Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Αδιαφορία και πραγματικότητα


Μα η κρίση προχωρεί πολύ πιο βαθιά από ένα επιφανειακό κοινωνικό, οικονομικό ή έστω πολιτικό πρόβλημα. Κλονίζεται η ιδέα που ο καθένας έχει σχηματίσει για τον εαυτό του, για τη θέση του στην κοινωνία, στην ιστορία, για την αξία του και τις αξίες που πίστεψε και λάτρευε χρόνια. Και τούτο γιατί ό,τι πίστεψε και λάτρεψε ο άνθρωπος, σ’ ό,τι πάνω ακούμπησε και στηρίχτηκε, εκτός από την αγάπη του Θεού που μόνη αυτή δοκιμάστηκε σκληρά και άντεξε μένοντας αναλλοίωτη, η αυτή χτες, σήμερα και στους αιώνες, βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης. Έθνη, κοινωνικές τάξεις, οικογένεια, οι σχέσεις ανάμεσα στις γενιές και στα δυο φύλα, το φυσικό μας περιβάλλον.


Και μετά την κατάρρευση έρχεται η αδιαφορία. Σήμερα η ουσία της ζωής τοποθετείται αλλού. Στο τάμπλετ, στο σμάρτ φον, στο Wi-Fi, στην TV, στη μουσική το χορό... Τα άτομα δεν κινητοποιούνται πια από την προβολή συλλογικών συμφερόντων όπως το εθνικό συμφέρον, το ταξικό συμφέρον, το οικονομικό συμφέρον. Όχι πως έλλειψαν τα συμφέροντα αυτά, έπαψαν όμως να διεγείρουν, να ερεθίζουν, να συγκινούν. Ο αριθμός των ενηλίκων που ονειρεύονται να ζουν χωρίς να δουλεύουν έχει διπλασιαστεί σε 15 χρόνια και έφτασε το 30%. Για την πλειοψηφία των νέων του κόσμου μας, ανέργων και μη, η εργασία δεν είναι πια πηγή ατομικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας, παρά έγινε ένα «δυσάρεστο μέσο για να βγάζεις χρήματα».

Με έκπληξη διάβασα σύνθημα γραμμένο με μπογιά σε τοίχο που έλεγε «σύνταξη στα έντεκα». Δεν είναι μόνο ειρωνεία και κυνισμός. Είναι πιστεύω, είναι αίτημα, και τούτο είναι που βαραίνει. Κάπου αλλού, μια που θυμήθηκα τη  φιλολογία του τοίχου, γραμμένη με χρωματιστό σπρέι μια παρατήρηση: «Το να μισείς το σχολείο είναι σημάδι πως είσαι έξυπνος». Στην Αγγλία, έξω από ακριβό δημοτικό σχολείο μιας αριστοκρατικής συνοικίας του Λονδίνου έγραψαν οι μαθητές στον τοίχο του κτιρίου με μπογιά σε στίχο: «λύσε τις ασκήσεις σου / κάνε επαναλήψεις για τις εξετάσεις σου / υπάκουσε σ’ ό,τι σου λένε / και μετά πέθανε».

Όλοι όσοι απόμειναν ακόμα να διακηρύττουν πως υπάρχουν ακόμα ιδανικά που για χάρη τους πρέπει ν’ απαρνιέσαι τις απολαύσεις της ζωής, δεν είναι παρά ενοχλητικοί κουφιοκέφαλοι. Ο ζαμανφουτισμός, που στις μέρες μας έκανε το ντεμπούτο του, είναι τρόπος ζωής καθημερινής και όχι λόγια. Δεν ασχολείται ο κόσμος πια να λύσει, να διορθώσει, να αλλάξει. Αποφάσισε, αδιαφορία και καλοπέραση. Αίσθημα αυτοσυντήρησης θα πει κάποιος. Ίσως, μα τα πρόσωπα των ανθρώπων γίνονται κάθε μέρα και πιο άγρια, πιο σκληρά, πιο απάνθρωπα. Οι καρδιές πεισματικά εχθρικές και αφιλόξενες. Οι διαθέσεις τους ψυχρές, ζουν τις μέρες τους άχρωμα, ανόρεχτα, κουρασμένοι χωρίς να περιμένουν τίποτα από κανέναν. Μα δεν είναι θάνατος αυτό; Πόσο απέχει; Ο κόσμος μας πεθαίνει και το χειρότερο χωρίς αντιδράσεις, χωρίς σπασμό στο πρόσωπο, χωρίς πόνου διαμαρτυρία.

Μα ας μη κάνουμε το λάθος. Τα πράγματα δεν άρχισαν από δω. Εδώ καταλήξαν. Στο σημείο αυτό είναι το κατάντημά τους. Το ξεκίνημα πάει λίγο πίσω. Χρονολογικά μερικές χιλιάδες χρόνια πίσω. Τότε που κομπασμένος και προσβλητικά εγωιστής ο άνθρωπος έδιωξε το Θεό από τη ζωή του για να χτίσει το δικό του κόσμο, για να ζήσει μόνος «ελεύθερος» από την περιοριστική και ταπεινωτική όπως νόμιζε παρουσία του Θεού στη ζωή του. Με μια ψυχρή μονοκοντυλιά διάγραψε τη Ζωή από τη ζωή του, το φως από τον δρόμο του, την οδηγία από την πορεία του, την αγάπη και τη ζεστασιά του Θεού από κοντά του. Το αποτέλεσμα.

Το βλέπουμε και το θερίζουμε όλοι μας. Αργός καθημερινός θάνατος. Ζήλεψε ο άνθρωπος να γίνει θεός. Να φτάσει ψηλά, ανεξάρτητα από το Θεό του ουρανού που τον έφερε στην ύπαρξη. Μόνος του, μετά δικά του χωμάτινα μπράτσα. Μα από την ώρα που απομακρύνθηκε ο Θεός από δίπλα του μέχρι σήμερα κατρακυλάει σε μια άβυσσο αποτυχιών, προβλημάτων, αδιεξόδων.

Μα παρόλα αυτά ο Θεός δεν είναι μακριά. Μπορεί να διώχτηκε, να προδόθηκε η αγάπη του από τους ανθρώπους, μα στέκει με αγάπη και στοργή περιμένοντας ποιος θα φωνάξει, ποιος θα τον ζητήσει, ποιος θα αναγνωρίσει τα δίκαιά Του, για να τρέξει να τον λυτρώσει χαρίζοντάς του τον Ιησού Χριστό. Δεν είναι δύσκολο, είναι απλό. Δεν έχει σημασία τι κάνουν οι άλλοι ή πού βαδίζει ο κόσμος μας. Σημασία για το Θεό έχεις εσύ και γω προσωπικά. Αν ειλικρινά τον ζητήσεις, αν ταπεινά τον αναγνωρίσουμε, αν Τον θελήσουμε Κύριο της ζωής μας ή αν θα συνεχίσουμε τη ζωή της άρνησης και του χλευασμού που διάλεξαν οι άλλοι. Εκείνη την ημέρα μπροστά στο βήμα του Κυρίου, που θα πρέπει όλοι μας να περάσουμε και να δώσουμε λόγο, ο Κύριος θα ξαναπεί όπως και παλιά «τι ήταν δυνατόν να κάμω και δεν έκαμα;». Και τούτο είναι που θα μας καταδικάσει αιώνια.