Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (2)



Θέσεις μέσα στην ιστορία σχετικά με το Χριστό.

Η διπλή φύση του Χριστού, έχει αντιμετωπιστεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους κατά τη διάρκεια της ιστορίας της εκκλησίας. Θα εξετάσουμε αυτές τις διαφορετικές απόψεις μ’ ένα σύντομο και γενικό τρόπο.

Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Ιησούς ήταν μόνο ένας γενναιόδωρα χρισμένος άνθρωπος που τον χρησιμοποιούσε το Πνεύμα (Εβιονιτισμός, Γιουνιταριανισμός). Αυτή η λάθος θέση αγνοεί τελείως την πνευματική Του φύση. Άλλοι έχουν πει ότι ο Ιησούς ήταν μόνο ένα πνευματικό όν (Δοκητισμός - διδασκαλία του Γνωστικισμού) αγνοώντας έτσι την ανθρώπινη φύση Του. Ο Ιωάννης έγραψε ότι όσοι αρνούνται ότι ο Ιησούς ήρθε εν σαρκί δεν είναι απ’ το Θεό, αλλά έχουν ένα αντίχριστο πνεύμα (Α’ Ιωάν.δ:2-3).


Ακόμα κι ανάμεσα σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι ο Ιησούς έχει διπλή φύση, υπάρχουν λάθος απόψεις. Κάποιοι έχουν προσπαθήσει να διακρίνουν ανάμεσα στον Ιησού και το Χριστό, λέγοντας ότι ο Χριστός ήταν ένα θείο όν που προσωρινά κατοίκησε μέσα στον Ιησού, ξεκινώντας από τη βάπτισή Του, αλλά αποχώρησε απ’ τον άνθρωπο Ιησού λίγο πριν το θάνατό Του (Κηρινθιανισμός - διδασκαλία του Γνωστικισμού). Με την ίδια διάθεση, κάποιοι άλλοι λένε ότι ο Ιησούς ήταν άνθρωπος που έγινε Θεός σε κάποια στιγμή της ζωής Του, αφού ενηλικιώθηκε, στη βάπτιση, σαν αποτέλεσμα μιας υιοθετικής ενέργειας του Θεού (Δυναμικός Μοναρχιανισμός, Υιοθετισμός). Με άλλα λόγια, αυτή η διδασκαλία λέει ότι ο Ιησούς ήταν άνθρωπος που τελικά έγινε Θεός. Άλλοι θεωρούν τον Ιησού σαν μια δημιουργημένη θεότητα, όμοια με του Πατέρα, αλλά υποδεέστερη απ’ αυτή, κάτι σαν ημίθεος (Αρειανισμός). Μετά, κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι ο Ιησούς είναι απ’ την ίδια ουσία με τον Πατέρα, δεν είναι ο Πατέρας, αλλά υποτασσόμενος στη θεότητα του Πατέρα.

Αναιρέσαμε αυτές τις ψευδοδιδασκαλίες στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφερόμενοι στις ανάλογες Γραφές. Είπαμε, ότι ο Ιησούς είναι όλο το πλήρωμα του Θεού, ο Θεός (όπως φαίνεται στην Κολ.β:9) κι ότι ήταν Αυτός απ’ την αρχή της ζωής Του (όπως φαίνεται από την παρθενική Του γέννηση και το Λουκ.α:35).

Το Άγιο Πνεύμα έχρισε τον Ιωάννη και τον Παύλο να πολεμήσουν πολλές τέτοιες λάθος διδασκαλίες, ιδιαίτερα αυτές του Γνωστικισμού που έλεγαν ότι ο Ιησούς ήταν μόνο πνευματικό όν κατώτερο απ’ τον Υπέρτατο Θεό. Ανάμεσα στ’ άλλα, οι Γνωστικοί πίστευαν ότι η ύλη είναι κακή. Έτσι, έκριναν, ότι ο Χριστός σαν θείο όν δεν μπορούσε να είχε πραγματικό ανθρώπινο σώμα. Ακόμα, πίστευαν, ότι ο Υπέρτατος Θεός ήταν τόσο υπερέχων και άγιος, που δεν μπορούσε να έρθει σε άμεση επαφή με τον κακό κόσμο της ύλης. Δίδασκαν λοιπόν, ότι απ’ το Θεό προήλθαν ατελέστερα πνευματικά όντα που πλήρωσαν το χάσμα μεταξύ Θεού και ύλης και ένα απ’ αυτά ήταν ο Χριστός που ήρθε στη γη. Φυσικά η επιστολή προς Κολοσσαείς διαψεύδει αυτές τις διδασκαλίες και εδραιώνει το γεγονός ότι ο Ιησούς είναι ο Παντοδύναμος Θεός που φανερώθηκε εν σαρκί.

Ενώ η Βίβλος είναι σαφής ότι ο Ιησούς ήταν τέλειος άνθρωπος αλλά και το πλήρωμα της θεότητας, δεν περιγράφει με λεπτομέρειες πώς αυτές οι δύο φύσεις είναι ενωμένες στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αυτό, επίσης, έγινε αντικείμενο πολλών θεωριών και συζητήσεων. Ίσως, υπάρχουν περιθώρια για αποκλίνουσες απόψεις σ’ αυτό το ζήτημα, εφόσον η Γραφή δεν το εξετάζει κατευθείαν. Στην πραγματικότητα, αν υπάρχει κάποιο μυστήριο σχετικά με τη θεότητα, αυτό θα έχει να κάνει με την απόφαση ακριβώς πώς ο Θεός φανερώθηκε εν σαρκί (Δες Α’ Τιμ.γ:16). Η μελέτη της φύσης ή των φύσεων του Χριστού, ονομάζεται Χριστολογία.

Για να εξηγηθεί η θεία με την ανθρώπινη φύση στο Χριστό, μπορεί να πει κανείς ότι ήταν ο Θεός που ζούσε σ’ ένα ανθρώπινο σπίτι. Με άλλα λόγια, είχε δύο ευκρινείς φύσεις ενωμένες όχι στην υπόσταση, παρά μόνο στο σκοπό, τη δράση και την εμφάνιση (Νεστοριανισμός). Αυτή η άποψη συνεπάγεται ότι ο Χριστός είναι χωρισμένος σε δύο πρόσωπα, κι ότι το ανθρώπινο πρόσωπο μπορούσε να υπάρχει κατά την απουσία του θείου. Η σύνοδος της Εφέσου το 431 μ.Χ. καταδίκασε αυτή τη θέση του Νεστόριου σαν αιρετική.

Ωστόσο, πολλοί θεολόγοι, ανάμεσά τους και ο Μαρτίνος Λούθηρος, έχουν πει ότι ο Νεστόριος, ο κύριος ερμηνευτής αυτής της διδασκαλίας, δεν πίστευε στην πραγματικότητα σ’ ένα τόσο δραστικό ξεχώρισμα, αλλά ότι οι αντίπαλοί του διέστρεψαν και παρουσίασαν λάθος τις απόψεις του. Προφανώς, αυτός αρνιόταν ότι χωρίζει τον Ιησού σε δύο πρόσωπα. Το βασικό θέμα του Νεστόριου ήταν ότι ήθελε τόσο πολύ να κάνει διάκριση ανάμεσα στις δύο φύσεις του Χριστού, ώστε κανείς να μην μπορεί να ονομάσει τη Μαριάμ Θεοτόκο, κάτι που συνηθιζόταν πολύ στις μέρες του.

Μια άλλη Χριστολογική άποψη πίστευε ότι η ανθρώπινη και η θεϊκή φύση του Χριστού ήταν τόσο πολύ αναμεμιγμένες, που στην πραγματικότητα υπήρχε μόνο μία επικρατούσα φύση, η θεϊκή (Μονοφυσιτισμός). Μια παρόμοια θέση ήταν ότι ο Ιησούς δεν είχε δύο θέλω αλλά ένα, ανθρωπο-θεϊκό (Μονοθελιτισμός). Άλλοι πίστευαν ότι ο Ιησούς δεν είχε τέλεια ανθρώπινη φύση (Απολλιναριανισμός), μπορεί να είχε σώμα και ψυχή, αλλά αντί για ανθρώπινο πνεύμα είχε μόνο το Πνεύμα του Θεού που κατοικούσε μέσα Του. Με άλλα λόγια, αυτή η γνώμη μπορεί να διατυπωθεί ότι ο Ιησούς ήταν ένα ανθρώπινο σώμα, ζωοποιημένο μόνο απ’ το Πνεύμα του Θεού, ή ότι ο Ιησούς δεν είχε ανθρώπινο νου, αλλά μόνο τον θείο νου (το Λόγο).

Απ’ τη μια μεριά έχουμε την άποψη που δίνει έμφαση στο ξεχώρισμα των δύο φύσεων του Χριστού κι απ’ την άλλη, έχουμε κάποιες απόψεις που δέχονται μία τελικά επικρατούσα φύση, τη θεϊκή, μια ολοκληρωτικά ενωμένη φύση που στην ουσία δεν είναι τέλεια ανθρώπινη.