Ιούδας 8-16
Το να κυλάνε νερά και λάσπες έξω από το σπίτι σου, είναι
βέβαια κακό. Όμως τρισχειρότερο είναι, όταν ανοίξεις την εξώπορτά σου και οι
λάσπες και το κακό μπούνε μέσα. Αυτό φαίνεται να λέει ο Ιούδας προσπαθώντας να
διαφυλάξει το Σώμα των πιστών: Από τις «κηλίδες» (12). Άσχημο σ’ ένα κατάλευκο
χιτώνα, να υπάρχει μια έντονη βρωμιά.
Τρομερό, να πασκίζουνε δέκα άνθρωποι για
την καθαριότητα ενός κοινόχρηστου χώρου και ένας... να πετάει ένα ντενεκέ
σκουπίδια κάπου στη μέση. Έτσι είναι και η πνευματική κηλίδα, στο σώμα της
Εκκλησίας.
Από τους «βόσκοντες
εαυτούς» (12). Ανθρώπους δηλαδή, που εγωκεντρικά και ωφελιμιστικά κινούνται
στο χώρο της Εκκλησίας: Απαιτούν, διεκδικούν, γούρνες γίνονται που δέχονται
νερό και ποτέ ποταμάκια να δώσουν κάτι στο περιβάλλον τους. Το «μακάριον διδόναι ή λαμβάνειν» τους είναι
απολύτως άγνωστο κι ανεπιθύμητο (Πράξ.κ:35).
Από τα «άγρια κύματα»
(13). Τα ’χω δει στους γιαλούς του νησιού μου, ξανά και ξανά. Θέαμα, που σου
φέρνει συνοφρύωση και κάματο. Πάντα οι ίδιοι, με τα ίδια προβλήματα, με την
ίδια αυτοπροβολή του εαυτού τους, των δικών τους, των απαιτήσεών τους. Όλοι
τους οφείλουν σ’ αυτούς κι αυτοί δεν οφείλουν τίποτα σε κανένα. Τους έχετε
συναντήσει;
Από τα «δις αποθανόντα
δέντρα» (12). Πας κοντά σ’ ένα καρποφόρο δέντρο και όχι μόνο δεν έχει
καρπό, αλλά το βλέπεις και μαραμένο και ξεριζωμένο. Άθλιο θέαμα, που όταν
συμβαίνει σ’ έναν χριστιανό είναι φοβερό. Γιατί χριστιανός, σημαίνει
καρποφορία. Όμορφη και άφθονη.