γ:1-11
Γενεαλογίες του Ααρών και του Μωυσή
γ:12,13
Εξετάζοντας «την εκκλησία εν τη ερήμω» (Πράξ.ζ:38), βλέπουμε
ότι αποτελείτο από πολεμιστές, εργάτες και λατρευτές (ιερείς). Είδαμε για λίγο
τους πολεμιστές να παίρνουν τη θέση τους σύμφωνα με τη γενεαλογία τους κάτω από
τη σημαία τους, όπως όρισε ο Κύριος. Θα δούμε γρήγορα τώρα στους δεύτερους,
τους εργάτες και θα τους ακολουθήσουμε στο έργο και τη διακονία τους.
Οι Λευίτες, μεταξύ όλων των άλλων φυλών, είχαν καλεστεί σε μια ιδιαίτερη
θέση και διακονία (α:47-53 & β:33). Γιατί όμως αυτό; Γιατί ξεχωρίστηκαν απ’
όλες τις φυλές για μια τόσο άγια και υψηλή διακονία; Ήταν μήπως περισσότερο
άγιοι; Ήταν μήπως πιο καλοί, ώστε να δικαιολογεί αυτή τη διάκριση; Όχι βέβαια,
ούτε η φύση τους, ούτε η ζωή τους άξιζε κάτι τέτοιο «Συμεών καί Λευί οι
αδελφοί, όργανα αδικίας είναι αι μάχαιραι αυτών· εις τήν βουλήν αυτών μή
εισέλθης, ψυχή μου· εις τήν συνέλευσιν αυτών μή ένωθής, τιμή μου· διότι εν τώ
θυμώ αυτών εφόνευσαν ανθρώπους καί εν τώ πείσματι αυτών κατηδάφισαν τείχος.
Επικατάρατος ο θυμός αυτών, διότι ήτο αυθάδης· καί η οργή αυτών, διότι ήτο
σκληρά· θέλω διαμοιράσει αυτούς εις τόν
Ιακώβ, καί θέλω διασκορπίσει αυτούς εις τόν Ισραήλ» (Γέν.μθ:5-7).
Ο Λευί από τη φύση του και στη ζωή του ήταν ισχυρογνώμονας, βίαιος και
σκληρός κι ένας τέτοιος άνθρωπος διαλέγεται να υψωθεί σε μια τόσο προνομιούχα
και άγια θέση. Όμως, αυτός είναι ο συνηθισμένος τρόπος της χάρης, να υψώνει
εκείνους που βρίσκονται στη χειρότερη κατάσταση.
«Πιστός ο λόγος καί πάσης αποδοχής άξιος, ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθεν εις τόν κόσμον διά νά
σώση τούς αμαρτωλούς, τών οποίων πρώτος είμαι εγώ» (Α’ Τιμ.α:15).
«Εις εμέ τόν πλέον ελάχιστον πάντων τών αγίων εδόθη η χάρις αύτη, νά
ευαγγελίσω μεταξύ τών εθνών τόν ανεξιχνίαστον πλούτον τού Χριστού» (Εφες.γ:8).
Ας εξετάσουμε τώρα την αρχή βάσει της οποίας ο Λευί φέρθηκε σ’ αυτή
την ευλογημένη θέση. Για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να μεταφερθούμε για λίγο
στους Αριθ.η ώστε να διδαχτούμε αυτό το μυστικό. Θα δούμε εκεί, ότι τίποτα που
αφορούσε το Λευί δεν μπορούσε να συγχωρεθεί κι ούτε κάτι καλό, άξιο
επιδοκιμασίας, μπορούσε να βρει κανείς σ’ αυτόν. Παρόλα αυτά, βλέπουμε τη χάρη
του Θεού σε ενέργεια. Αναφέρουμε αυτά όλα για τον τύπο και τη σημασία του όπως
πολλές φορές έχουμε πει ότι «ταύτα δε τυπικώς συνέβαινεν εκείνοις»
(Α΄Κορ.ι:11).
«Καί ελάλησε Κύριος πρός τόν Μωυσήν, λέγων, Λάβε τούς Λευίτας εκ μέσου
τών υιών Ισραήλ καί καθάρισον αυτούς.
Καί ούτω θέλεις κάμει εις αυτούς διά τόν καθαρισμόν αυτών· ράντισον επ' αυτούς
ύδωρ καθαρισμού καί άς περάσωσι ξυράφιον δι' όλου τού σώματος αυτών καί άς
πλύνωσι τά ενδύματα αυτών καί άς καθαρισθώσιν» (Αριθ.η:5-7).
Νερό, όχι αίμα γιατί αυτό είχε γίνει όταν γιόρτασαν το Πάσχα (Εφες.ε:25,26 Ιωάν.ιε:3
ιγ:8).
Βλέπουμε εδώ τυπικά, τη μοναδική αρχή του καθαρισμού που είναι η θανάτωση
της σάρκας και των συνεπειών της. Αυτό όμως είναι κάτι που μπορεί να γίνει μόνο
όταν ο λόγος του Θεού ενεργήσει ζωντανά στη συνείδηση και την καρδιά του
πιστού.
Ο Μωυσής όφειλε να τους ραντίσει με το νερό του καθαρισμού (να τους
διδάξει το λόγο του Θεού) και αυτοί όφειλαν να ξυρίσουν όλο το σώμα και να
πλύνουν τα ρούχα τους. Ο Μωυσής σαν αντιπρόσωπος των δικαιωμάτων του Θεού,
καθαρίζει τους Λευίτες σύμφωνα με αυτά τα δικαιώματα και τότε αυτοί γίνονται
ικανοί να περάσουν το ξυράφι σε ότι αναπτυσσόταν απ’ τη σάρκα και να πλύνουν τα
ρούχα τους. Για μας σήμερα, το ξύρισμα έχει να κάνει με την καθημερινή αυστηρή
κρίση του εαυτού μας. Η απόρριψη κάθε σαρκικότητας.
«Έχοντες λοιπόν, αγαπητοί, ταύτας τάς επαγγελίας, άς καθαρίσωμεν έαυτούς
από παντός μολυσμού σαρκός καί πνεύματος, εκπληρούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β΄Κορ.ζ:1).
Ένας Λευίτης μόνος του, ποτέ δεν θα μπορούσε να ξυρίσει όλο του το σώμα
(κι από πίσω). Το ίδιο ισχύει και για μας σήμερα. Κάποια πράγματα δεν μπορούμε
να τα δούμε στους εαυτούς μας, αλλά τα βλέπουν άλλοι. Χρειαζόμαστε λοιπόν ο
ένας τον άλλο για να καθαριστούμε.
Αυτό που χρειάζεται στη σάρκα είναι θάνατος κι όχι βελτίωση. Ο άνθρωπος
ζυγίστηκε και βρέθηκε ελλιπής. Οι προσπάθειές του σταθμίστηκαν και βρέθηκαν
«σκολιές». Είναι δηλαδή τελείως ανώφελο να προσπαθήσει κανείς να μεταρρυθμίσει
τον άνθρωπο. Μόνο το νερό και το ξυράφι μπορούν να το κάνουν αυτό. Ο Θεός έχει
απαγγείλει την απόφασή του για τον άνθρωπο, κάτι που ο καθένας πρέπει να το
δεχτεί προσωπικά.
«καθώς είναι γεγραμμένον Ότι
δέν υπάρχει δίκαιος ουδέ είς, δέν υπάρχει τις έχων σύνεσιν· δέν υπάρχει τις
εκζητών τόν Θεόν. Πάντες εξέκλιναν, ομού εξηχρειώθησαν· δέν υπάρχει ο πράττων
αγαθόν, δέν υπάρχει ουδέ είς» (Ρωμ.γ:10-12).
Εδώ δεν έχει να κάνει πως βλέπω ή πως αισθάνομαι αυτό το ζήτημα! Ο
Θεός έχει απαγγείλει την κρίση Του κι ο άνθρωπος πρέπει να υποκλιθεί σ’ αυτή
και να την αποδεχτεί.
Το ατομικό θέλημα δεν είναι και τόσο χρήσιμο στην υπηρεσία του Θεού.
Πρέπει να παραμεριστεί, αν θέλουμε να ξέρουμε τι σημαίνει αληθινή υπηρεσία.
Δυστυχώς, πολλά πράγματα θεωρούνται υπηρεσία, αλλά αν τα κρίνουμε στο φως της
παρουσίας του Θεού, καταλαβαίνουμε ότι είναι καρπός ανήσυχου ανθρώπινου
θελήματος.
Η καρδιά είναι τόσο απατηλή, ώστε να νομίζουμε ότι κάνουμε το έργο του
Θεού, ενώ στην πραγματικότητα κάνουμε αυτό που ικανοποιεί εμάς.
Έξοδ.λβ:25-29. Γνωρίζουμε τη στιγμή της
μεγάλης δοκιμασίας που περιγράφεται σ’ αυτά τα εδάφια. Ένα μεγάλο ερώτημα
απευθύνεται στην καρδιά και τη συνείδηση του λαού: «Όστις είναι υπέρ του
Κυρίου». Το ερώτημα δεν ήταν: «Ποιος θέλει να δουλέψει». Ήταν πολύ πιο
σοβαρό και πολύ πιο επείγον. Δεν επρόκειτο για το ποιος θα πάει εδώ ή ποιος θα
κάνει εκείνο και το άλλο.
Είναι δυνατό να υπάρχει μεγάλη ενεργητικότητα, πολλές κινήσεις, και όμως
όλα αυτά να προέρχονται από μια μη συντετριμμένη θέληση που ενεργώντας
θρησκευτικά, δίνει φαινόμενο αφοσίωσης και ευσέβειας. Σε τέτοιο βαθμό, που να
εξαπατά τον εαυτό της αλλά και άλλους.
Για να είναι όμως κάποιος του Κυρίου, προϋποθέτει την άρνηση του δικού
του θελήματος, την τέλεια εγκατάλειψη του εαυτού του, ουσιώδες για τον αληθινό
εργάτη.
Ζούμε σε μια εποχή που το ατομικό θέλημα είναι σε μεγάλη ενέργεια. Ο άνθρωπος
καυχιέται στην ελευθερία του και περισσότερο όσο αφορά στα θρησκευτικά
ζητήματα. Το ίδιο συνέβαινε στο στρατόπεδο του Ισραήλ στις μέρες του χρυσού
μόσχου.
Ο Μωυσής απουσίαζε και το ανθρώπινο θέλημα βρισκόταν σε δράση. Το
αποτέλεσμα; Ένας χρυσός μόσχος και ο λαός να βρίσκεται σε ηθική κατάπτωση
λατρεύοντας το είδωλο. Τότε, τέθηκε το ζήτημα: «Όστις είναι του Κυρίου…».
Όταν καλέστηκαν να είναι του Κυρίου, δεν καλέστηκαν να κάνουν μια τυπική θρησκευτική
πράξη, αλλά κάτι πολύ πιο δύσκολο, που μόνο αυτοί που είναι του Κυρίου θα
μπορούσαν να κάνουν.
Ο άνθρωπος καυχιέται στα δικαιώματά του, στην ελευθερία του, στο θέλημά
του, στην κρίση του. Βέβαια, αυτό είναι άρνηση της κυριότητας του Ιησού. Καλό
είναι λοιπόν κι εμείς σήμερα να προσέξουμε, να αγρυπνήσουμε, ώστε να πάρουμε το
μέρος του Κυρίου, ενάντια στη δική μας φύση.
Το θέμα δεν είναι ποιος είναι υπέρ της θρησκείας, υπέρ κάποιου φιλανθρωπικού
ή ευαγγελιστικού έργου, υπέρ κάποιας μεταρρύθμισης. Σ’ αυτά μπορεί να δείχνουμε
μεγάλο ζήλο και να τα υποστηρίζουμε, χωρίς μ’ αυτό να κάνουμε κάτι άλλο από το
να υπηρετούμε το εγώ μας και να ικανοποιούμε το δικό μας θέλημα.
Να είναι κανείς πραγματικά υπέρ του Κυρίου σημαίνει να είναι έτοιμος
να κάνει απόλυτα ότι ο Κύριος του αναθέσει. Να μπορεί να πει: «Κύριε, τι θέλεις
να κάμω» «Λάλησον Κύριε, διότι ο δούλος Σου ακούει».
Στην περίπτωση των Λευιτών, καλέστηκαν να «θανατώσει έκαστος τον
πλησίον αυτού». Αυτό είναι τρομερό έργο για τη σάρκα, αλλά η περίσταση το
απαιτούσε επειδή τα δικαιώματα του Θεού είχαν φανερά καταπατηθεί. Είχαν αλλάξει
τη δόξα του Θεού με την εικόνα ενός βοδιού που τρώει χόρτο, γι’ αυτό όσοι ήταν
του Κυρίου καλέστηκαν να ζωστούν τη μάχαιρα!
Η σάρκα θα μπορούσε να πει: «Ας είμαστε επιεικείς και ελεήμονες. Θα πετύχουμε
περισσότερα με την πραότητα παρά με την αυστηρότητα. Δεν κάνεις καλό στους
ανθρώπους όταν τους χτυπάς. Η αγάπη έχει μεγαλύτερη δύναμη από την αυστηρότητα,
ας αγαπάμε αλλήλους». Αυτές οι σκέψεις είναι σωστές όταν βρίσκονται στη θέση
τους. Στην περίπτωσή μας όμως, η εντολή ήταν σαφής: «Ας βάλη έκαστος την
ρομφαίαν αυτού επί τον μηρόν αυτού». Η ρομφαία ήταν το μόνο πράγμα που
μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, όσο ο χρυσός μόσχος ήταν εκεί. Αν κάποιος μιλούσε
για αγάπη σε μια τέτοια στιγμή, θα ήταν σαν να απέρριπτε τις δίκαιες απαιτήσεις
του Θεού.
Ο υπηρέτης δεν αντιλέγει, απλά κάνει αυτό που του λένε. Όταν κάποιος
αντιδρά και φέρνει αντιρρήσεις, απλά δεν είναι υπηρέτης. Σίγουρα ήταν τρομερό
να σκοτώσει κανείς τον αδελφό του, το φίλο ή το γείτονα, αλλά ο λόγος του
Κυρίου ήταν μια διαταγή, δε επιτρεπόταν να συζητηθεί. Οι Λευίτες, με τη χάρη
του Θεού υπάκουσαν απόλυτα και αμέσως. «Έκαμον οι υιοί του Λευί κατά τον
λόγον του Μωυσέως».
Αυτή είναι η μόνη αληθινή οδός όσων θέλουν να είναι εργάτες του Κυρίου,
σ’ ένα κόσμο που η ισχυρογνωμοσύνη εξουσιάζει.
Ας μη σκεφτεί κανείς ότι ο Θεός μας ζητά να μην έχουμε φυσικά αισθήματα.
Αλλά όταν κανείς αφήνει τα δικαιώματα και τα φυσικά αισθήματα να επεμβαίνουν
και να γίνονται εμπόδιο στην υπηρεσία του Χριστού κι όταν η λεγόμενη «αγάπη των
αδελφών» είναι μεγαλύτερη από την πιστότητα στον Ιησού, τότε μάλλον δεν είμαστε
άξιοι να υπηρετήσουμε τον Κύριο.
Ο Λευί, για να γίνει ικανός να υπηρετήσει τον Κύριο, έφτασε στο σημείο
να μη βλέπει τους γονείς του, να μην αναγνωρίζει τους αδελφούς του και τα
παιδιά του! Μπορούσε να παραμερίζει τελείως τα δικαιώματα της φύσης του και να
παραχωρείται στα δικαιώματα του Γιάχβε!
Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να θεωρηθούν σαν «υπηρεσία»,
δραστηριότητες, ενέργειες, λόγοι, και παρόλα αυτά να μην υπάρχει ίχνος αληθινής
υπηρεσίας και σύμφωνα με την κρίση του Θεού να μην είναι παρά η ανήσυχη
δραστηριότητα του ανθρώπινου θελήματος.
Η αληθινή υπηρεσία δεν συνίσταται απαραίτητα από μεγάλη δραστηριότητα,
αλλά από μια βαθιά υποταγή στο θέλημα του Κυρίου μας.
Είναι αλήθεια ότι πρέπει να αγαπάμε τους γονείς μας τους αδελφούς μας
και τα παιδιά μας. Το θέμα δεν είναι πόσο τους αγαπάμε, αλλά να αγαπάμε τον
Ιησού περισσότερο απ’ αυτούς.
Υπάρχουν περιπτώσεις που θα ήταν πραγματική απιστία στον Κύριο η
συμμόρφωση μας έστω και προς στιγμή με τα αισθήματα των φυσικών σχέσεων.
Πριν παραχωρηθούν οι Λευίτες, ο Θεός έπαιρνε τα πρωτότοκα για να τα
αγιάζει και να είναι δικά Του. Επειδή όμως οι Ισραηλίτες αρνήθηκαν να υπηρετούν
έτσι το Θεό και προσχώρησαν μόνο οι Λευίτες τότε που λάτρευσαν τον μόσχο, ο
Θεός τους τίμησε. Είναι τύπος των ανθρώπων εκείνων που αποφασίζουν ν
αποχωριστούν από κάθε τι σαρκικό και να ζήσουν για τον Κύριο.