Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

ΔΕΚΑΤΑ (5)



• Πώς μπορούμε να πούμε ότι η αγάπη του Θεού βασιλεύει μέσα στις καρδιές μας εάν δεν δίνουμε από τα χρήματά μας το ελάχιστο που Αυτός έχει καθιερώσει;

• Εάν ο λαός του Θεού έδινε “δέκα τοις εκατό” την περίοδο του Νόμου του Μωυσή, πόσο πρέπει να δίνουμε εμείς σήμερα; Λιγότερο;

• Πώς μπορούμε να δώσουμε λιγότερα στο Θεό από εκείνους που ήταν υπό το κράτος της καταδίκης; Δεν θα ήταν αυτό σαν να λέγαμε στο Θεό και σ’ όλο τον κόσμο ότι ο Νόμος του Μωυσή είχε περισσότερη ισχύ από το νόμο του Χριστού;

• Οι Ισραηλίτες αγαπούσαν περισσότερο το Θεό, που έδιναν πιστά τα δέκατα τους, από μερικούς ανθρώπους σήμερα, που αφού απόλαυσαν την αγάπη και τη χάρη του Θεού, δεν θέλουν να δίνουν τουλάχιστον όσα εκείνοι (οι Ισραηλίτες) έδιναν και φτάνουν στο σημείο να δίνουν λιγότερα;  

Αυτές είναι ερωτήσεις που απαιτούν απαντήσεις από εκείνους που αντιτίθενται στα δέκατα.

Ο Θεός ακόμα περιμένει ότι οι πιστοί, όπως ο Αβραάμ, θα δώσουν μια μερίδα (10%) στο έργο Του, όχι επειδή είναι υποχρεωμένοι από το Νόμο, αλλά επειδή είναι υποχρεωμένοι από την αγάπη. Η αγάπη έχει μεγαλύτερη δύναμη από το Νόμο. “Ύδατα πολλά δεν δύνανται να σβέσωσι την αγάπη” (Άσμ. Ασμ.η:7).

Μπορεί ένα άτομο να αγαπάει πραγματικά το Θεό αν είναι τόσο τσιγκούνης ώστε να μην δίνει στο έργο Του  ούτε το ελάχιστο ποσό με το οποίο πρέπει να τιμούμε το Θεό; Θα σωθεί ένας αδερφός που λέει ότι αγαπάει το Θεό, αλλά δεν Τον αγαπάει τόσο ώστε για να αποχωριστεί τα χρήματά του; Αυτό δεν είναι φιλαργυρία, η οποία είναι ειδωλολατρία; (Κολ.γ:5). Ένα άτομο δεν πηγαίνει στην κόλαση απλά επειδή δεν πληρώνει τα δέκατα του, αλλά επειδή δεν αγαπάει το Θεό, ούτε τους εργάτες Του, ούτε το έργο Του. Ένα τέτοιο άτομο δεν αφήνει την αγάπη να το κυβερνήσει.

Η αγάπη ενός ατόμου για τον Θεό είναι ύποπτη εάν δεν δίνει από τα χρήματά του στο έργο του Κυρίου. Η αγάπη αναγνωρίζεται απ’ τη διάθεση θυσίας. Ο Ιησούς είναι το παράδειγμα μας,  έδωσε τον εαυτό του ανιδιοτελώς (Εφ.ε:25, Α’Ιωαν.δ:19, Β’Κορ.η:7-9).

Ο Θεός δίνει το παράδειγμα

Ο Θεός έκανε τον ήλιο,            δίνει 
Ο Θεός έκανε τη θάλασσα,      δίνει
Ο Θεός έκανε το φεγγάρι,       δίνει 
Ο Θεός έκανε τα δέντρα,         δίνουν
Ο Θεός έκανε τα αστέρια,       δίνουν 
Ο Θεός έκανε τα λουλούδια,    δίνουν
Ο Θεός έκανε τον αέρα,          δίνει 
Ο Θεός έκανε τα πουλιά,          δίνουν
Ο Θεός έκανε τα σύννεφα,      δίνουν 
Ο Θεός έκανε τα ζώα,              δίνουν
Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο.  Δίνει;

Όταν αγαπάμε το Θεό, δεν είναι δύσκολο να δώσουμε στο έργο Του. Η αγάπη μας γι’ Αυτόν θα ξεπεράσει την αγάπη για προσωρινά πράγματα (Ιωαν.κα:15). Έχει λεχθεί “Μπορείς να δίνεις χωρίς ν’ αγαπάς, αλλά δεν μπορείς να αγαπάς χωρίς να δίνεις”. Το άτομο που δεν δίνει στο έργο του Κυρίου δεν Τον αγαπάει πραγματικά.

Μερικοί Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι κάτω από τη χάρη οι πιστοί δεν θα έπρεπε να δίνουν μόνο το δέκατο στο Θεό, αλλά ελεύθερα όσα θέλουν. Σίγουρα οι πιστοί δεν πρέπει να νιώθουν περιορισμένοι να δίνουν μόνο ένα δέκατο στον Κύριο, όμως πρέπει να δίνουν τουλάχιστον αυτό. Εάν δεν δίνουμε ούτε το δέκα τοις εκατό, γιατί συζητάμε να δίνουμε περισσότερα;

Δεν είναι ενδιαφέρον ότι εκείνοι που είναι εναντίον του δεκάτου σχεδόν ποτέ δεν δίνουν πάνω από ένα δέκατο στο Θεό;  Το ένα δέκατο είναι η αρχή, και κάτω από την χάρη θα έπρεπε όχι μόνο να φτάνουμε σ’ αυτό το ποσό, αλλά να πηγαίνουμε και πέρα απ’ αυτό.

Οι εκκλησίες πρέπει να εξασφαλίζουν τα έξοδά τους. Δεν μπορούμε να πλησιάσουμε τον κόσμο με το ευαγγέλιο  χωρίς ένα κατάλληλο οικονομικό σχέδιο. Ο Θεός είναι Θεός τάξης.

Οτιδήποτε γίνεται στην εκκλησία πρέπει να γίνεται ευσχημόνως και κατά τάξιν (Α’Κορ.ιδ:40). Ακόμα και η προσφορά μας στο Θεό πρέπει να είναι οργανωμένη. Οι ποιμένες έχουν την εξουσία, και ακόμη περισσότερο, το καθήκον, να διδάξουν ένα οικονομικό σχέδιο για να εξασφαλίσουν τις δαπάνες της εκκλησίας. Διαφορετικά, θα αγωνιζόμασταν άσκοπα χωρίς να υπολογίζουμε το κόστος.
Όπου υπάρχει αδύναμη διδασκαλία για την προσφορά στο Θεό, είναι γιατί υπάρχει αδύναμη ηγεσία. Εργάτες που δεν είναι σίγουροι για το τι διδάσκουν, μεταδίδουν την ανασφάλειά τους στο ποίμνιο.

Μόνο μια φωνή που είναι σίγουρη για τον εαυτό της όσον αφορά το οικονομικό σχέδιο της εκκλησίας μπορεί να μιλήσει χωρίς φόβο και αμφιβολία σχετικά μ’ αυτό το καθήκον. Η  εκκλησία της οποίας ο ποιμένας διδάσκει ότι ο δεκατισμός είναι προσωπική επιλογή, έχει έναν ηγέτη που έχει έλλειψη οδηγίας απ’ το Θεό για το ποίμνιο που ποιμαίνει.

Η κοινωνία, ο πολιτισμός, η οικονομία και ο τρόπος ζωής έχουν αλλάξει ριζικά από τον καιρό των αποστόλων στην σύγχρονη εποχή.

Τα έξοδα του αποτελεσματικού ευαγγελισμού και η κάλυψη των εξόδων της συνηθισμένης λειτουργίας μιας τοπικής εκκλησίας είναι τεράστια. Ο Παύλος δεν πλήρωνε λογαριασμούς ηλεκτρικού ή νερού, ούτε είχε εξοπλισμό ήχου, φυλλάδια, ή ραδιοφωνικά προγράμματα, ούτε έπρεπε να νοικιάζει αίθουσες για συναθροίσεις. Όλα αυτά τα έξοδα χρειάζονται ένα οικονομικό σχέδιο στις τοπικές εκκλησίες. Το δέκατο είναι ένα καλό Βιβλικό πρότυπο για τη συντήρηση της διακονίας της τοπικής εκκλησίας.

ΟI ΛEYITEΣ

Οι Λευίτες, ή “υιοί του Λευί” ήταν οι απόγονοι του Λευί. Ήταν ξεχωρισμένοι για υπηρεσία στο Ναό, κάτω από την επίβλεψη των ιερέων (Αρ.η:6, ιη:22, Εσδρ.β:70).

Καλέστηκαν εξαιτίας της στάσης υπακοής που κράτησαν τότε που ο λαός αμάρτησε φτιάχνοντας το χρυσό μόσχο (Εξ.λβ:26-28). Όταν ο Θεός είδε την πιστότητά τους απέναντι στο Μωυσή, αποφάσισε να τους ξεχωρίσει για την υπηρεσία των αγίων πραγμάτων του Ναού (Αρ.γ:5-9). Ήταν αφιερωμένοι στο Θεό, παίρνοντας τη θέση των πρωτοτόκων ολόκληρου του έθνους (Αρ.γ:12-15).

Εκτός από την ευθύνη των σκευών της Σκηνής, οι Λευίτες είχαν καθήκον να διατηρούν το Νόμο του Θεού αγνό από γενεά σε γενεά, διδάσκοντας τον και προσέχοντας ώστε να τηρείται πιστά (Λευτ.ι:11, Δευτ.ιζ:18, λα:9-13, λγ:8-10, Νεεμ.η:9, Ιεζ.μδ:21-23, Μαλ.β:7). Το ότι ήταν υπεύθυνοι για τα έπιπλα του Ναού είναι σημαντικό, αφού συμβολίζουν τη λατρεία, τη δοξολογία, και τη σωτηρία του έθνους. Γενικά ήταν υπεύθυνοι για τα πνευματικά θέματα του λαού του Θεού.

Οι Λευίτες ήταν ξεχωρισμένοι από τις άλλες φυλές. Καθώς ήταν αφιερωμένοι στην υπηρεσία του Θεού, δεν πήραν κληρονομιά σαν φυλή στη γη Χαναάν (Ι.Ναυή, ιδ:3,4, κα:2,3). Η κληρονομιά των Λευιτών ήταν ο Γιάχβε (Δευτ.ι:9, Αριθ.λε:1-8). Ο Θεός επίσης όρισε πως θα τους δινόταν τα λιβάδια για τα ζώα και τα κοπάδια τους. Εκτός από όλα αυτά, ο Θεός τους έδωσε τα δέκατα και τις απαρχές από τους αγρούς τα κοπάδια, και τις αγέλες, καθώς και μερίδες των προσφορών των θυσιών (Λευτ.β:10, Αριθ.ιη:1-24). Τα δέκατα και οι απαρχές ήταν η μερίδα ή η κληρονομιά των Λευιτών.

Οι Λευίτες υπηρετούσαν σύμφωνα με μια σειρά στο Ναό και περνούσαν το υπόλοιπο του χρόνου τους στις πόλεις, φροντίζοντας τα ποίμνιά τους (Αριθ.λε:3). Αυτό φαίνεται καθαρά στην περίπτωση του Ζαχαρία, πατέρα του Ιωάννη του Βαπτιστή (Λουκ.α:5,8-9). Όσο διάστημα οι Λευίτες δεν ήταν στην Ιερουσαλήμ εκπληρώνοντας τα καθήκοντα τους, συντηρούνταν ακόμη με τα δέκατα.

Οι Λευίτες της Παλαιάς Διαθήκης αντιστοιχούν σήμερα μ’ εκείνους που ποιμαίνουν το λαό του Θεού. Ο Παύλος είπε ότι αυτοί οι εργάτες πρέπει να συντηρούνται όπως και οι Λευίτες, δηλαδή από τα δέκατα και τις απαρχές (Α’Κορ.θ:13-14)

Μερικοί μπορεί να ισχυριστούν ότι αυτό δεν ισχύει, επειδή ο Θεός έχει καταργήσει τη Λευιτική ιεροσύνη. Είναι αλήθεια ότι σήμερα ο Θεός δεν έχει έναν εκλεκτό ή ειδικό κλήρο για να οδηγεί τους ανθρώπους στο Θεό. Η μόνη ιεροσύνη σήμερα είναι η ιεροσύνη του πιστού. Είμαστε όλοι “βασιλείς και ιερείς” και “βασίλειον ιεράτευμα” (Αποκ.α:6, Α’Πετρ.β:9). Κάθε πιστός χωρίς μεσάζοντες, μπορεί να προσφέρει ευπρόσδεκτες θυσίες στο Θεό.

Αλλά είναι σημαντικό ν’ αντιληφθούμε ότι ο Θεός διατήρησε το δικαίωμα να τοποθετεί μέσα στην εκκλησία ανθρώπους προικισμένους με διακονίες για την τελειοποίηση των αγίων (Εφ.δ:11-12). Ο Θεός επιφορτίζει αυτούς τους προεστούς με την ευθύνη  να “τρέφουν” το ποίμνιο και να “προσέχουν” για τις ψυχές του (Πραξ.κ:28, Εβρ.ιγ:17). Εκπληρώνουν μια διακονία όμοια με τους Λευίτες, αυτή της φροντίδας πνευματικών πραγμάτων του λαού του Κυρίου.

Ακριβώς όπως οι Λευίτες συντηρούνταν με τα δέκατα, οι εργάτες του Κυρίου οφείλουν να συντηρούνται με τον ίδιο τρόπο σήμερα. Πολλοί Λευίτες υπηρετούσαν σαν θυρωροί, μουσικοί, τραγουδιστές και ακόμα και σαν βοσκοί για τα κοπάδια του Ναού (Α’Χρον.ιε:16-28, ις:37-42). Όλοι αυτοί συντηρούνταν από τα δέκατα.

ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΤΑ ΔΕΚΑΤΑ;

Μερικοί άνθρωποι νομίζουν ότι έχουν το δικαίωμα να πληρώνουν τα δέκατά τους όπου θέλουν, ή να τα διανέμουν όπως θέλουν. Μερικοί δίνουν τα δέκατά τους σ’ ένα κήρυκα, άλλοι στους φτωχούς, άλλοι αγοράζουν Γραφές ή άλλα πράγματα για το έργο του Θεού κι όχι στην τοπική εκκλησία. Η Βίβλος δεν υποστηρίζει αυτές τις ιδέες.

Ο Νόμος όριζε ένα συγκεκριμένο μέρος όπου οι Ισραηλίτες έπρεπε να πληρώνουν τα δέκατα τους “αλλ’ εν τω τόπω, όντινα Κύριος ο Θεός σας εκλέξη εκ πασών των φυλών σας, διά να θέση το όνομα αυτού εκεί, προς την κατοικίαν αυτού θέλετε ζητήσει αυτόν, και εκεί θέλετε ελθεί και εκεί θέλετε φέρει τα ολοκαυτώματα σας, και τας θυσίας σας, και τα δέκατα σας, και τας υψουμένας προσφοράς των χειρών σας, και τας ευχάς σας...” (Δευτ.ιβ:5-7). Οι Ισραηλίτες δεν αποφάσιζαν που να πληρώνουν τα δέκατά τους, ο Θεός καθιέρωσε ένα ορισμένο μέρος γι’ αυτό.

Στο Μαλαχ.γ:10 βλέπουμε την ιδέα της αποθήκης. Εάν καταλάβουμε αυτή τη Βιβλική ιδέα δεν θα είναι δύσκολο να δούμε που θα ‘πρεπε να δίνουμε δέκατα και εισφορές. Στην Εβραϊκή γλώσσα η λέξη “αποθήκη” σημαίνει “δωμάτιο”, “ταμείο”. Τα ακόλουθα εδάφια δίνουν περισσότερες πληροφορίες πάνω στη βιβλική σημασία της αποθήκης Α’Χρον.κς:20,. “Και εκ των Λευιτών, ο Αχιά ήτο επί τους Θησαυρούς του οίκου του Θεού, και επί τους θησαυρούς των αφιερωμάτων”, Β’Χρον.λα:11-12“Τότε είπεν ο Εζεκίας να ετοιμάσωσιν ταμεία εν τω οίκω του Κυρίου και ητοίμασαν και εισέφεραν εν πίστει τας προσφοράς και τα δέκατα και τα αφιερώματα, επ’ αυτών δε ήτο επιστάτης Χωνανίας ο Λευίτης, και μετ’ αυτόν Σιμεί ο αδελφός αυτού”.

Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι τα δέκατα του λαού ήταν τόσα πολλά ώστε υπήρχε υπεραφθονία (Β’Χρον.λα:10). Παρ’ όλα αυτά δεν επιστρέφονταν ούτε έπρεπε να τα διαχειριστούν αυτοί που τα είχαν φέρει, αλλά διαχειρίζονταν από του Λευίτες.

Το ότι υπήρχε αφθονία δεκάτων δεν έδινε στο λαό το δικαίωμα να έχει απαιτήσεις πάνω σ’ αυτά. Πρέπει να το πάρουμε αυτό σαν παράδειγμα για τους εαυτούς μας:  Ακόμα και αν ένα μεγάλο ποσό δεκάτων έρθει σε μια τοπική εκκλησία, αυτά ανήκουν στο Θεό και όχι στα μέλη προσωπικά και πρέπει να διαχειρίζονται από τον εργάτη.

“Τότε έφερε πας ο Ιούδας εις τας αποθήκας το δέκατον του σίτου και του οίνου και του ελαίου. Και κατέστησα φύλακας επί των αποθηκών, Σελεμίαν τον ιερέα, και Σαδώκ τον γραμματέα και εκ των Λευιτών Φεδαίαν και πλησίον αυτών, Ανάν τον υιόν του Ζακχούρ, υιού του Ματθανία διότι ελογίζοντο πιστοί το έργον δε αυτών ήτο να διανέμωσιν εις τους αδελφούς αυτών” Νεεμ.ιγ:12-13. Βλέπε επίσης Νεεμ.ι:36-39

Οι ιερείς και οι Λευίτες ήταν θησαυροφύλακες των δεκάτων, και σαν τέτοιοι έπρεπε να δώσουν λογαριασμό στο Θεό για τη διαχείρισή τους. Υπάρχουν παραδείγματα που ο Θεός τους τιμωρούσε για κακή διαχείριση των δεκάτων, αλλά ήταν ο Θεός που τους τιμωρούσε (Α’Σαμ.β:12-17, λδ:4-17).

Οι ποιμένες προσέχουν τις ψυχές και πρέπει να δίνουν λογαριασμό στο Θεό σαν οικονόμοι του κάθε πράγματος που έχει εμπιστευτεί σε αυτούς, συμπεριλαμβανομένων των δεκάτων (Εβρ.ιγ:17-18).
 
Από τα εδάφια που έχουμε παραθέσει, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Θεός είχε ένα συγκεκριμένο μέρος για τα δέκατα και τις εισφορές. Η αποθήκη αντιστοιχεί σήμερα με το ταμείο της τοπικής εκκλησίας που παρακολουθούμε, το μέρος όπου ο κάθε πιστός παίρνει την πνευματική του τροφή. Δίνοντας τα δέκατα μας στην αποθήκη (ταμείο) της τοπικής μας εκκλησίας δείχνει ότι στηρίζουμε την διακονία του εκκλησιάσματος, ότι είμαστε υπάκουοι πιστοί που αναγνωρίζουμε το καθήκον μας να βοηθάμε στο έργο του Θεού. Δίνοντας το δέκατο στην τοπική εκκλησία δένεται ο πιστός με την εκκλησία αυτή.
 
Είναι ακόμα ζήτημα κοινής λογικής και δικαιοσύνης. Δεν θα ήταν άδικο να μην προβλέπουμε για τον εργάτη του Θεού που φροντίζει για τη πνευματική μας ζωή; Είναι σωστό να εγκαταλείπουμε τον ποιμένα μας για να βοηθήσουμε κάποιον άλλο εργάτη;

Στο Μαλαχία γ:10 λέει: “φέρετε πάντα τα δέκατα εις την αποθήκην, διά να είναι τροφή εις τον οίκο μου”. Οι Ισραηλίτες υποσχέθηκαν, “δεν θέλομεν εγκαταλείψει τον οίκον του Θεού ημών” (Νεεμ.ι:39). Όταν δεν φέρνουμε την σωστή μερίδα μας για την ευημερία της διακονίας της τοπικής μας εκκλησίας, εγκαταλείπουμε τον οίκο του Θεού.
 
Στη Βίβλο η αποθήκη ήταν πάντα υπό την επίβλεψη των Λευιτών. Στον Νεεμία ιγ:4-14, ο ιερέας Ελιασείβ, ο επιστάτης του οικήματος (αποθήκη) του οίκου του Θεού, συγγένεψε με έναν άνθρωπο που τον έλεγαν Τωβία. Ο Ελιασείβ επέτρεψε στον Τωβία να μπει μέσα στην αποθήκη με την οικογένειά του και τα έπιπλά του. Η Βίβλος λέει ότι η καταπάτηση ήταν τόσο μεγάλη που “τα μερίδια των Λευιτών δεν εδόθησαν εις αυτούς διότι οι Λευίται και οι ψαλτωδοί, οι ποιούντες το έργον, έφυγον έκαστος εις τον αγρό αυτού” (Νεεμ.ιγ:10).
 
Προφανώς ο Τωβίας πήρε τον έλεγχο της αποθήκης και δεν μοίρασε τα δέκατα για τις ανάγκες των Λευιτών. Σαν αποτέλεσμα, οι Λευίτες, από έλλειψη τροφών, έπρεπε να επιστρέψουν στις πόλεις τους. Έπρεπε να εγκαταλείψουν τα πνευματικά ζητήματα του λαού για να ασχοληθούν με τις δικές τους υλικές ανάγκες.
 
Όταν ο Νεεμία έφθασε και είδε αυτή τη σκηνή, τον πλήγωσε τόσο πολύ, που πέταξε ο ίδιος όλη την οικοσκευή του Τωβία έξω από το οίκημα (Νεεμ.ιγ:8). Αυτό το παράδειγμα μας διδάσκει, ότι το δέκατο πρέπει να είναι κάτω από τον έλεγχο των εργατών του Κυρίου, και να μην υπόκειται στις ιδιοτροπίες των μελών του εκκλησιάσματος. Φυσικά οι εργάτες πρέπει να είναι υπόλογοι στο Θεό, στο σώμα της εκκλησίας, και στους νόμους της χώρας (Β’Κορ.η:21), αλλά οι πιστοί πρέπει να εμπιστεύονται τη διαχείριση των εργατών. Εάν δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη ότι ο ποιμένας μας θα χρησιμοποιήσει τα χρήματα, που είναι γήινα, σωστά πως θα μπορέσουμε να τον εμπιστευτούμε για την φροντίδα της ψυχής μας που είναι αιώνια;

ΘΑ ΚΛΕΠΤΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟ ΘΕΟ;

Καμιά μελέτη αποδεκατισμού δεν θα ήταν πλήρης χωρίς να εξετάσουμε τον Μαλαχία γ:8-10, αφού αυτά τα εδάφια είναι που χρησιμοποιούνται συνήθως όταν κάποιος θέλει να διδάξει για τα δέκατα στην εκκλησία.
 
Στο Νόμο του Μωυσή, ο Θεός τόνισε την ευλογία εκείνων που θα πλήρωναν τα δέκατά τους. Πολύ λίγα ειπώθηκαν για την καταδίκη αυτών που δεν θα πλήρωναν, γιατί ο σκοπός του Θεού όταν ζητάει απ’ τον άνθρωπο το δέκατο δεν είναι η καταδίκη, αλλά η ευλογία (Δευτ.ιδ:29). Οι Ισραηλίτες, έχοντας ευλογηθεί από το Θεό, πρόσφεραν σ’ Αυτόν το δέκατο σαν ένα τύπο λατρείας και ευγνωμοσύνης για τις ευλογίες Του. Ο Θεός θέσπισε το δέκατο να είναι ευλογία στον άνθρωπο, όχι κατάρα. 

Στο Μαλαχ.γ:8-10 υπάρχει μια ευλογία, αλλά απορρέει και μια σοβαρή προειδοποίηση αφού ο λαός γενικά είχε σταματήσει να πληρώνει δέκατα. Ο Θεός, μέσα από το στόμα του προφήτη, επιτίμησε όλο το έθνος για ανυπακοή. Παρ’ όλα αυτά, τελείωσε τη διδασκαλία του με μια θετική παρατήρηση. Είπε ότι εάν ο λαός άρχιζε να φέρνει τα δέκατα στην αποθήκη, Εκείνος θα άνοιγε τα παράθυρα του ουρανού για να εκχέει σε αυτούς αφθονία ευλογίας (εδ.10).
 
Ο προφήτης κατηγόρησε το λαό ότι έχει ληστέψει το Θεό. Είναι δυνατόν να ληστέψουμε το Θεό σήμερα μη πληρώνοντας δέκατα ή μη δίνοντας προσφορές; Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Θεός τους κατηγόρησε ότι Τον έχουν ληστέψει όχι μόνο στα δέκατα αλλά και στις προσφορές. Ο Θεός αναφέρθηκε στο “δίδειν” στο σύνολο του και σε όλους τους τύπους του. Όταν δηλαδή ένα άτομο εγκαταλείπει τον οίκο του Θεού, μη δίνοντας οικονομικά στο έργο Του, είναι σαν να ληστεύει το Θεό. Αυτό είναι μια αλήθεια και κάτω από το Νόμο και κάτω από τη χάρη. Μπορούμε να μάθουμε πολλά από τον Μαλαχ.γ:8-10.

1. Ο λαός του Θεού ληστεύει το Θεό όταν δεν δίνει δέκατα και προσφορές στο έργο Του.

2. Ο λαός που δεν δίνει στο Θεό χάνει τις ευλογίες Του.

3. Πρέπει να φέρνουμε τα δέκατα στην αποθήκη (ταμείο).

4. Ο σκοπός του δέκατου είναι να παρέχει τροφή (χρήματα) στον οίκο του Θεού για τους εργάτες Του.

5. Πρέπει να δοκιμάσουμε το Θεό για να δούμε αν ο λόγος Του είναι αληθινός όταν υπόσχεται ευλογίες σ’ εκείνους που δίνουν στο έργο Του. (εδώ είναι από τα λίγα μέρη στη Γραφή που ο Θεός μας προκαλεί να Τον δοκιμάσουμε σε κάτι).

6. Ο Θεός υπόσχεται να ευλογήσει όλους που αποδεκατίζουν.

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΔΕΙΝ

Οπως κάθε καλός Ιουδαίος της εποχής του, ο Ιησούς πίστευε και εφάρμοζε τον αποδεκατισμό. Εάν δεν το έκανε, θα παράβαινε το Νόμο που ήρθε να εκπληρώσει, και οι Ιουδαίοι θα είχαν βρει κάτι να Τον κατηγορήσουν. Ο Ιησούς ποτέ δεν κατάργησε το δέκατο σαν μέτρο με το οποίο ο άνθρωπος πρέπει να τιμά το Θεό. Αντίθετα, προσωπικά το ενέκρινε.
 
Οι Φαρισαίοι, θρησκευτικοί ηγέτες στη διάρκεια της διακονίας του Ιησού Χριστού, ήταν πολύ αυστηροί σχετικά με τον νόμο του δεκάτου. Πλήρωναν δέκατα ακόμα και πάνω στα μικρότερα χορτάρια από τους κήπους τους, αλλά στερούνταν άλλων πνευματικών αρετών όπως η δικαιοσύνη, το έλεος και η πίστη.

Στο Ματθ.κγ:23 ο Ιησούς τους επέκρινε όχι επειδή είχαν δώσει τα δέκατά τους πιστά, αλλά επειδή παραμελούσαν τις αρετές της δικαιοσύνης του ελέους και της πίστης. Ο Ιησούς δίδαξε ότι ήταν αναγκαίο να δείχνουν δικαιοσύνη, έλεος και πίστη, αλλά χωρίς να αφήνουν τα άλλα (δεκατισμό) ανεκτέλεστα.
 
Η διακονία του Ιησού ήταν μεταβατική περίοδος απ’ το Νόμο στην εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Εάν ο Ιησούς ήθελε να καταδικάσει ή να καταργήσει το δέκατο σαν μέρος της Νέας Διαθήκης, η στιγμή που περιγράφεται στον Ματθ.κγ:23 θα ήταν η πιο κατάλληλη. Όμως αντί να εκμεταλλευτεί το γεγονός, ο Ιησούς είπε ότι ο λαός θα έπρεπε να μην αφήνει τα άλλα (δεκατισμό) ανεκτέλεστα.
 
Η έγκριση του Ιησού για τον δεκατισμό είναι σημαντική. Εάν εμείς αποδοκιμάζουμε μια διδασκαλία που ενέκρινε ο Ιησούς, δεν παραβαίνουμε τις διδασκαλίες Του; Με τη διακονία του Ιωάννη του Βαπτιστή, αναγγέλθηκε η Βασιλεία του Θεού (Λουκ.ιζ:16). Εμείς δεν πρέπει να μειώνουμε τις διδασκαλίες του Ιησού στη διάρκεια αυτής της περιόδου γιατί είναι τα θεμέλια της εκκλησίας της Καινής Διαθήκης. Για παράδειγμα, ο Ιησούς είπε ότι πρέπει να αναγεννηθούμε (Ιωαν.γ:3).

Θα τολμούσε κανείς να απορρίψει αυτή τη διδασκαλία; Αν ο Ιησούς επιδοκίμασε το δέκατο στην διάρκεια αυτής της περιόδου, ποιοι είμαστε εμείς για να το καταδικάσουμε; Η έγκριση του Ιησού για το δέκατο το κάνει νόμιμο και για μας.
 
Το ότι ο Παύλος και οι άλλοι απόστολοι δεν χρησιμοποίησαν την λέξη “δέκατο” στα γραπτά τους δεν σημαίνει ότι δεν πίστευαν σ’ αυτό. Στον Ιωαν.γ:3 ο Ιησούς είπε ότι πρέπει να αναγεννηθούμε, αλλά κανείς από τους αποστόλους δεν χρησιμοποίησε αυτή ακριβώς τη φράση στα γραπτά του. Ο Παύλος δεν χρησιμοποίησε την λέξη “γέενα”, αλλά δίδασκε χρησιμοποιώντας άλλες λέξεις (Ρωμ.ε:9, Α’Θεσ.α:10, Β’Θεσ.α:9). Ο Ιησούς χρησιμοποίησε τη λέξη “γέενα” επανειλημμένα (Ματθ.ε:22,29, ι:28, κγ:23). Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Παύλος και ο Ιησούς διαφωνούσαν; Όχι, ο Παύλος δίδασκε τα ίδια με τον Ιησού χωρίς απαραίτητα να χρησιμοποιεί τους ίδιους όρους με την ίδια συχνότητα. Ο Ιησούς επιδοκίμασε το δέκατο (Ματθ.κγ:23), κι αν και ο Παύλος δεν χρησιμοποίησε την λέξη “δέκατο”, επιδοκίμασε και αυτός αυτή τη διδασκαλία (Α’Κορ.θ:13-14).

Καμιά φορά ο Ιησούς δεν καταδίκασε το δέκατο. Απλά δίδαξε ότι ακόμα και αν είμαστε πιστοί στο να πληρώνουμε δέκατα, χρειάζεται να φανερώνουμε πνευματικές αρετές στη ζωή μας. Προειδοποίησε για τον κίνδυνο να κάνουμε πράγματα επειδή μας ζητούνται, αντί να γίνονται από αγάπη. Μίλησε για το σφάλμα να δίνουμε μεγαλύτερη έμφαση στην πράξη του δίδειν παρά στο πνεύμα του δότη. Κάθε εξωτερική πράξη του Χριστιανού πρέπει να στηρίζεται σε κάτι εσωτερικό. Η θρησκεία είναι εξωτερική, αλλά η σωτηρία αρχίζει από μέσα και κατόπιν αντανακλάται προς τα έξω. Πολλοί άνθρωποι δίνουν τα δέκατά τους και αισθάνονται δικαιωμένοι, αλλά μέσα στο πνεύμα τους είναι επικριτικοί χωρίς αγάπη και έλεος. (Λουκ.ιη:10-14). Ο Ιησούς μας καλεί σε μια σωστή ισορροπία στη ζωή μας. Κάνουμε κάποια πράγματα, όπως να δίνουμε χρήματα, επειδή κινούμαστε από αγάπη, δικαιοσύνη, έλεος και πίστη.
 
Ο Ιησούς είπε “απόδοτε λοιπόν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν” (Ματθ.κβ:21). Τα συμφραζόμενα αυτού του εδαφίου αναφέρονται στην πληρωμή φόρου στον Καίσαρα. Ο Ιησούς μας μαθαίνει ότι πρέπει να πληρώνουμε φόρους στην κυβέρνηση, αλλά με τον ίδιο τρόπο πρέπει να δίνουμε στο Θεό αυτό που Του ανήκει.
 
Ο Ιησούς είπε καθαρά ότι οι εργάτες του ευαγγελίου πρέπει να συντηρούνται. Όταν έστειλε τους δώδεκα αποστόλους στις πόλεις του Ισραήλ τους είπε “Μη έχετε χρυσόν, μηδέ άργυρον, μηδέ χαλκόν εις τας ζώνας σας μη σακκίον διά την οδόν, μηδέ δύο χιτώνας, μηδέ υποδήματα, μηδέ ράβδον διότι ο εργάτης είναι άξιος της τροφής αυτού” (Ματθ.ι:9-10). Θα τους συντηρούσαν  εκείνοι που θα δεχόταν τη διδασκαλία τους.

Όταν ο Ιησούς έστειλε τους εβδομήντα, είπε “ο εργάτης είναι άξιος του μισθού αυτού” (Λουκ.ι:7). Αυτά τα εδάφια αποκαλύπτουν το νου του Χριστού σχετικά με εκείνους που κηρύττουν το Ευαγγέλιο.

Στην Α’Κορ.θ:14 ο Παύλος ανέφερε ξανά αυτή την αλήθεια. Υπερασπίστηκε την συντήρηση των εργατών από τους πιστούς παραθέτοντας αυτή την εντολή του Ιησού (Βλέπε επίσης Α’Τιμ.ε:18). Ο Ιησούς και ο Παύλος συμφωνούσαν. Ο εργάτης πρέπει να συντηρείται οικονομικά από εκείνους που έχουν δεχτεί το Λόγο του Θεού μέσα από την διακονία του.

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ;

Μερικοί Χριστιανοί πιστεύουν ότι μπορούν να δίνουν χρήματα όπως εκείνοι προαιρούνται στις καρδιές τους (Β’Κορ.θ:7). Αυτή η αρχή ισχύει, όμως, πολλοί από εκείνους που προσφεύγουν σ’ αυτό το εδάφιο ποτέ δεν προαιρούνται να δώσουν μέχρι και 10%. Αντίθετα, προσπαθούν να ξεφύγουν, να αποφύγουν, ή να γλιτώσουν το δέκατο, το μέτρο που ο Θεός καθιέρωσε.
 
Σε μια προσπάθεια ν’ αμφισβητήσουν το δέκατο, αυτοί οι άνθρωποι ξεχνούν ότι στο ίδιο κεφάλαιο ο Παύλος, μιλώντας σχετικά με το δίδειν, χρησιμοποίησε φράσεις όπως “προθυμία του νοός σας”, “ο ζήλος σας”, “η γενναιοδωρία σας”, “σπείρει γενναιόδωρα”, “να περισσεύητε εις παν έργον αγαθόν” και “πάσαν ελευθεριότητα, ήτις εργάζεται δι’ ημών ευχαριστίαν εις τον Θεόν” (Β’Κορ.θ:2,5,6,8,11).

Στο προηγούμενο κεφάλαιο μίλησε σχετικά με το να δίνουν από “την βαθεία πτωχεία τους”, “από την ελευθεριότητα τους” και “υπέρ δύναμιν” (Β’Κορ.η:2,3). Το πρώτο πράγμα που πρέπει ν’ αποδείξουμε είναι ότι όταν ο Παύλος μιλούσε σχετικά με το να δίνουμε όπως προαιρούμεθα στις καρδιές μας δεν εννοούσε να ψάχνουμε τρόπους για να μην δίνουμε αυτό που δικαιούται ο Θεός.
 
Ο Παύλος δεν υποτίμησε το δέκατο. Το κεφάλαιο και το εδάφιο που συζητάμε δεν έχει καν σχέση με το δέκατο ούτε με το θέμα της συντήρησης του εργάτη. Ο Παύλος είχε διδάξει για την συντήρηση του εργάτη στο Α’Κορ.θ, αλλά στο Β’Κορ.θ έγραψε για μία ελεύθερη προσφορά για τους άπορους Χριστιανούς. Μια εκούσια προσφορά για να βοηθήσουμε άλλους πιστούς και το δέκατο για τη συντήρηση της τοπικής εκκλησίας είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα, και δεν πρέπει να τα συγχέουμε.
 
Όμως, πολλά που εφαρμόζονται στις προσφορές εφαρμόζονται και στο δέκατο. Σύμφωνα με τον Παύλο, η προσφορά συνδέεται άμεσα με την καρδιά του Χριστιανού.

Η επιθυμία να δίνει ή όχι είναι ένα καλό θερμόμετρο ή δείκτης της πνευματικής κατάστασης του πιστού. Ένα πνευματικό άτομο θα είναι διαθέσιμο να δίνει στο Θεό. Η προσφορά είναι κάτι που κάποιος “προαιρείται” να κάνει.
 
Ο Παύλος μίλησε για εισφορά σε άπορους αδελφούς. Για πολλούς ανθρώπους το να δώσουν εισφορά είναι κάτι που κάνουν ελαφρά, αλλά ο Παύλος είπε ότι χρειάζεται “προαίρεση” στην καρδιά για να το κάνουν. Προαιρούμαι σημαίνει “σκοπεύω ή αποφασίζω να εκτελέσω ή να πραγματοποιήσω κάτι”. Η λέξη στο Β’Κορ.θ:7 είναι “προαιρούμαι” και σημαίνει “εκλέγω για τον εαυτό μου πριν από κάτι άλλο, προτιμώ, δηλαδή με συνέπεια, προτίθεμαι (σκοπεύω), επιδιώκω”. Γι’ αυτό το να δίνει κανείς μια εισφορά πρέπει να είναι μια συνειδητή προμελετημένη απόφαση. Πρέπει να σκοπεύουμε να το κάνουμε, ή να θέλουμε να το κάνουμε.
 
Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε το Β’Κορ.θ:7 σαν δικαιολογία για να δίνουμε στο Θεό αυτό που φαίνεται καλό σε μας, παρά αυτό που είναι δίκαιο. Όπως έχουμε δει, αυτό το εδάφιο δεν έχει να κάνει με το δέκατο, αλλά με μια εισφορά αγάπης. Εκείνοι που το χρησιμοποιούν για να απορρίψουν το δέκατο, το διαστρεβλώνουν για να εξυπηρετήσει τη διδασκαλία τους. Για εκείνους που δεν θέλουν να δίνουν το δέκατο, υπάρχει μια εναλλακτική λύση. Μπορούν να δίνουν όλα όσα έχουν, όπως έκαναν οι πιστοί στην εκκλησία της Ιερουσαλήμ (Πραξ.δ:34-35).
 
Ο Ιούδας εναντιώθηκε στο χύσιμο του πολύτιμου μύρου πάνω στα πόδια του Ιησού, λέγοντας ότι θα ήταν καλύτερα να το πουλήσουν και να δώσουν τα έσοδα στους φτωχούς (Ιωαν.ιβ:1-8).

Η αντίθεσή του φαινόταν λογική, αλλά τα κίνητρά του ήταν λάθος. Μερικές φορές η αντίθεση ενός αδερφού στα δέκατα μπορεί να φαίνεται εύλογη. Για παράδειγμα, μπορεί να πει ότι αντί για το δέκατο, θα ήταν καλύτερα να δίνει ο καθένας ό,τι προαιρείται στην καρδιά του. Για έναν αμαθή ή σαρκικό Χριστιανό, τέτοια πρόταση μπορεί να φανεί σωστή, αλλά πολλές φορές τέτοιες προτάσεις είναι μόνο δικαιολογίες για να καλύψουν λάθος κίνητρα.
 
Συνήθως είναι προφάσεις για να σκεπαστεί μια εγωιστική καρδιά που δεν θα προαιρείτο να δώσει μια δίκαιη εισφορά στο Θεό. Ο Ιούδας ήταν άπληστος. Δεν είχε κανένα ενδιαφέρον να δώσει στους φτωχούς, ήθελε τα χρήματα για τον εαυτό του, και χρησιμοποίησε τους φτωχούς σαν πρόφαση για να καλύψει τα πραγματικά του κίνητρα.
 
Η Μαρία έδωσε το μύρο που άξιζε όσο οι μισθοί ενός ολόκληρου χρόνου, για να λατρέψει τον Ιησού. Ο Ιούδας, που εναντιώθηκε στον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν αυτά τα χρήματα, αργότερα πρόδωσε τον Ιησού για τριάντα αργύρια (Μαρκ.ιδ:10-11).

Η Γραφή λέει ότι οπουδήποτε κηρύττεται αυτό το Ευαγγέλιο, η Μαρία θα επαινείται για ό,τι έκανε (Μαρκ.ιδ:9). Όμως ο Ιούδας θα κουβαλάει τη μομφή ότι ήταν ένας άνθρωπος που πούλησε τον Ιησού για τα χρήματα. Ο Ιησούς επιβεβαίωσε ότι το ακριβό μύρο που έχυσε η Μαρία στα πόδια Του δεν ήταν κακή επένδυση.
 
Ό,τι δίνουμε στον Κύριο σαν θυσιαστήρια προσφορά δεν είναι σπατάλη. Επενδύουμε σε κάτι πολύτιμο, την εκκλησία του Θεού. Αυτό που ο Ιούδας αποκάλεσε σπατάλη, ο Ιησούς το ονόμασε λατρεία. Το να δίνει κανείς στον Θεό είναι μια μορφή λατρείας.