(1) Η κρίση του Θεού
βασίζεται στην αλήθεια (εδ.2).
Ανθρώπινες
δικαιολογίες, ανωφελείς φαντασιώσεις και αυταπάτες δεν θα καλύψουν κανένα από
τη θεία οργή. Ο Θεός θα κρίνει σύμφωνα με την πραγματικότητα, την απόλυτη
αλήθεια και την απόλυτη δικαιοσύνη.
(2) Η κρίση του Θεού θα
είναι ανάλογα με τα έργα.
Ρωμ.β:6
όστις θέλει αποδώσει εις έκαστον κατά τα έργα
αυτού,
Ο Παύλος παίρνει αυτή την αρχή από τον Ψαλμ.ξβ:12
και Παρ.κδ:12. Ο Θεός θα ανταποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του, όχι ανάλογα
με τα χαρίσματά του. Θα κρίνει με βάση τη διαγωγή μάλλον, παρά τις προφορικές
εξαγγελίες, από την εκτέλεση παρά από τη γνώση.
Μήπως αυτό αντικρούει τη διδασκαλία της
σωτηρίας δια πίστεως που περιγράψαμε στο πρώτο κεφάλαιο; Το δεύτερο κεφάλαιο
διδάσκει σωτηρία δια των έργων; Δεν υπάρχει καμία αντίφαση εδώ, όπως δεν υπάρχει
ανάμεσα στα γραφτά του Παύλου και του Ιάκωβου.
Πρώτα απ’ όλα, αυτό το μέρος της επιστολής,
δεν παρουσιάζει τα καλά έργα σαν βάση για σωτηρία, αλλά σαν μια δίκαιη βάση για
καταδίκη. Κανείς δεν θα απαλλαχτεί με βάση τα έργα του, στην πραγματικότητα,
όλοι είναι καταδικαστέοι σ’ αυτή τη βάση (Ρωμ.γ:20). Μόνο δια πίστεως στο έργο
του Χριστού αποκτούμε τη δικαιοσύνη που απαιτεί ο Θεός (Ρωμ.γ:22). Θεωρητικά,
αν κάποιος έχει ζήσει τέλεια, χωρίς αμαρτία, θα πρέπει να είναι δίκαιος στα
μάτια του Θεού. Πρακτικά όμως, όλοι έχουν αμαρτήσει (Ρωμ.γ:22), έτσι λοιπόν, ο
Θεός δεν μπορεί να κρίνει κανένα σαν δίκαιο με βάση τα έργα του. Γι’ αυτό, ο
τρόπος της σωτηρίας παραμένει δια πίστεως στο έργο του Χριστού. Ο πιστός
λαμβάνει βεβαιωμένη σωτηρία από το Χριστό. Ο Θεός θα κρίνει τον πιστό με βάση
την αναμάρτητη ζωή του Χριστού κι όχι σύμφωνα με την προηγούμενη αμαρτωλή ζωή
του.
Ωστόσο, αυτή η έμφαση στα έργα, μας δείχνει
ότι η σώζουσα πίστη δεν είναι απλά μια εύκολη πίστη, αλλά συνίσταται από κάτι
περισσότερο. Κάτω από την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, ο Παύλος δίδαξε ότι κανείς
δεν μπορεί να σωθεί χωρίς να πράττει το καλό, αλλά στα επόμενα κεφάλαια εξηγεί
ότι το να κάνει κάποιος το καλό, αυτό γίνεται μόνο μέσα σε μια ζωή πίστης. Η
σωτηρία έχει σχεδιαστεί ώστε να παράγει πραγματική δικαιοσύνη στη ζωή μας. Συνίσταται
από αγιασμό καθώς και από δικαιοσύνη (Ρωμ.β:7,13 & η:4). Πίστη που δεν
παράγει έργα δεν έχει αξία. Η γνήσια πίστη θα φέρει πάντοτε καρπό υπό τη μορφή
σωστής ζωής (συμπεριφοράς).
Ρωμ.β:7
εις μεν τους ζητούντας δι' υπομονής έργου αγαθού,
δόξαν και τιμήν και αφθαρσίαν ζωήν αιώνιον,
Η αντίθεση εδώ δεν είναι ανάμεσα στη σωτηρία
ή την καταδίκη δια των έργων, αλλά μάλλον ανάμεσα σε δύο εκλογές ζωής: πίστη
και υπακοή απ’ τη μια μεριά, απιστία και ανυπακοή απ’ την άλλη. Όσοι με υπομονή
επιμένουν στην πίστη κάνοντας καλά έργα, που σημαίνει ότι ζητούν αιώνια δόξα,
τιμή και αθανασία – θα κληρονομήσουν αιώνια ζωή.
Ρωμ.β:8
εις δε τους φιλονείκους και απειθούντας μεν εις
την αλήθειαν, πειθομένους δε εις την αδικίαν θέλει είσθαι θυμός και οργή,
Όσοι δεν υπακούουν στην αλήθεια, αλλά είναι
φιλόνικοι και απειθείς, θα εισπράξουν το θυμό και την οργή του Θεού.
Ρωμ.β:9
θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου
του εργαζομένου το κακόν, Ιουδαίου τε πρώτον και Ελληνος·
Όλοι όσοι εργάζονται το κακό θα απολαύσουν
θλίψη και στεναχώρια. Η κρίση θα έρθει πρώτα στους Εβραίους, μετά στους
Εθνικούς, όπως και η σωτηρία (Ρωμ.α:16).
Ρωμ.β:10
δόξα δε και τιμή και ειρήνη εις πάντα τον εργαζόμενον
το αγαθόν, Ιουδαίόν τε πρώτον και Ελληνα·
Αντίθετα, όσοι εργάζονται το αγαθό, θα
γευτούν δόξα, τιμή και ειρήνη είτε Ιουδαίοι, είτε Εθνικοί.
Αν θέλουμε να εναρμονίσουμε τη διδασκαλία της
κρίσης βάσει των έργων του κεφαλαίου 2 με τη διδασκαλία της δικαίωσης δια της πίστεως του κεφαλαίου 3, πρέπει ν’
αναγνωρίσουμε ότι η πίστη και η υπακοή είναι αχώριστες. Είναι οι δύο πλευρές
του ίδιου νομίσματος. Μόνο όποιος πιστεύει είναι υπάκουος, και μόνο όποιος
είναι υπάκουος πιστεύει. Πρέπει να καταλάβουμε ότι όταν ο Παύλος μιλούσε για
πίστη, είχε στο μυαλό του «την υπακοή της πίστης (Ρωμ.α:5 & ις:26).
Πίστη δεν είναι το φοβερό προνόμιο να μπορείς
να αμαρτάνεις χωρίς να τιμωρείσαι, αντίθετα, είναι το μέσο να υπερνικάς την
αμαρτία και να λειτουργείς άγια. Αν δεν υπάρχει αυτή η ζωή, τότε είναι θάνατος
και η πίστη είναι εις μάτην.
Αυτό το εδάφιο μας δείχνει τη σπουδαιότητα της
ουσιαστικής εξέτασης της αμαρτίας στη ζωή μας: αρχικά προσπαθώντας να την
προλάβουμε, να την εμποδίσουμε και μετά να μπορούμε να μετανοήσουμε για κάθε
αμαρτία που έχουμε κάνει (Α΄Ιωάν.β:1-2). Μια διανοητική πίστη, ή κάποια
στιγμιαία απόφαση πίστης που πάρθηκε κάποτε, δεν επαρκεί από μόνη της. Το
δεύτερο κεφάλαιο μας διδάσκει ότι ο Θεός θα μας κρίνει ανάλογα με το κατά πόσο
η ζωή μας ήταν πραγματικά άγια. Τα επόμενα κεφάλαια θα μας διδάξουν ότι η πίστη
είναι το μοναδικό μέσο με το οποίο μπορούμε να υπερνικήσουμε την αμαρτία και να
ζήσουμε άγια.
(3) Η κρίση του Θεού θα
είναι αμερόληπτη.
Ρωμ.β:11
επειδή δεν είναι προσωποληψία παρά τω Θεώ.
Ο Θεός θα κρίνει τον καθένα δίκαια και χωρίς
προσωποληψία. Και οι Ιουδαίοι και οι Εθνικοί έχουν να κάνουν την ίδια εκλογή
και να πάρουν την ίδια απόφαση σχετικά με τη σωτηρία και την καταδίκη
(εδ.9-10). Ο Θεός δεν θα παραβλέψει τις αμαρτίες του λαού Του, στην πραγματικότητα
θα τους κρίνει πρώτους! (Α΄Πέτρ.δ:17).
(4)
Η κρίση του Θεού θα είναι σύμφωνα με το διαθέσιμο φως.
Ρωμ.β:12
Διότι όσοι ημάρτησαν χωρίς νόμου, θέλουσι και
απολεσθή χωρίς νόμου· και όσοι ημάρτησαν υπό νόμον, θέλουσι κριθή διά νόμου.
Ο Θεός δεν θα κρίνει τον άνθρωπο σύμφωνα με
κάποιο μέτρο ή κριτήριο που δεν είχε, αλλά θα κρίνει κάθε άνθρωπο σύμφωνα με το
φως που είχε. Ο Θεός θα κρίνει όλους τους αμαρτωλούς. Αν δεν είχαν το νόμο, ο
Θεός δεν θα τους κρίνει σύμφωνα με το νόμο, αλλά για τις αμαρτίες που έκαναν
ενάντια στην αλήθεια που είχαν. Αυτοί που είχαν το Νόμο, θα κριθούν για την
ανυπακοή τους στο νόμο.
Ρωμ.β:13
Διότι δεν είναι δίκαιοι παρά τω Θεώ οι ακροαταί
του νόμου, αλλ' οι εκτελεσταί του νόμου θέλουσι δικαιωθή.
Ξανά, το εδάφιο μάλλον δίνει έμφαση στο
γεγονός ότι δεν θα δικαιωθεί όποιος ακούει ή γνωρίζει το Νόμο, αλλά όποιος
πραγματικά εκτελεί τις απαιτήσεις του Νόμου. Ο Θεός θα βασίσει την κρίση Του στο
γεγονός της εφαρμογής κι όχι σε κενές ομολογίες.
Ρωμ.β:14
Επειδή όταν οι εθνικοί οι μη έχοντες νόμον πράττωσιν
εκ φύσεως τα του νόμου, ούτοι νόμον μη έχοντες είναι νόμος εις εαυτούς,
Αυτοί που δεν είχαν το Νόμο, θα κριθούν με το
φυσικό νόμο της συνείδησης. Κάθε κοινωνία πάνω στο πρόσωπο της γης, έχει μια
ιδέα ηθικής κι όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποια γνώση τι είναι καλό και τι είναι κακό.
Εφόσον ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού, διατήρησε ένα ποσοστό έμφυτης
αίσθησης ηθικής, κάτι που τον διακρίνει από τα ζώα. Αυτή καθ’ αυτή λοιπόν η
ανθρώπινη φύση έχει κάποια ηθική καθοδήγηση. Αν και οι Εθνικοί δεν είχαν το
Νόμο του Μωυσή, εκ φύσεως κάνουν κάποια απ’ αυτά που λέει ο Νόμος, τα οποία
έχουν γίνει νόμος γι’ αυτούς.
Ρωμ.β:15
οίτινες δεικνύουσι το έργον του νόμου γεγραμμένον
εν ταις καρδίαις αυτών, έχοντες συμμαρτυρούσαν την συνείδησιν αυτών και τους λογισμούς
κατηγορούντας ή και απολογουμένους μεταξύ αλλήλων,
Οι απαιτήσεις του Νόμου είναι γραμμένες λίγο
πολύ στην καρδιά του καθένα σαν νόμος της συνείδησης. Αυτός ο νόμος της συνείδησης,
θα κρίνει τον καθένα. Η έμφυτη διδασκαλία της συνείδησης θα κάνει τον άνθρωπο
να σκεφτεί τις πράξεις του κι αυτές οι σκέψεις θα τον κατακρίνουν ή θα τον
υπερασπιστούν για κάθε πράξη του. Έτσι ή αλλιώς, ο καθένας έχει μια άποψη για
το τι είναι ηθικό. Αν αυτές οι σκέψεις τον κατακρίνουν, τότε αναγνωρίζει και
ομολογεί ότι είναι ένοχος για παραβίαση του ηθικού νόμου. Αν οι σκέψεις του τον
δικαιολογούν, ομολογεί την ανάγκη για δικαίωση στο φως του ηθικού νόμου και αναγνωρίζει
ένα κριτήριο το οποίο μπορεί να
επικαλείται ονομαστικά, ηθικό νόμο. Η συνείδηση μαζί με τη λογική στην
προσωπική ζωή αλλά και στην κοινωνία εδραιώνουν τον ηθικό νόμο.
Αν και η συνείδηση από μόνη της δεν είναι
επαρκής να μας οδηγήσει στο πλήρες θέλημα του Θεού, ωστόσο μας διδάσκει κάποια
πράγματα. Ακόμα και οι χειρότεροι αμαρτωλοί, έχουν ένα βαθμό γνώσης πάνω στο
θέμα. Αυτοί που δεν έχουν συγκεκριμένη αποκάλυψη του θελήματος του Θεού, έχουν
το νόμο της συνείδησης και θα κριθούν για ανυπακοή σ’ αυτόν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο καθένας μπορεί να
σωθεί στη βάση της αυστηρής προσκόλλησης στο νόμο της συνείδησης. Είτε κρίνεται
με το Νόμο, είτε με τη συνείδηση, είναι καταδικαστέος γιατί όλοι έχουμε
αμαρτήσει (Ρωμ.γ:20, 23). Δεν έχει υπάρξει άνθρωπος που να έχει ζήσει ακόμα και
με τις ελάχιστες απαιτήσεις της συνείδησης. Η συνείδηση λοιπόν, θα λειτουργήσει
σαν δίκαιη βάση κρίσης για όσους δεν είχαν περισσότερη αποκάλυψη του θελήματος
του Θεού.
Κανείς δεν μπορεί να σωθεί χωρίς το ευαγγέλιο
του Ιησού Χριστού (Ιωάν.ιδ:6, Β΄θες.α:7-10). Όσοι δεν άκουσαν ποτέ το
ευαγγέλιο, έχουν εν τούτοις παραβιάσει το νόμο της συνείδησης. Είναι αμαρτωλοί
και χρειάζονται σωτήρα. Όπως διαβάσαμε στο πρώτο κεφάλαιο, αν λατρεύσουν το Θεό
και Τον εκζητήσουν στο μέγεθος της γνώσης που είχαν γι’ Αυτόν εκ φύσεως και από
τη συνείδηση, ο Θεός θα τους οδηγήσει στη σωτήρια γνώση της αλήθειας
(Ιερεμ.κθ:13-14, Εβρ.ια:6). Η ιστορία του Κορνήλιου στις Πράξ.ι-ια είναι ένα
καλό παράδειγμα για το πώς ο Θεός
προμηθεύει θαυμαστά στον επιμελή εκζητητή τα μέσα για να ακούσει το μήνυμα της
σωτηρίας.
Η αρχή της κρίσης ανάλογα με το υπάρχον φως
σε συνδυασμό με την αρχή της κρίσης σύμφωνα με τα έργα, μας οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι δεν θα υποφέρουν όλοι με την ίδια ένταση τιμωρίας. Όλοι οι αμαρτωλοί
θα κληρονομήσουν αιώνιο θάνατο (αποχωρισμό από το Θεό) και κανείς δεν μπορεί να
σωθεί από μόνος του, με τα καλά του έργα ή με την ηθική ζωή που ζει, αλλά
προφανώς ο βαθμός της τιμωρίας που θα δεχτούν θα εξαρτάται από το φως που είχαν
(ευκαιρίες, γνώση) και κατά πόσο ανυπάκουοι ήταν σ’ αυτό το φως. Ο αμαρτωλός
που συνεχώς και εσκεμμένα παραβιάζει τη συνείδησή του, θα λάβει μεγαλύτερη θεία
οργή απ’ αυτόν που προσπαθούσε στις περισσότερες περιπτώσεις να ζει σύμφωνα με
τις απαιτήσεις της συνείδησής του. Όσοι
ακολούθησαν τη φωνή της συνείδησής τους σε συγκεκριμένες περιοχές, θα συγχωρεθούν
σ’ αυτές τις περιοχές. Πολλά άλλα εδάφια της Γραφής μας υποδεικνύουν ότι
υπάρχουν διάφορες βαθμίδες τιμωρίας ανάλογα με τα έργα και το διαθέσιμο φως:
Ματθ.ιβ:43-45, Μάρκ.ιβ:38-40, Λουκ.ιβ:42-48, Β΄Πέτρ.β:20-22.
Όπως επισημαίνει το εδάφιο 12, η αμαρτία
είναι η αιτία του θανάτου. Αμαρτία είναι η παράβαση του Νόμου ή η ανομία (Α΄
Ιωάν.γ:4). Είτε αμαρτήσει κάποιος ενάντια στο νόμο της συνείδησης, είτε ενάντια
στον υπερφυσικά αποκεκαλυμμένο νόμο του Θεού, θα χαθεί.
Η μοντέρνα ψυχολογία έχει κάποιες σημαντικές
παρατηρήσεις σχετικά με το θέμα της συνείδησης καθώς και για το γεγονός ότι
μπορεί κάποιος να χάσει τη συνείδησή του όπως είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο. Τα παρακάτω
λόγια είναι από το βιβλίο «Η φύση του παιδιού» του διακεκριμένου ψυχολόγου Jerome
Kagan, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ:
«Νομίζουμε (λανθασμένα) ότι πρέπει να
διδάξουμε σ’ ένα παιδί τη συνείδηση, αν και η έρευνα έχει δείξει ότι στην
ηλικία των δύο χρόνων, ένα παιδί έχει αναπτύξει μια αίσθηση ηθικής. Φυσικά, σε
συγκεκριμένες περιπτώσεις πρέπει να τα διδάξουμε τι είναι καλό και τι είναι
κακό. Όμως, το παιδί ετοιμάζεται βιολογικά και ευαισθητοποιείται στο τι είναι
καλό και κακό, όπως ένα πουλί ετοιμάζεται να κελαηδεί κι ένα ψάρι να κολυμπά….
Ο δεκαοχτάχρονος παραβάτης είχε συνείδηση, αλλά οι εμπειρίες μετά την ηλικία
των 2 χρονών, έγιναν η αιτία να χάσει την ικανότητα να αισθάνεται ενοχή και
ντροπή όταν διαπράττει μια αντικοινωνική πράξη. Τα παιδιά στην ηλικία των δύο
χρόνων, αισθάνονται ιδιαίτερα συναισθήματα όταν σκέφτονται να κάνουν κάτι κακό,
ή το κάνουν….. Μερικά παιδιά, σαν συνάρτηση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο
ζουν, το σπίτι τους, η τηλεόραση, ο
κινηματογράφος γίνονται αιτία να χάσουν σταδιακά αυτή την αίσθηση και ν’
αρχίσουν να δρουν αντικοινωνικά».
(5) Η κρίση του Θεού θ’
αποκαλύψει τα κρυφά των ανθρώπων.
Ρωμ.β:16
εν τη ημέρα ότε θέλει κρίνει ο Θεός τα κρυπτά
των ανθρώπων διά του Ιησού Χριστού κατά το ευαγγέλιόν μου.
Δεν μπορούμε να κρύψουμε τίποτα από το Θεό. Στην
κρίση, ο Θεός θ’ αποκαλύψει τις πιο κρύφιες αμετανόητες αμαρτίες και θα τις
κρίνει.
Ο Θεός θα κάνει κρίση δια Ιησού Χριστού,
γιατί ο Ιησούς είναι η ορατή, σωματική φανέρωση του πληρώματος της θεότητας
(Κολ.β:9). Οι άγιοι θα σταθούν μπροστά στο βήμα της κρίσης του Χριστού
(Β΄Κορ.ε:10). Οι αμαρτωλοί θα σταθούν μπροστά στον Ιησού Χριστό στην κρίση του
μεγάλου λευκού θρόνου (Πράξ.ι:42).
Ο Παύλος έγραψε ότι η κρίση θα γίνει «κατά το ευαγγέλιόν μου», που σημαίνει
σύμφωνα με αυτά που διακηρύττει το ευαγγέλιό μου. Ο Παύλος δεν ορίζει το
ευαγγέλιο σαν το προσωπικό του δόγμα ή ερμηνεία, αλλά είχε ένα τόσο μεγάλο
βάρος και αγάπη για το μήνυμα του ευαγγελίου, που μπορούσε δίκαια να απαιτεί
ότι του ανήκει. Ο καθένας πρέπει να ταυτιστεί έτσι με το ευαγγέλιο ώστε να
γίνει προσωπική του υπόθεση.
Συμπερασματικά, το Ρωμ.β:1-16 διακηρύττει τη
βεβαιότητα της κρίσης, την παγκοσμιότητα της κρίσης, τις αρχές της κρίσης και
τα αποτελέσματα της κρίσης. Δεν υπάρχει διαφυγή, ιδιαίτερα για τους αυτοδικαιομένους
αμαρτωλούς.