Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

ΟΡΘΟΤΟΜΟΥΝΤΕΣ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ 04 - Οι δύο Διαθήκες

Ακριβώς όπως υπάρχουν δύο σπέρματα του Αβραάμ, το φυσικό και το πνευματικό, ο Ισραήλ και η εκκλησία, έτσι υπάρχουν και δύο διαθήκες.

Μια απ’ τις πιο καθαρές διακηρύξεις σχετικά μ’ αυτό, βρίσκεται στην Γαλ.δ:22-26 «Διότι είναι γεγγραμμένον, ότι ο Αβραάμ εγέννησε δύο υιούς, ένα εκ της δούλης, και ένα εκ της ελευθέρας, αλλ’ ο μεν εκ της δούλης εγεννήθη κατά σάρκα, ο δε εκ της ελευθέρας, διά της επαγγελίας. Τα οποία είναι κατ’ αλληγορίαν, διότι αύται είναι αι δύο διαθήκαι, μία μέν από του όρους Σινά, η γεννώσα προς δουλείαν, ήτις είναι η Άγαρ. (Διότι το Άγαρ είναι το όρος Σινά εν τη Αραβία, και ταυτίζεται με την σημερινήν Ιερουσαλήμ, είναι δε εις δουλείαν μετά των τέκνων αυτής.) Η δε άνω Ιερουσαλήμ είναι ελευθέρα, ήτις είναι μήτηρ πάντων ημών».

Ο απόστολος Παύλος μας λέει εδώ ότι η Άγαρ και ο Ισαάκ ήταν τύποι δύο διαθηκών. Αλληγορία είναι μια ιστορία που χρησιμοποιείται σαν τύπος ή σκιά. Ο Παύλος χρησιμοποιεί την Άγαρ για να προεικονίσει την Πρώτη Διαθήκη, αυτή του Σινά, όπως λέει και η οποία ταιριάζει με την Ιερουσαλήμ που αιχμαλωτίστηκε με τα τέκνα της. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Ισαάκ προεικονίζει τα τέκνα της Δεύτερης Διαθήκης, της Άνω Ιερουσαλήμ, τα τέκνα της υπόσχεσης. Την ώρα που ο Παύλος γράφει αυτά τα λόγια, η Ιερουσαλήμ δεν έχει καταστραφεί ακόμα, στέκεται, αλλά είναι δέσμια επειδή αρνήθηκε το Χριστό. Η Άνω Ιερουσαλήμ όμως είναι ελεύθερη κι είναι η μητέρα όλων μας. Με άλλα λόγια, η εκκλησία είναι η Άνω Ιερουσαλήμ. Απ’ την ημέρα της Πεντηκοστής, η εκκλησία σαν μητέρα είναι σε ωδίνες τοκετού και γεννάει παιδιά.

Υπάρχουν αυτοί που λένε ότι η Πρώτη Διαθήκη ήταν μόνο ο τελετουργικός νόμος του Μωυσή, όμως η αλήθεια του πράγματος βρίσκεται στο Δευτ.δ:12,13 «Και ελάλησε Κύριος προς εσάς εκ μέσου του πυρός, σεις ηκούσατε μέν την φωνήν των λόγων, αλλά δεν είδετε ουδέν ομοίωμα, μόνον φωνήν ηκούσατε. Και εφανέρωσεν εις εσάς την διαθήκην αυτού, την οποίαν προσέταξεν εις εσάς να εκτελήτε, τας δέκα εντολάς, και έγραψεν αυτάς επί δύο λιθίνας πλάκας».

Η ίδια αλήθεια βρίσκεται στην Εξ.λδ:27,28 «Και είπε Κύριος προς τον Μωϋσήν, Γράψον εις σεαυτόν τους λόγους τούτους διότι κατά τους λόγους τούτους έκαμα διαθήκην προς σε, και προς τον Ισραήλ. Και ήτο εκεί μετά του Κυρίου τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, άρτον δεν έφαγε, και ύδωρ δεν έπιε. Και έγραψεν επί των πλακών τους λόγους της διαθήκης, τας δέκα εντολάς». Τι ποιο καθαρό, ότι οι δέκα εντολές ήταν η Παλαιά Διαθήκη;

Ας θυμηθούμε τώρα, ότι ο Παύλος λέει στους Εβρ.η:7-13 «Διότι εάν η πρώτη εκείνη ήτο άμεμπτος, δεν ήθελε ζητείσθαι τόπος δια την δευτέραν, διότι μεμφόμενος αυτούς λέγει, Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει Κύριος, και θέλω συντελέσει επί τον οίκον του Ισραήλ και επί τον οίκον του Ιούδα διαθήκην καινήν, ουχί κατά την διαθήκην την οποίαν έκαμον προς τους πατέρας αυτών καθ’ ήν ημέραν επίασα αυτούς από της χειρός, διά να εξαγάγω αυτούς εκ γής Αιγύπτου, διότι αυτοί δεν ενέμειναν εις την διαθήκην μου, και εγώ ημέλησα αυτούς, λέγει Κύριος».  Εξηγεί τώρα τη φύση της Καινής Διαθήκης: «Διότι αύτη είναι η διαθήκη την οποίαν θέλω κάμει προς τον οίκον του Ισραήλ μετά τας ημέρας εκείνας, λέγει Κύριος, Θέλω δώσει τους νόμους μου εις την διάνοιαν αυτών, και θέλω γράψει αυτούς επί της καρδίας αυτών, και θέλω είσθαι εις αυτούς Θεός, και αυτοί θέλουσιν είσθαι εις εμέ λαός». Ο Παύλος παίρνει αυτά τα λόγια απ’ τον Ιερ.λα:31-34.

Τα προηγούμενα εδάφια τακτοποιούν κάθε αμφιβολία σχετικά με το ότι η Πρώτη Διαθήκη ήταν οι δέκα εντολές και ποτέ δεν δόθηκε σαν νόμος για την εκκλησία. Στην Β’ Κορ.γ:6-12 διαβάζουμε «Όστις και έκαμεν ημάς ικανούς να ήμεθα διάκονοι της καινής διαθήκης, ουχί του γράμματος, αλλά του πνεύματος, διότι το γράμμα θανατόνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί. Αλλ’ εάν η διακονία του θανάτου, η εν γράμμασιν εντετυπωμένη εις λίθους, έγεινεν ένδοξος, ώστε οι υιοί Ισραήλ δεν ηδύναντο να ενατενίσωσιν εις το πρόσωπον του Μωϋσέως διά την δόξαν του προσώπου αυτού, την μέλλουσαν να καταργηθή, πώς η διακονία του Πνεύματος δεν θέλει είσθαι μάλλον ένδοξος; διότι αν η διακονία της κατακρίσεως ήναι δόξα, πολλώ μάλλον η διακονία της δικαιοσύνης υπερέχει κατά την δόξαν. Διότι ουδέ εδοξάσθη εν τούτω τω μέρει το δεδοξασμένον, ένεκεν της υπερβαλούσης δόξης. Επειδή εάν το μέλλον να καταργηθή ήτο ένδοξον, πολλώ μάλλον το μένον είναι ένδοξον. Έχοντες λοιπόν τοιαύτην ελπίδα, πολλήν παρρησίαν μεταχειριζόμεθα».

Είναι δύσκολο ν’ αρνηθεί κανείς ότι «η εν γράμμασιν εντετυπωμένη εις λίθους» που αναφέρεται στο εδ.6 είναι κάτι άλλο απ’ τις δέκα εντολές, που στο εδ.11 καθαρά λέει ότι επρόκειτο να καταργηθεί. Ο λόγος που θα γινόταν αυτό, λέει, είναι ότι η Καινή Διαθήκη είναι «του πνεύματος». Όταν ο Παύλος αναφέρει τον όρο «διακονία της κατακρίσεως» εκφράζει τη σκέψη ότι ο νόμος γνώριζε την αμαρτία με αποτέλεσμα να φέρνει κατάκριση. Αν αυτός ο νόμος ήταν ένδοξος, πόσο μάλλον η Καινή Διαθήκη είναι ένδοξος!

Ο νόμος της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στις επιστολές και ονομάζεται ο νόμος του Χριστού. Α’ Κορ.θ:20-21 «Και έγεινα εις τους Ιουδαίους ως Ιουδαίος, διά να κερδήσω τους Ιουδαίους, εις τους υπό νόμον ως υπό νόμον, διά να κερδήσω τους υπό νόμον, εις τους ανόμους ως άνομος, (μη ων άνομος εις τον Θεόν, αλλ’ έννομος εις τον Χριστόν,) διά να κερδήσω ανόμους». Σ’ αυτό το εδάφιο, ο Παύλος προσεκτικά εξηγεί ότι αν και δεν ήταν κάτω απ’ τα δεσμά της Παλαιάς Διαθήκης, δεν ήταν χωρίς νόμο, γιατί ήταν κάτω απ’ το νόμο του Χριστού.

Γαλ.γ:24-29 «Ώστε ο νόμος έγεινε παιδαγωγός ημών εις τον Χριστόν, διά να δικαιωθώμεν εκ πίστεως, αφού όμως ήλθεν η πίστις, δεν είμεθα πλέον υπό παιδαγωγόν. Διότι πάντες είσθε υιοί Θεού διά της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού. Επειδή όσοι εβαπτίσθητε εις Χριστόν, Χριστόν ενεδύθητε. Δεν είναι πλέον Ιουδαίος ουδέ Έλλην δεν είναι δούλος ουδέ ελεύθερος δεν είναι άρσεν και θήλυ διότι πάντες σεις είσθε είς εν Χριστώ Ιησού. Εάν δε ήσθε του Χριστού, άρα είσθε σπέρμα του Αβραάμ, και κατά την επαγγελίαν κληρονόμοι». Σαν τέκνα της επαγγελίας λοιπόν, δεν είμαστε κάτω απ’ το νόμο της Παλαιάς Διαθήκης που ήταν δεσμά δουλείας.

Ο απόστολος Παύλος, μετά την πραγματεία του στο Γαλ.δ σχετικά με την Άγαρ, ότι είναι τύπος του νόμου που δόθηκε στο όρος Σινά, «η γεννώσα προς δουλείαν» (εδ.24), λέει στους Γαλ.ε:1 «Εν τη ελευθερία λοιπόν, με την οποίαν ηλευθέρωσεν ημάς ο Χριστός, μένετε σταθεροί, και μη υποβληθήτε πάλιν εις ζυγόν δουλείας».

Στις Πράξ.ιε διαβάζουμε ότι κάποιοι αδελφοί που κήρυτταν, είχαν προβλήματα με τους εθνικούς, όταν προσπάθησαν να τους βάλουν κάτω απ’ το νόμο.

Ωστόσο, οι απόστολοι συναντήθηκαν στην Ιερουσαλήμ, για να δώσουν απάντηση στο θέμα που προέκυψε. Στο 5ο εδάφιο, διαβάζουμε, ότι κάποιοι Φαρισαίοι που είχαν πιστέψει, υποστήριζαν ότι οι Εθνικοί που επιστρέφουν στο Χριστό έπρεπε να περιτέμνονται και να κρατάνε το νόμο του Μωυσή. Στο εδ.7 διαβάζουμε ότι μετά από πολύ συζήτηση που έγινε, ο Πέτρος σηκώθηκε και τους είπε «Άνδρες αδελφοί, σείς εξεύρετε ότι απ’ αρχής ο Θεός εξέλεξε μεταξύ ημών, διά του στόματός μου να ακούσωσι τα έθνη τον λόγον του ευαγγελίου, και να πιστεύσωσι. Και ο καρδιογνώστης Θεός έδωκεν εις αυτούς μαρτυρίαν, χαρίσας εις αυτούς το Πνεύμα το Άγιον καθώς και εις ημάς. Και δεν έκαμεν ουδεμίαν διάκρισιν μεταξύ ημών και αυτών, καθαρίσας τας καρδίας αυτών διά της πίστεως. Τώρα λοιπόν διά τί πειράζετε τον Θεόν, επιβάλλοντες ζυγόν εις τον τράχηλον των μαθητών, τον οποίον ούτε οι πατέρες ημών ούτε ημείς δεν ηδυνήθημεν να βαστάσωμεν; Και τελειώνει το μήνυμά του λέγοντας: Αλλά διά της χάριτος του Κυρίου Ιησού Χριστού πιστεύομεν ότι θέλομεν σωθή, καθ’ όν τρόπον και εκείνοι.

Η τελική απόφαση πάρθηκε απ’ τον Ιάκωβο, ο οποίος είπε στις Πράξ.ιε:28,29 «Διότι εφάνη εύλογον εις το Άγιον Πνεύμα και εις ημάς, να μη επιβάλλωμεν εις εσάς μηδέν πλειότερον βάρος εκτός των αναγκαίων τούτων, να απέχητε από ειδωλοθύτων, και αίματος, και πνικτού, και πορνείας από των οποίων φυλάττοντες εαυτούς, θέλετε πράξει καλώς, Έρωσθε».

Όταν οι απόστολοι μαζεύονται με σκοπό ν’ αποφασίσουν και να απαντήσουν ποιους απ’ τους νόμους της Παλαιάς διαθήκης πρέπει να κρατάνε οι εθνικοί, δεν υπήρχε καλλίτερη ευκαιρία να τους πουν να κρατάνε το Ιουδαϊκό Σάββατο, να απέχουν από κάποιες τροφές όπως αναφέρεται στο νόμο περί καθαρών και ακαθάρτων, αλλά δεν βλέπουμε κάποια τέτοια απόφαση!

Όταν ο Ιησούς ρωτήθηκε ποια είναι η πρώτη εντολή, λέει στο Μαρκ.ιβ:29 «Ο δε Ιησούς απεκρίθη προς αυτόν, Ότι πρώτη πασών των εντολών είναι, Άκουε Ισραήλ, Κύριος ο Θεός ημών είναι είς Κύριος. Και θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου, αύτη είναι η πρώτη εντολή». Είναι αξιοπρόσεκτη η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό και στην πρώτη απ’ τις δέκα εντολές όπως αναφέρονται στην Εξ.κ:3 «Μη έχεις άλλους Θεούς πλήν εμού».

Ο Ιησούς δεν πήγε στις δέκα εντολές για ν’ απαντήσει στην ερώτηση ποια είναι η ποιο μεγάλη εντολή. Αναφέρθηκε στο Δευτ.ς:4. Όταν έδωσε τη δεύτερη εντολή που είναι ν’ αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, αναφέρθηκε στο Λευιτ.ιθ:18.

Ωστόσο, είναι αλήθεια, ότι η Καινή Διαθήκη πήρε το ηθικό μέρος της Παλαιάς διαθήκης και το μεγάλυνε. Για παράδειγμα, στην Π.Δ. κάποιος έπρεπε να διαπράξει την αμαρτία για να είναι ένοχος, στην Κ.Δ. όμως αρκεί να ανέβει στην καρδιά για να είναι το ίδιο ένοχος. Με το νόμο, έπρεπε κάποιος να διαπράξει φόνο για να έχει παραβεί την εντολής που έλεγε «Ου φονεύσεις». Στην Κ.Δ. όμως, αν κάποιος μισεί τον αδελφό του, είναι φονιάς.

Στη Ρωμ.ιγ:8-10 ο απόστολος Παύλος λέει πολύ καθαρά ότι αν η αγάπη του Θεού εργάζεται μέσα στην καρδιά μας, η Καινή Διαθήκη ή ο νόμος του Χριστού, κάτω απ’ τον οποίο ήταν ο Παύλος, δεν θα σπάσει. «Εις μηδένα μη οφείλετε μηδέν, ειμή το να αγαπάτε αλλήλους, διότι ο αγαπών τον άλλον, εκπληροί τον νόμον. Επειδή το, Μη μοιχεύσης, Μη φονεύσης, Μη κλέψης, Μη ψευδομαρτυρήσης, Μη επιθυμήσης, και πάσα άλλη εντολή, εν τούτω τω λόγω συμπεριλαμβάνεται, εν τω, Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.

Κλείνει με το εδ.10 «Η αγάπη κακόν δεν κάμνει εις τον πλησίον, είναι λοιπόν εκπλήρωσις του νόμου η αγάπη». Αν κάποιος αγαπά τον πλησίον του, δεν θα πει ψέματα γι’ αυτόν ή σ’ αυτόν, δεν θα τον κλέψει, δεν θα τον σκοτώσει, δεν θα επιθυμήσει ό,τι του ανήκει!