Κολ.α:18 «….ὅς ἐστιν [ἡ] ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν αὐτὸς
πρωτεύων». Ο Ιησούς Χριστός είναι ΑΡΧΗ. Είδαμε ότι είναι η αρχή μέσα στο λόγο
του Θεού, ότι όλα περικλείονται και «συνίστανται» μέσα σ' Αυτόν, είδαμε ότι
Αυτός είναι προ πάντων και θα ήταν μια απλή επανάληψη των προηγουμένων, αν δεν
είχε την επόμενη φράση που λέει «... πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν».
Εδώ είναι που μπαίνουμε σε μια άλλη
πτυχή του ΛΟΓΟΥ, που περιγράφει κάτι πολύ θαυμαστό.
Ο Χριστός είναι η
αρχή της εκκλησίας, πριν ακόμη αυτή υπάρξει και η αρχή της υλικής δημιουργίας,
τόσο μέσα στο λόγο, όσο και αργότερα όταν το ρήμα του Θεού είπε και έγινε,
διέταξε και σχηματίστηκαν τα πάντα.
Τώρα όμως, μας
δείχνει το Χριστό σαν Αρχή μιας άλλης δημιουργίας, της Πνευματικής, όχι πια μέσα
στο λόγο, στο νου του Θεού, αλλά σαν κάτι ξεχωριστό από τον Πατέρα. Είναι το
αποτέλεσμα του λόγου του, που δεν είναι πια σχέδιο και σκοπός, αλλά πράξη.
Αυτή η πνευματική
δημιουργία, που ο Παύλος ονομάζει «Νέα κτίση»,
έχει τον Αρχηγό της, τον Πρώτο Υιό, ο Όποιος έγινε αιτία, ώστε και όλοι οι
άλλοι υιοί του Θεού να επακολουθήσουν, πατώντας με πίστη στα χνάρια της άγιας
και αφιερωμένης ζωής Του.
Αυτός είναι ο πρώτος
Υιός από τη γη που δέχτηκε ο ουρανός. Αυτός είναι που άνοιξε το δρόμο για όλους
τους αγίους, τόσο της Παλαιάς Οικονομίας όσο και της Νέας. Αυτός είναι ο πρώτος-τεχθείς
από τους νεκρούς, Αυτός που ο Άδης δεν μπόρεσε να κρατήσει επειδή ήταν Άγιος
και άμεμπτος, τον Οποίο ο Πατέρας ανέστησε και κάθισε «εις τα δεξιά της μεγαλοσύνης εν υψηλοίς».
Τότε εκπληρώθηκε
και η προφητεία που είναι στους Ψαλμούς και την επαναλαμβάνει ο Παύλος στην Εβρ.α:5
«...Υιός μου είσαι συ, εγώ σήμερον σε
εγέννησα...» Το «σήμερον»
αναφέρεται χρονικά στην ανάληψη του Χριστού, όταν εισήλθε στους ουρανούς. Τότε
ήταν που ο Θεός απέκτησε τον Πρωτότοκο εκ των νεκρών, τότε ήταν που δέχθηκε τον
πρώτο καρπό, το πρώτο πνευματικό γέννημα της γης.
Με την εισαγωγή
του Χριστού στον ουρανό, ακολούθησαν και όλοι οι άγιοι της Παλιάς Διαθήκης (η
αιχμαλωσία), οι οποίοι έζησαν με πίστη, βλέποντες στις σκιές και στους τύπους
των μελλόντων, των οποίων οι αμαρτίες εσυγχωρούντο, όχι επειδή έχυναν το αίμα
των μόσχων και των τράγων, αλλά επειδή πρόσμεναν με πίστη την καλύτερη θυσία,
τη θυσία του Μεσσία, του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Είναι γνωστό ότι
το αίμα των μόσχων και των τράγων, δεν μπορεί να εξαλείψει αμαρτία. Τώρα, κάθε παιδί
του Θεού, που ανήκει στην καινούργια κτίση, όταν φεύγει από αυτό το κόσμο, τον
δέχεται η αγκαλιά του Θεού σαν πνεύμα και ψυχή, μέχρι να έρθει η ώρα της
αρπαγής, που όλοι οι άγιοι θα λάβουν τα άφθαρτα ένδοξα σώματα τους.
Τότε ο Θεός θα
αποκτήσει τη νέα κτίση που είναι η Νύμφη Του, της οποίας κεφαλή και αρχηγός
είναι ο Χριστός.
Β’ Κορ.ε:17: «Όθεν
εάν τις ήναι εν Χριστώ είναι νέον κτίσμα· τα αρχαία παρήλθον, ιδού, τα πάντα
έγειναν νέα».
Γαλ.ς:15 «Διότι
εν Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή ισχύει τι ούτε ακροβυστία, αλλά νέα κτίσις».
Αυτής της Νέας
κτίσης αρχηγός και τελειωτής, είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτός είναι τώρα πρωτεύων
στα πάντα και σ' Αυτόν θα υποταχθούν τα πάντα, είτε ορατά είτε αόρατα και μετά,
και Αυτός ο Υιός, τον Οποίο ο Πατέρας «έκαμε Χριστό και Κύριο», με τη δική Του
κυριότητα και εξουσία, θα υποταχθεί «εις τον υιοτάξαντα εις Αυτόν τα πάντα και
θα είναι ο Θεός τα πάντα εν πάσι». Αυτή είναι η ερμηνεία των εδαφίων της Κολ.α:14-19.
Αυτό λοιπόν είναι
το μυστήριο του «θελήματος» του Θεού,
που μας περιγράφει ο Παύλος στην Εφεσ.α:3-9 και την Κολ.α:14-19.
Τώρα μπορούμε να
καταλάβουμε τη ΒΟΥΛΗ του Θεού, το σχέδιο της δημιουργίας και της σωτηρίας, το
οποίο ο Θεός πατέρας «προέθετο ΕΝ ΕΑΥΤΩ» και τα πάντα εξελίχθηκαν, εξελίσσονται
και θα εξελιχθούν, σύμφωνα με τη βουλή του θελήματός Του, που είναι ο ΛΟΓΟΣ
ΤΟΥ.
Αυτό λέει ο
Παύλος, αυτό πιστεύουμε κι εμείς: «...Εν
αυτώ, εις τον οποίον και ελάβομεν κληρονομίαν, προορισθέντες κατά την πρόθεσιν
του ενεργούντος τα πάντα κατά την βουλήν του θελήματος αυτού» (Εφες.α:11).
Αυτής της θείας
βουλής, δηλ. του ΛΟΓΟΥ φανέρωση είναι ο Χριστός. Αυτός είναι το Ρήμα της
δύναμης του Θεού, ο Λόγος της δύναμης του Θεού, Αυτός είναι ο άνδρας της Βουλής
Του.
Ο Θεός κάτω από
τον τύπο του βασιλιά Κύρου της Περσίας, μας μιλάει προφητικά για τον Ιησού
Χριστό: «όστις απ' αρχής αναγγέλλω το
τέλος και από πρότερον τα μη γεγονότα, λέγων, Η βουλή μου θέλει σταθή και θέλω
εκτελέσει άπαν το θέλημά μου· όστις κράζω το αρπακτικόν πτηνόν εξ ανατολών, τον
άνδρα της βουλής μου από γης μακράν· ναι, ελάλησα και θέλω κάμει να γείνη·
εβουλεύθην και θέλω εκτελέσει αυτό» (Ης.μς:10-11).
Ο Κύρος ξέρουμε
ότι δεν εκτέλεσε «άπαν το θέλημα του Πατρός», αλλά μόνο ένα ορισμένο μέρος απ’
αυτό. Διέταξε να ανοικοδομηθεί ο Ναός του Θεού. Όμως είναι παγκόσμια
αναγνωρισμένο, ότι αυτή η Γραφή αναφέρεται στο μεγαλύτερο «Κύρο» που σημαίνει «ήλιος»,
στον «ήλιο της δικαιοσύνης», τον Κύριο Ιησού Χρίστο, ο οποίος είναι ο πραγματικός
άνδρας της ΒΟΥΛΗΣ του Θεού, γιατί Αυτός την εκτέλεσε όλη. (βλ. Ης.μδ:28 και με:13).
Ο Χριστός λοιπόν
είναι ο άντρας της βουλής του Θεού, ο λόγος του Θεού «εν σαρκί», το ΡΗΜΑ του Θεού. Όπως το ρήμα εκφράζει τη σκέψη, δηλ.
το θέλημα, έτσι και ο Χριστός έκφρασε τη σκέψη, το θέλημα, το λόγο του Θεού.
Κάτι άλλο που
πρέπει να διευκρινίσουμε πριν μπούμε στην ερμηνεία του Iωάν.α:1-14 είναι το
εξής: Όταν διαβάζουμε μέσα στη Γραφή τον όρο «Λόγος του Θεού» τι θέλει να πει
και να εκφράσει ο Θεός;
Ο Λόγος, είναι
κάτι που ανήκει στο ίδιο το άτομο, είναι αναπόσπαστο μέρος του. Όπως κι αν
δούμε το Λόγο, είτε ενδιάθετο, είτε γραπτό, είτε προφορικό, δεν παύει να είναι
έκφραση του ίδιου του ατόμου.
Γεγονός είναι ότι
αυτός ο Λόγος δεν αποτελεί ένα δεύτερο Εγώ, η μια δεύτερη προσωπικότητα, αλλά
παραμένει η έκφραση του εσωτερικού πνευματικού περιεχομένου κάθε ατόμου.
Η Γραφή μας λέει
ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος «κατ' εικόνα Θεού» δηλ. έχει στοιχεία που
αντιπροσωπεύουν αυτά του Θεού. Βέβαια όχι τόσο στην ένταση στο μεγαλείο και
στην τελειότητα, αλλά σαν μια μικρή σκιαγράφηση τους μέσα μας. Είναι ασύγκριτα
καλύτερο το ένα από το άλλο. Δεν παύει όμως το ένα να μαρτυρεί τα στοιχεία του
άλλου, γι’ αυτό άλλωστε λέει ότι πλαστήκαμε «κατ' εικόνα Θεού».
Έτσι και ο
άνθρωπος έχει στοιχεία που αντιπροσωπεύουν αυτά του Θεού, όπως π.χ, μπορεί να
σκέπτεται, να σχεδιάζει, να επιτυγχάνει αυτά που σχεδιάζει, να δημιουργεί, έχει
πνεύμα, έχει ικανότητα να εκφράζεται όχι μόνο με χειρονομίες ή με άναρθρες
κραυγές, αλλά με τρόπο πολύπλοκο και υψηλό. Όλα αυτά τα στοιχεία που αναφέραμε
και ίσως πολλά άλλα που ανήκουν στην «εικόνα» του ανθρώπου, είναι στοιχεία που
τα έχει και ο Θεός. Όπως λοιπόν ο άνθρωπος έχει λόγο, έτσι και ο θεός έχει λόγο,
όπως ο άνθρωπος με το λόγο του σκέπτεται, σχεδιάζει και εκφράζεται εκτελώντας
το θέλημά του, έτσι ακριβώς κι ο Θεός.
Υπάρχει μια πολύ
ωραία αντιπαραβολή του Θεού με τον άνθρωπο, σχετικά με το Πνεύμα του Ενός και
το πνεύμα του άλλου στην Α' Κορ.β:10-11 όπου λέει: «Εις ημάς δε ο Θεός απεκάλυψεν αυτά διά του Πνεύματος αυτού· επειδή το
Πνεύμα ερευνά τα πάντα και τα βάθη του Θεού. Διότι τις των ανθρώπων γινώσκει τα
του ανθρώπου, ειμή το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ; Ούτω και τα του Θεού
ουδείς γινώσκει ειμή το Πνεύμα του Θεού».
Εδώ βλέπουμε
καθαρά τη σχέση του πνεύματος του ανθρώπου, με το Πνεύμα του Θεού. Όπως στον
άνθρωπο αποτελεί μέρος του εαυτού του και δεν είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα,
«Ούτω» και στο Θεό, το Πνεύμα Του δεν
αποτελεί ξεχωριστή προσωπικότητα, αλλά είναι στοιχείο του Εαυτού Του.
Άρα, ο λόγος του
Θεού δεν είναι ξεχωριστή προσωπικότητα, αλλά στοιχείο του εαυτού Του, είναι ο
ίδιος ο Θεός.
Γι’ αυτό λέει ο
Ιωάννης «και θεός ην ο λόγος», δηλ. ο
λόγος για τον οποίο μας μιλάει, δεν είναι άλλο πρόσωπο, αλλά ο Ένας Θεός, που ο
Ιωάννης γνωρίζει και λατρεύει, ο Θεός των πατέρων, ο Γιάχβε.
Αν δεχτούμε ότι ο
υποτιθέμενος «θεός Υιός» (το δεύτερο πρόσωπο) είναι ο Λόγος του πρώτου
προσώπου, τότε το πρώτο πρόσωπο μένει χωρίς Λόγο! Όμως ο Πατέρας διακηρύττει
ότι ο ίδιος έκανε τα πάντα, Μόνος Του, με το δικό Του Λόγο (βλ.Ψαλμ.λγ:6-9, Ιώβ
κς:13, Β’ Πέτρ.γ:5-7, Γέν.α:3, Εβρ.ια:3).
Από την άλλη
πλευρά, δεν βλέπουμε το δεύτερο πρόσωπο να έχει δικό Του Λόγο, αλλά μόνο του
Πατέρα. Ό,τι του λέει ο Πατέρας, ό,τι βλέπει τον Πατέρα, αυτά να λέει και να κάνει.
Που είναι λοιπόν η ισότητα μεταξύ «των θείων πρόσωπων»; Που είναι ο Λόγος του
τρίτου προσώπου, που όπως λένε σαν ξεχωριστό πρόσωπο από τον Πατέρα και τον
Υιό, είναι «συνάναρχο» «παντοδύναμο» «παντογνώστης»;
Ιωάν.ις:13 Όταν
δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θέλει σας οδηγήσει εις πάσαν την
αλήθειαν· διότι δεν θέλει λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ' όσα αν ακούση θέλει λαλήσει,
και θέλει σας αναγγείλει τα μέλλοντα.
Που είναι η
ισότητα, γιατί βλέπουμε πάντοτε να γίνεται το θέλημα του Πατέρα και τα άλλα δύο
πρόσωπα πάντοτε να υποτάσσονται σε αυτό.
Αν ο Λόγος για
τον οποίο μιλάει ο Ιωάννης είναι και των τριών προσώπων, (θα μπορούσε να
ισχυριστεί κανείς) τότε γιατί ο Χριστός μας λέει ότι λαλεί τα ρήματα του
Πατέρα, ότι φανέρωσε το θέλημα του Πατέρα, το όνομα του Πατέρα, τη δόξα του
Πατέρα, την αγάπη του Πατέρα και όχι την αγάπη της τριάδας, το θέλημα της
τριάδας, το όνομα της τριάδας κ.τ.λ.;;;
Γιατί να
ενσαρκωθεί το δεύτερο πρόσωπο και όχι το τρίτο;
Γιατί όχι το πρώτο, αντί να
στέλνει πάντοτε το δεύτερο;
Γιατί να μη
βλέπουμε έστω και μια φορά - εφόσον πρόκειται περί ισότητας - το δεύτερο
πρόσωπο να στέλνει το πρώτο πρόσωπο; Το ίδιο και για το τρίτο, πάντοτε
αποστέλλεται και κανένα δεν αποστέλλει;
Όλα αυτά (έννοιες
ξένες προς το λόγο του Θεού) δεν φανερώνουν ότι ο Πατέρας είναι «επί πάντων»
και μετά είναι ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιο; Δεν μας αναγκάζουν υποσυνείδητα να
βλέπουμε σε τρία όντα, τρεις θεούς, τον ένα κατώτερο από τον άλλο; Όλα αυτά
είναι φιλοσοφίες των βραχμάνων και του Νεοπλατωνισμού, που πολλοί δεν θέλουν
ακόμα να απαρνηθούν.
Ας στραφούμε όμως
στο άδολο γάλα, στη θρησκεία των πατέρων, στο Θεό των πατέρων, στα θεμέλια της
πίστης μας, ας φεύγουμε από αυτούς τους γραώδεις μύθους και ας θυμόμαστε
πάντοτε ότι «εν αυτώ κατοικεί παν το
πλήρωμα της θεότητος σωματικώς».
Η θεωρία της
τριάδας, δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να σκοτεινιάζει το λόγο του Θεού, να
μπλέκει το νου και να μην αφήνει τους ανθρώπους να κατανοήσουν, αλλά ούτε και
να ερευνήσουν το Θεό όπως ο Ίδιος θέλει (Σοφον.α:1-6) και όπως ο Παύλος
προσεύχεται (Εφες.α:17).
Ένα άλλο συνεχόμενο
πρόβλημα, που φέρνει μεγάλη σύγχυση, είναι η ανεξέλεγκτη τοποθέτηση του όρου «ο
Θεός». Ανάλογα με το τι συμφέρει σε κάθε περίπτωση, «ο Θεός», γίνεται άλλοτε
Πατέρας, άλλοτε Υιός και άλλοτε Πνεύμα Άγιο.
Δεν θα μπορούσε
κανείς να πει τίποτε γι' αυτό τον ισχυρισμό, αν δεν είχαμε την Ελληνική
Γραμματική να διαμαρτύρεται έντονα. Η διαμαρτυρία αυτή είναι σχετικά με το
οριστικό άρθρο «Ο».
Η Γραμματική λέει
ότι το άρθρο αυτό, ονομάζεται οριστικό, διότι καθορίζει (οριστικοποιεί, καθιστά
περισσότερο συγκεκριμένη) τη λέξη στην οποία αναφέρεται.
Ρωτάμε λοιπόν: Τι
καθορίζει το άρθρο «ο» όταν αυτό ανήκει στη λέξη «Θεός»; Δεν καθορίζει αυτό που
«ορίζει» δηλαδή τον Ένα και μοναδικό Θεό που υπάρχει; Δεν μας λέει ότι υπάρχει «ο
Θεός» και όχι πολλοί;
Αν δεχτούμε την
υποτιθέμενη τριάδα, τότε δεχόμαστε ότι «ο Θεός» είναι τριάδα προσώπων, άρα
όποτε συναντούμε τη λέξη «ο Θεός» εννοούμε το όλο του Θεού, αυτό που ορίζει την
έννοια «Θεός» όποια και να είναι.
Η θεωρία μας λέει
ότι η θεότητα αποτελείται από τρία πρόσωπα. Αν τώρα θέλουμε να εκφραστούμε για ένα
από τα τρία πρόσωπα, θα ήταν αντίθετο με τον κανόνα της γραμματικής να το
ονομάσουμε «ο Θεός», γιατί αναφερόμαστε μόνον σε ένα από τα τρία πρόσωπο και
όχι στο σύνολο της τριάδας.
Έτσι, όταν
αναφερόμαστε μεμονωμένα στο δεύτερο πρόσωπο, θα πρέπει να μη χρησιμοποιήσουμε
το οριστικό άρθρο, γιατί το δεύτερο πρόσωπο δεν καθορίζει και τα άλλα δύο,
διότι έχει στοιχεία που στερούνται τα άλλα δύο, και τα άλλα δύο με τη σειρά
τους έχουν στοιχεία, που δεν έχει το δεύτερο, ή και τα άλλα δύο μεταξύ τους.
Άρα, είναι άτοπο
να πούμε σύμφωνα με τη λογική της θεωρίας της τριάδας ότι ο Χριστός π.χ. είναι «ο
Θεός». Ούτε πάλι μπορούμε να πούμε ότι ο Πατέρας είναι «ο Θεός» και αντίστοιχα
το Πνεύμα το Άγιο.
Θα μπορούσαμε να
αναφερθούμε ξεχωριστά για το κάθε πρόσωπο, σαν «Θεός» αόριστα, χωρίς να
ορίζουμε το όλο του Θεού, γιατί αυτό συναντάται (υποτίθεται) και στα τρία
πρόσωπα μαζί.
Απόδειξη ότι
αυτός ο ισχυρισμός είναι σωστός, είναι το γεγονός ότι όλοι οι «τριαδικοί»
αναφέρονται στο Χριστό σαν «Θεό», αλλά δυσκολεύονται να πουν ότι είναι «ο Θεός»,
γιατί καταλαβαίνουν ότι εκεί εκφράζεται όλη η τριάδα και όχι μόνο ένα της πρόσωπο.
Σύμφωνα με τη
θεωρία της «κένωσης», που ορισμένοι υποστηρίζουν θερμά, ο «θεός Υιός» έγινε
άνθρωπος αφού εγκατέλειψε τη δόξα του, και άφησε τις θεϊκές του ιδιότητες. Όμως
έτσι, δημιουργούνται πολλές αντιξοότητες όπως:
Αν δεχτούμε κάτι
τέτοιο, δεχόμαστε ότι «ο Θεός» που είναι η τριάδα – αφού η θεότητα αποτελείται
από τρία πρόσωπα - ΑΛΛΟΙΩΘΗΚΕ και από τρία πρόσωπα έγινε δύο, γιατί το δεύτερο
από τα τρία έγινε άνθρωπος.
Όταν λοιπόν ο
Χριστός ήταν εδώ στη γη, δεν θα έπρεπε η γραφή να λέει «ο Θεός» αλλά «Θεός»,
για να δείχνει ότι ένα μέρος του Θεού δεν υπήρχε σαν Θεός αλλά σαν άνθρωπος.
Όμως η Γραφή συνεχίζει να ονομάζει το Θεό «ο Θεός». Άρα δεν έγινε αυτό που
υποστηρίζει η θεωρία της «κένωσης», ο Θεός παραμένει αναλλοίωτος (γιατί είναι ο
Πατέρας) και κατοικεί μέσα στο Χριστό πλήρως.
Β' Κορ.ε:19 δηλονότι
ο Θεός ήτο εν τω Χριστώ διαλλάσσων τον κόσμον προς εαυτόν, μη λογαριάζων εις
αυτούς τα πταίσματα αυτών, και ενεπιστεύθη εις ημάς τον λόγον της διαλλαγής.
Αν ο Χριστός
είναι το δεύτερο πρόσωπο που έγινε άνθρωπος, τότε δεν θα έπρεπε η γραφή να μας
λέει ότι το πλήρωμα της θεότητας κατοικούσε μέσα στο Χριστό, αλλά τα δύο τρίτα,
γιατί το ένα τρίτο έγινε άνθρωπος.
Αν δεχτούμε ότι
όλη η τριάδα κατοικούσε μέσα στο Χριστό, τότε που είναι η κένωση; Αφού ο «θεός
Υιός» κατοικούσε μέσα στο Χριστό τότε τι κένωση είναι αυτή που μας λένε;
Μπορεί όμως να
πουν: «Στο κάθε πρόσωπο της Τριάδας εκφράζεται «ο Θεός», το πλήρωμα του Θεού. Τότε
οι ίδιοι καταρρίπτουν με τα λόγια τους την τριάδα, γιατί αν στο ένα πρόσωπο από
τα τρία, εκφράζεται όλη η θεότητα, σημαίνει ότι είναι μία θεότητα που έχει τρεις
φανερώσεις (πράγμα που ο λόγος του θεού διακηρύττει), παύει να υπάρχει διαχωρισμός
μεταξύ τους. Το άπειρο άλλωστε ξέρουμε ότι δεν διαχωρίζεται.
Αν στο πρόσωπο
του Χριστού βλέπουμε όλη τη θεότητα, (πράγμα που διδάσκει ο λόγος του Θεού),
τότε Αυτός είναι «ο Κύριος μας και ο Θεός μας», όπως είπε ο Θωμάς. Αυτός είναι
ο Πατέρας, Αυτός ο Υιός Αυτός και το Πνεύμα το Άγιο, οπότε δεν υπάρχει τριάδα
πρόσωπων, αλλά Ένας άπειρος Θεός, που φανερώνεται πότε σαν Πατέρας, πότε σαν
Υιός και πότε σαν Πνεύμα.
Όταν λέει ότι «ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί...» (Α’ Τιμ.γ:16),
τότε σύμφωνα με τα παραπάνω όλη η τριάδα πρέπει να φανερώθηκε εν σαρκί και όχι
μόνον ένα μέρος της. Όμως όπως είπαμε, αν είναι όλη η τριάδα, τότε
καταστρέφεται η θεωρία της «κένωσης», γιατί ο «θεός Υιός» δεν απεκδύθηκε των
θείων Του ικανοτήτων και δυνάμεων, αλλά συνέχισε να τις έχει και σαν άνθρωπος.
Όταν πάνω στο
σταυρό ο Χριστός έκραξε «Θεέ μου Θεέ μου
γιατί με εγκατέλειψες», γιατί δεν βρίσκεται κανείς να υποστηρίξει ότι εκεί
ο Χρίστος αναφερόταν σε όλη την τριάδα, αλλά όλοι συμφωνούν ότι έκραζε στον
Πατέρα; Τι έγιναν τα άλλα δύο πρόσωπα της θεότητας;
Απλούστατα δεν
υπάρχουν πολλά πρόσωπα στη θεότητα, αλλά μόνο ένα του Πατέρα, γιατί Αυτός είναι
«ο Θεός», το πλήρωμα της θεότητας. Αυτός γέννησε το Χριστό τον κατά σάρκα, και
μέσα σ’ Αυτόν κατοικεί πλήρως. Σ' Αυτόν έδωσε την εξουσία, τη δύναμη, τη δόξα,
το όνομά Του. Αυτός είναι η εικόνα Του και σ’ Αυτόν βλέπουμε τον Πατέρα και Τον
τιμούμε με τη δόξα του Πατέρα.
Όταν λοιπόν η Γραφή
στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται στο Θεό, εννοεί τον Πατέρα και μόνο. Όταν αυτό
συμβαίνει στην Καινή Διαθήκη, τότε αναφέρεται είτε στον Πατέρα, είτε στο
Χριστό, σαν φανέρωση και έκφραση του Θεού σ' εμάς, αφού όλο το πλήρωμα, όλη η
θεότητα κατοικεί μέσα Του, και μ’ αυτή την έννοια, ως προς τη θεότητά Του,
είναι ο ίδιος ο Πατέρας.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ