Ιεζεκιήλ
«Ενώ ήμην μεταξύ των
αιχμαλώτων» (α:11). Αυτό είναι το εδάφιο - κλειδί του βιβλίου. Νέος ο Ιεζεκιήλ,
βρισκόταν κιόλας αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα (το 606 π.Χ.), όπου και δούλεψε
ανάμεσα στους αιχμαλώτους ομοεθνείς του, επί 22 ολόκληρα χρόνια. Το «έγεινε λόγος Κυρίου προς εμέ», επαναλαμβάνεται
49 φορές στο βιβλίο του. Όλοι δε τούτοι οι λόγοι του Κυρίου, σκοπό έχουν όχι
τόσο να ερμηνέψουν τη συμφορά, όσο να βεβαιώσουν ότι οι υποσχέσεις του Θεού θα
πραγματοποιηθούν. Θα επανέλθουν δηλ. στη χώρα τους, την πόλη τους, το Ναό
τους.
Η Αιχμαλωσία λοιπόν που ο Θεός προ 100 χρόνων είχε
προειδοποιήσει το λαό του (Ησ.λς:6, Μιχ.δ:10), είχε ήδη συντελεστεί. Όμως τούτο
δεν έφερε τον Ιούδα πίσω στο Θεό, αλλά αντίθετα η ειδωλολατρία και η αποστασία
πληθύνθηκαν (ε:11). Τότε λοιπόν άρχισε η διακονία του Ιεζεκιήλ.
Ανοίγει, με μια από τις 4 οράσεις του (α), στην οποία έχουμε
την επουράνιο δόξα του Κυρίου. Το βιβλίο τελειώνει με επίγειο δόξα (μ - μη), οι
δε οράσεις που δίνονται στο μεταξύ, δείχνουν την προοδευτική αποχώρηση αυτής
της δόξας (θ:3). Από τα χερουβείμ, πρώτα προς το κατώφλι του οίκου (ι:4), από
κει στην ανατολική πύλη (18,19) και τελικά στο όρος των Ελαιών (ια:22,23). Μετά
την αποχώρηση τούτη της δόξας του Κυρίου από το Ναό και την Αγία Πόλη, ήρθε η
Αιχμαλωσία.
Τούτο ακριβώς είναι και το μήνυμα του Ιεζεκιήλ στο λαό. Η
αμαρτία τους απομάκρυνε την ένδοξη παρουσία του Θεού.