Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Θεός φανερώθηκε εν σαρκί στο πρόσωπο του Ιησού

 

Η δήλωση ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός αναγκαστικά συνεπάγεται ότι ο Θεός ανέλαβε (πήρε) ανθρώπινη σάρκα. Αυτό, στην πραγματικότητα, είναι ό,τι μας λέει η Γραφή.

1.  Ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, εφάνη εις αγγέλους, εκηρύχθη εις τα έθνη, επιστεύθη εις τον κόσμον, ανελήφθη εν δόξη” (Α’ Τιμ.γ:16, δες το εδάφιο 15 για επιβεβαίωση ότι το θέμα του εδ.16 είναι ο Θεός). Ο Θεός φανερώθηκε (έγινε ορατός) εν σαρκί, ο Θεός δικαιώθηκε (φάνηκε ότι είναι δίκαιος) εν Πνεύματι, ο Θεός έγινε ορατός από αγγέλους, ο Θεός πιστεύθηκε στον κόσμο και ο Θεός ανελήφθει εν δόξη. Πώς και πότε έγιναν όλα αυτά; Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.


2.  “Εν αρχή ήτο ο Λόγος, και ο Λόγος ήτο παρά τω Θεώ, και Θεός ήτο ο Λόγος...Και ο Λόγος έγεινε σαρξ...” (Ιωάν.α:1,14). Κυριολεκτικά, ο Λόγος (Θεός) κατοίκησε ή σκήνωσε εν σαρκί. Πότε ο Θεός κατοίκησε ή ενδύθηκε σάρκα; Στον άνθρωπο Ιησού Χριστό. Αυτά τα εδάφια της Γραφής αποδεικνύουν ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός - ότι είναι ο Θεός που φανερώθηκε (αποκαλύφθηκε, έγινε γνωστός, έγινε φανερός, παρουσιάστηκε, έδειξε τον εαυτό Του) εν σαρκί.
  
   Ο Θεός είναι Πνεύμα - χωρίς σάρκα και αίμα, μη ορατός από τον άνθρωπο. Για να γίνει ορατός και για να χύσει αθώο αίμα για τις αμαρτίες μας, έπρεπε να ενδυθεί σάρκα. Ο Ιησούς δεν είναι ένας άλλος Θεός ή ένα μέρος του Θεού, αλλά είναι ο Θεός της Π. Διαθήκης που φανερώθηκε εν σαρκί. Είναι ο Πατέρας, είναι ο Γιάχβε που ήρθε εν σαρκί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού, το οποίο είχε δημιουργήσει η αμαρτία του ανθρώπου. Ντύθηκε σάρκα όπως ένας άνθρωπος φοράει πάνω του ένα παλτό.
  
   Πολλά εδάφια της Γραφής διακηρύττουν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεός της Π. Διαθήκης ενδεδυμένος σάρκα, με σκοπό ν’ αποκαλύψει τον εαυτό Του και να συμφιλιωθεί με τον άνθρωπο.

3.  “Δηλονότι ο Θεός ήτο εν τω Χριστώ, διαλλάσσων τον κόσμον προς εαυτόν” (Β’ Κορ.ε:19).

4.  “Ουδείς είδέ ποτέ τον Θεόν, ο Μονογενής Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός εκείνος εφανέρωσεν {μίλησε, αποκάλυψε} αυτόν” (Ιωάν.α:18).

5.  “Ο Θεός αφού ελάλησε το πάλαι προς τους πατέρας ημών δια των προφητών πολλάκις και πολυτρόπως, εν ταις εσχάταις ημέραις ελάλησε προς ημάς δια του Υιού...όστις, ων απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού...” (Εβρ.α:1-3).

6.  Ο Ιησούς είναι “η εικών του Θεού του αοράτου” (Κολ.α:15, Β’ Κορ.δ:4).

7.  Αυτός είναι ο Θεός που φανερώθηκε σε σάρκα (Εβρ.ι:20). Όπως προφήτευσε ο Αβραάμ, χωρίς, μάλλον να καταλαβαίνει ακριβώς το νόημα των λόγων του, “ο Θεός θέλει προβλέψει εις εαυτόν το πρόβατον” (Γεν.κβ:8). Ο Θεός πραγματικά προμήθευσε ένα σώμα για τον εαυτό Του: “Θυσίαν και προσφοράν δεν ηθέλησας, αλλ’ ητοίμασας εις εμέ σώμα” (Εβρ.ι:5).

8.  Ο Ιησούς ήταν ο κατασκευαστής του οίκου (ο Θεός Πατέρας και Δημιουργός) και επίσης ο υιός “επί τον οίκον αυτού”. (Εβρ.γ:3-6).

9.  Ήρθε στα πλάσματά Του και στον εκλεκτό λαό Του αλλά αυτοί δεν Τον αναγνώρισαν ούτε Τον δέχτηκαν (Ιωάν.α:10-11).

Το μυστήριο της ευσέβειας

Το γεγονός ότι ο Θεός φανερώθηκε εν σαρκί είναι ένα από τα πιο θαυμαστά και συγχρόνως πιο ακατανόητα πράγματα σχετικά με το Θεό. “Και αναντιρρήτως το μυστήριον της ευσεβείας είναι μέγα: ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί...” (Α’ Τιμ.γ:16).

Ο Ιησούς δεν μοιάζει με κανένα άλλον άνθρωπο που υπήρξε ή θα υπάρξει. Έχει δύο φύσεις, είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Τα περισσότερα προβλήματα που δημιουργούνται μέσα στο νου των ανθρώπων σχετικά με τη θεότητα πηγάζουν απ’ αυτό το μεγάλο μυστήριο. Δεν μπορούν να κατανοήσουν τη διπλή φύση του Χριστού και να διαχωρίσουν σωστά τους δύο Του ρόλους. Δεν μπορούν να κατανοήσουν πώς ο Θεός ανέλαβε τη μορφή ενός μωρού και έζησε ανάμεσα στους ανθρώπους.

Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως πώς συνέβη η θαυμαστή σύλληψη - η ένωση του Θεού με τον άνθρωπο - μέσα στη μήτρα της Μαρίας, αλλά μπορούμε να το δεχτούμε δια πίστεως. Στην πραγματικότητα, αν δεν πιστεύουμε ότι ο Ιησούς ήρθε εν σαρκί έχουμε το πνεύμα του αντίχριστου (Β’ Ιωάν.ζ), αλλά εφόσον δεχόμαστε αυτή τη διδασκαλία για το Χριστό έχουμε και τον Πατέρα και τον Υιό (Β’ Ιωάν.θ). Ο Πατέρας και ο Υιός φανερώνονται εν Χριστώ (Ιωάν.ι:30, ιδ:6-11).

Το μυστήριο του Θεού εν σαρκί ήταν ένας μεγάλος λίθος προσκόμματος για τους Εβραίους. Δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν πώς ο Ιησούς που ήταν ένας άνθρωπος, μπορούσε να είναι και ο Θεός (Ιωάν.ι:33). Επειδή ισχυριζόταν ότι ήταν Θεός Τον απέρριψαν και ζητούσαν να Τον σκοτώσουν (Ιωάν.ε:18, ι:33).

Μπορούμε εύκολα να τα καταλάβουμε αυτά αν κατανοήσουμε ότι ο Ιησούς έχει διπλή φύση. Είναι συγχρόνως Πνεύμα και σάρκα, Θεός και άνθρωπος, Πατέρας και Υιός. Από την ανθρώπινη πλευρά είναι ο Υιός του ανθρώπου, ενώ από τη θεϊκή πλευρά είναι ο Υιός του Θεού και ο Πατέρας που κατοικεί εν σαρκί.

Η διπλή φύση του Ιησού Χριστού.

Από τη Βίβλο, βλέπουμε, ότι ο Ιησούς είχε καθαρά δύο φύσεις, κατά τέτοιο τρόπο, που ποτέ άλλοτε κανένας άνθρωπος δεν είχε. Η μία φύση ήταν η ανθρώπινη ή σαρκική και η άλλη η θεία ή πνευματική. Ο Ιησούς ήταν τέλειος άνθρωπος και ο Θεός. Το όνομα Ιησούς, αναφέρεται στο αιώνιο Πνεύμα του Θεού (του Πατέρα) που κατοίκησε στη σάρκα του ανθρώπου Χριστού. Μπορούμε να χρησιμοποιούμε το όνομα Ιησούς για ν’ αναφερθούμε είτε στη μία απ’ τις δύο φύσεις Του, είτε και στις δύο μαζί. Για παράδειγμα, όταν λέμε ότι ο Ιησούς πέθανε στο σταυρό, εννοούμε ότι η ανθρώπινη φύση, η σάρκα Του πέθανε στο σταυρό. Όταν λέμε ότι ο Ιησούς κατοικεί στην καρδιά μας, εννοούμε ότι ο Θεός, που είναι Πνεύμα, είναι εκεί.

Παρακάτω, ακολουθεί ένας συγκριτικός κατάλογος που θα δείξει τι εννοούμε όταν λέμε ότι ο Ιησούς είχε δύο φύσεις ή διπλή φύση.


Σαν άνθρωπος ο Ιησούς:
Αλλά σαν ο Θεός:
1. Γεννήθηκε σαν μωρό (Λουκ.β:7)
Υπήρχε πάντοτε (Μιχ.ε:2  Ιωάν.α:1-2)
2. Αυξήθηκε διανοητικά, φυσικά, πνευματικά, κοινωνικά (Λουκ.β:52)
Είναι πάντοτε ο ίδιος (Εβρ.ιγ:8)
3. Πειράχτηκε απ’ το διάβολο (Λουκ.δ:2)
Εκβάλει δαιμόνια (Ματθ.ιβ:28)
4. Πείνασε (Ματθ.δ:2)
Είναι ο άρτος της ζωής (Ιωάν.ς:35) και με θαύμα έθρεψε πλήθη (Μάρκ.ς:38-44, 52)
5. Δίψασε (Ιωάν.ιθ:28)
Έδωσε ζωντανό νερό (Ιωάν.δ:14)
6. Κουράστηκε (Ιωάν.δ:6)
Αναπαύει τους κουρασμένους (Ματθ.ια:28)
7. Κοιμήθηκε στην καταιγίδα Μάρκ.δ:38
Ησύχασε την καταιγίδα (Μάρκ.δ:39-41)
8. Προσευχήθηκε (Λουκ.κβ:41)
Απάντησε προσευχές (Ιωάν.ιδ:14)
9. Μαστιγώθηκε και χτυπήθηκε  (Ιωάν.ιθ:1-3)
Θεράπευσε τους ασθενείς (Ματθ.η:16-17 Α’ Πέτρ.β:24)
10. Πέθανε (Μάρκ.ιε:37)
Ανάστησε το σώμα Του απ’ τους νεκρούς (Ιωάν.β:19-21  κ:9)
11. Έγινε θυσία περί αμαρτίας (Εβρ.ι:10-12)
Συγχώρεσε αμαρτίες (Μάρκ.β:5-7)
12. Δεν ήξερε τα πάντα (Μάρκ.ιγ:32)
Γνώριζε τα πάντα (Ιωάν.κα:17)
13. Δεν είχε δύναμη (Ιωάν.ε:30)
Είχε όλη την εξουσία (Ματθ.κη:18 Κολ.β:10)
14. Ήταν κατώτερος απ’ το Θεό (Ιωάν.ιδ:28)
Ήταν ίσος με το Θεό, ήταν ο Θεός (Ιωάν.ε:18)
15. Ήταν υπηρέτης (Φιλιπ.β:7-8)
Ήταν Βασιλιάς βασιλιάδων (Αποκ.ιθ:16)

Μπορούμε ν’ απαντήσουμε τις περισσότερες ερωτήσεις σχετικά με τη θεότητα, αν καταλάβουμε σωστά τη διπλή φύση του Ιησού. Όταν διαβάζουμε κάτι για τον Ιησού, πρέπει ν’ αποφασίσουμε αν μιλάει γι’ Αυτόν σαν το Θεό ή σαν άνθρωπο. Ακόμα, κάθε φορά που ο Ιησούς μιλάει στις Γραφές, πρέπει να ξέρουμε πώς μιλάει, σαν ο Θεός ή σαν άνθρωπος.

Καμιά φορά, είναι εύκολο να μπερδευτούμε, όταν η Γραφή περιγράφει τον Κύριο σ’ αυτούς τους δύο διαφορετικούς ρόλους Του, ιδιαίτερα όταν Τον δείχνει να ενεργεί σαν Θεός, αλλά και σαν άνθρωπος στην ίδια ιστορία. Για παράδειγμα, μπορούσε να κοιμάται τη μια στιγμή και την άλλη να ησυχάζει την τρικυμία. Τη μια στιγμή μπορούσε να μιλάει σαν άνθρωπος και την άλλη στιγμή σαν ο Θεός. Εμείς όμως, πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός κι όχι απλά κάποιος χρισμένος άνθρωπος. Την ίδια στιγμή όμως ήταν τέλειος άνθρωπος κι όχι κάποια φανέρωση ανθρώπου. Είχε διπλή φύση κατά τέτοιο τρόπο που εμείς σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να έχουμε.

Θέσεις μέσα στην ιστορία σχετικά με το Χριστό.

Η διπλή φύση του Χριστού, έχει αντιμετωπιστεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους κατά τη διάρκεια της ιστορίας της εκκλησίας. Θα εξετάσουμε αυτές τις διαφορετικές απόψεις μ’ ένα σύντομο και γενικό τρόπο.

Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Ιησούς ήταν μόνο ένας γενναιόδωρα χρισμένος άνθρωπος που τον χρησιμοποιούσε το Πνεύμα (Εβιονιτισμός, Γιουνιταριανισμός). Αυτή η λάθος θέση αγνοεί τελείως την πνευματική Του φύση. Άλλοι έχουν πει ότι ο Ιησούς ήταν μόνο ένα πνευματικό όν (Δοκητισμός - διδασκαλία του Γνωστικισμού) αγνοώντας έτσι την ανθρώπινη φύση Του. Ο Ιωάννης έγραψε ότι όσοι αρνούνται ότι ο Ιησούς ήρθε εν σαρκί δεν είναι απ’ το Θεό, αλλά έχουν ένα αντίχριστο πνεύμα (Α’ Ιωάν.δ:2-3).

Ακόμα κι ανάμεσα σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι ο Ιησούς έχει διπλή φύση, υπάρχουν λάθος απόψεις. Κάποιοι έχουν προσπαθήσει να διακρίνουν ανάμεσα στον Ιησού και το Χριστό, λέγοντας ότι ο Χριστός ήταν ένα θείο όν που προσωρινά κατοίκησε μέσα στον Ιησού, ξεκινώντας από τη βάπτισή Του, αλλά αποχώρησε απ’ τον άνθρωπο Ιησού λίγο πριν το θάνατό Του (Κηρινθιανισμός - διδασκαλία του Γνωστικισμού). Με την ίδια διάθεση, κάποιοι άλλοι λένε ότι ο Ιησούς ήταν άνθρωπος που έγινε Θεός σε κάποια στιγμή της ζωής Του, αφού ενηλικιώθηκε, στη βάπτιση, σαν αποτέλεσμα μιας υιοθετικής ενέργειας του Θεού (Δυναμικός Μοναρχιανισμός, Υιοθετισμός). Με άλλα λόγια, αυτή η διδασκαλία λέει ότι ο Ιησούς ήταν άνθρωπος που τελικά έγινε Θεός. Άλλοι θεωρούν τον Ιησού σαν μια δημιουργημένη θεότητα, όμοια με του Πατέρα, αλλά υποδεέστερη απ’ αυτή, κάτι σαν ημίθεος (Αρειανισμός). Μετά, κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι ο Ιησούς είναι απ’ την ίδια ουσία με τον Πατέρα, δεν είναι ο Πατέρας, αλλά υποτασσόμενος στη θεότητα του Πατέρα.

Ενώ η Βίβλος είναι σαφής ότι ο Ιησούς ήταν τέλειος άνθρωπος αλλά και το πλήρωμα της θεότητας, δεν περιγράφει με λεπτομέρειες πώς αυτές οι δύο φύσεις είναι ενωμένες στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αυτό, επίσης, έγινε αντικείμενο πολλών θεωριών και συζητήσεων. Ίσως, υπάρχουν περιθώρια για αποκλίνουσες απόψεις σ’ αυτό το ζήτημα, εφόσον η Γραφή δεν το εξετάζει κατευθείαν. Στην πραγματικότητα, αν υπάρχει κάποιο μυστήριο σχετικά με τη θεότητα, αυτό θα έχει να κάνει με την απόφαση ακριβώς πώς ο Θεός φανερώθηκε εν σαρκί (Δες Α’ Τιμ.γ:16). Η μελέτη της φύσης ή των φύσεων του Χριστού, ονομάζεται Χριστολογία.

Ένας τρόπος για να εξηγηθεί η θεία και η ανθρώπινη φύση στο Χριστό, είναι να πει κανείς ότι ήταν ο Θεός που ζούσε σ’ ένα ανθρώπινο σπίτι. Με άλλα λόγια, είχε δύο ευκρινείς φύσεις ενωμένες όχι στην υπόσταση, παρά μόνο στο σκοπό, τη δράση και την εμφάνιση (Νεστοριανισμός). Αυτή η άποψη συνεπάγεται ότι ο Χριστός είναι χωρισμένος σε δύο πρόσωπα, κι ότι το ανθρώπινο πρόσωπο μπορούσε να υπάρχει κατά την απουσία του θείου. Η σύνοδος της Εφέσου το 431 μ.Χ. καταδίκασε αυτή τη θέση του Νεστόριου σαν αιρετική.

Ωστόσο, πολλοί θεολόγοι, ανάμεσά τους και ο Μαρτίνος Λούθηρος, έχουν πει ότι ο Νεστόριος, ο κύριος ερμηνευτής αυτής της διδασκαλίας, δεν πίστευε στην πραγματικότητα σ’ ένα τόσο δραστικό ξεχώρισμα, αλλά ότι οι αντίπαλοί του διέστρεψαν και παρουσίασαν λάθος τις απόψεις του. Προφανώς, αυτός αρνιόταν ότι χωρίζει τον Ιησού σε δύο πρόσωπα. Το βασικό θέμα του Νεστόριου ήταν ότι ήθελε τόσο πολύ να κάνει διάκριση ανάμεσα στις δύο φύσεις του Χριστού, ώστε κανείς να μην μπορεί να ονομάσει τη Μαριάμ Θεοτόκο, κάτι που συνηθιζόταν πολύ στις μέρες του.

Μια άλλη Χριστολογική άποψη πίστευε ότι η ανθρώπινη και η θεϊκή φύση του Χριστού ήταν τόσο πολύ αναμεμιγμένες, που στην πραγματικότητα υπήρχε μόνο μία επικρατούσα φύση, η θεϊκή (Μονοφυσιτισμός). Μια παρόμοια θέση ήταν ότι ο Ιησούς δεν είχε δύο θέλω αλλά ένα, ανθρωπο-θεϊκό (Μονοθελιτισμός). Άλλοι πίστευαν ότι ο Ιησούς δεν είχε τέλεια ανθρώπινη φύση (Απολλιναριανισμός), μπορεί να είχε σώμα και ψυχή, αλλά αντί για ανθρώπινο πνεύμα είχε μόνο το Πνεύμα του Θεού που κατοικούσε μέσα Του. Με άλλα λόγια, αυτή η γνώμη μπορεί να διατυπωθεί ότι ο Ιησούς ήταν ένα ανθρώπινο σώμα, ζωοποιημένο μόνο απ’ το Πνεύμα του Θεού, ή ότι ο Ιησούς δεν είχε ανθρώπινο νου, αλλά μόνο τον θείο νου (το Λόγο).

Απ’ τη μια μεριά έχουμε την άποψη που δίνει έμφαση στο ξεχώρισμα των δύο φύσεων του Χριστού κι απ’ την άλλη, έχουμε κάποιες απόψεις που δέχονται μία τελικά επικρατούσα φύση, τη θεϊκή, μια ολοκληρωτικά ενωμένη φύση που στην ουσία δεν είναι τέλεια ανθρώπινη.

Ο Ιησούς είχε τέλεια, αλλά αναμάρτητη ανθρώπινη φύση.

Η αλήθεια ίσως βρίσκεται κάπου ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις θέσεις που πήραν διάφοροι θεολόγοι στην ιστορία της εκκλησίας. Η θέση της Γραφής είναι ότι ο Ιησούς είχε μια τέλεια ανθρώπινη φύση την ίδια στιγμή που ήταν ο Θεός στην πληρότητά Του, αλλά δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε αυτές τις δύο φύσεις την περίοδο της επίγειας ζωής Του.

Είναι φανερό ότι ο Ιησούς είχε ανθρώπινο θέλω, νου, πνεύμα, ψυχή και σώμα, αλλά είναι εξίσου φανερό ότι το πλήρωμα της θεότητας κατοικούσε στο σώμα του. Αυτό που ταπεινά μπορούμε να πούμε, είναι ότι το πνεύμα Του με το Πνεύμα του Θεού που κατοικούσε μέσα Του χωρίς μέτρο, ήταν αχώριστα.

Το Άγιο Πνεύμα μπορούσε να ξεχωριστεί από το ανθρώπινο σώμα με το θάνατο, αλλά η ανθρώπινη φύση Του ήταν κάτι περισσότερο από ένα ανθρώπινο σώμα, ήταν ένα οστράκινο σκεύος με το Θεό μέσα του. Ήταν άνθρωπος ως προς το σώμα την ψυχή και το πνεύμα, με την πληρότητα του Πνεύματος του Θεού να κατοικεί στο σώμα, την ψυχή και το πνεύμα Του. Ο Ιησούς διέφερε από ένα άνθρωπο που είναι γεμάτος απ’ το Πνεύμα του Θεού, στο ότι είχε όλο το πλήρωμα του Θεού μέσα Του, χωρίς μέτρο. Κατείχε την απεριόριστη δύναμη, εξουσία και χαρακτήρα του Θεού. Επιπλέον, σε αντίθεση μ’ ένα αναγεννημένο, πλήρη Πνεύματος Αγίου άνθρωπο, το Πνεύμα του Θεού ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη φύση του Ιησού. Μόνο μ’ αυτούς τους όρους μπορούμε να περιγράψουμε και να διακρίνουμε τις δύο φύσεις του Ιησού, ξέρουμε ότι ενεργούσε και μιλούσε πότε σαν άνθρωπος και πότε σαν Θεός, αλλά επίσης ξέρουμε ότι οι δύο φύσεις του στην πραγματικότητα δεν ήταν χωρισμένες. Με το πεπερασμένο μυαλό μας, μπορούμε να κάνουμε μόνο μια διάκριση κι όχι αποχωρισμό στις δύο φύσεις που ήταν τέλεια ανακατεμένες στο Χριστό.

Αν και ο Κύριος είχε τέλεια ανθρώπινη φύση, δεν είχε την αμαρτωλή φύση της πεσμένης ανθρωπότητας. Δεν είχε αμαρτωλή φύση ούτε υπέκυψε σε αμαρτωλές ενέργειες. Ήταν χωρίς αμαρτία, δεν αμάρτησε και αμαρτία δεν ήταν σ’ Αυτόν (Εβρ.δ:15  Α’ Πετρ.β:22  Α’ Ιωάν.γ:5). Αφού δεν είχε ανθρώπινο πατέρα, δεν κληρονόμησε την αμαρτωλή φύση του πεσμένου Αδάμ. Αντίθετα, ήρθε σαν ο δεύτερος Αδάμ, με αθώα φύση, σαν αυτή που είχε ο Αδάμ στην αρχή (Ρωμ.ε:12-21  Α’ Κορ.ιε:45-49). Ο Ιησούς είχε τέλεια, αλλά αναμάρτητη ανθρώπινη φύση.

Η Βίβλος φανερώνει ότι ο Ιησούς είχε ανθρώπινο θέλω καθώς είχε και θεϊκό. Προσευχήθηκε στον Πατέρα λέγοντας, «ουχί το θέλημά μου, αλλά το σόν ας γείνη» (Λουκ.κβ:42). Το εδ. Ιωάν.ς:38 μας φανερώνει ακριβώς τα δύο θέλω του Ιησού: Δεν ήρθε για να κάνει το δικό του θέλημα (ανθρώπινο θέλω) αλλά το θέλημα του Πατέρα (θείο θέλω).

Το ότι ο Ιησούς είχε ανθρώπινο πνεύμα, είναι αυτονόητο, γιατί όταν ήταν στο σταυρό είπε: «Πάτερ, εις χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου» (Λουκ.κγ:46). Αν και είναι δύσκολο να διακρίνουμε τη διαφορά ανάμεσα στο ανθρώπινο και θείο Πνεύμα Του, μερικές αναφορές φαίνεται να επικεντρώνουν στην ανθρώπινη πλευρά του πνεύματός Του. Για παράδειγμα, «Τότε αναστενάξας εκ πνεύματος αυτού, λέγει...» (Μάρκ.η:12). «Το δε παιδίον ηύξανε, και ενεδυναμούτο κατά το πνεύμα, πληρούμενον σοφίας και χάρις Θεού ήτο επ’ αυτό» (Λουκ.β:40). «Εν αυτή τη ώρα ηγαλλιάσθη κατά το πνεύμα ο Ιησούς....» (Λουκ.ι:21). «εστέναξεν εν τω πνεύματι αυτού, και εταράχθη» (Ιωάν.ια:33). «...εταράχθη τω πνεύματι..» (Ιωάν.ιγ:21).

Ο Ιησούς είχε ψυχή, γιατί είπε: «Περίλυπος είναι η ψυχή μου έως θανάτου...» (Ματθ.κς:38 δες και Μάρκ.ιδ:34). «Τώρα η ψυχή μου είναι τεταραγμένη...» (Ιωάν.ιβ:27). Όταν πέθανε, η ψυχή Του πήγε στον Άδη, όπως όλες οι ψυχές πριν τη θυσία του Γολγοθά (Πράξ.β:27). Η διαφορά ήταν ότι το Πνεύμα του Θεού, που ήταν μέσα στον Ιησού, δεν θα άφηνε την ψυχή Του να μείνει στον Άδη (Πράξ.β:27, 31), αντίθετα νίκησε το θάνατο και τον Άδη (Αποκ.α:18).

Αν δεν δεχτούμε ότι ο Ιησούς ήταν τέλειος άνθρωπος, τότε οι αναφορές της Γραφής στους πειρασμούς Του στην έρημο, δεν έχουν κανένα νόημα (Ματθ.δ:1-11  Εβρ.β:16-18  δ:14-16). Το ίδιο ισχύει για την πάλη και την αγωνία που είχε στη Γεθσημανή (Λουκ.κβ:39-44). Δύο εδάφια της προς Εβραίους επιστολής τονίζουν ότι αφού ο Ιησούς πειράχτηκε όπως εμάς, έχει τα προσόντα να είναι Αρχιερέας μας, μας καταλαβαίνει τέλεια και μας βοηθά στις αδυναμίες μας, «έπρεπε να ομοιωθή κατά πάντα με τους αδελφούς» (Εβρ.β:17), «Διότι δεν έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον να συμπαθήσει εις τας ασθενείας ημών, αλλά πειρασθέντα κατά πάντα καθ’ ομοιότητα ημών, χωρίς αμαρτίας» (Εβρ.δ:15). Στην Εβρ.ε:7-8 λέγει: «Όστις εν ταις ημέραις της σαρκός αυτού, αφού μετά κραυγής δυνατής και δακρύων προσέφερε δεήσεις και ικεσίας προς τον δυνάμενον να σώζη αυτόν εκ του θανάτου, και εισηκούσθη διά την ευλάβειαν αυτού, καίτοι ών υιός, έμαθε την υπακοήν αφ’ όσων έπαθε». Αυτά τα εδάφια δεν δείχνουν κάποιον ανεπηρέαστο από συναισθήματα φόβου και αμφιβολίας. Μάλλον, περιγράφουν κάποιον που είχε αυτές τις ανθρώπινες αδυναμίες, αλλά έπρεπε να υποτάξει το ανθρώπινο θέλω στο αιώνιο Πνεύμα.

Ο Ιησούς σαν άνθρωπος προσευχήθηκε, έκλαψε, έμαθε την υπακοή και υπέφερε. Ο Θεός είχε συνεχώς τον έλεγχο και ήταν πιστός στο σχέδιό Του, αλλά η ανθρώπινη φύση έπρεπε να ζητήσει βοήθεια απ’ το Πνεύμα και να υπακούσει στο θείο σχέδιο. Σίγουρα, όλα αυτά τα εδάφια φανερώνουν ότι ο Ιησούς ήταν τέλειος άνθρωπος, είχε κάθε ανθρώπινη ιδιότητα, εκτός την αμαρτωλή φύση που κληρονομήθηκε με την πτώση. Αν αρνηθούμε την ανθρώπινη φύση του Ιησού, αντιμετωπίζουμε πρόβλημα με την έννοια της απολύτρωσης και της εξιλέωσης. Αν δεν ήταν τέλειος άνθρωπος, η θυσία Του ήταν αρκετή να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος; Μπορούσε πραγματικά να μας αντικαταστήσει στο θάνατο; Μπορούσε αληθινά να έχει τα προσόντα του λυτρωτή, στενού συγγενή;

Όταν ο Γιος του Θεού θυσιάστηκε, στην ουσία μας αντικατέστησε. Πέθανε στη θέση μας, βάσταξε τις αμαρτίες μας και πλήρωσε το μισθό του θανάτου γι’ αυτές (Ησ.νγ:5-6  Α’ Πέτρ.β:24). Γεύθηκε το θάνατο για κάθε άνθρωπο (Εβρ.β:9). Φυσικά, ο μόνος τρόπος που ο Ιησούς θα μπορούσε να γίνει ο αντικαταστάτης μας, και να πεθάνει στη θέση μας, ήταν με τη μορφή ενός τέλειου ανθρώπου.

Ο ρόλος του πλησιέστερου συγγενή, στο πρόσωπο του Χριστού, μπορούσε πάλι να συμβεί μόνο με την ιδιότητά του Υιού. Στην Παλιά Διαθήκη, αν κάποιος άνθρωπος πουλούσε την περιουσία του ή ο ίδιος πουλιόταν σαν δούλος, μόνο ένας στενός συγγενής είχε το δικαίωμα ν’ αγοράσει πίσω αυτή την περιουσία ή να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τη δουλεία (Λευιτ.κε:25, 47-49). Ο Ιησούς, ερχόμενος εν σαρκί έγινε ο αδελφός μας (Εβρ.β:11-12) κι έτσι είχε τις προϋποθέσεις για να μας ελευθερώσει από τη δουλεία. Η Γραφή Τον περιγράφει σαν λυτρωτή (Ρωμ.γ:24  & Αποκ.ε:9).

Σαν άνθρωπος ο Ιησούς μπορεί να μεσιτεύει, να στέκεται δηλαδή ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό αντιπροσωπεύοντας τον άνθρωπο προς το Θεό. Σαν μεσίτης, ο Ιησούς συνδιαλλάσσει τον άνθρωπο με το Θεό, φέρνοντάς τον πάλι σε κοινωνία μ’ Αυτόν (Β’ Κορ.ε:18-19). Το χάσμα ανάμεσα στον Άγιο Θεό και τον αμαρτωλό άνθρωπο, γεφυρώθηκε από τον αναμάρτητο άνθρωπο Ιησού Χριστό. «Διότι είναι είς Θεός, είς και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς» (Α’ Τιμ.β:5). Να σημειώσουμε, πόσο προσεκτικά ο απόστολος Παύλος υποστηρίζει και διαφυλάττει τη μονότητα του Θεού σ’ αυτό το εδάφιο. Δεν υπάρχει διάκριση στο Θεό, αλλά η διάκριση είναι ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο Χριστό Ιησού. Δεν υπάρχουν δύο προσωπικότητες στο Θεό, αλλά ο Ιησούς σαν ο Θεός και σαν άνθρωπος. Δεν μεσιτεύει ο Θεός ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο, ούτε ο «Θεός Υιός». Μάλλον είναι ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός που μεσιτεύει, γιατί μόνο ένας αναμάρτητος άνθρωπος μπορούσε να πλησιάσει τον Άγιο Θεό για χάρη της ανθρωπότητας.

Στενά συνδεδεμένος με το ρόλο του Χριστού σαν μεσίτη, είναι ο ρόλος του ιερέα (Εβρ.β:16-18  δ:14-16). Σαν άνθρωπος, ο Ιησούς πειράχτηκε ακριβώς όπως εμάς κι έτσι μπορεί, σαν αρχιερέας, να συμπαθήσει τις ασθένειές μας. Εισήλθε στην επουράνια σκηνή, πέρασε το καταπέτασμα, μπήκε στα Άγια των Αγίων κι εκεί πρόσφερε το ίδιο Του το αίμα (Εβρ.ς:19  θ:11-12). Με τη θυσία Του και την εξιλέωση, εμείς έχουμε κατευθείαν πρόσβαση στο θρόνο του Θεού (Εβρ.δ:16  ς:20). Ο Υιός είναι ο μέγας Αρχιερέας μας εξαιτίας του οποίου μπορούμε με θάρρος να πλησιάσουμε το Θεό.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η ανθρώπινη φύση του Ιησού, Του δίνει το δικαίωμα να είναι ο παράκλητός, κάποιος που έχει καλεστεί να σταθεί στο πλευρό μας για βοήθεια (Α’ Ιωάν.β:1). Αν αμαρτήσουμε, έστω και μετά που θα πιστέψουμε, έχουμε κάποιον που θα μας υπερασπιστεί και θα ζητήσει έλεος, μπροστά στο Θεό. Για άλλη μια φορά, είναι ο ρόλος του Υιού που πληροί αυτή τη δυνατότητα, γιατί όταν ομολογούμε τις αμαρτίες μας, το αίμα του Χριστού απλώνεται πάνω σ’ αυτές, κάνοντας έτσι την υπεράσπισή Του αποτελεσματική.

Ο Χριστός είναι άνθρωπος γιατί:
·     Γεννήθηκε από γυναίκα (Γαλ.δ:4).
·     Έγινε όμοιος με τους ανθρώπους (Φιλιπ.β:7).
·     Προέκοπτε (Λουκ.β:52).
·     Πείνασε (Ματθ.δ:2).
·     Κουράστηκε (ιωαν.δ:6).
·     Πειράστηκε (Ματθ.δ:2).
·     Ίδρωσε (Λουκ.κβ:44).
·     Δάκρυσε (Ιωαν.ια:35).
·     Πέθανε (Ιωαν.ιθ:33).
·     Τον έθαψαν (Ιωαν.ιθ:42).

Η διπλή φύση του αποδεικνύεται απ’ τις πράξεις Του:

Σαν άνθρωπος έκλαψε στον τάφο του Λάζαρου, αλλά σαν ο Θεός τον ανάστησε (Ιωαν.ια:35,44). Σαν άνθρωπος πέθανε (Ιωαν.ιθ:33) αλλά σαν ο Θεός ανάστησε το σώμα του απ’ τον τάφο (Ιωαν.β:19-21).

Η διπλή φύση Του αποδεικνύεται απ’ τα λόγια Του:

Σαν άνθρωπος είπε: «ο Πατήρ μου είναι μεγαλήτερός μου» (Ιωαν.ιδ:28). Σαν ο Θεός είπε: ¨Εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή» (Ιωαν.ια:25). Σαν άνθρωπος είπε: «Μέλλει ο Υιός του ανθρώπου να παραδοθή εις χείρας ανθρώπων και θέλουσι θανατώσει αυτόν» (Ματθ.ιζ:22,23). Σαν ο Θεός είπε: «Χαλάσατε τον ναόν τούτον, και διά τριών ημερών θέλω εγείρει αυτόν» (Ιωαν.β:19).