Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ - Στα Ευαγγέλια (4)


Ο Υιός στάλθηκε απ’ τον Πατέρα.

Το Ιωάν.γ:17 και ε:30 μαζί με άλλα εδάφια της Γραφής, λένε ότι ο Πατέρας έστειλε το Γιο. Μήπως αυτό σημαίνει, ότι ο Ιησούς, ο Γιος του Θεού, είναι ένα ξεχωριστό πρόσωπο απ’ τον Πατέρα; Ξέρουμε ότι δεν είναι έτσι, γιατί πολλά εδάφια της Γραφής διδάσκουν ότι ο Θεός φανερώθηκε εν σαρκί (Β’ Κορ.ε:19  Α’ Τιμ.γ:16). Ο Γιος στάλθηκε σαν άνθρωπος, όχι σαν Θεός: «Ότε όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, όστις εγεννήθη εκ γυναικός και υπετάγη εις τον νόμον» Γαλ.δ:4. Η λέξη εξαπέστειλεν δε υπαινίσσεται προΰπαρξη του Γιου ή του ανθρώπου. Στο Ιωάν.α:6 λέει ότι «Υπήρξεν άνθρωπος απεσταλμένος παρά του Θεού, ονομαζόμενος Ιωάννης», και ξέρουμε ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής δεν υπήρχε πριν τη σύλληψή του. Αντίθετα, η λέξη αποστέλλω δείχνει ότι ο Θεός όρισε το Γιο για ένα ειδικό σκοπό. Ο Θεός έκανε ένα σχέδιο, του έδωσε σάρκα και μετά το έβαλε σε λειτουργία. Έδωσε στο Γιο Του μια συγκεκριμένη δουλειά. Ο Θεός φανερώθηκε σε σάρκα προκειμένου να πετύχει ένα ιδιαίτερο στόχο. Στην Εβρ.γ:1 ο Ιησούς ονομάζεται απόστολος της ομολογίας μας και απόστολος είναι κάποιος που αποστέλλεται. Η αποστολή λοιπόν δίνει έμφαση στην ανθρώπινη φύση του Γιου και στον ιδιαίτερο σκοπό για τον οποίο γεννήθηκε.


Αγάπη μεταξύ των προσώπων της θεότητας;

Ένα δημοφιλές φιλοσοφικό επιχείρημα για την τριάδα, στηρίζεται στο γεγονός ότι ο Θεός είναι αγάπη. Η βασική θέση είναι: «Πώς μπορούσε ο Θεός να είναι και να δίνει αγάπη, πριν δημιουργήσει τον κόσμο, εκτός αν ήταν περισσότερα από ένα πρόσωπα, τα οποία αγαπούσαν το ένα το άλλο;» Αυτός ο τρόπος σκέψης είναι λάθος για διάφορους λόγους. Πρώτα απ’ όλα, έστω ότι ήταν έτσι, αυτό δεν δηλώνει τριάδα. Στην πραγματικότητα οδηγεί σε καθαρό πολυθεϊσμό. Μετά, γιατί ο Θεός να είναι υποχρεωμένος να μας αποδείξει την αιώνια φύση της αγάπης Του; Γιατί δεν δεχόμαστε απλά την αλήθεια ότι ο Θεός είναι αγάπη; Γιατί να περιορίζουμε το Θεό στη δική μας αντίληψη, ότι δηλαδή δεν μπορούσε να είναι αγάπη στην αιωνιότητα του παρελθόντος, αν δεν είχε ένα αντικείμενο αγάπης δίπλα Του. Τρίτο, δεν μπορούμε να περιορίσουμε το Θεό στο χρόνο. Μπορούσε να μας αγαπάει από την αιωνιότητα του παρελθόντος και το έκανε. Αν και δεν υπήρχαμε τότε, προείδε την ύπαρξή μας. Μέσα στο νου και το σχέδιό Του υπήρχαμε και μας αγαπούσε.

Στο Ιωάν.γ:35  ε:20 και ιε:9 λέει ότι ο Πατέρας αγαπάει το Γιο και στο Ιωάν.ιζ:24 λέει ότι ο Πατέρας αγαπούσε τον Ιησού πριν θεμελιωθεί ο κόσμος. Στο Ιωάν.ιδ:31 ο Ιησούς εκφράζει αγάπη προς τον Πατέρα. Όλα αυτά τα εδάφια δεν υποδηλώνουν ξεχωριστά πρόσωπα. (Δεν είναι παράξενο, ότι παραλείπεται το Άγιο Πνεύμα σ’ αυτή τη σχέση αγάπης;). Αυτό που εκφράζουν αυτά τα εδάφια, είναι η σχέση ανάμεσα στις δύο φύσεις του Χριστού. Το Πνεύμα του Ιησού αγαπούσε την ανθρώπινη φύση Του και τ’ αντίθετο. Το Πνεύμα αγαπούσε τον άνθρωπο Ιησού, όπως αγαπάει όλη την ανθρωπότητα, και ο άνθρωπος Ιησούς αγαπούσε το Θεό, όπως όλοι οι άνθρωποι πρέπει να Τον αγαπούν. Να μην ξεχνάμε, ότι ο Γιος ήρθε για να μας δείξει πόσο πολύ μας αγαπάει ο Θεός κι απ’ την άλλη μεριά να γίνει παράδειγμα για μας. Για να επιτευχθούν αυτοί οι δύο στόχοι, ο Πατέρας κι ο Γιος αγαπούσαν ο ένας τον άλλο. Ο Θεός ήξερε, πριν υπάρξει ο κόσμος, ότι θα φανερωνόταν σαν Γιος. Αγάπησε αυτή τη σκέψη, αυτό το σχέδιο απ’ την αρχή. Αγάπησε αυτόν τον μελλοντικό Γιο, όπως αγάπησε όλους εμάς απ’ την αρχή.

Διαφορές ανάμεσα στον Πατέρα και το Γιο.

Πολλά εδάφια της Γραφής κάνουν διάκριση ανάμεσα στον Πατέρα και το Γιο, όσον αφορά τη δύναμη, τη μεγαλειότητα και τη γνώση. Ωστόσο, είναι μεγάλο λάθος να τα χρησιμοποιούμε για να δείξουμε δύο διαφορετικά πρόσωπα μέσα στη θεότητα. Αν πραγματικά υπάρχει διάκριση ανάμεσα στον Πατέρα και το Γιο, σαν πρόσωπα μέσα στη θεότητα, τότε ο Γιος είναι υποδεέστερος ή κατώτερος στη θεότητα από τον Πατέρα. Αυτό σημαίνει ότι ο Γιος δεν είναι τέλειος Θεός, αφού εξ ορισμού ο Θεός δεν είναι αντικείμενο κανενός. Εξ ορισμού, ο Θεός είναι Παντοδύναμος και Παντογνώστης. Ο τρόπος να καταλάβουμε αυτά τα εδάφια είναι να τα δούμε σαν να διακρίνουν τη θεότητα του Ιησού (Πατέρας), από την ανθρώπινη φύση Του (Υιός). Η ανθρώπινη φύση ή ο ρόλος του Χριστού σαν Γιος, είναι υποδεέστερη από τη θεότητά Του.

Στο Ιωάν.ε:19 λέει: «Απεκρίθη λοιπόν ο Ιησούς και είπε προς αυτούς, Αληθώς, αληθώς σας λέγω, Δεν δύναται ο Υιός να πράττη ουδέν αφ’ εαυτού, εάν δεν βλέπη τον Πατέρα πράττοντα τούτο επειδή όσα εκείνος πράττη, ταύτα και ο Υιός πράττει ομοίως». (Δες ακόμα Ιωάν.ε:30 και η:28). Στο Ματθ.κη:18 ο Ιησούς διακήρυξε: «Εδόθη εις εμέ πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γής» εννοώντας ότι ο Πατέρας του έδωσε αυτή την εξουσία. Στο Ιωάν.ιδ:28 ο Ιησούς είπε: «ο Πατήρ μου είναι μεγαλήτερός μου». Στην Α’ Κορ.ια:3 λέει ότι κεφαλή του Χριστού είναι ο Θεός. Όλα αυτά τα εδάφια της Γραφής φανερώνουν ότι η ανθρώπινη φύση του Ιησού δεν μπορούσε να κάνει τίποτα από μόνη της, αλλά έπαιρνε δύναμη από το Πνεύμα. Η σάρκα ήταν υποκείμενη στο Πνεύμα.

Μιλώντας για την Αρπαγή, ο Ιησούς είπε: «Περί δε της ημέρας εκείνης και της ώρας ουδείς γινώσκει, ουδέ οι άγγελοι οι εν ουρανώ ουδέ ο Υιός, ειμή ο Πατήρ» (Μάρκ.ιγ:32). Για άλλη μια φορά, η ανθρώπινη φύση του Ιησού δεν ήξερε τα πάντα, το Πνεύμα όμως του Ιησού ήξερε.

Το Ιωάν.γ:17 μιλάει για τον Γιο που απεστάλη από τον Πατέρα. Στο Ιωάν.ς:38 ο Ιησούς είπε: «διότι κατέβην εκ του ουρανού ουχί διά να κάμω το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με». Ο Ιησούς δεν ήρθε από δικού Του, σαν άνθρωπος, αλλά προήλθε από τον Πατέρα, σαν απόρροια του Πατέρα (Ιωάν.ζ:28  η:42  ις:28). Ο Γιος δεν δίδαξε δικές Του διδασκαλίες, αλλά αυτές του Πατέρα (Ιωάν.ζ:16-17). Δεν έδωσε δικές Του εντολές, αλλά έδωσε και τήρησε τις εντολές του Πατέρα (Ιωάν.ιβ:49-50). Δεν ζήτησε τη δική Του δόξα, αλλά δόξασε τον Πατέρα (Ιωάν.η:50  ιζ:4). Όλα αυτά τα εδάφια, αναφέρονται στη διάκριση ανάμεσα στον Ιησού σαν άνθρωπο (Γιος) και στον Ιησού σαν Θεό (Πατέρας). Ο άνθρωπος Ιησούς δεν προήλθε από ενέργεια της ανθρώπινης φύσης, ούτε ήρθε με σκοπό να φανερώσει αυτήν. Το Πνεύμα διατύπωσε το σχέδιο, δημιούργησε τη σύλληψη του εμβρύου μέσα στη μήτρα, έδωσε σ’ αυτή τη σάρκα όλα τα χαρακτηριστικά και την ποιότητα του Θεού και μετά την απέστειλε στον κόσμο για να φανερώσει το Θεό στους ανθρώπους. Στο τέλος, όταν αυτή η σάρκα θα έχει εκπληρώσει το σκοπό της, ο Γιος θα υποταχθεί στο σχέδιο του Θεού, διά να ήναι ο Θεός τα πάντα εν πάσι (Α’ Κορ.ιε:28).

Αυτά τα εδάφια περιγράφουν τη σχέση της ανθρώπινης φύσης του Ιησού σαν άνθρωπος, με τη θεία Του φύση σαν Θεός. Αν τα ερμηνεύσουμε διακρίνοντας δύο πρόσωπα και τα ονομάσουμε «Θεό Πατέρα» και «Θεό Υιό», τότε θα έχουμε αντιφάσεις. Θα έχουμε το «Θεό Υιό» με χαρακτηριστικά που δεν ανήκουν στο Θεό: Δεν έχει δική του δύναμη, δεν έχει πλήρη γνώση, δεν κάνει το δικό του θέλημα, έχει κάποιον που είναι μεγαλύτερός του, χρωστά την ύπαρξή του σε κάποιον άλλο και τελικά θα χάσει την προσωπικότητά του. Αυτά τα Γραφικά γεγονότα, αντιφάσκουν με την ιδέα του «Θεού Υιού».