Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Αναζωπύρωση



Εκείνο που χαρακτήριζε την αρχαία ειδωλολατρία δεν ήταν η απουσία θεών αλλά η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΘΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΟΚΟΥΝ.

Μια ματιά στο αρχαίο πάνθεο φανερώνει ότι οι αρχαίοι μας συνάνθρωποι αυτό ακριβώς έκαναν, έφτιαχναν “θεούς” που αναφέρονταν, κάλυπταν και νομιμοποιούσαν τις δικές τους επιλογές και τις δικές τους αρέσκειες θεούς της κλεψιάς, της ανηθικότητας, της μέθης, του πολέμου, της απάτης, της συζυγικής απιστίας κ.ο.κ.


Ο αρχαίος Προφήτης έγραφε τόσο ρεαλιστικά για τον ειδωλολάτρη, ότι «κάμνει θεόν, το γλυπτόν αυτού· γονατίζει έμπροσθεν αυτού και προσκυνεί αυτό και προσεύχεται εις αυτό και λέγει, Λύτρωσόν με, διότι είσαι ο θεός μου» (Ησ.μδ:12-19). 

Χρειάζεται ωστόσο να προχωρήσουμε στην ουσία που κρύβεται πίσω από τις μηχανικές αυτές κινήσεις, οπότε θα δούμε ότι η αρχή του κακού βρίσκεται πρώτα στο ρήμα «κάμνει θεόν» με άλλα λόγια φτιάχνει θεό στα μέτρα του και σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Άμα γίνει αυτό το πρώτο βήμα, φυσιολογικά ακολουθούν και τα υπόλοιπα, γονατίζει μπροστά του, προσεύχεται σ’ αυτό και απ’ αυτό ζητάει λύτρωση [όχι βέβαια από τις αμαρτίες του αλλά μάλλον από τις δυσκολίες της ζωής].  

Στην “εξελιγμένη” εποχή μας, οι σύγχρονοι ειδωλολάτρες ακολουθούν τα ίδια ακριβώς βήματα και πέφτουν στις ίδιες παγίδες. Και όταν πια δεν τους καλύπτουν οι “αόρατοι” θεοί τους, τότε καταφεύγουν σε άλλους, ορατούς, που δεν είναι παρά συνάνθρωποί τους επιτήδειοι, θεατρίνοι και κομπογιαννίτες...

Μήπως όλα αυτά συμβαίνουν μόνο στους υπανάπτυκτους λαούς του τρίτου κόσμου; Κάθε άλλο. Τόσο η πραγματικότητα όσο και η θλιβερή κατάσταση μέσα στις διάφορες και ανεξαρτήτως δόγματος εκκλησίες, αυτό ακριβώς επιβεβαιώνουν: Κι αν ήθελε κανείς να χωρίσει ανάμεσα σε εκείνους που “λατρεύουν ξύλινα ή γλυπτά είδωλα” κι εκείνους που “λατρεύουν πρόσωπα ή ονόματα ανθρώπων” (είτε αυτοί λέγονται σύγχρονοι προφήτες, ευαγγελιστές, τηλευαγγελιστές κ.λπ.), μία είναι η αλήθεια, που ο Θεός τη βροντοφωνάζει χιλιετίες τώρα: «Εμέ εγκατέλιπον, την πηγήν των ζώντων υδάτων, και έσκαψαν εις εαυτούς λάκκους, λάκκους συντετριμμένους, οίτινες δεν δύνανται να κρατήσωσιν ύδωρ» (Ιερ.β:13).

«Και εκάλεσε το όνομα του τόπου Μασσά, και Μεριβά, διά την λοιδορίαν των υιών Ισραήλ, και διότι επείρασαν τον Κύριον, λέγοντες, Είναι ο Κύριος μεταξύ ημών ή ουχί;» (Έξοδ.ιζ:7)

Εδώ ξεχωρίζουν δύο φράσεις με πολλή σημασία: (1) Ότι οι Εβραίοι «επείρασαν τον Κύριον» και (2) ότι αυτό έγινε όταν αμφισβήτησαν την μεταξύ τους παρουσία του Θεού, λέγοντας: «Είναι ο Κύριος μεταξύ ημών ή ουχί;»

Σήμερα αυτή η συμπεριφορά πολύ ταιριάζει, νομίζουμε, μ’ εκείνους που αισθάνονται ότι ο Θεός απουσιάζει από την εκκλησιαστική ή προσωπική τους ζωή, και ότι χρειάζονται μια “αναζωπύρωση” ώστε να αισθανθούν ξανά την παρουσία Του κοντά τους.

Και μόνο μια τέτοια σκέψη είναι άστοχη, αν όντως ο άνθρωπος πιστεύει στην αξιοπιστία των λόγων του Κυρίου, ο Οποίος είπε: «Ιδού, εγώ είμαι μεθ' υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν» (Ματθ. κη:20).

Είναι δυνατόν τη στιγμή που ο Κύριος είναι μαζί μας, εμείς να Του ζητάμε “να έρθει μαζί μας”; Αν αυτό δεν φανερώνει απιστία στα λόγια του Χριστού, τότε είναι παράλογο.

Μόνο μία περίπτωση υπάρχει που ο Κύριος μπορεί να απομακρυνθεί από κοντά μας, κι αυτή δεν είναι άλλη από την παρουσία αμαρτίας, όπως διδασκόμαστε π.χ. από τη ζωή του Σαμψών, όπου «ο Κύριος είχεν απομακρυνθή απ' αυτού» (Κριτ.ις:20) και όταν «ο Κύριος από του Σαούλ είχεν απομακρυνθή» (Α’ Σαμ.ιη:12).

Ο προφήτης Μιχαίας το δηλώνει καθαρά αυτό όταν γράφει: «Τότε θέλουσι βοήσει προς τον Κύριον, πλην δεν θέλει εισακούσει αυτούς· θέλει μάλιστα κρύψει το πρόσωπον αυτού απ' αυτών εν τω καιρώ εκείνω, διότι εφέρθησαν κακώς εις τας πράξεις αυτών» (Μιχ.γ:4).

Όταν λοιπόν ένας πιστός ή μια εκκλησία ομολογούν ότι δεν είναι κοντά τους ο Θεός, το μόνο που απομένει να κάνουν είναι να ψάξουν να βρουν ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΔΙΩΞΕ.

Λέγοντας “να ψάξουν να βρουν την αμαρτία”, καταλαβαίνουμε ότι τις περισσότερες φορές πρόκειται για αμαρτία γνωστή, συνειδητή και εκούσια, επειδή ποτέ ο Θεός δεν θα απομακρυνθεί από τα παιδιά Του όταν εκείνα έχουν πράξει αμαρτία εν αγνοία τους. Τουναντίον, θα κάνει το παν για να τους φωτίσει και να τους δείξει πού βρίσκεται το λάθος τους ώστε να το διορθώσουν, όπως έγινε και με τον Παύλο, που ομολογεί πως αν και ήταν βλάσφημος και διώκτης και υβριστής, τελικά ελεήθηκε από τον Θεό «διότι αγνοών έπραξε εν απιστία» (Α’ Τιμ.α:13).

Ενώ όμως ο Θεός παραβλέπει «τους καιρούς της αγνοίας» (Πράξ.ιζ:30), αντίθετα είναι αυστηρότατος απέναντι σ’ εκείνους που αμαρτάνουν εκουσίως, «αφού έλαβον την γνώσιν της αληθείας» (Εβρ.ι:26).

Αντί, λοιπόν, κάποιοι να ζητούν “αναζωπύρωση” θα ήταν καλύτερο να ομολογήσουν πως κάπου –που μόνο οι ίδιοι το γνωρίζουν– έχουν ξεφύγει από το θέλημα του Θεού και βαδίζουν σε ξένους δρόμους όπου ο Θεός δε μπορεί να τους ακολουθήσει.