Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Η Επιείκεια – Μια παρεξηγημένη λέξη

Εδάφιο αγαπητό σε ορισμένους πιστούς – ιδιαίτερα εκείνους με ήπιο χαρακτήρα – είναι αυτό στο οποίο ο Παύλος λέει: «Η επιείκειά σας ας γείνη γνωστή εις πάντας τους ανθρώπους» (Φιλιπ.δ:5).

Μάλιστα το επικαλούνται κάθε φορά που θέλουν να παραβλέψουν κάτι κακό, να μην πάρουν θέση και να μην εκφέρουν γνώμη, υποστηρίζοντας πως έτσι “δείχνουν επιείκεια”. Είναι όμως σωστή αυτή η αντίληψη;

Στην πορεία του χρόνου συχνά οι λέξεις αλλάζουν σημασία, αρκετές φορές μάλιστα τόσο πολύ ώστε να σημαίνουν ακόμη και το αντίθετο από ό,τι στην αρχαιότητα. Όταν όμως μελετούμε τα ιερά κείμενα, τα οποία έχουν γραφτεί χιλιάδες χρόνια πριν, είναι μέγιστης σημασίας να γνωρίζουμε σωστά τι είχε στο νου του ο συγγραφέας όταν επέλεξε την κάθε λέξη που χρησιμοποίησε και την οποία εμείς καλούμαστε να ερμηνεύσουμε.

Όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτό έχει συμβεί και με τη λέξη «επιείκεια», η σημασία της οποίας στη γλώσσα της Αγίας Γραφής ήταν αρκετά διαφορετική από αυτό που εννοούμε εμείς σήμερα.

Στην εποχή μας όταν οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη λέξη «επιείκεια», τις περισσότερες φορές υπονοούν ΑΠΟΚΛΙΣΗ από το δίκαιο και πάντα προς το μέρος του υπόλογου. Να μερικά παραδείγματα:
  •  Η μητέρα παρακαλεί το δάσκαλο “να δείξει επιείκεια” στο παιδί της και να μην το βαθμολογήσει όπως πραγματικά του αξίζει αλλά με ΑΝΩΤΕΡΟ βαθμό...
  • Ο δικηγόρος καλεί το δικαστή “να δείξει επιείκεια” και να μην επιβάλλει στον κατηγορούμενο την ποινή που ορίζει ο νόμος αλλά να τη μειώσει όσο αυτό είναι δυνατό – γιατί όχι και να τον αθωώσει...
  • Ο παραβάτης οδηγός παρακαλεί τον τροχονόμο “να δείξει επιείκεια” και να μην σημειώσει την πραγματική ταχύτητα με την οποία έτρεχε, προκειμένου να πληρώσει μικρότερο πρόστιμο...
Με άλλα λόγια ζητούμε να γίνει μια ΑΔΙΚΙΑ σε βάρος του νόμου και του δικαίου. Είναι αυτό όμως το μήνυμα που θέλει να μας μεταδώσει η Αγία Γραφή; Ταιριάζει κάτι τέτοιο στο χαρακτήρα του Θεού μας, που καλούμαστε να μιμηθούμε; Και αν όχι, θα μπορούσε ποτέ ο απόστολος του Χριστού να μας καλέσει να ενεργήσουμε με τέτοιο τρόπο; Αλλά και εξωβιβλικά αν εξετάσουμε το ζήτημα, πάλι ελέγχεται λάθος σύμφωνα με τη γλώσσα και τη λογική.

Ετυμολογικά η λέξη επιείκεια είναι σύνθετη και προέρχεται από τον τύπο <επί+εικής> (πρόθεση επί και μετοχή εικής από το έοικα και επέοικα, που σημαίνει `προσήκω, αρμόζω’), και δηλώνει τη σημασία του πρέποντος (πρβλ. την έκφραση `εικός εστί’=είναι φυσικό, είναι πρέπον). Αντίθετο με το επιεικής είναι το αεικής=απρεπής.

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν προσωποποιήσει αυτή την αρετή και τη λάτρευαν ως θεότητα το ιερό της οποίας αναφέρει ο Πλούταρχος

Όσα γράφονται παραπάνω υποστηρίζονται από τα Λεξικά που λένε:

  • επιείκεια: Συγκαταβατικότητα, μετριοπάθεια, κρίση ή τιμωρία με ηπιότητα ||(αρχ.μεσ.) 1. τήρηση του μέτρου, σύνεση· 2. καλοσύνη, αγαθότητα ||(αρχ.) 1. το λογικό, το εύλογο («λόγος έχει επιείκειάν τινα»)· 2. (για προσ.) ευθύτητα στη συμπεριφορά απέναντι σε κάποιον («η επιείκεια προς τους μέλλοντας επιτηδείους», Θουκ.) (ΠΑΠΥΡΟΥ).
  • επιείκεια: Ευγένεια (Πράξ.κδ:4, Β΄ Κορ.ι:1). Προσεκτική σκέψη που πηγάζει από την αναγνώριση του κινδύνου που πάντα κρύβεται να εφαρμοστούν τα νομικά δικαιώματα σε όρια που ξεπερνούν το ηθικό. Η αρετή που εξασφαλίζει και διορθώνει την αυστηρότητα μιας απόφασης. (ΖΩΔΙΑΤΗ).
Από μια άποψη η λέξη επιεικής φαίνεται ότι αντιτίθεται στο δίκαιος (=αυτός που εφαρμόζει αυστηρά το νόμο). Είναι ευνόητο, εντούτοις, ότι στην πραγματικότητα η επιείκεια όχι μόνο δεν αναφέρεται σε απόκλιση από το δίκαιο αλλά μάλλον επιδιώκει την κατά το δυνατόν ορθότερη επιβολή του, προστατεύοντας και τον κρίνοντα αλλά και τον κρινόμενο από τις υποκειμενικές υπερβολές που συνήθως εκδηλώνει η ελαττωματική ανθρώπινη φύση.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο φιλόσοφος Αριστοτέλης στο σύγγραμμά του «Ηθικά Νικομάχεια» (1137:α,β,1138:α,β) διαθέτει ολόκληρο κεφάλαιο στο οποίο κάνει λεπτομερή ανάλυση των λεπτών διαφορών ανάμεσα στο δίκαιο και την επιείκεια. Οι κυριότερες σκέψεις του μεταφέρονται παρακάτω σε απλή γλώσσα.

Ο Αριστοτέλης αρχίζει με μια λογική παρατήρηση: Κάποιες φορές επαινούμε το επιεικές και τον επιεική άνθρωπο με τρόπο ώστε να μεταχειριζόμαστε τη λέξη αυτή αντί της λέξης αγαθό, δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο ότι το επιεικές είναι ανώτερο (του αγαθού), άλλες φορές όμως – αν ακολουθήσουμε τη λογική – φαίνεται άτοπο ότι το επιεικές είναι άξιο για να επαινεθεί παρά το ότι διαφέρει από το δίκαιο.

Επειδή ή το δίκαιο δεν είναι σπουδαίο ή το επιεικές δεν είναι δίκαιο ή, αν είναι και τα δύο σπουδαία, θα είναι ένα και το αυτό.

Στη συνέχεια σκέπτεται:
(...) το επιεικές είναι μεν δίκαιο, αλλά όχι κατά την έννοια του νόμου, αλλά σαν επανόρθωση του δικαίου που αποδίδεται κατά το γράμμα του νόμου. Η αιτία προκύπτει από το γεγονός ότι κάθε νόμος είναι γενικός και ότι είναι αδύνατο να εκδίδονται σωστές διατάξεις για ειδικά θέματα με ένα γενικό νόμο. Εκεί λοιπόν που υπάρχει η ανάγκη μιας νομικής διάταξης, ο νόμος παίρνει υπόψη του τον μεγαλύτερο αριθμό των περιπτώσεων, χωρίς να αγνοεί το τρωτό σημείο που υπάρχει εδώ. (...) 

Συνεπώς όταν παρουσιάζεται κάποια ειδική περίπτωση που δεν προβλέπεται από τις γενικές διατάξεις του νόμου, τότε είναι ορθό να συμπληρωθεί η έλλειψη αυτή, πράγμα που θα έκανε και ο ίδιος ο νομοθέτης αν την είχε προβλέψει και θα την είχε περιλάβει στο νόμο. Γι' αυτό το επιεικές είναι δίκαιο και μάλιστα καλύτερο από κάποιο συγκεκριμένο δίκαιο, [διό δίκαιον μεν εστίν, και βέλτιον τινός δικαίου] όχι όμως από το δίκαιο με τη γενική έννοια αλλά μόνο από εκείνο το δίκαιο που είναι ελλιπές εξαιτίας της γενικότητας του νόμου.

Και καταλήγει:
Ο επιεικής είναι εκείνος που επιλέγει και ασκεί το δίκαιο, αποφεύγοντας να εφαρμόζει κατά γράμμα το νόμο προς βλάβη των συνανθρώπων του (αλλά επιζητεί να λάβει υπόψη του όλες τις ειδικές παραμέτρους) καλύπτοντας έτσι τις παραλήψεις του νόμου. Και συνεπώς η επιείκεια δεν είναι κάποια άλλη πρακτική αλλά μια πληρέστερη μορφή της δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, είναι προφανές πως όταν ο λόγος του Θεού καλεί τον πιστό να είναι «επιεικής», δεν του ζητά να γίνει ΑΔΙΚΟΣ, αλλά μάλλον να είναι ΔΙΚΑΙΟΣ κατά το πνεύμα και όχι το γράμμα του νόμου.

Όλα αυτά μπορούν να επαληθευτούν στη συνέχεια αν προσέξουμε τα διάφορα εδάφια της Καινής Διαθήκης όπου χρησιμοποιείται η λέξη επιείκεια. Ένα από αυτά αναφέρεται από τον απόστολο Πέτρο, για τη σχέση των δούλων με τους κυρίους τους: «Οι οικέται, υποτάσσεσθε εν παντί φόβω εις τους κυρίους σας, ου μόνον εις τους αγαθούς και επιεικείς, αλλά και εις τους διεστραμμένους» (Α’ Πέτρ.β:18). Δεν χρειάζεται προσπάθεια για να αντιληφθούμε εδώ ότι ένας κύριος εκείνης της εποχής, που είχε αγοράσει κάποιον οικέτη (=οικιακό δούλο), και μάλιστα όχι χριστιανό, θα μπορούσε ποτέ να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον δούλο παρά για τα δικά του συμφέροντα;

Σε άλλο σημείο, γράφοντας προς τους Κορίνθιους ο Παύλος τους παρακαλεί «διά της πραότητος και ε π ι ε ι κ ε ί α ς τ ο υ Χ ρ ι σ τ ο ύ », να μην τον αναγκάσουν να χρησιμοποιήσει την αποστολική εξουσία που είχε «να εκδικήση πάσαν παρακοήν» (Α΄ Κορ.ι:1-6). 

Υπάρχει ίσως κάποιος που θα τολμούσε να υποστηρίξει ότι ο Χριστός, που σε όλη τη Βίβλο παρουσιάζεται σαν «ο δίκαιος», θα μπορούσε ποτέ να είναι “άδικος”; Μη γένοιτο! Το μεγαλείο της σοφίας του Θεού (της άνωθεν σοφίας) αποκαλύφθηκε όχι συγκαλύπτοντας τις αμαρτίες των ανθρώπων –οπότε θα ήταν άδικος– αλλά αποδίδοντας τη δικαιοσύνη Του σε κάποιον εκούσιο αντικαταστάτη, τον Ιησού Χριστό, που σαν Αμνός του Θεού σήκωσε και πλήρωσε ως το τέλος την αμαρτία του κόσμου. 

Ο απόστολος Παύλος δεν θαυμάζει την μεγαλοκαρδία του Θεού επειδή δήθεν αγνοεί ή υποβαθμίζει την ανομία (=αμαρτία), αλλά επειδή κατόρθωσε, θέτοντας ως «μέσον εξιλεώσεως» τη θυσία του αναμάρτητου Υιού του, να ενεργήσει «προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού, διά την άφεσιν των προγενομένων αμαρτημάτων, διά της μακροθυμίας του Θεού· προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού εν τω παρόντι καιρώ, διά να ήναι αυτός δίκαιος, και να δικαιόνη τον πιστεύοντα εις τον Ιησούν» (Ρωμ.γ:23-26).

Καμία, λοιπόν, παρατυπία ή αδικία δεν έκανε ο Θεός απέναντι στην αμαρτία των ανθρώπων, αλλά επέβαλε όλη την τιμωρία στον αντικαταστάτη και μεσίτη μας «άνθρωπον Χριστόν Ιησούν» (Α’ Τιμ.β:5).

Η επιείκεια, συνεπώς, δηλαδή η ορθή απόδοση δικαιοσύνης, ταιριάζει απόλυτα στον Κύριό μας Ιησού Χριστό και στους προεστώτες της εκκλησίας, οι οποίοι μαζί με τα άλλα οφείλουν να είναι «επιεικείς» (Α’ Τιμ.γ:2-3), μα και σε όλους τους πιστούς.
Ας έρθουμε τώρα στο εδάφιο «Η επιείκειά σας ας γείνη γνωστή εις πάντας τους ανθρώπους» (Φιλιπ.δ:5), που αναφέρθηκε στην αρχή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκείνο που πρέπει να δείξουμε στους συνανθρώπους μας είναι η χριστιανική μας προσήλωση στο ΔΙΚΑΙΟ. Ένα δίκαιο που στο βάθος του είναι η μέγιστη καλοσύνη και αγάπη, διότι «αύτη είναι η αγάπη, να περιπατώμεν κατά τας εντολάς αυτού» (Β’ Ιωάν. 6). Κι αυτό δεν είναι άλλο από την καλοσύνη μας, όπως ορθά αποδίδεται στη ΝΔΜ: «Σ’ όλους να δείχνετε την καλοσύνη σας».

Ύστερα από όλα τα παραπάνω, κανείς ας μην επικαλείται την «επιείκεια» με τη σημερινή λανθασμένη σημασία της, ούτε από το Θεό ούτε από τους ανθρώπους, διότι τέτοια «επιείκεια» ούτε πρέπει ούτε μπορεί να δίνεται.
Αντίθετα, όπως μπορούμε άφοβα να επικαλούμαστε την ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ (δικαιοσύνη, αγαθότητα και καλοσύνη) του Θεού, οφείλουμε να δείχνουμε παρόμοια τη δική μας ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ (δικαιοσύνη, αγαθότητα και καλοσύνη) προς τους συνανθρώπους μας.

Η μελέτη σχετικά με την παρερμηνεία που γίνεται από πολλούς χριστιανούς στη λέξη επιείκεια, δίνει την ευκαιρία να αναφερθούμε σε ένα γειτονικό εδάφιο, που επίσης υφίσταται ερμηνευτική “κακοποίηση”, το Φιλιππ.δ:8.

Πώς όμως γίνεται η "κακοποίηση" αυτών των ιερών λόγων; Στην καθημερινή ζωή συμβαίνει κάτι που δεν είναι σύμφωνο με το λόγο του Θεού, π.χ. ένας παραβιάζει απροκάλυπτα τις θείες εντολές, συμπεριφέρεται ανάρμοστα στους άλλους, καταχράται το πνευματικό του αξίωμα (πιο σωστά διακόνημα), αδικεί τον πλησίον του κ.λ.π. (Ο κατάλογος μπορεί να είναι πολύ μεγάλος).

Όταν κάποιος αντιληφθεί το γεγονός και αισθανθεί την ανάγκη να σημειώσει το κακό και να εκφράσει την αντίθεσή του απέναντι σε τέτοιου είδους πρακτικές, συνήθως οι άλλοι προσπαθούν να τον αποστομώσουν με το εν λόγω εδάφιο που λέει: «Όσα είναι αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα καθαρά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, αν υπάρχη τις αρετή και εάν τις έπαινος, ταύτα συλλογίζεστε» (Φιλιπ.δ:8).
Αν τούτο γίνεται σκόπιμα δεν θα το πούμε εμείς, μπορούμε ωστόσο να σημειώσουμε τα αρνητικά αποτελέσματα, όπως είναι εξώθηση των αδελφών σε αδιαφορία για ό,τι κακό συμβαίνει μέσα στην εκκλησία, συγκάλυψη αμαρτιών και ενθάρρυνση προς μίμηση του κακού. (Αφού δεν πειράζει που ο Χ κάνει αυτό ή το άλλο, άρα μπορώ να το κάνω κι εγώ).

Δεν είναι όμως αυτό που θέλει να πει στην εν λόγω περικοπή ο Παύλος, και ευθύς αμέσως παρατίθενται οι λόγοι γι’ αυτή την αντίρρηση:

1. Ο Παύλος  διδάσκει αντίθετα από αυτή την άποψη.

Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι ενώ στο εδάφιο που εξετάζεται, και συνήθως προβάλλεται, ο Παύλος χρησιμοποιεί το ρήμα «συλλογίζεσθε», στο αμέσως επόμενο χωρίο ο Απόστολος χρησιμοποιεί το ρήμα «πράττετε».

Δηλαδή λέει, «Εκείνα τα οποία και εμάθετε και παρελάβετε και ηκούσατε και είδετε εν εμοί, ταύτα πράττετε και ο Θεός της ειρήνης θέλει είσθαι μεθ’ υμών» (εδ. 9).

Υπάρχει σημαντική και ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στο ΣΥΛΛΟΓΙΖΟΜΑΙ και το ΠΡΑΤΤΩ. Το πρώτο έχει να κάνει με κάτι που συμβαίνει ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΝΟΥ ΜΟΥ, το δεύτερο αφορά όσα ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΤΑΣΗ ΜΟΥ φανερώνω προς τα έξω.

Ο συλλογισμός συμβαίνει μέσα στο μυαλό μου και δεν τον γνωρίζει κανείς άλλος. Δεν εκδηλώνεται προς τα έξω και δεν επηρεάζει τους άλλους. Αντίθετα η πράξη εκδηλώνεται προς τα έξω, είναι φανερή προς όλους και επηρεάζει τη στάση και τη σχέση μου προς άτομα και καταστάσεις. Εκείνα, λοιπόν, για τα οποία ο Παύλος προτρέπει τους πιστούς των Φιλίππων αφορούν δύο ξεχωριστές σφαίρες, την εσωτερική και την εξωτερική.

  • Τι πρέπει να συλλογίζομαι; Όλα όσα είναι αληθή, σεμνά, δίκαια, καθαρά, προσφιλή, εύφημα, αρετή, έπαινος.
  • Τι πρέπει να πράττω; Όλα όσα έμαθα, παρέλαβα, άκουσα και είδα στη ζωή του Παύλου.

Στα προηγούμενα εδάφια ο Παύλος  αναφέρθηκε στην ανάγκη για ορθή πίστη (στέκεσθε εν Κυρίω), ομοφροσύνη (να φρονώσι το αυτό εν Κυρίω), πνευματική φροντίδα (βοήθει αυτάς), απόδοση δικαιοσύνης κατά τον καλύτερο τρόπο (επιείκεια), αποφυγή κοσμικής μέριμνας (μη μεριμνάτε περί μηδενός) και εμπιστοσύνη στο Θεό (ας γνωρίζωνται τα ζητήματά σας προς τον Θεόν). Όλα αυτά τα στοιχεία εξασφαλίζουν πνευματική ειρήνη και ασφάλεια στους αδελφούς (θέλει διαφυλάξει τας καρδίας σας και τα διανοήματά σας).

Ύστερα από τα παραπάνω, ο απόστολος έρχεται να διατυπώσει τα συμπεράσματά του (το λοιπόν, αδελφοί), και να περιγράψει με πρακτικό τρόπο και πιο συγκεκριμένα τις συνθήκες που διαμορφώνουν και διατηρούν όσα πιο πάνω με γενικότητα περιέγραψε (συλλογίζεστε όσα είναι αληθή, σεμνά, δίκαια, καθαρά, προσφιλή, εύφημα, αν υπάρχη τις αρετή και έπαινος).

• Τι χρειάζεται να υπάρχει ΜΕΣΑ στο νου μας; Μήπως μίσος, έχθρα, έριδα, μέριμνα; Τίποτα από αυτά. Γύρω μπορεί να συμβαίνουν πολλά και διάφορα, όμως κανένα από αυτά δεν πρέπει να μείνει στο νου μας και να αφαιρέσει το όμορφο κλίμα που χαρίζει η χριστιανική ζωή.

• Τι πρέπει να γίνει όμως με όσα κακά συμβαίνουν ΕΞΩ; Είναι ανάγκη να τα σημειώσουμε, να τα χαρακτηρίσουμε, να τα καταδικάσουμε, να λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα, να αποφύγουμε τους άτακτους και ψευδάδελφους.

Αλλά δεν θα μείνουμε για πάντα εκεί. Θα συνεχίσουμε και πάλι την προσωπική μας πνευματική πορεία, κλείνοντας έξω από το νου και την καρδιά μας (συλλογισμό) κάθε αρνητικό και κακό. Σημαίνει αυτό πως παραβλέπουμε τα κακά; Μήπως πρέπει να καταπίνουμε όλα τα δυσάρεστα; Μήπως πρέπει να αγνοούμε τους πράττοντας τα σκάνδαλα και τις διχοστασίες; Κάθε άλλο. Αφού όμως καταλήξουμε στη στάση που πρέπει να κρατήσουμε απέναντι στις διάφορες αταξίες και αμαρτίες, εμείς θα πρέπει να συνεχίσουμε το δρόμο και τον αγώνα μας βλέποντας πάντα προς τα εμπρός και λησμονώντας τα πίσω. Ο Παύλος για τον εαυτό του θα γράψει: «Τα μεν οπίσω λησμονών, εις δε τα έμπροσθεν επεκτεινόμενος, τρέχω προς τον σκοπόν διά το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού» (Φιλιπ.γ:13).

Ας δούμε μερικά παραδείγματα της διδασκαλίας του Παύλου. Εύχεται στους αδελφούς της Θεσσαλονίκης, «Ο Κύριος είθε να κατευθύνη τας καρδίας σας εις την αγάπην του Θεού και εις την προσδοκίαν του Χριστού», ευθύς αμέσως γράφει, «Σας παραγγέλλομεν αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να απομακρύνησθε από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος και ουχί κατά την παράδοσιν, την οποίαν παρέλαβε παρ’ ημών» (Β’ Θεσ.γ:6). Για πολλούς αυτά τα λόγια φαίνονται ασυνεπή, διότι εκ πρώτης όψεως εύχεται να αποκτήσουν καρδιά γεμάτη από την αγάπη του Θεού, τόσο πλατιά και ανοιχτή ώστε να χωράει μέσα ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΑ. Στην συνέχεια όμως ζητά από τους ίδιους ανθρώπους, στην καρδιά των οποίων θα κατοικεί αυτή ακριβώς η θεϊκή αγάπη, ΝΑ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΟΝΤΑΙ από κάθε αδελφό που βαδίζει ΑΤΑΚΤΩΣ και δεν ακολουθεί την αποστολική διδαχή.

Δεν είναι ασυνεπής ο Παύλος, μόνο που έχει διαφορετικό από εμάς μέτρο με το οποίο μετράει την αγάπη του Θεού, η οποία ποτέ δε θα μπορούσε να ενεργήσει με τρόπο ώστε να Τον κάνει άδικο. Επίσης στην ίδια Επιστολή γράφει: «Και εάν τις δεν υπακούη εις τον λόγον ημών τον διά της επιστολής, τούτον σημειόνετε και μη συναναστρέφεσθε μετ’ αυτού, διά να εντραπή» (γ:14). Πώς μπορείς να πεις ότι κάποιος είναι άτακτος ή ανυπότακτος αν παίρνεις στη σκέψη σου μόνο τα καλά;

Εφόσον υπάρχουν αρνητικά στοιχεία στη ζωή κάποιου, λέει ο Παύλος, αυτά πρέπει να σημειώνονται ώστε όχι μόνο να τον χαρακτηρίσεις αλλά και να πάψεις να τον συναναστρέφεσαι. Αυτό όμως δεν πρέπει να γίνεται με πνεύμα κατακριτικό και εκδικητικό, χωρίς αγάπη και ενδιαφέρον, αλλά με σκοπό ο άνθρωπος εκείνος να συνέλθει και να ντραπεί ώστε να μετανοήσει και αφού πρώτα αποκαταστήσει το σφάλμα του, να αποκατασταθεί και ο ίδιος στην αδελφότητα.

Δεν πρέπει δηλαδή ο χριστιανός να συμπεριφερθεί με μνησικακία, όπως θα έκανε κάθε σαρκικός άνθρωπος, αλλά με φροντίδα και στοργή. Για τούτο και ο απόστολος προσθέτει, «πλην μη θεωρείτε αυτόν ως εχθρόν, αλλά νουθετείτε ως αδελφόν». Στους Θεσσαλονικείς επίσης θα γράψει: «Πάντα δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε· από παντός είδους κακού απέχεσθε» (Α’ Θεσ.ε:21-22). Μπορεί να γίνει δοκιμή χωρίς προηγούμενα να δουλέψει το μυαλό μας, χωρίς να κάνουμε τους πρέποντες συλλογισμούς;

Και πώς είναι δυνατόν να ξεχωρίσουμε το κακό για να απέχουμε από αυτό αν προηγούμενα δεν βάλουμε στη σκέψη μας και συγκρίνουμε αυτά που ακούμε και βλέπουμε μ’ εκείνα που διδάσκει και προστάζει ο λόγος του Θεού;

Τελικά ο Παύλος εξηγεί ότι «ο πνευματικός [άνθρωπος] ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α’ Κορ.β:15). Μέσα στο «πάντα» είναι ασφαλώς και τα καλά και τα κακά της ζωής.

2. Ο Παύλος ακολουθεί διαφορετική πρακτική.

Ας δούμε λίγα παραδείγματα όπου ακολουθεί δρόμο διαφορετικό από εκείνο που προτείνουν οι οπαδοί της “ΣΙΩΠΗΣ”.

Όταν γράφει ότι ο Δημάς τον εγκατέλειψε «αγαπήσας τον παρόντα κόσμον» (Β’ Τιμ.δ:10), δεν κάνει αρνητικό χαρακτηρισμό; Όταν γράφει ότι «ο Αλέξανδρος ο χαλκεύς πολλά κακά μοι έκαμεν» και μάλιστα ζητάει την τιμωρία του (ο Κύριος να αποδώση εις αυτόν κατά τα έργα αυτού) και συνιστά στον Τιμόθεο να τον αποφεύγει (τον οποίον και συ φυλάττου) (Β’ Τιμ.δ:14) δεν κάνει αρνητικές σκέψεις;
Όταν διδάσκει τους Ρωμαίους, «Σας παρακαλώ, αδελφοί, να προσέχητε τους ποιούντας τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα εναντίον της διδαχής, την οποίαν σεις εμάθετε, και απομακρύνεσθε απ’ αυτών» (Ρωμ.ις:17), έφτασε σ’ αυτή την απόφαση έχοντας υπόψη τις αρετές τους;

Όταν ελέγχει τους Κορίνθιους που δεν πήραν θέση απέναντι σ’ εκείνον που μοίχευσε με την μητριά του και λέει, εγώ «έκρινα ήδη ως παρών τον ούτω πράξαντα τούτο», και τους ζητά «να παραδώσητε τον τοιούτον εις τον Σατανάν προς όλεθρον της σαρκός, διά να σωθή το πνεύμα αυτού εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού», σ’ αυτή την απόφαση τον οδήγησαν συλλογισμοί για πράγματα που ήταν σεμνά και καθαρά; Ακριβώς το αντίθετο!

Όταν έγραψε, «Έτι σαρκικοί είσθε. Διότι ενώ είναι μεταξύ σας φθόνος και έρις και διχόνοιαι, δεν είσθε σαρκικοί και περιπατείτε κατά άνθρωπον;» (Α’ Κορ. γ:3), συλλογιζόταν πράγματα αξιέπαινα;

Είτε λοιπόν θα έπρεπε να κατηγορήσουμε τον Παύλο για ασυνέπεια απέναντι σ’ εκείνα που έγραψε στο Φιλιπ.δ:8, είτε πρέπει να παραδεχτούμε ότι εμείς παρανοούμε το νόημα των λόγων του, που είναι και το μόνο ζητούμενο.

3. Η γενική θέση της Βίβλου είναι σαφής και συγκεκριμένη.

Παρόμοια δίδαξε και ο Κύριος Ιησούς Χριστός όταν είπε, «Προσέχετε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς εσάς με ενδύματα προβάτων, έσωθεν όμως είναι λύκοι άρπαγες» (Ματθ.ζ:15).

Στο ίδιο πνεύμα και ο απόστολος Ιωάννης γράφει, «Αγαπητοί, μη πιστεύετε εις παν πνεύμα, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα εν ήναι εκ του Θεού· διότι πολλοί ψευδοπροφήται εξήλθον εις τον κόσμον» (Α’ Ιωάν.δ:1).

Δοκιμάζω, όμως, σημαίνει ΠΑΙΡΝΩ ΥΠΟΨΗ ΜΟΥ κάποια δεδομένα και ΚΡΙΝΩ και, προκειμένου να διακρίνεις και να πεις ότι κάποιος είναι «ψευδοπροφήτης», αναμφίβολα θα φέρεις στο νου σου όχι μόνο ένα αλλά πολλά δεδομένα και στοιχεία, κάθε άλλο παρά “εύφημα”.

4. Η προτεινόμενη πρακτική οδηγεί σε κακά αποτελέσματα.

Τι πρέπει να γίνει, λοιπόν, με εκείνους που μας έχουν πληγώσει, μας έχουν αδικήσει, μας έχουν δυσκολέψει την πορεία με πράξεις και συμπεριφορές τους; Η απάντηση που συνήθως δίνεται είναι να ξεχάσεις, να παραβλέψεις, να κάνεις πως δεν είδες και άλλα παρόμοια... Η στάση αυτή κρύβει δειλία (γιατί να γίνεις κακός), εαυτουλισμό (ας μπλέξουν οι άλλοι), υστεροβουλία (μήπως πέσω κι εγώ σε παράπτωμα) και άλλα τέτοια σαρκικά στοιχεία.

Είναι αξιοπρόσεκτο, επιπλέον, ότι εκείνοι που συστήνουν πλατιά καρδιά και μεγάλο στομάχι, συνήθως το κάνουν όσο οι ίδιοι είναι "έξω από τον χορό". Όταν όμως βρεθούν σε παρόμοιες καταστάσεις, τότε βλέπουμε ότι ξεχνούν όλα αυτά τα μεγάλα λόγια, εκδηλώνουν σαρκικότητα και ξαφνικά θυμούνται “το δίκιο τους”...

Η χριστιανική στάση

Η βιβλική απάντηση είναι λογική, ισορροπημένη και εντελώς διαφορετική από εκείνη της “σιωπής”. Ο λόγος του Θεού προτρέπει να λάβουμε δραστικά μέτρα απέναντι σε κάθε τι και κάθε έναν που θα μπορούσε να γίνει εμπόδιο στην πνευματική πορεία της εκκλησίας και τη χριστιανική μας ζωή σαν πιστών.

Απέναντι σε συμπεριφορές που αποκλίνουν από την αποστολική διδαχή, ο άνθρωπος του Θεού οφείλει να μπει σε συλλογισμούς, λαμβάνοντας υπόψη κίνητρα, ελατήρια, συνθήκες κ.λ.π., ώστε να διακρίνει αν πρόκειται για κάτι στιγμιαίο ή για παγιωμένη κατάσταση ύστερα πρέπει να «σημειώσει», δηλαδή να ξεχωρίσει το άτομο αυτό από την υπόλοιπη αδελφότητα και να τον κατατάξει στα πρόσωπα με τα οποία δεν πρέπει να συναναστρέφεται αλλά μάλλον να αποφεύγει.

Πρέπει όμως να συνεχίσει να τον αγαθοποιεί, όπως θα έκανε και κάθε άλλο άνθρωπο που χρειάζεται το έλεος και τη χάρη του Θεού, μάλλον δε αυτόν, επειδή με κανένα τρόπο δεν έχουμε δικαίωμα εμείς οι άνθρωποι ν’ αποφανθούμε για την αιώνια τύχη του συνανθρώπου μας, πολύ δε περισσότερο για κάποιον που συνυπήρξε μαζί μας για κάποιο διάστημα στο σώμα του Χριστού.

Γι’ αυτό ο απόστολος μάς καλεί να τον βλέπουμε «μη ως εχθρόν», και συστήνει «νουθετείτε ως αδελφόν». Και μόνο το γεγονός ότι καλούμαστε να «νουθετήσουμε» κάποιον, και τούτο μάλιστα παρουσιάζεται ως ΚΑΘΗΚΟΝ μας, συνεπάγεται ότι πρέπει να βλέπουμε, να παρατηρούμε και κυρίως να διακρίνουμε τα πράγματα και τα γεγονότα, και να σχηματίζουμε υπεύθυνη γνώμη «διακρίνοντες τα διαφέροντα» (Φιλιπ.α:10).

Δεν είναι δυνατόν, ωστόσο, ο πιστός τού Χριστού να φθείρεται με τις αρνητικές αναμνήσεις του παρελθόντος. Έχει μεγάλο αγώνα μπροστά του, γι’ αυτό και πρέπει να είναι ελεύθερος από κάθε δέσιμο με το κακό χθες, ώστε ανεπηρέαστος και ακάθεκτος να συνεχίσει προς τη νίκη του αύριο. Αφού, λοιπόν, ο πιστός του Χριστού λάβει τα δέοντα μέτρα απέναντι στο κακό και το λάθος, θα πρέπει να πάψει να «συλλογίζεται» το κακό που του έγινε ή τη ζημία που υπέστη και αφήνοντας τα υπόλοιπα στο Θεό, «τον κρίνοντα δικαίως» (Α’ Πέτρ.β:23), να εμπιστευθεί την κατάσταση στον Κύριο και να συνεχίσει το δρόμο του αποδεσμευμένος από το γεγονός που μεσολάβησε και απελευθερωμένος από τη θλίψη που δοκίμασε.

Μία ένσταση.

Μερικοί εντούτοις υποστηρίζουν πως τα πράγματα ήταν διαφορετικά για τον Παύλο–που ήταν απόστολος, και εμάς–που είμαστε απλοί πιστοί.

Αυτό όμως δεν στέκει, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι ο ίδιος ο Παύλος που ζητάει από τους αναγνώστες των Επιστολών του ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΤΟ ΙΔΙΟ. 

Διαβάζουμε: «Αδελφοί, συμμιμηταί μου γίνεσθε και παρατηρείτε τους όσοι περιπατούσιν ούτω, καθώς έχετε τύπον ημάς. Διότι περιπατούσι πολλοί, τους οποίους σας έλεγον πολλάκις, τώρα δε και κλαίων λέγω, ότι είναι οι εχθροί του σταυρού του Χριστού, των οποίων το τέλος είναι απώλεια, των οποίων ο Θεός είναι η κοιλία, και η δόξα αυτών είναι εν τη αισχύνη αυτών, οίτινες φρονούσι τα επίγεια» (Φιλιπ.γ:17-19).

Πώς θα μπορούσαν οι αδελφοί να ξεχωρίζουν εκείνους που ζουν σύμφωνα με το παράδειγμα των αποστόλων και τους άλλους που δεν ζουν έτσι; Αν οι πιστοί συλλογίζονται ΜΟΝΟ καλά και ωραία πράγματα, πώς θα βγάλουν τα συμπεράσματά τους και θα λάβουν την πρέπουσα στάση;

Συμπέρασμα

Χωρίς αμφιβολία η άποψη της “σιωπής” είναι καλοπροαίρετη, πλην όμως είναι ανθρώπινη και στηρίζεται σε εντελώς αυθαίρετη και άδικη “ερμηνεία” του εδαφίου, κάτι που πρέπει να αποφεύγουμε να κάνουμε με το λόγο του Θεού. Από το άλλο μέρος είναι πάγια τακτική των ενόχων να αρνούνται κάθε είδους έλεγχο και κριτική. Από την εποχή εκείνου του Εβραίου στην Αίγυπτο, που τσακωνόταν με τον συμπατριώτη του, και στον έλεγχο του Μωυσή ρώτησε, «Τις σε κατέστησεν άρχοντα και κριτήν εφ’ ημάς;» (Έξοδ.β:14), μέχρι τις ημέρες του Χριστού, Τον οποίο οι Φαρισαίοι ρωτούσαν, «Εν ποία εξουσία πράττεις ταύτα, και τις σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην;» (Ματθ.κα:23), οι ΕΝΟΧΟΙ πάντοτε αρνούνται και προσπαθούν να αποφύγουν κάθε έλεγχο.

Είπε ο Χριστός, «Πας, όστις πράττει φαύλα, μισεί το φως και δεν έρχεται εις το φως, διά να μη ελεγχθώσι τα έργα αυτού· όστις όμως πράττει την αλήθειαν, έρχεται εις το φως, διά να φανερωθώσι τα έργα αυτού ότι επράxθησαν κατά Θεόν» (Ιωάν.γ:20-21).

Τα πράγματα είναι τόσο καθαρά!