Να δίνω στον άνθρωπο του Θεού πρώτα; Ο σαρκικός άνθρωπος απορρίπτει αυτή την ιδέα αμέσως γιατί είναι εγωιστής και τα θέλει όλα δικά του. Όμως όταν το Άγιο Πνεύμα ανακαινίσει το νου μας, τότε θέλουμε να μοιραζόμαστε ότι έχουμε με τους άλλους.
Όταν ο Ηλίας έφθασε στο σπίτι της χήρας από τη Σαρεπτά, τη βρήκε να μαζεύει ξύλα και της είπε: “φέρε μοι, παρακαλώ, ολίγον ύδωρ εν αγγείω, διά να πίω, (Α’Βασ.ιζ:9-16).
Όταν ο προφήτης είδε την προθυμία της, γνωρίζοντας ότι ο Θεός την είχε ήδη διατάξει να τον συντηρεί, της ζήτησε ένα κομματάκι ψωμί. Εκείνη του είπε τις ανάγκες της. Είχε μόνο μια χούφτα αλεύρι σ’ ένα βαρέλι, και λίγο λάδι σ’ ένα δοχείο. Ο Ηλίας της είπε, “κάμε εις εμέ πρώτον μίαν μικράν πήτταν”. Κάποιοι πιστοί θα έλεγαν “τι αναιδής εργάτης”. Όμως έχουμε να κάνουμε με μια Βιβλική αρχή, όχι μ’ ένα παράλογο εργάτη.
Αν δίνουμε πρώτα στον άνθρωπο του Θεού, ακόμα κι απ’ τη στέρησή μας, ο Θεός θα φροντίσει για μας. Ίσως δικαιολογούμαστε ότι δεν έχουμε αρκετά για τις οικογένειες μας, πόσο μάλλον για τον εργάτη και την οικογένειά του, αλλά πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο Θεός βλέπει τη θυσία της προσφοράς μας και τις προσωπικές μας ανάγκες.
Α’ Βας.ιζ:16, “Το πιθάριον του αλεύρου δεν εκενώθη, ουδέ το ρωγίον του ελαίου ηλαττώθη”.
Αυτή η βιβλική περιγραφή μας διδάσκει ότι:
1. Ο Θεός περιμένει απ’ τον καθένα να δίνει για τη συντήρηση των εργατών Του, άσχετα από τις οικονομικές περιστάσεις. Η φτώχεια δεν είναι δικαιολογία για να μη δίνουμε στο Θεό.
2. Εάν δίνουμε στο Θεό, Εκείνος θα μας δώσει περισσότερα. (Ιωάν.ς:1-14).
3. Εάν δίνουμε στο Θεό, Εκείνος θα προμηθεύσει για τις ανάγκες μας (Φιλ.δ:19).
Επιστρέφοντας ένα μέρος των χρημάτων μας στο Θεό, ελευθερωνόμαστε από την εξουσία του χρήματος, αναγνωρίζουμε το Θεό σαν την πραγματική πηγή των χρημάτων, και βάζουμε Αυτόν και το έργο Του πρώτα. Δείχνουμε ότι υπάρχει φόβος Θεού μέσα μας (Δευτ.ιδ:23).
Δίνοντας στον άνθρωπο του Θεού τον ενθαρρύνουμε (Β’ Χρον.λα:4). Ο Εζεκίας ευημέρησε, επειδή θυμήθηκε τον άνθρωπο του Θεού (Β’ Χρον.λα:2-21).
Με το Νόμο του Μωυσή, ο Θεός πρόβλεψε πρώτα για τους εργάτες Του. Οι Ισραηλίτες έπρεπε να ξεχωρίσουν απ’ τις απαρχές των καρπών, το πρώτο μέρος για το Θεό, κι αυτή η μερίδα δινόταν στους εργάτες (Αριθ.ιη:12-13).
Ο Ιησούς τόνισε την ανάγκη να βάζουμε τα πρώτα πράγματα στην πρώτη θέση όταν είπε “Ζητείτε πρώτον την βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη αυτού και ταύτα πάντα (βασικές ανάγκες της ζωής) θέλουσι σας προστεθεί”. (Ματθ.ς:33)
Ας βάλουμε τα πρώτα πράγματα πρώτα. Ας μη θεωρούμε τα δέκατα και τις προσφορές σαν κάτι δευτερεύον ή προαιρετικό. Αντί να λέμε “Αν μου μείνει τίποτα αυτή την εβδομάδα θα πληρώσω τα δέκατά μου” πρέπει πρώτα να δίνουμε στο Θεό.
Μερικοί Χριστιανοί γίνονται τσιγκούνηδες με το Θεό. Όταν ήταν στον κόσμο δεν τους ένοιαζε να ξοδεύουν χρήματα σε ποτά, τσιγάρα, χορούς, σινεμά, ανήθικες γυναίκες και στοιχήματα. Είχαν χρήματα για το διάβολο. Όμως μερικοί από αυτούς τους ίδιους ανθρώπους, όταν πλένονται με το αίμα του Χριστού, δεν έχουν χρήματα να δώσουν στο έργο Του.
Όταν κάποιος τους μιλήσει για δέκατα και εισφορές, είναι σαν να τους παίρνει ότι πιο πολύτιμο έχουν. Αυτοί οι άνθρωποι δίνουν τα λιγότερα αλλά κάνουν την πιο πολλή φασαρία. Παραπονιούνται έντονα, λέγοντας σε όλους ότι δεν έχουν χρήματα, ότι ο ποιμένας είναι άπληστος, ένας κλέφτης, ότι «εδώ μιλάνε μόνο για χρήματα».
Αυτοί οι άνθρωποι ξεχνούν ότι ξόδευαν περισσότερο από 10% σε αμαρτωλές δραστηριότητες. Μερικοί άνθρωποι ξοδέψανε μέχρι και 50% του μισθού τους στην αμαρτία, και άλλοι γύρισαν σπίτι τελείως άφραγκοι, χωρίς μια δεκάρα στις τσέπες τους.
Τι κρίμα, τώρα που είναι στο Χριστό να μην μπορούν να δώσουν ούτε 10% για να προχωρήσει η Βασιλεία του Θεού. Είχαν αρκετά χρήματα για τον διάβολο αλλά τώρα δίνουν μόνο απομεινάρια στο Θεό (Βλέπε Λουκ.κα:4).
Αυτό το είδος του Χριστιανού πρέπει να αυτοεξεταστεί για να δει αν πραγματικά είναι ένα νέο κτίσμα ή αν είναι ακόμη κάτω από την εξουσία του παλιού κυρίου του, του Σατανά. Πώς γίνεται, όταν ήταν αμαρτωλός να είχε χρήματα για την αμαρτία, αλλά τώρα που είναι στην εκκλησία να μην έχει αρκετά για να δώσει στο Θεό;
Ποιος ξέρει πόσα εξοικονομούμε κάθε μήνα, απλά γιατί δεν σπαταλούμε χρήματα σε ακολασίες και διασκεδάσεις που δεν δίνουν καμία ικανοποίηση! Αφού δεν επενδύουμε χρήματα στην αμαρτία, πρέπει να έχουμε περισσότερα για να δώσουμε στο έργο του Θεού. Τα ίδια χρήματα που χρησιμοποιούσαμε προηγουμένως για να χρηματοδοτήσουμε το βασίλειο του Σατανά, πρέπει να χρησιμοποιηθούν τώρα για να χρηματοδοτήσουμε το Βασίλειο του Θεού.
Μη ξεχνάμε ότι είμαστε μόνο οικονόμοι κι όχι ιδιοκτήτες αυτών που κερδίζουμε. Όταν ήμασταν στον κόσμο, χρησιμοποιούσαμε τα χρήματά μας άσοφα από άγνοια. Τώρα πρέπει να διαχειριζόμαστε αυτά τα χρήματα για να συντηρήσουμε τις οικογένειές μας και να βοηθήσουμε την τοπική εκκλησία προωθώντας τη Βασιλεία του Θεού. Η βίβλος λέει: “Δός τον λογαριασμόν της οικονομίας σου” (Λουκ.ις:2).
Είναι χρέος μας να είμαστε πιστοί οικονόμοι, αφού θα δώσουμε λογαριασμό στο Θεό για τα χρήματα που μας έχει εμπιστευτεί. Καλά λένε, ότι ο άνθρωπος που ζει για τον εαυτό του ζει για τον πιο άθλιο θνητό στον κόσμο. Αφού είμαστε Χριστιανοί, ας είμαστε γενναιόδωροι Χριστιανοί!
ΤΟ ΔΕΚΑΤΟ
Η λέξη “δέκατο” - στα Εβραϊκά “Μασέρ”- σημαίνει “το δέκατο κομμάτι” ή το 10% του εισοδήματος ενός ατόμου.
Αναφερόταν στα γεννήματα της γης και τους καρπούς των δέντρων (Λευιτ.κζ:30). Τα ζώα επίσης αποδεκατιζόταν γιατί ο Νόμος ανέφερε ότι κάθε δέκατο ζώο που περνούσε από τη ράβδο, όταν οι βοσκοί τα μετρούσαν, θα δινόταν στο Θεό σαν δέκατο (Λευτ.κζ:32). Δέκατο δινόταν απ’ όλα όσα “φέρει ο αγρός”, ή κέρδιζε ο λαός (Δευτ.ιδ:22).
Ιστορικές ρίζες
Οι λατρευτές του αληθινού Θεού αλλά και οι ειδωλολάτρες εφαρμόζουν τον δεκατισμό από τα πολύ παλιά χρόνια. Η Βίβλος καθώς επίσης και κοσμικά έγγραφα δίνουν μαρτυρία γι’ αυτό το γεγονός. Το λεξικό της Βίβλου του Unger αναφέρει:
«Η συνήθεια της αφιέρωσης στο Θεό του δεκάτου της περιουσίας κάποιου, φαίνεται ότι είναι ένα από τα πιο παλιά παραδοσιακά έθιμα, όπως η ανάπαυση του Σαββάτου ή η μονογαμία. Έχοντας την προέλευσή τους στην πρώτη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο, μεταβιβάστηκαν από τη μια γενιά στην άλλη στους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας πριν τον εκφυλισμό των φυλών, στον οποίο αναφέρεται ο Παύλος (Ρωμ.α:18-32). Έχουμε μαρτυρίες αυτού του θρησκευτικού εθίμου στην αρχαιότερη λογοτεχνία. Για παράδειγμα, ο Λαέρκιος λέει ότι όταν ο Πεισίστρατος, τύραννος των Αθηνών, έγραψε στο Σόλωνα για να του δείξει την καλοσύνη των κατοίκων κάποιας πόλης, του είπε, ότι ο καθένας πλήρωνε ένα δέκατο όλων των αγαθών τους σαν προσφορά στους Θεούς. Ο Πλίνιος μας λέει, ότι οι Άραβες έμποροι, που διαπραγματεύονταν με τα μπαχαρικά, δεν τολμούσαν να πουλήσουν απολύτως τίποτε, μέχρι να πληρώσουν το “δέκατο” στο Θεό τους Σάμπις. Ο Πλούταρχος σχολίασε σε πολλά σημεία των γραπτών του, το ρωμαϊκό έθιμο, να προσφέρουν στον Ηρακλή ένα δέκατο από όλα τα λάφυρα που έπαιρναν από τους εχθρούς τους».
Η Βίβλος λέει για τους ειδωλολάτρες (Ρωμ. α:21-23) “διότι γνωρίσαντες τον Θεόν, δεν εδόξασαν ως Θεόν, ουδέ ευχαρίστησαν, αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία”.
Το να δίνουμε δέκατο στο Θεό είναι ένας τρόπος να Του δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας, ή να Τον λατρεύουμε. Όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να ξεχνούν το Θεό, γίνονται αγνώμονες, ιδιαίτερα στον τομέα των οικονομικών τους ευθυνών προς Αυτόν.
Πολλοί άνθρωποι, ίσως να μην προσφέρουν τα δέκατα και τις εισφορές τους στα πόδια ενός ειδωλολατρικού Θεού, αλλά σίγουρα τα καταθέτουν στους βωμούς της άπληστης, εγωιστικής και κοσμικής διασκέδασης.
Μερικοί Χριστιανοί, χωρίς να το καταλαβαίνουν, ξοδεύουν όλα τα χρήματά για τον εαυτό τους ή σε υλικά πράγματα. Τι γίνεται όμως με τα πνευματικά πράγματα; Τί είναι αυτό που πρέπει να φροντίσουμε πρώτα;
Σαν πιστοί, είναι χρέος μας να τηρούμε μια στάση ευχαριστίας προς το Θεό, η οποία περιλαμβάνει και το να δίνουμε σ’ Αυτόν ένα μέρος των οικονομικών μας. Ο Θεός ευαρεστείται από μια καρδία που δίνει, αφού αυτό είναι ένα μέρος της ίδιας Του της φύσης.
Οι δέκα λεπροί θεραπεύτηκαν απ’ τον Ιησού, αλλά μόνο ένας από αυτούς γύρισε για να Τον ευχαριστήσει. Ας μην είμαστε αχάριστοι όπως ήταν οι εννέα, αλλά από ευγνώμονες καρδιές ας δίνουμε από τα χρήματά μας στον Κύριο, σαν ένα τρόπο λατρείας.
Τα δέκατα πριν από το νόμο.
Πολλοί σχολιαστές της Βίβλου πιστεύουν ότι ο δεκατισμός έχει τις ρίζες του στον Κήπο της Εδέμ όπου ο Θεός ενστάλαξε στον Αδάμ και την Εύα την αρχή ότι κάτι θα έπρεπε πάντα να κρατείτε αποκλειστικά γι’ Αυτόν (Γεν.β:15-17). Το απαγορευμένο δέντρο δίδασκε την ίδια βασική ιδέα του δεκάτου. Υπάρχει κάτι που ανήκει αποκλειστικά στο Θεό και που ο άνθρωπος δεν θα έπρεπε ν’ αγγίξει.
Οι προσφορές του Κάιν και του Αβελ δεν μιλούν μόνο για την εξιλέωση με το αίμα σε αντίθεση με τα νεκρά έργα, αλλά παρέχουν την πρώτη ένδειξη του να δίνει ο άνθρωπος στο Θεό ένα μέρος της παραγωγής του (Γεν.δ:3-4).
Ο Κάιν και ο Αβελ πρέπει να είχαν πάρει από τους γονείς τους το μάθημα ότι πρέπει να επιστρέφουμε κάτι στο Θεό, κι οι γονείς τους πρέπει να το πήραν απ’ το Θεό (Γεν.γ:21).
Φαίνεται ότι η πρακτική του να επιστρέφουμε ένα δέκατο στο Θεό μεταβιβάστηκε με προφορική παράδοση από πατέρα σε γιο. Πριν απ’ το Νόμο του Μωυσή δεν υπήρχε κανένας γραπτός νόμος που να διέπει το δέκατο, όμως η προφορική παράδοση είχε την ίδια ισχύ όπως θα είχε αργότερα ο γραπτός Νόμος.
Γύρω στα 420 χρόνια πριν απ’ το Νόμο του Μωυσή, ο Άβραμ έδωσε δέκατο (Γεν.ιδ:20) και μετά από 200 χρόνια, ο πατριάρχης Ιακώβ υποσχέθηκε να δώσει δέκατο στο Θεό (Γεν.κη:22).
Αυτές οι δύο αναφορές δείχνουν ότι ο δεκατισμός δεν ήταν μόνο ένα μέρος του Μωσαϊκού Νόμου, αλλά είχε προβλεφτεί εκατοντάδες χρόνια πριν. Όποιος λέει ότι ο δεκατισμός ήταν απλά ένα μέρος του Νόμου του Μωυσή δεν αναγνωρίζει την φωνή της αρχαίας ιστορίας, δεν έχει διαβάσει τη Βίβλο του καλά, ή δεν θέλει να είναι ειλικρινής με τις Γραφές.
Το δέκατο ήρθε πριν από το Νόμο και αργότερα έγινε μέρος του. Έτσι έχουμε Βιβλική βάση για να το διδάσκουμε σήμερα. Τα παραδείγματα του Αβραάμ και του Ιακώβ βάζουν το δέκατο μέσα στην πατριαρχική περίοδο, τότε που δεν υπήρχε ο Νόμος του Μωυσή.
Ο αποδεκατισμός προηγούνταν του νόμου του Μωυσή γιατί ήταν πάντοτε το μέτρο με το οποίο ο άνθρωπος θα έπρεπε να τιμά το Θεό. Είναι μια θεία αρχή, ένα θείο πρότυπο, και ένας θείος κανόνας με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να μετρήσει την οικονομική του διαχείριση. Ήταν ένας τρόπος λατρείας που ο Θεός έδωσε στην ανθρωπότητα.
Μια πράξη πίστης.
Όλοι εμείς που ανήκουμε στην εκκλησία του Κυρίου, καταγόμαστε πνευματικά από τον Αβραάμ και πρέπει να θέλουμε να μιμηθούμε το παράδειγμά της πίστης του (Ρωμ.δ:16, Γαλ.γ:29). Όταν ο Αβραάμ πλήρωσε το δέκατό του, δεν το έδωσε απλά από μια αίσθηση υποχρέωσης ή για να εκπληρώσει μια απαίτηση γραμμένη από το Θεό, αλλά ενήργησε έτσι από ευγνωμοσύνη (ευχαριστία) που ένιωσε στην καρδιά του (Γεν.ιδ:20).
Ούτε στο νόμο του Μωυσή ούτε οπουδήποτε αλλού στη Γραφή υπάρχει εντολή να δίνεται δέκατο από τα λάφυρα σε ιερέα. Ο Αβραάμ όμως, το έκανε, σαν έκφραση ευγνωμοσύνης στο Θεό ο οποίος του χάρισε μια μεγάλη νίκη. Δεν δίνει στο Θεό, ώστε ο Θεός να κάνει κάτι, αλλά σαν ανταπόκριση επειδή τον βοήθησε, τον έσωσε και τον ευλόγησε. Αυτό το μοντέλο δεν πρέπει να το ξεχάσουμε. Το δέκατο δεν δίνεται στο Θεό για να κάνει κάτι ο Θεός, αλλά από ευγνωμοσύνη.
Ο Αβραάμ έδωσε το δέκατο σαν φόρο τιμής προς το Θεό, την πηγή όλων των ευλογιών. Το έκανε αυτό επειδή αναγνώρισε ότι είναι ο Ύψιστος Θεός, ο ιδιοκτήτης του ουρανού και της γης (Γεν. ιδ:22).
Ήταν μια πράξη πίστης από μια ευγνώμονα καρδία, μια εκούσια έκφραση της αγάπης του για το Θεό, μια πράξη λατρείας. Οπουδήποτε υπάρχουν γνήσια πνευματικά παιδιά του Αβραάμ, θα δίνουν με χαρά ένα μέρος απ’ ό,τι ο Θεός τους έχει δώσει.
Ας εξετάσουμε την πληρωμή των δεκάτων του Αβραάμ. Ο ανιψιός του ο Λωτ μαζί με τα υπάρχοντά του, αιχμαλωτίστηκαν από μερικούς βασιλιάδες που είχαν έρθει εναντίον του βασιλιά των Σοδόμων. Όταν ο Αβραάμ τους καταδίωξε, πέτυχε να επανακτήσει τον Λωτ, τα αγαθά του, τις γυναίκες, και τους άλλους ανθρώπους (Γεν. ιδ:14-16).
Όταν επέστρεψε από τη μάχη, ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της Σαλήμ, βγήκε να τον συναντήσει. Ο Μελχισεδέκ ήταν ο ιερέας του Θεού του Υψίστου, και σύμφωνα με την προς Εβραίους επιστολή, είναι ένας τύπος του Χριστού (Εβρ.ς:20, ζ:1-10). Αυτός έδωσε ψωμί και κρασί στον Αβραάμ (Γεν.ιδ:18).
Η μεγάλη νίκη έκανε τον Αβραάμ να καταλάβει τις ευλογίες του Θεού, αλλά για να ενισχυθεί αυτό το μάθημα, ο Μελχισεδέκ τον ευλόγησε πάλι (Γεν.ιδ:19-20). Η ευλογία τόνιζε ότι ο Θεός ήταν Αυτός που κέρδισε τη νίκη. Τα λόγια του Μελχισεδέκ έκαναν τον Αβραάμ να δώσει δέκατο από όλα όσα είχε. Ο Αβραάμ όχι μόνο ένιωσε ευγνωμοσύνη προς το Θεό για τις ευλογίες Του, αλλά εξέφρασε αυτό το συναίσθημα επιστρέφοντας στο Θεό ένα δέκατο από ό,τι του είχε δώσει.
Ο Αβραάμ το έκανε χωρίς το Νόμο του Μωυσή, χωρίς κανονισμούς ή τυπολατρία. Η ανταπόκριση του στη νίκη και στην ευλογία του Μελχισεδέκ ήταν εκούσια και αυθόρμητη. Είναι σημαντικό να δούμε ότι δεν έδωσε κάποιο ποσό κατά προσέγγιση, ούτε ήταν αναποφάσιστος για το πόσο έπρεπε να δώσει, αλλά έδωσε ένα δέκατο.
Φαίνεται ότι το Πνεύμα οδήγησε τον Αβραάμ, όταν διάλεξε το δέκατο σαν ποσό για να επιστρέψει στο Θεό, γιατί το έκανε δια πίστεως. Στους Ρωμ.δ:12 μιλάει για εκείνους “που περιπατούν εις τα ίχνη της πίστεως του πατρός ημών Αβραάμ, της εν τη ακροβυστία”. Ένα από τα βήματα της πίστης του Αβραάμ ήταν το δέκατο. Ακολουθούμε τα βήματα του Αβραάμ; Δίνουμε το δέκατό μας στο Θεό; Αν πραγματικά είμαστε παιδιά του Αβραάμ δια πίστεως, θα κάνουμε και τα έργα του Αβραάμ (Ιωαν.η:39). Το δέκατο δεν είναι μια απλή τυπολατρία, είναι μια έκφραση ευγνωμοσύνης από εκείνους που έχουν την ίδια πίστη με τον Αβραάμ.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτή η αφήγηση είναι η πρώτη άμεση αναφορά αποδεκατισμού στις Γραφές. Στη Βίβλο, η πρώτη αναφορά ενός θεσμού είναι συχνά πολύ σημαντική στην καθιέρωση του αληθινού σκοπού του.
Το παράδειγμα του Αβραάμ, μας εξηγεί γιατί πρέπει να δίνουμε δέκατο και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να το δίνουμε. Το σωστό κίνητρο δεν είναι επειδή είμαστε αναγκασμένοι, αλλά επειδή επιθυμούμε να αναγνωρίσουμε το Θεό μας σαν τον Ύψιστο Θεό και επιθυμούμε να επιστρέψουμε σ’ Αυτόν από ευγνωμοσύνη, μια μερίδα από το εισόδημά μας.
Το επόμενο περιστατικό του δέκατου βρίσκεται στη Γένεση κη. Ο εγγονός του Αβραάμ, ο Ιακώβ, έχει δει ένα όνειρο στη Βαιθήλ, και στο όνειρό του, ο Θεός του υποσχέθηκε πως θα είναι μαζί του, θα του δώσει μια μεγάλη γη και πολλούς απογόνους. Ο Ιακώβ ανταποκρίνεται δίνοντας και εκείνος μια υπόσχεση στα εδάφια 20 ως 22 η οποία κορυφώνεται με τα εξής λόγια: Και από όλα όσα μου δώσεις, το δέκατο θα το προσφέρω σε σένα (Γέν.κη:22β).
Προσέξτε πως ο Ιακώβ αναγνωρίζει πως όλα όσα έχει είναι δώρο από το Θεό. Από όλα που εσύ θα μου δώσεις, το ένα δέκατο θα έρθει πίσω σε σένα. Το δέκατο λοιπόν, δεν είναι κάτι που ο ίδιος παρήγαγε και μετά το δίνει στο Θεό. Αντίθετα είναι μια συμβολική δήλωση πως όλα όσα έχουμε προέρχονται από το Θεό και δεν τα θεωρούμε δικά μας. Το δέκατο υπενθυμίζει πως όλα ανήκουν στο Θεό και εμείς το δείχνουμε αυτό δίνοντας το, για τους σκοπούς του Θεού.
Δεν εννοούσε βέβαια ο Ιακώβ πως αφού ο Θεός τα δίνει όλα, θα δοξάσει το Θεό με το ένα δέκατο, αλλά όχι με τα εννέα δέκατα. Οτιδήποτε μας χαρίζει ο Θεός, μας το εμπιστεύεται για να το χρησιμοποιήσουμε με τρόπο που να Τον δοξάζει. Δίνοντας το δέκατο στο Θεό λοιπόν, συμβολίζουμε πως όλα όσα έχουμε ανήκουν στο Θεό, ανά πάσα στιγμή.
Τα δέκατα σύμφωνα με το Νόμο.
Πριν απ’ το Νόμο του Μωυσή δεν υπήρχε γραπτός νόμος που υποχρέωνε το λαό να πληρώνει δέκατα. Πιθανόν το δέκατο, ανάμεσα στις άλλες διδασκαλίες, να πέρασε από πατέρα σε γιο με προφορική παράδοση.
Ο Αβραάμ έδωσε το δέκατο του 420 χρόνια πριν το Νόμο και στάλαξε αυτή τη διδασκαλία με λόγο και πράξη στο γιο του. Χρόνια μετά ο Ιακώβ υποσχέθηκε να δίνει τα δέκατά του. Φαίνεται ότι ο Αβραάμ δίδαξε τον Ισαάκ, και ο Ισαάκ δίδαξε τον γιο του, Ιακώβ. Εδώ έχουμε απόδειξη της προφορικής παράδοσης σχετικά με τον αποδεκατισμό.
Ο Αβραάμ και ο Ιακώβ πλήρωσαν τα δέκατα τους εκούσια, αλλά με το Νόμο, ο Θεός τόνισε ότι το δέκατο ήταν υποχρεωτικό. Ο Νόμος του Μωυσή υποχρέωνε το λαό να πληρώνει δέκατα (Λευιτ.κζ:30, Μαλαχ.γ:10). Το δέκατο ανήκει στο Θεό (Λευτ.κζ:30-33, Μαλ.γ:8). Το να πληρώνει κανείς δέκατα δεν ήταν απλώς μια εκούσια πράξη αλλά ένα καθήκον. Χωρίς υπεκφυγές ο νόμος έλεγε, “Θέλεις εξάπαντος δεκατίζει πάντα τα γεννήματα του σπόρου σου” (Δευτ.ιδ:22).
Ο Νόμος ήταν ένας “παιδαγωγός” για να μας φέρει στο Χριστό, αλλά αφού ήρθε η πίστη δεν είμαστε πλέον υπό παιδαγωγό (Γαλ.γ:24-25). Αν και δεν είμαστε υπό παιδαγωγό, δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε τις διδασκαλίες του παιδαγωγού! Ο Νόμος μας διδάσκει αρχές που είναι μέρος του αιωνίου θελήματος και χαρακτήρα του Θεού.
Ο Θεός έδωσε το Νόμο για να διδάσκει στον άνθρωπο τα λάθη του “διά του νόμου γίνεται η γνώρισις της αμαρτίας” (Ρωμ.γ:20). Ο Νόμος παρεισήλθε έτσι ώστε να περισσεύση το αμάρτημα (Ρωμ.ε:20). Ο Θεός θέσπισε το Νόμο για να κάνει έκδηλη την αμαρτία του ανθρώπου.
Ο Νόμος περιείχε την εντολή να δίνει ο Ισραηλίτης δέκατα. Ο Θεός είδε την ανάγκη να επιβάλλει αυτούς τους νόμους στον άνθρωπο, γιατί οι περισσότεροι δεν τους εκπλήρωναν εκουσίως.
Ο νόμος του δέκατου έκανε τον άνθρωπο να αναγνωρίσει ότι δεν είχε κάνει ένα καθήκον που η καρδιά του θα έπρεπε να τον ωθούσε να κάνει. Αναμφίβολα, οι Ισραηλίτες είχαν πρότερη γνώση του δεκάτου, αφού ο Αβραάμ και ο Ιακώβ τους είχαν δώσει το παράδειγμα, κι έχουμε δει ότι το δέκατο ήταν αρκετά γνωστό μεταξύ των αρχαίων πολιτισμών. Φαίνεται ότι ο Θεός υποχρέωσε τον άνθρωπο να πληρώνει δέκατα, για να τον διδάξει ότι θα έπρεπε να επιστρέφει τουλάχιστον 10% του εισοδήματός του σ’ Αυτόν. Έτσι, αποκάλυπτε τη σκέψη Του σχετικά με το ποιο θεωρεί Εκείνος ότι είναι το ελάχιστο ποσό που ο άνθρωπος πρέπει να δίνει για την πρόοδο του έργου Του.
Τα περισσότερα δέκατα δίνονταν στο Θεό, δίνοντας τα σε ανθρώπους. Ο Θεός δεν μπορεί να γίνει πλουσιότερος από εμάς. Δεν έχει ανάγκες τις οποίες οι περιουσίες μας μπορούν να καλύψουν. Δοξάζεται όμως, με τον τρόπο με τον οποίο φερόμαστε στους άλλους, στο όνομά Του, με πράξεις που δείχνουν πως αναγνωρίζουμε το πόσο πλούσια μας ευλογεί και πως τον εμπιστευόμαστε να φροντίσει τις δικές μας ανάγκες, όταν δίνουμε.
Ο Θεός πάντα τιμά αυτούς που δίνουν το δέκατό τους με καθαρή καρδιά πίστης. Δεν υπόσχεται ο Θεός όταν δεκατίζουμε να μας κάνει πλούσιους. Αυτοί που αγαπούν το Θεό και Τον εμπιστεύονται αρκετά ώστε να Τον τιμήσουν δίνοντας το δέκατό τους, ποτέ δε θα λειφτούν αυτά που χρειάζονται.
Πίστη και Νόμος.
Τι μπορούμε να μάθουμε από τον δια πίστεως αποδεκατισμό του Αβραάμ και αργότερα την απαίτηση του Θεού να πληρώνουν οι Ισραηλίτες δέκατα σύμφωνα με το Νόμο του Μωυσή;
Το μάθημα είναι ότι ο Θεός περιμένει ένα δέκατο. Γιατί ο Αβραάμ διάλεξε να δώσει στο Θεό ένα δέκατο; Γιατί δεν διάλεξε ένα πέμπτο ή ένα δωδέκατο; Προφανώς ο Θεός τον οδήγησε. Έκανε ένα βήμα πίστης όταν αποδεκάτισε. Ήταν τόσο ευγνώμονας στο Θεό που ήθελε να επιστρέψει μια μερίδα των χρημάτων του σ’ Αυτόν.
Με το Νόμο, ο Θεός αποκάλυψε με έμφαση την έννοια των δεκάτων. Έτσι, ακόμη και στην εποχή της εκκλησίας, τα παιδιά του Αβραάμ δια πίστεως δίνουν στο Θεό τουλάχιστον ένα δέκατο του συνόλου των εισοδημάτων τους.
Δίνοντας ένα δέκατο κάτω από χάρη ισοδυναμεί με το ποσό που έδιναν οι Ισραηλίτες κάτω απ’ το Νόμο. Δεν τηρούμε το Νόμο, αλλά εκπληρώνουμε την θεία αρχή του δεκάτου που περιέχεται στο Νόμο.
Είδη δεκάτων.
Πολλοί σχολιαστές συμπεραίνουν ότι οι Ισραηλίτες τηρούσαν τρία ξεχωριστά είδη δεκάτων. Το πρώτο δέκατο, το οποίο ίσως είναι το πιο γνωστό, δινόταν για να συντηρηθούν οι Λευίτες (Αριθ.ιη:20-24). Οι Λευίτες με τη σειρά τους αποδεκάτιζαν (δέκατο του δεκάτου) στον αρχιερέα (Αρ.ιη:26-28).
Είναι ανάγκη να αναφέρουμε εδώ ότι ο ποιμένας που διδάσκει τον δεκατισμό πρέπει να τον εφαρμόζει ο ίδιος, γιατί ο υπηρέτης του Θεού πρέπει να είναι παράδειγμα σε όλα τα πράγματα για το ποίμνιο (Α’ Πετρ.ε:3).
Υπήρχε ένα δεύτερο δέκατο κάθε χρόνο που το χρησιμοποιούσαν για εορταστικούς σκοπούς (Δευτ.ιβ:5-19). Αυτό το δέκατο λαμβανόταν στο μέρος που διάλεγε ο Θεός, κι ο άνθρωπος που δεκάτιζε έπρεπε να το φάει εκεί. Ο Λευίτης λάμβανε κι αυτός μέρος αυτού του δεκάτου (Δευτ.ιβ:17-19, ιδ:22-27). Ο βασικός σκοπός αυτού του δεκάτου ήταν να παρέχει τροφή για την οικογένεια του ανθρώπου που δεκατίζει στη διάρκεια των εορτών. Σε πολλές χώρες οι εκκλησίες έχουν εθνικές δραστηριότητες (συνέδρια) που θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν με ένα ιδιαίτερο δέκατο. Εάν ο κάθε πιστός έβαζε στην άκρη ένα ιδιαίτερο δέκατο μια φορά το χρόνο, πέρα από το δέκατο για τον εργάτη, η τοπική εκκλησία θα είχε χρήματα διαθέσιμα για να καλύψει τα έξοδα της μεταφοράς και τα γεύματα στη διάρκεια των συνεδρίων της.
Το τρίτο δέκατο έπεφτε “στο τέλος τριών χρόνων” (Δευτ.ιδ:28). Κάθε τρία χρόνια ο Ισραηλίτης έδινε ένα ιδιαίτερο δέκατο, πέρα από τα άλλα δύο. Αυτό το ιδιαίτερο δέκατο, δοσμένο για κοινωνικούς σκοπούς, ήταν για “τον ξένο, και τον ορφανό και την χήρα” όμως, ο Λευίτης και πάλι λάμβανε ένα μέρος αυτού του δεκάτου (Δευτ.ιδ:29).
Ένα πράγμα είναι σαφές: ο Θεός ποτέ δεν παρέλειπε να προμηθεύει στους πνευματικούς Του ηγέτες. Όταν συνδυάσουμε αυτά τα τρία δέκατα, τις θυσιαστήριες εισφορές, και τις ελεύθερες προσφορές, είναι εύκολο να δούμε γιατί μερικοί συμπεραίνουν ότι οι Ισραηλίτες έδιναν μέχρι και 30% των εισοδημάτων τους στον Κύριο.
Στο τέλος κάθε τρίτου χρόνου, κάθε Ισραηλίτης έπρεπε να δηλώσει ενώπιον του Θεού την πιστότητα του στην πληρωμή των δεκάτων του (Δευτ.κς:12,13). Τι θα γινόταν αν εμείς θα έπρεπε να ερχόμαστε μπροστά στο Θεό για να δηλώσουμε την πιστότητα μας ή την έλλειψη πιστότητας στο να υποστηρίζουμε το έργο Του; Θα μπορούσαμε να πούμε στο Θεό ότι έχουμε κάνει το καλύτερο; Μια μέρα θα πρέπει να δώσουμε λογαριασμό στο Θεό για την διαχείριση των χρημάτων που μας έχει εμπιστευτεί. (Ματθ.κε:19).
Τί γίνεται με τις απαρχές;
Μερικοί μπερδεύουν το δέκατο και τις απαρχές, νομίζοντας ότι είναι το ίδιο πράγμα. Ενώ το δέκατο ήταν μια μαθηματική ποσότητα (δέκα τοις εκατό), η Βίβλος δεν καθιερώνει το ποσό του προϊόντος του αγρού που δινόταν σαν απαρχές. Φαίνεται ότι ο Θεός το άφηνε στη διάθεση του δότη, ανάλογα με την ευγνωμοσύνη που αισθανόταν.
Οι απαρχές της συγκομιδής ήταν μια μερίδα από τα δημητριακά, τα λαχανικά, τα φρούτα και άλλα προϊόντα που ξεχωριζόταν για το Θεό. Αν και το ποσό που δινόταν σαν απαρχές ήταν προαιρετικό, το δόσιμο των απαρχών ήταν υποχρεωτικό, δεν ήταν επιλογή ή προτίμηση. Η Βίβλος λέει ότι οι απαρχές ανήκουν στο Θεό. (Εξ.κβ:29,κγ:19, Δευτ.κζ:10).
Κάθε Ισραηλίτης όταν θέριζε τα γεννήματα, ξεχώριζε τις απαρχές για το Θεό. Αφού τις έδινε, μετά έδινε το δέκατο της συγκομιδής. Αν είχε μόνο μια συγκομιδή, έβαζε στην άκρη τις απαρχές και το δέκατο μόνο μια φορά. Μερικοί άνθρωποι, ίσως δίνουν μια προσφορά απαρχών μόνο, αλλά σύμφωνα με τη Βίβλο πρέπει να πληρώνουν δέκατα πάνω σ’ όλο το εισόδημά τους.
Οι απαρχές έπρεπε να είναι το καλύτερο της συγκομιδής (Αριθ.ιη:12). Οι απαρχές των ζώων ήταν ευκολότερο να προσδιοριστούν. Όταν τα ζώα γεννούσαν τους πρώτους τους απογόνους, τους έβαζαν στην άκρη σαν απαρχές για τον Θεό. (Αριθ.ιη:15-17) Οι ιερείς και οι Λευίτες λάμβαναν τις απαρχές καθώς και τα δέκατα (Αριθ.ιη:12-21).
Ο σκοπός των απαρχών ήταν να θυμίζει στους Ισραηλίτες πως ο Θεός τους πήρε από την Αίγυπτο για να τους φέρει σε μια χώρα όπου έρεε γάλα και μέλι (Δευτ.κς:1-10). Οι αρχές που φανερώνονται με τις απαρχές είναι οι εξής:
1) Αναγνωρίζουμε από που μας έβγαλε ο Θεός
2) Αναγνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι η πηγή κάθε υλικής ευλογίας
3) Πάντοτε δίνουμε στο Θεό το καλύτερο που έχουμε και
4) Πάντοτε βάζουμε το Θεό πρώτο σε όλα (Ματθ.ς:33).
Όταν σήμερα δίνουμε στο Θεό, θα πρέπει αυτά τα στοιχεία να χαρακτηρίζουν την πράξη μας.
Οι νόμοι για τα δέκατα και τις απαρχές ήταν πολύ λεπτομερείς. Σήμερα είναι δύσκολο να τους καταλάβουμε.
Είναι πιο σημαντικό να καταλάβουμε τις αρχές που περιέχονται στους νόμους των δεκάτων και των απαρχών παρά να εμπλακούμε σε όλες τις λεπτομέρειες για το πως και πότε αυτά δινόταν.
Το να τονίζουμε πολλά από τα χαρακτηριστικά, τις λεπτομέρειες και τα μικρά σημεία αυτών των νόμων δεν είναι μόνο αδύνατο, αλλά θα είχε και το άρωμα μιας τυπολατρίας που ο Θεός δεν θέλει για το λαό Του σήμερα.
Είναι αρκετό να καταλάβουμε ότι ο Θεός περιμένει τουλάχιστον ένα δέκα τοις εκατό από εμάς σαν αναγνώριση των πολλών Του ευλογιών.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ