Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Πες μου λοιπόν, τι σου ανήκει;



Ποιον αδικώ, λέει ο πλούσιος, προστατεύοντας αυτά που μου ανήκουν;

Πες μου λοιπόν, τι σου ανήκει; Από που τα πήρες και τα έφερες στη ζωή σου;

Δεν ήρθες στον κόσμο γυμνός; Γυμνός δεν θα επιστρέψεις στη γη; Που τα βρήκες αυτά που έχεις τώρα; Αν πιστεύεις ότι στα χάρισε η τύχη είσαι άθεος, δεν αναγνωρίζεις τον δημιουργό, δεν νοιώθεις ευγνωμοσύνη γι αυτόν που στα έδωσε αν όμως παραδέχεσαι ότι προέρχονται απ το Θεό, πες μου για ποιο λόγο στα έδωσε;


Μήπως είναι άδικος ο Θεός και μοιράζει άνισα τα απαραίτητα για τη ζωή; Γιατί εσύ είσαι πλούσιος κι εκείνος φτωχός; Όχι γι' άλλο λόγο παρά για να ανταμειφτείς εσύ για την καλοσύνη και τη σωστή διαχείριση της περιουσίας, κι εκείνος για να κερδίσει τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής.

Όμως εσύ τα έκρυψες όλα στους αχόρταγους κόλπους της πλεονεξίας νομίζεις λοιπόν ότι κανένα δεν αδικείς όταν τόσους στερείς από τα αγαθά αυτά;

Ποιος είναι πλεονέκτης; Όποιος δεν περιορίζεται στα απαραίτητα. Ποιος άρπαγας; Εκείνος που αφαιρεί την περιουσία των άλλων.

Εσύ δεν είσαι πλεονέκτης; Δεν είσαι άρπαγας; Δεν κρατάς για τον εαυτό σου όσα σου δόθηκαν για να τα διαχειριστείς προς όφελος όλων; Αυτός που γδύνει τον ντυμένο θα ονομαστεί λωποδύτης αλλά αυτός που δεν ντύνει τον γυμνό μήπως δεν αξίζει αυτή την ονομασία;

Το ψωμί που αποθηκεύεις είναι του πεινασμένου, τα ρούχα που συσσωρεύεις είναι του γυμνού, τα παπούτσια που τα 'χεις και σαπίζουν είναι του ξυπόλυτου, τα λεφτά που θάβεις για να μη στα κλέψουν είναι του φτωχού. Είναι τόσοι αυτοί που αδικείς όσοι αυτοί που θα μπορούσες να βοηθήσεις.