δόθηκαν παραπάνω όπου αναφέρεται ότι ο Πατέρας κατοίκησε μέσα στο Χριστό. Η Αγία Γραφή διδάσκει ότι το Άγιο Πνεύμα δημιούργησε το Χριστό, (Ματθ.α:18, Λουκ.α:35) και εξισώνει το Άγιο Πνεύμα με τον Πατέρα. Αν ο Πατέρας που κατοίκησε εν Χριστώ είναι το Άγιο Πνεύμα, τότε το Άγιο Πνεύμα ενσαρκώθηκε εν Χριστώ. Είναι παράξενο που οι τριαδικοί πιστεύουν ό,τι η Βίβλος δεν λέει (ο Θεός Υιός κατοίκησε μέσα στον Χριστό) και αρνούνται ό,τι πραγματικά λέει (ο Πατήρ, το Άγιο Πνεύμα κατοίκησαν εν Χριστώ).
Η τριαδική άποψη ότι μόνο το δεύτερο πρόσωπο της τριάδας ενσαρκώθηκε εν Χριστώ, έρχεται επίσης σε αντίθεση με τις περικοπές της Βίβλου που ορίζουν ότι όλο το πλήρωμα της θεότητας κατοίκησε μέσα σ’ Αυτόν (Κολ.α:19, β:9). Αν η Βίβλος εννοεί ό,τι λέει κι αν ο Θεός είναι τρία πρόσωπα, τότε και τα τρία πρόσωπα κατοίκησαν μέσα στον Χριστό.
Η Βίβλος διδάσκει ότι ο μόνος που κατέβηκε ήταν ο Ιησούς, σε πολλά ακόμα εδάφια, εκτός απ’ αυτό των Παροιμιών (Ματθ.ιβ:40, Α΄Πετρ.γ:18,19, Εφεσ.δ:9) και ο μόνος που ανέβει είναι πάλι ο Ιησούς (Λουκ.κδ:51, Ιωάν.κ:17, Πράξ.α:9-11, Α΄ Τιμ.γ:16)
Σύμφωνα με τις Παρ.λ:4 αυτός είχε υιόν κι αυτό έρχεται σε αντίθεση με την τριαδική διδασκαλία. Η σωστή ερμηνεία του εδαφίου είναι ότι αναφέρεται στην θεότητα του Ιησού, σε κανένα άλλο εκτός από τον Θεό Πατέρα. Ήταν ο Θεός που είχε υιό και το όνομά Του ήταν το ίδιο με το όνομα του υιού Του.
Αυτός ο απλός γραμματικός κανόνας μας εμποδίζει να πιστέψουμε ότι ο Θεός είναι ομάδα προσώπων. Το γεγονός ότι η Βίβλος χρησιμοποιεί αντωνυμία ενικού αριθμού όταν αναφέρεται στο Θεό, είναι απόδειξη ότι ο Θεός είναι ένα πρόσωπο. Όταν ο Θεός αναφέρεται στον εαυτό Του, χρησιμοποιεί τις προσωπικές αντωνυμίες ενικού αριθμού «Εγώ», «Εμέ», και «Αυτός» (Ησ.μγ:10,11,25). Όταν άλλοι αναφέρονται στο Θεό χρησιμοποιούν τις αντωνυμίες «Αυτός», «Αυτού» (Ψαλμ.ρ:3, Μαρκ.ιβ:32). Πουθενά στη Βίβλο ο Θεός δεν αναφέρεται με τις προσωπικές αντωνυμίες πληθυντικού αριθμού «Αυτοί» ή «Αυτούς». Εάν ο Θεός είναι τριάδα, η Βίβλος δεν θα χρησιμοποιούσε κανένα άλλο όρο εκτός απ’ το «Αυτοί» ή «Αυτούς» αναφορικά με το Θεό.
Η μόνη πιθανή αντίρρηση είναι ότι τα παραπάνω εδάφια αναφέρονται ατομικά στα θεία πρόσωπα και όχι στο σύνολο της τριάδας και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται αντωνυμίες ενικού αριθμού. Όμως στο Μαρκ.ιβ:32 δεν είναι δυνατόν να γίνεται αναφορά σ’ ένα μέλος της τριάδας μόνο. Επιπλέον αυτό το αντεπιχείρημα είναι μια παραδοχή ότι πράγματι, το σύνολο της τριάδας δεν αναφέρεται πουθενά στην Γραφή. Αυτό συμβαίνει διότι αν οι αντωνυμίες ενικού αριθμού υπάρχουν για ν’ αναφερθούν στην ατομικότητα των θείων προσώπων μόνο, τότε πουθενά δεν αναφέρονται και τα τρία πρόσωπα μαζί, εφόσον ο όρος «Αυτοί» δεν χρησιμοποιείται ούτε μία φορά για να περιγράψει το Θεό. Αφού αυτό είναι αλήθεια, οι τριαδικοί πρέπει να «κατασκευάσουν» εδάφια τα οποία να μιλάνε για ξεχωριστά πρόσωπα και δεν μπορούν ποτέ να αποδείξουν, έστω και με ένα κείμενο των Γραφών, ότι τα τρία πρόσωπα είναι πράγματι ένας Θεός.
Αν και το σύμβολο
της πίστης του Αθανάσιου δεν αναφέρει ιδιαίτερα την πανταχού παρουσία, αυτό
μπορεί κανείς να το συμπεράνει από το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Θεού ότι
είναι άπειρος. Ακόμα, κάθε τριαδικός πιστεύει ότι ο Πατέρας είναι πανταχού
Παρών, ο Υιός είναι πανταχού Παρών, και το Άγιο Πνεύμα είναι πανταχού Παρόν και
για να πούμε αυτά που λέει το δόγμα, δεν είναι τρεις πανταχού παρόντες, αλλά
Ένας πανταχού Παρών.
Το ουσιαστικό πρόβλημα μ’ αυτό το σημείο της τριαδικής θεολογίας είναι ότι, αν η τριαδική αυτή πρόταση είναι αληθινή, τα τρία πρόσωπα δεν μπορούν να διαχωριστούν το ένα από το άλλο. Αν και τα τρία πρόσωπα είναι πανταχού Παρόντα και εάν είναι άπειρα και με την ίδια υπόσταση (πνεύμα), είναι αδύνατον να διαχωριστούν μεταξύ τους.
Όλα τα πρόσωπα κατέχουν τον ίδιο ακριβώς χώρο, όλα έχουν την ίδια υπόσταση και δεν υπάρχουν όρια για να πει κανείς πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο.
Για παράδειγμα, κάποιος δεν θα μπορούσε να μετακινηθεί από τη φυσική περιοχή στην οποία βρίσκεται ο Θεός Πατέρας, στη φυσική περιοχή που βρίσκεται ο Θεός Υιός αφού και ο Πατήρ και ο Υιός είναι πανταχού Παρόντες. Ακριβώς επειδή είναι και οι δύο πνεύματα, δεν υπάρχει διαχωρισμός της υπόστασής τους, είτε στον ένα είτε στον άλλο.
Όταν φθάσουμε σ’ αυτό το λογικό συμπέρασμα, αυτή η θεολογία πραγματικά καταλήγει στην ιδέα μόνο ενός απείρου, πανταχού Παρόντος πνεύματος μέσα στο οποίο δεν υπάρχουν καθόλου διαχωρισμοί!!!
Οι τριαδικοί αντιδρούν υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν διαχωρισμοί, αλλά δεν μπορεί να τους εντοπίσει κανείς, ή ότι τα τρία πρόσωπα είναι «αλληλοεισδύοντα» το ένα στο άλλο. Αλλά η Γραφή πουθενά δεν αναφέρει κάποιον ή κάτι που είναι «αλληλοεισδύων», ούτε αναφέρει ανεξακρίβωτους διαχωρισμούς μεταξύ τριών ξεχωριστών, πανταχού Παρόντων προσώπων.
ΠΡΟΒΛΗΜΑ 8. Δεν
μπορεί να υπάρχουν τρία άπειρα πρόσωπα του Θεού
«Άπειρος» σημαίνει
χωρίς όρια σε όλες τις περιοχές και περιγράφει κάτι που με κανένα τρόπο δεν
έχει όρια. Το δόγμα του Αθανάσιου αναφέρει ότι και τα τρία πρόσωπα είναι άπειρα
και ότι δεν είναι τρεις άπειροι αλλά ένας άπειρος.
Είναι φανερό ότι η πρόταση αυτή, ότι οι τρεις δεν είναι τρεις, αλλά, στην πραγματικότητα ένας, είναι μια αντίφαση.
Υπάρχει επίσης μια βαθύτερη αιτία γιατί δεν μπορούν να υπάρχουν τρία ξεχωριστά πρόσωπα, τα οποία να είναι άπειρα.
Αν και τα τρία πρόσωπα ήταν άπειρα, θα ήταν αδύνατο να ξεχωριστούν μεταξύ τους. Για να προσδιορίσει κανείς ξεχωριστά πρόσωπα, πρέπει να αναγνωρίσει τους περιορισμούς ή τα όρια τους, με βάση τη λογική.
Κάθε πρόσωπο πρέπει να είναι διαφορετικό από τ’ άλλα δύο, κατά κάποιο τρόπο τουλάχιστον, για να μπορεί να διαχωριστεί.
Οποιαδήποτε διαφορά, πάντως, σημαίνει ότι τα πρόσωπα είναι περιορισμένα κατά κάποιο τρόπο και έρχεται σ’ αντίθεση με το δόγμα των τριών ξεχωριστών αλλά απείρων προσώπων του Θεού.
Για παράδειγμα, πρέπει να υπάρχει κάποιο σημείο στο οποίο ο Θεός Πατέρας διαφέρει από το Θεό Υιό για να πούμε ότι είναι ξεχωριστοί. Ωστόσο, οποιοδήποτε σημείο στο οποίο διαφέρουν είναι ένα σημείο στο οποίο ένα από τα δύο πρόσωπα δεν μπορεί να είναι άπειρο.
Εάν η βάση για διαχωρισμό είναι ότι ο Πατέρας ασκεί διαφορετική εξουσία πάνω στη δημιουργία από τον Υιό, τότε ο Υιός δεν ασκεί άπειρη εξουσία. Αυτό όμως που φαίνεται καθαρά στη Γραφή είναι ότι ο Υιός θα υποταχθεί στον Πατέρα (Α΄Κορ.ιε:24,28) και κατά συνέπεια είναι περιορισμένος και όχι άπειρος.
Αν δύο πρόσωπα ή αντικείμενα είναι πράγματι άπειρα, με οποιοδήποτε τρόπο, θα πρέπει να είναι ακριβώς όμοια μεταξύ τους. Ο μόνος δυνατός τρόπος να διαχωρίσει κανείς δύο πράγματα είναι να βρει όρια, περιορισμούς (δηλαδή διαφορές).
Ακριβώς επειδή οι τριαδικοί λένε ότι τα μέλη της Τριάδας μπορούν να διαχωριστούν σε ξεχωριστά πρόσωπα, αυτό σημαίνει ότι, κατά κάποιο τρόπο, περιορίζονται και έτσι δεν μπορούν να είναι άπειρα.
ΠΡΟΒΛΗΜΑ 9. Δεν
μπορεί να υπάρχουν τρία αδημιούργητα πρόσωπα του Θεού.
Οι τριαδικοί
δέχονται ότι και τα τρία πρόσωπα της Τριάδας είναι αδημιούργητα. Αν ο Πατήρ
είναι αδημιούργητος, ο Υιός είναι αδημιούργητος και το Άγιο Πνεύμα είναι αδημιούργητο,
το δόγμα αυτό διδάσκει ότι δεν είναι τρεις αδημιούργητοι, αλλά ένας αδημιούργητος.
Φυσικά, όπως προηγούμενα αποδείχθηκε στα άλλα μέρη αυτής της διδασκαλίας το να υποστηρίζει κανείς ότι οι τρεις είναι ένας και όχι τρεις είναι ένα λογικό σφάλμα.
Το σφάλμα που γίνεται σ’ αυτό το σημείο του δόγματος είναι ότι ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιο δεν μπορούν να είναι πραγματικά αδημιούργητοι, όπως ισχυρίζονται, γιατί η ίδια η διδασκαλία αυτή λέει ότι και οι δύο είναι «εκ» του Πατρός. Αυτό και μόνο σημαίνει ότι ο Πατέρας είναι η πηγή της ύπαρξής τους, δηλαδή ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα προέρχονται από τον Πατέρα. Αν αυτό είναι αλήθεια, ότι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα προήλθαν από τον Πατέρα, τότε οφείλουν την ύπαρξής τους σ’ Αυτόν και μπορεί να πει κανείς ότι είναι δημιουργημένοι, μ’ αυτή τη λογική.
Οι τριαδικοί προσπαθούν να καλύψουν την αντίφαση ότι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι «εκ» του Πατρός και επιπλέον «αδημιούργητοι» υποστηρίζοντας ότι οι κύριες λέξεις για την γέννησή τους από τον Πατέρα είναι «γεννημένος» και «ενεργεί». Ωστόσο η αντίφαση δεν εξαλείφεται, ‘έστω κι αν χρησιμοποιούνται ειδικοί όροι. Αν ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα προήλθαν από τον Πατέρα, τότε πρέπει να έχουν δημιουργηθεί, ακόμη κι αν οι τριαδικοί υποστηρίζουν το αντίθετο.
Άλλη μία αντίφαση προκύπτει σ’ αυτό το σημείο, στο 7ο άρθρο του δόγματος του Αθανάσιου που λέει ότι όπως είναι ο Πατέρας, έτσι είναι και ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιο. Παρακάτω υποστηρίζεται ότι ο Πατήρ είναι εκ του μηδενός, δεν είναι κατασκευασμένος ούτε δημιουργημένος, ούτε γεννημένος (21).
Ο Υιός είναι εκ του Πατρός μονογενής, δεν κατασκευάσθηκε, δεν δημιουργήθηκε, αλλά γεννήθηκε. (22)
Το Άγιο Πνεύμα είναι εκ του Πατρός και του Υιού, δεν κατασκευάσθηκε, ούτε δημιουργήθηκε, ούτε γεννήθηκε, αλλά ενεργεί (23)
Η κραυγαλέα αντίφαση εδώ είναι ότι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα δεν είναι «όπως είναι ο Πατέρας» εφόσον Αυτός είναι «εκ του μηδενός» κι αυτοί είναι και οι δύο «εκ του Πατρός».
Αν ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα πράγματι ήσαν «όπως είναι ο Πατέρας», θα ήταν «εκ του μηδενός» και αυτοί, ακριβώς όπως Αυτός. Μόνο αν και τα τρία πρόσωπα ήταν δυνατό να είναι «εκ του μηδενός» θα μπορούσε να ειπωθεί ότι και τα τρία πρόσωπα είναι αδημιούργητα.
ΠΡΟΒΛΗΜΑ 10. Δεν
μπορεί να υπάρχουν τρία ξεχωριστά πρόσωπα του Θεού τα οποία να είναι μια
υπόσταση
Το δόγμα του
Αθανάσιου ορίζει ότι «... λατρεύουμε τον ένα Θεό σαν τριάδα, και την Τριάδα σαν
μια ενότητα. Ούτε σύγχυση στα πρόσωπα, ούτε διαίρεση στην υπόσταση». (3,4)
Άλλες πηγές συμφωνούν ότι τα τρία πρόσωπα ξεχωριστά είναι μια υπόσταση.
Αδιαφιλονίκητα, η Γραφή ορίζει ότι η ουσία από την οποία ο Θεός αποτελείται είναι Πνεύμα. (Ιωάν.δ:24, Β΄ Κορ.γ:17, Λουκ.κδ:39, Ματθ.ις:17) Αν υπάρχουν τρία ξεχωριστά πρόσωπα στην θεότητα, η ουσία και των τριών είναι Πνεύμα.
Η τριαδική θέση ότι υπάρχουν τρία ξεχωριστά πρόσωπα του Θεού, καθένα από τα οποία είναι Πνεύμα, οδηγεί αμέσως στο συμπέρασμα ότι τα τρία πρόσωπα αποτελούν τρία ξεχωριστά Πνεύματα. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την Γραφή η οποία λέει ότι υπάρχει μόνο «ένα Πνεύμα» Εφ.δ:4. αλλά και με την ίδια την διδασκαλία αυτή, η οποία λέει ότι δεν είναι τρία Άγια Πνεύματα (24).
Το δόγμα της Τριάδας εμπεριέχει μια αντίφαση από μόνο του. Η δήλωση ότι υπάρχουν τρία ξεχωριστά πρόσωπα μιας υπόστασης (ουσίας) οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι είναι τρία πνεύματα, αλλά το ίδιο το δόγμα απαγορεύει αυτό το συμπέρασμα με την τιμωρία της αιώνιας καταδίκης. Επιπλέον αν και τα τρία πρόσωπα είναι μόνο ένα Πνεύμα, τότε ποιος είναι ο διαχωρισμός μεταξύ τους; Αν ο Θεός μας αποτελείται μόνο από ένα Πνεύμα, τότε Αυτός δεν είναι Τριάδα προσώπων. Μια πνευματική ύπαρξη δεν μπορεί να είναι τρία ξεχωριστά πρόσωπα (σύγκρινε τον Σατανά, τα δαιμόνια και τους αγγέλους που είναι πνεύματα). Η μόνη εναλλακτική λύση που απομένει στους τριαδικούς είναι να κρατήσουν ότι καθένα από τα τρία πρόσωπα είναι το ένα - τρίτο του ενός Πνεύματος που αποκαλούμε Θεό.
Αυτό όμως όχι μόνο είναι εντελώς ξένο με τη Βίβλο, αλλά σημαίνει ότι καθένα από τα τρία πρόσωπα «κλέβει» ή μειώνει την πληρότητα της θεότητας. Επίσης είναι λογική αντίφαση διότι δηλώνει ότι τρεις ξεχωριστές υπάρξεις που είναι Πνεύματα δεν αποτελούν τρία πνεύματα, αλλά ένα Πνεύμα.
ΠΡΟΒΛΗΜΑ 11. Δεν μπορεί να υπάρχουν ξεχωριστά πρόσωπα
του Θεού που να είναι Πατέρας και Υιός.
Οι όροι «Πατήρ» και
«Υιός», μέσα από τη Γραφή έρχονται σ’ αντίθεση με το τριαδικό δόγμα ότι ο
Πατέρας και ο Υιός είναι συνάναρχα, ισότιμα, θεία πρόσωπα.
Ο όρος «Πατήρ» δείχνει κάποιον ο οποίος δημιουργεί ή γεννά ένα παιδί, έχει την έννοια ότι φέρνει απόγονο στον κόσμο. Ο όρος «Υιός» δείχνει κάποιον που γεννήθηκε από έναν άλλον, κάποιον ο οποίος είναι καρπός ή απόγονος και φανερώνει ότι έρχεται στην ύπαρξη ή λαμβάνει την ύπαρξη από τον Πατέρα.
Η λογική αντίφαση εδώ είναι ότι το πρώτο και το δεύτερο πρόσωπο της τριάδος είναι πατήρ και υιός (ο ένας γεννήθηκε από τον άλλο) κι είναι υποθετικό ότι είναι συνάναρχοι, το οποίο, φυσικά, είναι αδύνατον. Δεν μπορεί και οι δύο να υπάρχουν αιώνια, διότι εξ ορισμού ο πατέρας πρέπει να υπάρχει πριν απ’ τον υιόν του για να τον γεννήσει και να είναι η πηγή της ύπαρξής του. Επειδή ο όρος «υιός» αναφέρεται σε κάποιον απόγονο που έχει αρχή κατά την διάρκεια της ζωής του πατέρα του, κανένας υιός δεν μπορεί να είναι αιώνιος με την έννοια, του ότι πάντοτε υπήρχε.
Για ν’ αποφύγουν αυτή τη δυσκολία, οι τριαδικοί έχουν εφεύρει εξωβιβλικές λέξεις για να υποστηρίξουν τη θέση τους. Υποστηρίζουν ότι ο Υιός είναι «γεννημένος προ πάντων των αιώνων» με «αιώνια γέννηση». Φυσικά αυτά τα ζεύγη των λέξεων που αντιφάσκουν δεν απαντούν στο ερώτημα, πώς ένας γιος μπορεί να είναι αιώνιος. Εφόσον μάλιστα, αυτοί οι όροι δεν προέρχονται από τη Γραφή, κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να τους δεχθεί σαν αλήθειες του Θεού.
Άλλοι τριαδικοί ισχυρίζονται ότι οι όροι «Πατήρ» και «Υιός» όπως χρησιμοποιούνται στην Βίβλο δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματική δημιουργία και συνεπώς η διαχρονική σχέση είναι ασυνεπής. Οι όροι αναφέρονται για να περιγράψουν τη σχέση αγάπης και κοινωνίας μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου προσώπου.
Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια να διασώσουν την τριαδική διδασκαλία αποτυγχάνει απλά και μόνο επειδή η Γραφή χρησιμοποιεί πράγματι τους δύο όρους με άμεση αναφορά στην πραγματική δημιουργία (Ιωάν.α:14, Εβρ.α:5, Β΄Ιωάν.3, Πράξ.γ:26 κείμενο, δ:27,30)
Ακόμα, αν οι όροι περιγράφουν τη σχέση μεταξύ των δύο προσώπων μάλλον παρά την δημιουργία, το συμπέρασμα θα ήταν ότι ο Πατέρας έχει εξουσία πάνω στον Υιό και σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα ήταν ισότιμοι!!!
ΠΡΟΒΛΗΜΑ 12. Ο Θεός
Υιός δεν ενσαρκώθηκε εν Χριστώ
Οι τριαδικοί
διδάσκουν ότι ο Θεός Υιός, το δεύτερο πρόσωπο της τριάδας, ενσαρκώθηκε εν
Χριστώ. Μ’ αυτό έρχονται σ’ αντίθεση με τη Βίβλο. Πουθενά η Γραφή δεν αναφέρει
ότι μόνο ένα από τα τρία πρόσωπα κατοίκησε μέσα στον Χριστό ή ότι ο Θεός Υιός
ενσαρκώθηκε εν Χριστώ. Αντίθετα, διακηρύττει ότι η θεότητα του Χριστού ήταν του
Πατέρα. (Ιωάν.ι:37,38, ιδ:7-11,
ιζ:21) Οι τριαδικοί δεν μπορούν να εναρμονίσουν τη διδασκαλία τους μ’ αυτές
τις Βιβλικές αναφορές.
Σύμφωνα με τη Γραφή, ο Θεός Υιός - το δεύτερο πρόσωπο της τριάδας δεν ενσαρκώθηκε εν Χριστώ, αλλά ο Θεός Πατέρας.
Η Βίβλος και η τριαδική διδασκαλία δεν μπορεί να είναι και οι δύο αληθείς και είναι φανερό ποιος έχει το λάθος.
Μια δεύτερη αντίφαση προκύπτει από τα εδάφια που δόθηκαν παραπάνω όπου αναφέρεται ότι ο Πατέρας κατοίκησε μέσα στο Χριστό. Η Αγία Γραφή διδάσκει ότι το Άγιο Πνεύμα δημιούργησε το Χριστό, (Ματθ.α:18, Λουκ.α:35) και εξισώνει το Άγιο Πνεύμα με τον Πατέρα. Αν ο Πατέρας που κατοίκησε εν Χριστώ είναι το Άγιο Πνεύμα, τότε το Άγιο Πνεύμα ενσαρκώθηκε εν Χριστώ. Είναι παράξενο που οι τριαδικοί πιστεύουν ό,τι η Βίβλος δεν λέει (ο Θεός Υιός κατοίκησε μέσα στον Χριστό) και αρνούνται ό,τι πραγματικά λέει (ο Πατήρ, το Άγιο Πνεύμα κατοίκησαν εν Χριστώ).
Η τριαδική άποψη ότι μόνο το δεύτερο πρόσωπο της τριάδας ενσαρκώθηκε εν Χριστώ, έρχεται επίσης σε αντίθεση με τις περικοπές της Βίβλου που ορίζουν ότι όλο το πλήρωμα της θεότητας κατοίκησε μέσα σ’ Αυτόν (Κολ.α:19, β:9). Αν η Βίβλος εννοεί ό,τι λέει κι αν ο Θεός είναι τρία πρόσωπα, τότε και τα τρία πρόσωπα κατοίκησαν μέσα στον Χριστό.
ΠΡΟΒΛΗΜΑ 13. Ο Θεός
Υιός δεν είχε Υιό
Η διδασκαλία της
τριάδας έρχεται σε αντίθεση με τις Παρ.λ:4
και όλα τα παράλληλα εδάφια. Σημειώστε ότι σύμφωνα με αυτό το εδάφιο ο μόνος
που ανέβει και κατέβει είχε υιόν: Τις
ανέβη εις τον ουρανόν και κατέβη;... τις εστερέωσε πάντα τα άκρα της γης;... τι
το όνομα αυτού, και τι το όνομα του υιού αυτού, εάν εξεύρεις.
Η Βίβλος διδάσκει ότι ο μόνος που κατέβηκε ήταν ο Ιησούς, σε πολλά ακόμα εδάφια, εκτός απ’ αυτό των Παροιμιών (Ματθ.ιβ:40, Α΄Πετρ.γ:18,19, Εφεσ.δ:9) και ο μόνος που ανέβει είναι πάλι ο Ιησούς (Λουκ.κδ:51, Ιωάν.κ:17, Πράξ.α:9-11, Α΄ Τιμ.γ:16)
Σύμφωνα με τις Παρ.λ:4 αυτός είχε υιόν κι αυτό έρχεται σε αντίθεση με την τριαδική διδασκαλία. Η σωστή ερμηνεία του εδαφίου είναι ότι αναφέρεται στην θεότητα του Ιησού, σε κανένα άλλο εκτός από τον Θεό Πατέρα. Ήταν ο Θεός που είχε υιό και το όνομά Του ήταν το ίδιο με το όνομα του υιού Του.
ΠΡΟΒΛΗΜΑ 14. «Αυτός»
δεν μπορεί να είναι τρία πρόσωπα
Η τριαδική διδασκαλία
ορίζει το Θεό σαν τρία πρόσωπα. Οποιαδήποτε τέτοια ομάδα προσώπων πληθυντικού
αριθμού πρέπει ν’ αναφέρεται με προσωπική αντωνυμία πληθυντικού αριθμού, όχι
ενικού. Αν ο Θεός είναι τρία πρόσωπα, δεν είναι σωστό να αποκαλούμε τον Θεό
«Αυτός», αλλά «Αυτοί» ή «Αυτούς».
Αυτός ο απλός γραμματικός κανόνας μας εμποδίζει να πιστέψουμε ότι ο Θεός είναι ομάδα προσώπων. Το γεγονός ότι η Βίβλος χρησιμοποιεί αντωνυμία ενικού αριθμού όταν αναφέρεται στο Θεό, είναι απόδειξη ότι ο Θεός είναι ένα πρόσωπο. Όταν ο Θεός αναφέρεται στον εαυτό Του, χρησιμοποιεί τις προσωπικές αντωνυμίες ενικού αριθμού «Εγώ», «Εμέ», και «Αυτός» (Ησ.μγ:10,11,25). Όταν άλλοι αναφέρονται στο Θεό χρησιμοποιούν τις αντωνυμίες «Αυτός», «Αυτού» (Ψαλμ.ρ:3, Μαρκ.ιβ:32). Πουθενά στη Βίβλο ο Θεός δεν αναφέρεται με τις προσωπικές αντωνυμίες πληθυντικού αριθμού «Αυτοί» ή «Αυτούς». Εάν ο Θεός είναι τριάδα, η Βίβλος δεν θα χρησιμοποιούσε κανένα άλλο όρο εκτός απ’ το «Αυτοί» ή «Αυτούς» αναφορικά με το Θεό.
Η μόνη πιθανή αντίρρηση είναι ότι τα παραπάνω εδάφια αναφέρονται ατομικά στα θεία πρόσωπα και όχι στο σύνολο της τριάδας και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται αντωνυμίες ενικού αριθμού. Όμως στο Μαρκ.ιβ:32 δεν είναι δυνατόν να γίνεται αναφορά σ’ ένα μέλος της τριάδας μόνο. Επιπλέον αυτό το αντεπιχείρημα είναι μια παραδοχή ότι πράγματι, το σύνολο της τριάδας δεν αναφέρεται πουθενά στην Γραφή. Αυτό συμβαίνει διότι αν οι αντωνυμίες ενικού αριθμού υπάρχουν για ν’ αναφερθούν στην ατομικότητα των θείων προσώπων μόνο, τότε πουθενά δεν αναφέρονται και τα τρία πρόσωπα μαζί, εφόσον ο όρος «Αυτοί» δεν χρησιμοποιείται ούτε μία φορά για να περιγράψει το Θεό. Αφού αυτό είναι αλήθεια, οι τριαδικοί πρέπει να «κατασκευάσουν» εδάφια τα οποία να μιλάνε για ξεχωριστά πρόσωπα και δεν μπορούν ποτέ να αποδείξουν, έστω και με ένα κείμενο των Γραφών, ότι τα τρία πρόσωπα είναι πράγματι ένας Θεός.