Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (3)


Ο Ιησούς είχε τέλεια, αλλά αναμάρτητη ανθρώπινη φύση.

Η αλήθεια ίσως βρίσκεται κάπου ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις θέσεις που πήραν διάφοροι θεολόγοι στην ιστορία της εκκλησίας. Η θέση της Γραφής είναι ότι ο Ιησούς είχε μια τέλεια ανθρώπινη φύση την ίδια στιγμή που ήταν ο Θεός στην πληρότητά Του, αλλά δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε αυτές τις δύο φύσεις την περίοδο της επίγειας ζωής Του.

Είναι φανερό ότι ο Ιησούς είχε ανθρώπινο θέλω, νου, πνεύμα, ψυχή και σώμα, αλλά είναι εξίσου φανερό ότι το πλήρωμα της θεότητας κατοικούσε στο σώμα του. Αυτό που ταπεινά μπορούμε να πούμε, είναι ότι το πνεύμα Του με το Πνεύμα του Θεού που κατοικούσε μέσα Του χωρίς μέτρο, ήταν αχώριστα.


Το Άγιο Πνεύμα μπορούσε να ξεχωριστεί από το ανθρώπινο σώμα με το θάνατο, αλλά η ανθρώπινη φύση Του ήταν κάτι περισσότερο από ένα ανθρώπινο σώμα, ήταν ένα οστράκινο σκεύος με το Θεό μέσα του. Ήταν άνθρωπος ως προς το σώμα την ψυχή και το πνεύμα, με την πληρότητα του Πνεύματος του Θεού να κατοικεί στο σώμα, την ψυχή και το πνεύμα Του. Ο Ιησούς διέφερε από ένα άνθρωπο που είναι γεμάτος απ’ το Πνεύμα του Θεού, στο ότι είχε όλο το πλήρωμα του Θεού μέσα Του, χωρίς μέτρο. Κατείχε την απεριόριστη δύναμη, εξουσία και χαρακτήρα του Θεού. Επιπλέον, σε αντίθεση μ’ ένα αναγεννημένο, πλήρη Πνεύματος Αγίου άνθρωπο, το Πνεύμα του Θεού ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη φύση του Ιησού. Μόνο μ’ αυτούς τους όρους μπορούμε να περιγράψουμε και να διακρίνουμε τις δύο φύσεις του Ιησού, ξέρουμε ότι ενεργούσε και μιλούσε πότε σαν άνθρωπος και πότε σαν Θεός, αλλά επίσης ξέρουμε ότι οι δύο φύσεις του στην πραγματικότητα δεν ήταν χωρισμένες. Με το πεπερασμένο μυαλό μας, μπορούμε να κάνουμε μόνο μια διάκριση κι όχι αποχωρισμό στις δύο φύσεις που ήταν τέλεια ανακατεμένες στο Χριστό.

Αν και ο Κύριος είχε τέλεια ανθρώπινη φύση, δεν είχε την αμαρτωλή φύση της πεσμένης ανθρωπότητας. Δεν είχε αμαρτωλή φύση ούτε υπέκυψε σε αμαρτωλές ενέργειες. Ήταν χωρίς αμαρτία, δεν αμάρτησε και αμαρτία δεν ήταν σ’ Αυτόν (Εβρ.δ:15  Α’ Πετρ.β:22  Α’ Ιωάν.γ:5). Αφού δεν είχε ανθρώπινο πατέρα, δεν κληρονόμησε την αμαρτωλή φύση του πεσμένου Αδάμ. Αντίθετα, ήρθε σαν ο δεύτερος Αδάμ, με αθώα φύση, σαν αυτή που είχε ο Αδάμ στην αρχή (Ρωμ.ε:12-21  Α’ Κορ.ιε:45-49). Ο Ιησούς είχε τέλεια, αλλά αναμάρτητη ανθρώπινη φύση.

Η Βίβλος φανερώνει ότι ο Ιησούς είχε ανθρώπινο θέλω καθώς είχε και θεϊκό. Προσευχήθηκε στον Πατέρα λέγοντας, «ουχί το θέλημά μου, αλλά το σόν ας γείνη» (Λουκ.κβ:42). Το Ιωάν.ς:38 μας φανερώνει ακριβώς τα δύο θέλω του Ιησού: Δεν ήρθε για να κάνει το δικό Του θέλημα (ανθρώπινο θέλω) αλλά το θέλημα του Πατέρα (θείο θέλω).

Το ότι ο Ιησούς είχε ανθρώπινο πνεύμα, είναι αυτονόητο, γιατί όταν ήταν στο σταυρό είπε: «Πάτερ, εις χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου» (Λουκ.κγ:46). Αν και είναι δύσκολο να διακρίνουμε τη διαφορά ανάμεσα στο ανθρώπινο και θείο Πνεύμα Του, μερικές αναφορές φαίνεται να επικεντρώνουν στην ανθρώπινη πλευρά του πνεύματός Του. Για παράδειγμα, «Τότε αναστενάξας εκ πνεύματος αυτού, λέγει...» (Μάρκ.η:12). «Το δε παιδίον ηύξανε, και ενεδυναμούτο κατά το πνεύμα, πληρούμενον σοφίας και χάρις Θεού ήτο επ’ αυτό» (Λουκ.β:40). «Εν αυτή τη ώρα ηγαλλιάσθη κατά το πνεύμα ο Ιησούς....» (Λουκ.ι:21). «εστέναξεν εν τω πνεύματι αυτού, και εταράχθη» (Ιωάν.ια:33). «...εταράχθη τω πνεύματι..» (Ιωάν.ιγ:21).

Ο Ιησούς είχε ψυχή, γιατί είπε: «Περίλυπος είναι η ψυχή μου έως θανάτου...» (Ματθ.κς:38 δες και Μάρκ.ιδ:34). «Τώρα η ψυχή μου είναι τεταραγμένη...» (Ιωάν.ιβ:27). Όταν πέθανε, η ψυχή Του πήγε στον Άδη, όπως όλες οι ψυχές πριν τη θυσία του Γολγοθά (Πράξ.β:27). Η διαφορά ήταν ότι το Πνεύμα του Θεού, που ήταν μέσα στον Ιησού, δεν θα άφηνε την ψυχή Του να μείνει στον Άδη (Πράξ.β:27, 31), αντίθετα νίκησε το θάνατο και τον Άδη (Αποκ.α:18).

Αν δεν δεχτούμε ότι ο Ιησούς ήταν τέλειος άνθρωπος, τότε οι αναφορές της Γραφής στους πειρασμούς Του στην έρημο, δεν έχουν κανένα νόημα (Ματθ.δ:1-11  Εβρ.β:16-18  δ:14-16). Το ίδιο ισχύει για την πάλη και την αγωνία που είχε στη Γεθσημανή (Λουκ.κβ:39-44). Δύο εδάφια της προς Εβραίους επιστολής τονίζουν ότι αφού ο Ιησούς πειράχτηκε όπως εμάς, έχει τα προσόντα να είναι Αρχιερέας μας, μας καταλαβαίνει τέλεια και μας βοηθά στις αδυναμίες μας, «έπρεπε να ομοιωθή κατά πάντα με τους αδελφούς» (Εβρ.β:17), «Διότι δεν έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον να συμπαθήσει εις τας ασθενείας ημών, αλλά πειρασθέντα κατά πάντα καθ’ ομοιότητα ημών, χωρίς αμαρτίας» (Εβρ.δ:15). Στην Εβρ.ε:7-8 λέει: «Όστις εν ταις ημέραις της σαρκός αυτού, αφού μετά κραυγής δυνατής και δακρύων προσέφερε δεήσεις και ικεσίας προς τον δυνάμενον να σώζη αυτόν εκ του θανάτου, και εισηκούσθη διά την ευλάβειαν αυτού, καίτοι ών υιός, έμαθε την υπακοήν αφ’ όσων έπαθε». Αυτά τα εδάφια δεν δείχνουν κάποιο ανεπηρέαστο από συναισθήματα φόβου και αμφιβολίας. Μάλλον, περιγράφουν κάποιον που είχε αυτές τις ανθρώπινες αδυναμίες, αλλά έπρεπε να υποτάξει το ανθρώπινο θέλω στο αιώνιο Πνεύμα.

Ο Ιησούς σαν άνθρωπος προσευχήθηκε, έκλαψε, έμαθε την υπακοή και υπέφερε. Ο Θεός είχε συνεχώς τον έλεγχο και ήταν πιστός στο σχέδιό Του, αλλά η ανθρώπινη φύση έπρεπε να ζητήσει βοήθεια απ’ το Πνεύμα και να υπακούσει στο θείο σχέδιο. Σίγουρα, όλα αυτά τα εδάφια φανερώνουν ότι ο Ιησούς ήταν τέλειος άνθρωπος, είχε κάθε ανθρώπινη ιδιότητα, εκτός την αμαρτωλή φύση που κληρονομήθηκε με την πτώση. Αν αρνηθούμε την ανθρώπινη φύση του Ιησού, αντιμετωπίζουμε πρόβλημα με την έννοια της απολύτρωσης και της εξιλέωσης. Αν δεν ήταν τέλειος άνθρωπος, η θυσία Του ήταν αρκετή να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος; Μπορούσε πραγματικά να μας αντικαταστήσει στο θάνατο; Μπορούσε αληθινά να έχει τα προσόντα του λυτρωτή, του στενού συγγενή;