Μπορούσε ο Ιησούς ν’ αμαρτήσει;
Ο ισχυρισμός ότι ο
Ιησούς ήταν τέλειος άνθρωπος, οδηγεί στην ερώτηση: Μπορούσε ο Ιησούς ν’
αμαρτήσει; Αυτή, στην πραγματικότητα, είναι μία παραπλανητική και αφηρημένη
ερώτηση, αφού ξέρουμε ότι δεν αμάρτησε (Εβρ.δ:15). Η απάντηση είναι μάλλον
ακαδημαϊκή παρά ουσιαστική, περισσότερο θεωρητική παρά ουσιαστική. Σαν
άνθρωπος, ο Ιησούς πειράχτηκε απ’ το Σατανά, και πάλεψε με το θέλω Του στον
κήπο της Γεθσημανής. Αν και δεν είχε τη δική μας διεφθαρμένη φύση - είχε την
ίδια αθώα, αναμάρτητη φύση που είχε ο Αδάμ όταν δημιουργήθηκε - είχε την ίδια
ικανότητα να ενεργήσει ενάντια στο θέλημα του Θεού, όπως έκανε ο Αδάμ και η Εύα.
Σίγουρα η θεϊκή φύση
του Ιησού δεν μπορούσε ν’ αμαρτήσει, αλλά ούτε και να πειραχτεί (Ιάκ.α:13). Ο
άνθρωπος Ιησούς, όταν Τον δούμε μεμονωμένα, θεωρητικά, είχε τη δυνατότητα να
διαλέξει και να πράξει την αμαρτία. Ωστόσο, η ανθρώπινη φύση Του, με τη θέλησή
Του, υποτασσόταν στη θεϊκή φύση που δεν μπορούσε ν’ αμαρτήσει. Έτσι, πρακτικά,
ο Ιησούς - σαν ο τέλειος συνδυασμός ανθρώπινης και θεϊκής φύσης - δεν μπορούσε
ν’ αμαρτήσει. Το Πνεύμα ήταν αυτό που διοικούσε και ο διοικούμενος απ’ το
Πνεύμα του Θεού άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αμαρτάνει (δες Α’ Ιωάν.γ:9 κάτι
ανάλογο).
Τι θα γινόταν αν η
ανθρώπινη φύση του Χριστού είχε επαναστατήσει ενάντια στη θεϊκή οδηγία; Αυτή
είναι άλλη μία τελείως θεωρητική ερώτηση, γιατί δεν έγινε ποτέ αυτό, ούτε
μπορούσε πρακτικά να γίνει. Σαν ερώτηση δεν υπολογίζει την πρόγνωση και τη
δύναμη του Θεού. Όμως, αν κάποιος επιμένει για μια απάντηση, μπορούμε ν’
απαντήσουμε ότι αν η ανθρώπινη φύση του Ιησού προσπαθούσε ν’ αμαρτήσει (ανόητη
υπόθεση), την ίδια στιγμή, το Πνεύμα του Θεού που κατοικούσε μέσα Του θ’ αποχωριζόταν
απ’ το σώμα και θα τον άφηνε χωρίς ζωή. Όμως αυτό το δίχως ζωή σώμα δεν
μπορούσε να είναι ο Ιησούς Χριστός!
Τότε, αφού η θεϊκή
φύση του Ιησού δεν μπορούσε ν’ αμαρτήσει, μήπως οι πειρασμοί Του ήταν χωρίς
νόημα; Όχι. Εφόσον ο Ιησούς ήταν και τέλειος άνθρωπος, μπορούσε να αισθανθεί
την πίεση και τον αγώνα του πειρασμού. Νίκησε τον πειρασμό, όχι σαν Θεός, αλλά
σαν άνθρωπος που είχε στη διάθεσή Του όλη τη δύναμη του Θεού. Έτσι, ξέρει
εμπειρικά πλέον, πώς αισθανόμαστε εμείς όταν πειραζόμαστε. Φυσικά, ήξερε ότι θα
νικήσει με τη δύναμη του Πνεύματος, αλλά κι εμείς μπορούμε να έχουμε την ίδια
σιγουριά, δύναμη και νίκη, βασιζόμενοι στο ίδιο Πνεύμα που ήταν μέσα στο
Χριστό.
Τότε, γιατί ο Σατανάς
πείραξε το Χριστό; Καθώς φαίνεται, δεν ήξερε ότι ο Ιησούς αναπόφευκτα θα
νικούσε και δεν καταλάβαινε εκείνη τη στιγμή πλήρως το μυστήριο της ευσέβειας,
ότι ο Θεός φανερώθηκε «εν σαρκί». Αν
το ήξερε, ποτέ δεν θα υποκινούσε τη σταύρωση. Ίσως πίστευε ότι είχε νικήσει το
σχέδιο του Θεού με το θάνατο του Ιησού, αλλά στην πραγματικότητα το εκπλήρωσε.
Είναι ακόμα πιθανόν, ότι το Πνεύμα του Θεού επέτρεψε στο Σατανά να πειράξει τον
Ιησού, ώστε να αισθανθεί τον πειρασμό όπως εμείς. Η Γραφή μας λέγει ότι «ο Ιησούς εφέρθη υπό του Πνεύματος εις την
έρημον διά να πειρασθή υπό του διαβόλου» (Ματθ.δ:1 Λουκ.δ:1).
Γι’ αυτούς που
νομίζουν ότι αυτή η θέση κατά κάποιο τρόπο μειώνει την ένταση των πειρασμών του
Ιησού, ας σκεφτούμε το εξής: Ξέρουμε ότι ο Ιησούς δεν είχε αμαρτωλή φύση. Ξέρουμε
ακόμα ότι δεν είχε την κλίση και την παρόρμηση να αμαρτήσει, όπως εμείς έχουμε,
εξαιτίας της πεσμένης φύσης μας. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι οι πειρασμοί Του
δεν ήταν αληθινοί, ούτε μειώνει την ένταση των συναισθημάτων Του. Αισθάνθηκε
την πίεση της πάλης, όπως κι εμείς. Απ’ την άλλη μεριά, αν πούμε ότι ο Ιησούς
μπορούσε ν’ αμαρτήσει, μειώνουμε την απόλυτη θεότητά Του.
Συγκεφαλαιώνοντας, η
ανθρώπινη φύση του Ιησού μπορούσε να πειραχτεί και πειράχτηκε. Η θεϊκή Του φύση
όμως ήταν αυτή που είχε τον έλεγχο. Αν ο Ιησούς δεν είχε τέλεια ανθρώπινη φύση,
το γεγονός και η σημασία των πειρασμών και της μάχης που έδωσε στη Γεθσημανή θα
ήταν χωρίς νόημα. Εμείς πιστεύουμε ότι είχε τέλεια ανθρώπινη φύση. Είχε ακριβώς
τις ίδιες εμπειρίες μ’ εμάς όταν πειραζόμαστε κι αγωνιζόμαστε κατά της
αμαρτίας. Το γεγονός ότι ήξερε ότι θα υπερνικούσε με τη δύναμη του Πνεύματος
του Θεού, δεν μειώνει το γεγονός του πειρασμού.
Η ερώτηση λοιπόν, εάν
κατά πόσο μπορούσε ο Ιησούς ν’ αμαρτήσει, είναι αφηρημένη, όπως είδαμε μέχρι
τώρα. Αρκεί, να πούμε ότι η ανθρώπινη φύση του Ιησού ήταν ακριβώς σαν τη δική
μας σ’ όλα τα σημεία, εκτός απ’ το ότι δεν είχε αμαρτία. Πειράχτηκε κατά πάντα,
όπως κι εμείς, αλλά ήταν διοικούμενος απ’ το Πνεύμα του Θεού. Πειράχτηκε, αλλά
δεν αμάρτησε.