Ιωάννειο κόμμα ή Κόμμα Ιωάννου ονομάζεται η τριαδολογική προσθήκη ή νόθα φράση που παρεμβάλλεται στα εδάφια της επιστολής 1 Ιωάννη 5:7, 8 της Καινής Διαθήκης και αναφέρει τα εξής :
«5 Τίς ἐστιν ὁ νικῶν τὸν κόσμον εἰ μὴ ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν
ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ; 6 Οὗτός ἐστιν ὁ ἐλθὼν δι' ὕδατος καὶ αἵματος, Ἰησοῦς Χριστός·
οὐκ ἐν τῷ ὕδατι μόνον, ἀλλ' ἐν τῷ ὕδατι καὶ τῷ αἵματι· καὶ τὸ Πνεῦμά ἐστι τὸ
μαρτυροῦν, ὅτι τὸ Πνεῦμά ἐστιν ἡ ἀλήθεια. 7 Ὃτι τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες [ἐν
τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατὴρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι]. 8
καὶ τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῇ γῇ], τὸ Πνεῦμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ αἷμα,
καὶ οἱ τρεῖς εἰς τὸ ἕν εἰσιν. 9 Εἰ τὴν μαρτυρίαν τῶν ἀνθρώπων λαμβάνομεν, ἡ
μαρτυρία τοῦ Θεοῦ μείζων ἐστίν· ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ ἣν
μεμαρτύρηκε περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ». (1 Ιωάννη 5:5-9)
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι αμφισβητούμενες λέξεις δεν γράφτηκαν από τον απόστολο Ιωάννη αλλά αποτελούν μεταγενέστερη προσθήκη στο κείμενο των χριστιανικών ελληνικών Γραφών.
Ήδη από το 1790, ο Καθηγητής της Ελληνικής στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ Ρίτσαρντ Πόρσον (Richard Porson), έδειξε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι το εδάφιο σχετικά με τους "τρεις ουράνιους μάρτυρες" «δεν υπάρχει πιθανότητα να αποτελούσε μέρος του πρωτότυπου κειμένου της Επιστολής».
Παρόμοια, ο κριτικός κειμένου Φ. Χ. Α. Σκρίβενερ (F. H. A. Scrivener) έγραψε: «Δεν πρέπει να διστάζουμε να διακηρύξουμε την πεποίθησή μας ότι οι αμφισβητούμενες λέξεις δεν γράφτηκαν από τον 'Αγιο Ιωάννη: ότι εισάχθηκαν αρχικά στα λατινικά αντίτυπα στην Αφρική από το περιθώριο, όπου είχαν τεθεί σαν μια ευσεβής και ορθόδοξη ερμηνεία για το εδάφιο 8: ότι από τα λατινικά γλίστρησαν μέσα σε δυο ή τρεις πρόσφατους ελληνικούς κώδικες, και στη συνέχεια στο τυπωμένο ελληνικό κείμενο, στο χώρο αυτό στον οποίο δεν είχαν κανένα δικαίωμα».
Ο Καθηγητής της Βιβλικής Κριτικής και Ερμηνευτικής Φ. Φ. Μπρους (F. F. Bruce) αναφέρει ότι αυτή η φράση «δεν αποτελεί μέρος του πρωτότυπου κειμένου της επιστολής». Σύγχρονοι Ρωμαιοκαθολικοί, Ορθόδοξοι και Προτεστάντες θεολόγοι αναγνωρίζουν παρόμοια ότι «οι λέξεις αυτές δεν ανήκουν στην Καινή Διαθήκη». Ορισμένοι μάλιστα το περιγράφουν ως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εσκεμμένης αλλοίωσης του Βιβλικού κειμένου η οποία είχε θεολογικά-δογματικά κίνητρα σε όλη την χειρογραφική παράδοση της Καινής Διαθήκης. Στον ελλαδικό χώρο, αν και υπήρξαν κάποιοι μελετητές που υποστήριξαν τη γνησιότητα του χωρίου, η γενικότερα αποδεκτή άποψη απορρίπτει την αυθεντικότητα του Ιωάννειου κόμματος «παρενεβλήθη μεταγενεστέρως εν τω θεοπνεύστω κειμένω»
Ήδη από το 1790, ο Καθηγητής της Ελληνικής στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ Ρίτσαρντ Πόρσον (Richard Porson), έδειξε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι το εδάφιο σχετικά με τους "τρεις ουράνιους μάρτυρες" «δεν υπάρχει πιθανότητα να αποτελούσε μέρος του πρωτότυπου κειμένου της Επιστολής».
Παρόμοια, ο κριτικός κειμένου Φ. Χ. Α. Σκρίβενερ (F. H. A. Scrivener) έγραψε: «Δεν πρέπει να διστάζουμε να διακηρύξουμε την πεποίθησή μας ότι οι αμφισβητούμενες λέξεις δεν γράφτηκαν από τον 'Αγιο Ιωάννη: ότι εισάχθηκαν αρχικά στα λατινικά αντίτυπα στην Αφρική από το περιθώριο, όπου είχαν τεθεί σαν μια ευσεβής και ορθόδοξη ερμηνεία για το εδάφιο 8: ότι από τα λατινικά γλίστρησαν μέσα σε δυο ή τρεις πρόσφατους ελληνικούς κώδικες, και στη συνέχεια στο τυπωμένο ελληνικό κείμενο, στο χώρο αυτό στον οποίο δεν είχαν κανένα δικαίωμα».
Ο Καθηγητής της Βιβλικής Κριτικής και Ερμηνευτικής Φ. Φ. Μπρους (F. F. Bruce) αναφέρει ότι αυτή η φράση «δεν αποτελεί μέρος του πρωτότυπου κειμένου της επιστολής». Σύγχρονοι Ρωμαιοκαθολικοί, Ορθόδοξοι και Προτεστάντες θεολόγοι αναγνωρίζουν παρόμοια ότι «οι λέξεις αυτές δεν ανήκουν στην Καινή Διαθήκη». Ορισμένοι μάλιστα το περιγράφουν ως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εσκεμμένης αλλοίωσης του Βιβλικού κειμένου η οποία είχε θεολογικά-δογματικά κίνητρα σε όλη την χειρογραφική παράδοση της Καινής Διαθήκης. Στον ελλαδικό χώρο, αν και υπήρξαν κάποιοι μελετητές που υποστήριξαν τη γνησιότητα του χωρίου, η γενικότερα αποδεκτή άποψη απορρίπτει την αυθεντικότητα του Ιωάννειου κόμματος «παρενεβλήθη μεταγενεστέρως εν τω θεοπνεύστω κειμένω»
Αυτό το απόσπασμα κειμένου ή «κόμμα» δεν περιέχεται σε κανένα από τα αρχαιότερα γνωστά ελληνικό χειρόγραφο της Καινής Διαθήκης, παρά μόνο σε οχτώ πολύ μεταγενέστερα. Σε αυτά μάλιστα είναι προφανές ότι πρόκειται για μετάφραση στα Ελληνικά η οποία βασίζεται σε μια μεταγενέστερη αναθεώρηση της Λατινικής Βουλγάτας. Σε τέσσερα από τα οχτώ χειρόγραφα προστέθηκε αργότερα αυτό το κείμενο ως εναλλακτική ανάγνωση στο περιθώριο. Όλα τα ελληνικά χειρόγραφα (ή τις προσθήκες στο περιθώριο) που περιλαμβάνουν το Ιωάννειο κόμμα εμφανίζονται μετά τον 14ο αιώνα, ενώ χειρόγραφα που χρονολογούνται από τον 16ο αιώνα και έπειτα το περιλαμβάνουν στη μορφή με την οποία εμφανίζεται σήμερα...
Το κείμενο παραλείπεται επίσης από τα χειρόγραφα όλων των αρχαίων μεταφράσεων της Καινής Διαθήκης -στη Συριακή, την Κοπτική, την Αρμενική, την Αιθιοπική, την Αραβική και την Σλαβονική, εκτός από την Λατινική. Ακόμη και στην Λατινική, δεν εμφανίζεται ούτε στην πρωτογενή Αρχαία Λατινική μετάφραση (που χρησιμοποιούν ο Τερτυλλιανός, ο Κυπριανός και ο Αυγουστίνος) ούτε και στη Βουλγάτα, όπως εκδόθηκε αρχικά από τον Ιερώνυμο (Κώδικας Fuldensis, αντίγραφο του 541-546, και Κώδικας Amiatinus, αντίγραφο πριν το 716). Επιπρόσθετα, δεν υφίσταται ούτε στο αναθεωρημένο λατινικό κείμενο του Αλκουίνου (πρώτος γραφέας του Κώδικα Vallicellianus του 9ου αιώνα).
Το γεγονός ότι τα εκατοντάδες αρχαία ελληνικά χειρόγραφα και οι αρχαίες μεταφράσεις δεν το περιέχουν κάνει φανερό ότι δεν επρόκειτο για σφάλμα κατά την αντιγραφή και γενικότερα τη μετάδοση του κειμένου. Επιπλέον, σύμφωνα με κάποιες απόψεις, το κείμενο διασπά αδόκιμα τη συνοχή του νοήματος του συγκειμένου των προηγούμενων και επόμενων εδαφίων.
Επιπλέον, δεν γίνεται καμία αναφορά στο κείμενο αυτό από τους Έλληνες εκκλησιαστικούς Πατέρες των τριαδικών, οι οποίοι αν το είχαν στη διάθεση τους θα το είχαν χρησιμοποιήσει στις μακραίωνες θεολογικές διαμάχες, με τους μονοθειστές(σαβελλιανούς κλπ)...
Η αρχαιότερη περίπτωση παράθεσης της προσθήκης σαν να αποτελούσε μέρος του κανονικού κειμένου της Επιστολής του Ιωάννη είναι μια λατινική πραγματεία με τίτλο Liber Apologeticus (1.4) του 4ου αιώνα που αποδίδεται στον Ισπανό επίσκοπο Πρισκιλλιανό ή στον ακόλουθό του Επίσκοπο Ινστάντιο. Προφανώς η επεξηγηματική αυτή ιδέα επί των εδαφίων της Επιστολής του Ιωάννη προέκυψε όταν άρχισε να δίνεται η ερμηνεία ότι η αναφορά στο νερό, το αίμα και το Πνεύμα συμβόλιζε την τριάδα, ερμηνεία η οποία πιθανώς γράφτηκε ως σημείωση στο περιθώριο του κειμένου αρχικά και στη συνέχεια, με την πάροδο του χρόνου, ενσωματώθηκε μέσα στο κυρίως κείμενο.
Κατά τον 5ο αιώνα αυτό το ερμηνευτικό απόσπασμα άρχισε να παρατίθεται από Λατίνους Πατέρες στη Βόρεια Αφρική και την Ιταλία ως μέρος του κειμένου της Επιστολής, ενώ από τον 6ο αιώνα και έπειτα εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στα χειρόγραφα της Αρχαίας Λατινικής μετάφρασης και της Βουλγάτας. Αυτές οι διαφορετικές μαρτυρίες περί του Ιωάννειου κόμματος διαφοροποιούνται επίσης όσον αφορά τη σειρά και την παράληψη ορισμένων λέξεών του. Στους αιώνες που ακολούθησαν οι εκδόσεις της Βουλγάτας, της επίσημης Βίβλου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, περιλάμβαναν αυτό το αμφισβητούμενο κείμενο.
Στην πραγματικότητα, αναφορά σε αυτό το κείμενο εμφανίζεται για πρώτη φορά στα Ελληνικά σε μια ελληνική έκδοση των Πρακτικών της Δ΄ Λατερανής Συνόδου το 1215. Στο ελληνικό κείμενο της Καινής Διαθήκης, αυτή η εμβόλιμη φράση εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ένα δίγλωσσο ελληνολατινικό χειρόγραφο του 14ου αιώνα γραμμένο στην Ιταλία, το Οττοβονιανό χειρόγραφο 298 (Codex Ottobonianus, Αρ. 629), το οποίο παρουσιάζει διαφορές στη διατύπωση σε σχέση με τη μεταγενέστερη μορφή που επικράτησε ως τη σύγχρονη εποχή. Η επόμενη αναφορά που συναντάται γίνεται από έναν ελληνόγλωσσο συγγραφέα, τον Δομινικανό μοναχό Μανουήλ Καλέκα κατά τον 15ο αιώνα. Στις έντυπες εκδόσεις του ελληνικού κειμένου της Καινής Διαθήκης το 1514 εμφανίστηκε για πρώτη φορά αυτή η εμβόλιμη προσθήκη από τον πρώτο εκδότη της ελληνικής Βίβλου, τον Καρδινάλιο Χιμένεθ (Francisco Jimenez/Ximenes de Cisneros), Αρχιεπίσκοπο του Τολέδου, σε μετάφραση από τα Λατινικά.
Σταδιακή ήταν και η εξέλιξη στην περίπτωση του Βυζαντινού Κειμένου (Byzantine/Majority Text), δηλαδή ενός μεγάλου συνόλου ελληνικών χειρογράφων που παράχθηκαν κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, από τον 6ο έως και τον 15ο αιώνα που εκπροσωπούν ποσοστό περίπου 40% σε σχέση προς το σύνολο των ελληνικών χειρογράφων (πάπυρων, μεγαλογραμμάτων, μικρογράμματων κωδίκων κ.λ.π.) της Κ.Δ. που ανέρχονται σε 5.664. Αυτή η μορφή κειμένου με το πέρασμα του χρόνου ενσωμάτωσε συσσωρευτικά όλο και περισσότερες προσθήκες στο Βιβλικό κείμενο σε σύγκριση με τα αρχαιότερα χειρόγραφα. Στο Βυζαντινό Κείμενο, το οποίο βρίσκεται σε συμφωνία κατά 98% και πλέον με το Textus Receptus, περιλήφθηκε τελικά η παρεμβολή του Ιωάννειου κόμματος. Πρώτα κατέληξε να γίνει «καθολικώς αποδεκτόν από ολόκληρον τον λατινόφωνον χριστιανικόν κόσμον ως γνήσιον Γραφικόν χωρίον» και αργότερα «μετά τον ΙΑ' αι. μετεφράσθη εις την ελληνικήν ώς έχει νυν εις το παραδεδεγμένον κείμενον και εισήχθη εις το κείμενον ελαχίστων χειρογράφων του ΙΕ' αι.»
Στο Κείμενο της Καινής Διαθήκης που επιμελήθηκε ο Έρασμος το 1516 και 1519 δεν περιλαμβανόταν αρχικά το Ιωάννειο κόμμα καθώς ακολούθησε το κείμενο των διαθέσιμων αρχαιότερων ελληνικών κειμένων. Εντούτοις, στην τρίτη έκδοση του Κειμένου του το 1522 αναγκάστηκε να το συμπεριλάβει.
Στο Κείμενο του Εράσμου στηρίχτηκε ο Ρομπέρ Εστιέν (Στέφανος) και περιέλαβε το νόθο κείμενο στην 3η έκδοση του 1550 και στο Κείμενο του Ελζεβίρ του 1633, το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστό ως Textus Receptus. Υπήρξε ακόμη μεγαλύτερη διάδοση όταν το ενσωμάτωσαν τόσο η Κλημεντίνεια Βουλγάτα του 1592, η οποία υπήρξε η επίσημη Βίβλος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όσο και η μετάφραση Ρέιμς (Rheims).
Ο Λούθηρος θεώρησε το Ιωάννειο κόμμα ως εκτός κανόνα και ποτέ δεν το συμπεριέλαβε στη μετάφραση της Βίβλου του. Το 1550 ο Γιοχάνες Μπούγκενχαγκεν (Johannes Bugenhagen) το απέρριψε «για χάρη της αλήθειας». Αν και ο Τίντεϊλ το έβαλε μέσα σε αγκύλες ως αμφισβητούμενο, περιλήφθηκε στο κυρίως σώμα της Μετάφρασης του Βασιλέως Ιακώβου. Το Ιωάννειο κόμμα διαδόθηκε ευρύτερα καθώς παρεισέφρυσε σύντομα από τα χειρόγραφα στις έντυπες τυπογραφικές εκδόσεις που έκαναν την εμφάνισή τους κατά τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα.
Ο Έρασμος, ακολουθώντας τα αρχαιότερα ελληνικά χειρόγραφα, δεν περιέλαβε με τόλμη το Ιωάννειο κόμμα στις δύο πρώτες εκδόσεις της Καινής Διαθήκης που επιμελήθηκε το 1516 και 1519. Αυτό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία καθώς η διαδεδομένη λειτουργική μετάφραση της Εκκλησίας ήταν αποκλειστικά και μόνο η Βουλγάτα. Ο Έρασμος, καθώς έκανε πρόσθετη έρευνα χειρογράφων με τα ίδια αποτελέσματα, αποκρίθηκε ότι θα το περιλάμβανε εφόσον θα του εμφάνιζαν έστω και ένα χειρόγραφο που θα περιείχε το απόσπασμα αυτό. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι τελικά θα έκανε την εμφάνιση του ένα τέτοιο ελληνικό χειρόγραφο -προφανώς κατασκευασμένο κατά παραγγελία για την συγκεκριμένη περίπτωση. Τελικά, ο Έρασμος -παρά τις υποψίες που διατηρούσε αλλά και τις δυσχέρειες που του προκαλούσαν αντίπαλοι που ήταν πρόθυμοι να καταφύγουν ακόμη και στην πλαστογραφία- κράτησε το λόγο του και κατ' αυτό τον τρόπο εξαναγκάστηκε στην τρίτη έκδοση του Κειμένου του το 1522 να συμπεριλάβει και το αμφισβητούμενο κείμενο.
Σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, ο Ισαάκ Νεύτων, συστηματικός μελετητής της Βίβλου, ασχολήθηκε σε βάθος με το δόγμα της Τριάδας. Στο πρωτοποριακό για τη Βιβλική έρευνα έργο Ιστορική Έκθεση για Δύο Αξιοσημείωτες Παραφθορές της Γραφής (An Historical Account of Two Notable Corruptions of Scripture), το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1754 -27 χρόνια μετά τον θάνατό του-, ο Νεύτων εξέτασε εκτενώς όλα τα κειμενικά στοιχεία που ήταν διαθέσιμα από τις αρχαίες πηγές όσον αφορά το εδάφιο 1 Ιωάννη 5:7. Με αναφορές στους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, τα ελληνικά και λατινικά χειρόγραφα και τη μαρτυρία των πρώτων Βιβλικών μεταφράσεων, ο Νεύτων απέδειξε ότι οι επίμαχες λέξεις οι οποίες παρείχαν υποστήριξη στο δόγμα της Τριάδας δεν περιέχονταν στα πρωτότυπα θεόπνευστα κείμενα των Ελληνικών Γραφών. Στη συνέχεια, ανίχνευσε την οδό μέσω της οποίας το νόθο κείμενο παρεισέφρησε στις λατινικές εκδόσεις, αρχικά ως περιθωριακή σημείωση και αργότερα μέσα στο κύριο κείμενο. Έδειξε ότι για πρώτη φορά περιλήφθηκε σε ελληνικό κείμενο το 1515 από τον Ισπανό Καρδινάλιο Χιμένεθ, στο Κομπλούτειο Πολύγλωττο (Complutensian Polyglot) με την υποστήριξη ενός μεταγενέστερου ελληνικού χειρογράφου το οποίο είχε διορθωθεί με βάση το λατινικό. Ολοκληρώνοντας, ανέφερε σχετικά με την έννοια και τα συμφραζόμενα του εδαφίου: «Έτσι [δηλ. χωρίς την προσθήκη] το νόημα είναι απλό και φυσικό και το επιχείρημα πλήρες και ισχυρό· αν όμως εισάγεις τη μαρτυρία των "Τριών στον Ουρανό" το διακόπτεις και το καταστρέφεις»
Καθώς η κριτική του κειμένου της Καινής Διαθήκης έχει κάνει σημαντική πρόοδο τους πρόσφατους αιώνες, κατέστη δυνατό να μελετηθεί και να προσδιοριστεί η ιστορία αυτής της παρεμβολής στο Βιβλικό κείμενο. Αρχίζοντας με τον Λάχμαν (Karl Lachmann) το 1831, το Ιωάννειο κόμμα απορρίφτηκε από τις κριτικές εκδόσεις του ελληνικού κειμένου καθώς θεωρήθηκε ως δογματική επέκταση του κειμένου στη λατινική παράδοση. Νεότερες κριτικές εκδόσεις του κειμένου της Καινής Διαθήκης, όπως των Νέστλε-'Αλαντ (Nestle-Aland, Novum Testamentum Graece) και των Γουέστκοτ-Χορτ (Westcott-Hort, The New Testament in the Original Greek) προώθησαν την αποκατάσταση του Βιβλικού κειμένου.
Εξέχοντες θεολόγοι και Βιβλικοί λόγιοι όπως ο 'Αλμπερτ Μπαρνς (Albert Barnes) και ο Φίλιπ Σαφ (Philip Schaff) απέρριψαν με σαφή επιχειρήματα τη γνησιότητα του κόμματος.
Ως συνέπεια, η πλειονότητα των Βιβλικών μεταφράσεων διεθνώς
έχει αφαιρέσει εντελώς το αμφισβητούμενο κείμενο ενώ άλλες το περιλαμβάνουν στο
κύριο σώμα του κειμένου αλλά επεξηγούν το ζήτημα σε υποσημείωση. Όχι μόνο το
σύνολο των ρωμαιοκαθολικών μελετητών, αλλά ουσιαστικά όλοι οι σύγχρονοι
μελετητές έχουν αναγνωρίσει ομόφωνα ότι το Ιωάννειο κόμμα «δεν είναι ούτε
γνήσιο ούτε αυθεντικό» και ότι «αποτελεί προσθήκη στα Βιβλικά χειρόγραφα». Όπως
αναφέρει η Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, «συμφώνως προς τα πορίσματα
ταύτα της κριτικής, όλαι αι νεώτεραι κριτικαί εκδόσεις του ελληνικού κειμένου
και αι ξέναι μεταφράσεις απήλειψαν το χωρίον από το κείμενον ως μη δυνάμενον να
αξιώση ιωάννειον καταγωγήν»...