Μερικοί
Χριστιανοί πιστεύουν ότι μπορούν να δίνουν χρήματα όπως εκείνοι προαιρούνται
στις καρδιές τους (Β’Κορ.θ:7). Αυτή
η αρχή ισχύει, όμως, πολλοί από εκείνους που προσφεύγουν σ’ αυτό το εδάφιο ποτέ
δεν προαιρούνται να δώσουν μέχρι και 10% . Αντίθετα, προσπαθούν να ξεφύγουν, να
αποφύγουν, ή να γλιτώσουν το δέκατο, το μέτρο που ο Θεός καθιέρωσε.
Σε
μια προσπάθεια ν’ αμφισβητήσουν το δέκατο, αυτοί οι άνθρωποι ξεχνούν ότι στο
ίδιο κεφάλαιο ο Παύλος, μιλώντας σχετικά με το δίδειν, χρησιμοποίησε φράσεις
όπως “προθυμία του νοός σας”, “ο ζήλος
σας”, “η γενναιοδωρία σας”, “σπείρει γενναιόδωρα”, “να περισσεύητε εις παν
έργον αγαθόν” και “πάσαν ελευθεριότητα, ήτις εργάζεται δι’ ημών ευχαριστίαν εις
τον Θεόν” (Β’Κορ.θ:2,5,6,8,11).
Στο
προηγούμενο κεφάλαιο μίλησε σχετικά με το να δίνουν από “την βαθεία πτωχεία τους”, “από την ελευθεριότητα τους” και “υπέρ δύναμιν” (Β’Κορ.η:2,3). Το πρώτο πράγμα που πρέπει ν’ αποδείξουμε είναι ότι
όταν ο Παύλος μιλούσε σχετικά με το να δίνουμε όπως προαιρούμεθα στις καρδιές
μας δεν εννοούσε να ψάχνουμε τρόπους για να μην δίνουμε αυτό που δικαιούται ο
Θεός.
Ο
Παύλος δεν υποτίμησε το δέκατο. Το κεφάλαιο και το εδάφιο που συζητάμε δεν έχει
καν σχέση με το δέκατο ούτε με το θέμα της συντήρησης του εργάτη. Ο Παύλος είχε
διδάξει για την συντήρηση του εργάτη στο Α’Κορ.θ,
αλλά στο Β’Κορ.θ έγραψε για μία
ελεύθερη προσφορά για τους άπορους Χριστιανούς. Μια εκούσια προσφορά για να
βοηθήσουμε άλλους πιστούς και το δέκατο για τη συντήρηση της τοπικής εκκλησίας
είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα, και δεν πρέπει να τα συγχέουμε.
Όμως,
πολλά που εφαρμόζονται στις προσφορές εφαρμόζονται και στο δέκατο. Σύμφωνα με
τον Παύλο, η προσφορά συνδέεται άμεσα με την καρδιά του Χριστιανού. Η επιθυμία
να δίνει ή όχι είναι ένα καλό θερμόμετρο ή δείκτης της πνευματικής κατάστασης
του πιστού. Ένα πνευματικό άτομο θα είναι διαθέσιμο να δίνει στο Θεό. Η
προσφορά είναι κάτι που κάποιος “προαιρείται” να κάνει.
Ο
Παύλος μίλησε για εισφορά σε άπορους αδελφούς. Για πολλούς ανθρώπους το να
δώσουν εισφορά είναι κάτι που κάνουν ελαφρά, αλλά ο Παύλος είπε ότι χρειάζεται “προαίρεση” στην καρδιά για να το
κάνουν. Προαιρούμαι σημαίνει “σκοπεύω ή αποφασίζω να εκτελέσω ή να
πραγματοποιήσω κάτι”. Η λέξη στο Β’Κορ.θ:7
είναι “προαιρούμαι” και σημαίνει
“εκλέγω για τον εαυτό μου πριν από κάτι άλλο, προτιμώ, δηλαδή με συνέπεια,
προτίθεμαι (σκοπεύω), επιδιώκω”. Γι’ αυτό το να δίνει κανείς μια εισφορά πρέπει
να είναι μια συνειδητή προμελετημένη απόφαση. Πρέπει να σκοπεύουμε να το
κάνουμε, ή να θέλουμε να το κάνουμε.
Όταν
ο ποιμένας λέει “πρόκειται να πάρουμε τα δέκατα και τις εισφορές” πρέπει να
προαιρούμεθα στην καρδιά μας να δώσουμε. Το να δίνεις μια εισφορά δεν είναι
μικρό πράγμα. Καμιά από τις διατάξεις του Κυρίου δεν είναι ασήμαντη. Μια καρδιά
που είναι πνευματικά υγιής, που αγαπάει το έργο του Κυρίου, θα δώσει
γενναιόδωρα, αλλά μια πνευματικά άρρωστη καρδιά θα ψάξει τρόπους να δώσει
λιγότερα στο έργο του Θεού. Μια καρδιά που προαιρείται να δώσει στο Θεό είναι
μια καρδιά που αγαπάει το Θεό. Ο Δαβίδ, άνθρωπος κατά την καρδιά του Θεού, ήταν
ένας γενναιόδωρος άνθρωπος.
Δεν
πρέπει να χρησιμοποιούμε το Β’Κορ.θ:7
σαν δικαιολογία για να δίνουμε στο Θεό αυτό που φαίνεται καλό σε μας, παρά αυτό
που είναι δίκαιο. Όπως έχουμε δει, αυτό το εδάφιο δεν έχει να κάνει με το
δέκατο, αλλά με μια εισφορά αγάπης. Εκείνοι που το χρησιμοποιούν για να
απορρίψουν το δέκατο, το διαστρεβλώνουν για να εξυπηρετήσει τη διδασκαλία τους.
Για εκείνους που δεν θέλουν να δίνουν το δέκατο, υπάρχει μια εναλλακτική λύση.
Μπορούν να δίνουν όλα όσα έχουν, όπως έκαναν οι πιστοί στην εκκλησία της
Ιερουσαλήμ (Πραξ.δ:34-35).
Ο
Ιούδας εναντιώθηκε στο χύσιμο του πολύτιμου μύρου πάνω στα πόδια του Ιησού,
λέγοντας ότι θα ήταν καλύτερα να το πουλήσουν και να δώσουν τα έσοδα στους
φτωχούς (Ιωαν.ιβ:1-8). Η αντίθεσή
του φαινόταν λογική, αλλά τα κίνητρά του ήταν λάθος. Μερικές φορές η αντίθεση
ενός αδερφού στα δέκατα μπορεί να φαίνεται εύλογη. Για παράδειγμα, μπορεί να
πει ότι αντί για το δέκατο, θα ήταν καλύτερα να δίνει ο καθένας ό,τι
προαιρείται στην καρδιά του. Για έναν αμαθή ή σαρκικό Χριστιανό, τέτοια πρόταση
μπορεί να φανεί σωστή, αλλά πολλές φορές τέτοιες προτάσεις είναι μόνο
δικαιολογίες για να καλύψουν λάθος κίνητρα.
Συνήθως
είναι προφάσεις για να σκεπαστεί μια εγωιστική καρδιά που δεν θα προαιρείτο να
δώσει μια δίκαιη εισφορά στο Θεό. Ο Ιούδας ήταν άπληστος. Δεν είχε κανένα
ενδιαφέρον να δώσει στους φτωχούς, ήθελε τα χρήματα για τον εαυτό του, και
χρησιμοποίησε τους φτωχούς σαν πρόφαση για να καλύψει τα πραγματικά του
κίνητρα.
Η
Μαρία έδωσε το μύρο που άξιζε όσο οι μισθοί ενός ολόκληρου χρόνου, για να
λατρέψει τον Ιησού. Ο Ιούδας, που εναντιώθηκε στον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν
αυτά τα χρήματα, αργότερα πρόδωσε τον Ιησού για τριάντα αργύρια (Μαρκ.ιδ:10-11). Η Γραφή λέει ότι
οπουδήποτε κηρύττεται αυτό το Ευαγγέλιο, η Μαρία θα επαινείται για ό,τι έκανε (Μαρκ.ιδ:9). Όμως ο Ιούδας θα κουβαλάει
τη μομφή ότι ήταν ένας άνθρωπος που πούλησε τον Ιησού για τα χρήματα. Ο Ιησούς
επιβεβαίωσε ότι το ακριβό μύρο που έχυσε η Μαρία στα πόδια Του δεν ήταν κακή
επένδυση.
Ό,τι
δίνουμε στον Κύριο σαν θυσιαστήρια προσφορά δεν είναι σπατάλη. Επενδύουμε σε
κάτι πολύτιμο, την εκκλησία του Θεού. Αυτό που ο Ιούδας αποκάλεσε σπατάλη, ο
Ιησούς το ονόμασε λατρεία. Το να δίνει κανείς στον Θεό είναι μια μορφή
λατρείας.