Δευτ.ς:1-4 «Και
αύται είναι αι εντολαί, τα διατάγματα, και αι κρίσεις, όσας προσέταξε Κύριος ο
Θεός σας, να σας διδάξω, διά να κάμνητε αυτάς εν τη γή εις την οποίαν
εισέρχεσθε διά να κληρονομήσητε αυτήν διά να φοβήσαι Κύριον τον Θεόν σου, ώστε
να φυλάττης πάντα τα διατάγματα αυτού, και τας εντολάς αυτού, τας οποίας εγώ σε
προστάζω, σύ, και ο υιός σου, και ο υιός του υιού σου, πάσας τας ημέρας της
ζωής σου και διά να μακροημερεύσης. Άκουσον λοιπόν, Ισραήλ, και πρόσεχε να
κάμνης αυτά, διά να ευημερής και διά να πληθυνθήτε σφόδρα, καθώς Κύριος ο Θεός
των πατέρων σου υπεσχέθη εις σε, εν τη γή ήτις ρέει γάλα και μέλι. Άκουε,
Ισραήλ, Κύριος ο Θεός ημών είναι εις Κύριος».
Το έθνος του Ισραήλ, ήταν ηθικά υπεύθυνο να κρατά και να
ομολογεί ότι ο Θεός τους ήταν ΕΙΣ. Αυτή η αλήθεια, ήταν το κέντρο γύρω απ’ το
οποίο ο λαός όφειλε να συγκεντρώνεται. Όσο τη διατηρούσε, ο Ισραήλ ήταν
ευτυχισμένος γιατί υπήρχε πρόοδος και αφθονία. Όταν όμως εγκατέλειπαν αυτή την
αλήθεια, όλα αυτά εξαφανίζονταν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η αλήθεια ήταν
το εθνικό οχυρό που τους χώριζε απ’ όλους τους άλλους λαούς της γης
(Α΄Κορ.η:5,6).
Ο πατέρας τους Αβραάμ είχε καλεστεί έξω από το κέντρο της
ειδωλολατρίας, για να γίνει ο μάρτυρας του ένα, ζωντανού και αληθινού Θεού. Να
εμπιστεύεται Αυτόν, να περπατά μαζί Του, να στηρίζεται και να υπακούει σ’
Αυτόν.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του Ιησού του Ναυή, βρίσκουμε μια πολύ
δυνατή έκφραση της σπουδαιότητας την οποία ο Κύριος έδινε και δίνει σ’ αυτό το
γεγονός.
«Και συνήθροισεν ο
Ιησούς πάσας τας φυλάς του Ισραήλ εν Συχέμ, και συνεκάλεσε τους πρεσβυτέρους
του Ισραήλ, και τους αρχηγούς αυτών, και τους κριτάς αυτών, και τους άρχοντας
αυτών και παρεστάθησαν ενώπιον του Θεού. Και είπεν ο Ιησούς προς πάντα τον
λαόν, Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός του Ισραήλ: Πέραν του ποταμού κατώκησαν απ’
αρχής οι πατέρες σας, Θάρρα ο πατήρ του Αβραάμ, και ο πατήρ του Ναχώρ, και
ελάτρευσαν άλλους θεούς. Και έλαβον τον πατέρα σας Αβραάμ εκ του πέραν του
ποταμού, και ωδήγησα αυτόν διά πάσης της γής Χαναάν, και επλήθυνα το σπέρμα
αυτού, και έδωκα τον Ισαάκ εις αυτόν» (Ι.Ναυή κδ:1-3).
Ο Ιησούς υπενθυμίζει στο λαό ότι οι πατέρες τους είχαν
λατρεύσει άλλους θεούς, για να τους κάνει ν’ αγρυπνούν, για τους εαυτούς τους,
από φόβο μη παρασυρθούν ξανά στην ειδωλολατρία, από την οποία ο Θεός, μέσα στη
χάρη Του, είχε καλέσει τον πατέρα τους Αβραάμ.
Αφού παρουσίασε αυτό το γεγονός στο λαό, ο Ιησούς εξιστορεί
με αξιοσημείωτη δύναμη τα κυριότερα γεγονότα της ιστορίας τους, από τη γέννηση
του πατριάρχη Ισαάκ, μέχρι τη στιγμή που βρίσκονται τότε και συνοψίζει
λέγοντας:
«Τώρα λοιπόν φοβήθητε
τον Κύριον, και λατρεύσατε αυτόν εν ακεραιότητι και αληθεία και αποβάλετε τους
θεούς, τους οποίους ελάτρευσαν οι πατέρες σας πέραν του ποταμού, και εν τη
Αιγύπτω, και λατρεύσατε τον Κύριον. Αλλ’ εάν δεν αρέσκη εις εσάς να λατρεύητε
τον Κύριον, εκλέξατε σήμερον ποίον θέλετε να λατρεύητε ή τους θεούς τους
οποίους ελάτρευσαν οι πατέρες σας πέραν του ποταμού, ή τους θεούς των
Αμορραίων, εις των οποίων την γήν κατοικείτε, εγώ όμως και ο οίκος μου, θέλομεν
λατρεύει τον Κύριον» (Ισ.Ναυή κδ:14-15).
Μπορεί να προσέξει κανείς τον επαναλαμβανόμενο υπαινιγμό του
γεγονότος ότι οι πατέρες τους είχαν λατρεύσει ψεύτικους θεούς. Προσπαθεί λοιπόν
να τους φανερώσει τον κίνδυνο που διέτρεχαν να εγκαταλείψουν τη μεγάλη,
θεμελιώδη αλήθεια, ότι ο Θεός είναι ΕΙΣ και να επιστρέψουν στη λατρεία των
ειδώλων. Επιμένει να πάρουν μια απόφαση λέγοντάς τους: «εκλέξατε σήμερον ποίον θέλετε να λατρεύητε». Το ίδιο ισχύει για
κάθε εποχή. Ο Ιησούς αισθανόταν τη σπουδαιότητα αυτής της απόφασης και γι’ αυτό
λέει για τον εαυτό του: «εγώ όμως και ο
οίκος μου, θέλομεν λατρεύει τον Κύριον». Πολύτιμη απόφαση που μας
δείχνει ότι όποια κι αν είναι η
κατάσταση της εθνικής θρησκείας, η πίστη της οικογένειας και ιδιαίτερα του
ατόμου, μπορεί, με τη χάρη του Θεού, να διατηρηθεί σ’ όλους τους καιρούς και σε
κάθε τόπο.
Αυτή είναι η πολύτιμη απάντηση της πίστης κάτω από κάθε
κατάσταση του λεγομένου λαού του Θεού. Κάθε ειλικρινής πιστός άνθρωπος του Θεού
έχει το προνόμιο να μπορεί να υιοθετεί αυτή την αρχή.
Ο λαός απ’ τη μεριά του αποκρίθηκε: ¨Μη γένοιτο να αφήσωμεν τον Κύριον...» (Ι.Ναυή κδ:16-18), πράγμα που
φαινόταν καλό κι έδινε πολλές ελπίδες. Ο Ιησούς όμως δεν έδειχνε ιδιαίτερη
εμπιστοσύνη σ’ αυτή την ομολογία και γι’ αυτό τους είπε: «Δεν θέλετε δυνηθή να λατρεύητε τον Κύριον διότι αυτός είναι Θεός Άγιος,
είναι Θεός ζηλωτής.....» (Ι.Ναυή κδ:19-24).
Ο Γιάχβε ζητούσε αγιασμό, αφιέρωση, ειλικρίνεια, καθαρότητα,
στη λατρεία. Οι άλλοι θεοί πρόσφεραν «συγκινήσεις» (κούνησε, μίλησε, δάκρυσε),
αλλά και την ικανοποίηση ότι κάτι κάνεις κι εσύ με τα «έργα» σου. Έτσι, βγήκαν
αληθινοί οι φόβοι του Ιησού (Κριτ.β:7-13). Άφησαν τον μόνο ζωντανό, αληθινό
Θεό, για ν’ ακολουθήσουν τον Βάαλ και τις Ασταρώθ. Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ,
αντικαταστάθηκε από αρσενικές και θηλυκές θεότητες.
Όσο καιρό ζούσε ο Ιησούς και οι πρεσβύτεροι, η παρουσία και η
επιρροή τους είχαν φυλάξει τον Ισραήλ από μια φανερή αποστασία. Μόλις όμως αυτά
τα στηρίγματα σηκώθηκαν, η ειδωλολατρία όρμησε και παρέσυρε το θεμέλιο της
εθνικής πίστης.
Η ανθρώπινη επιρροή είναι ένα φτωχό στήριγμα. Έχουμε ανάγκη
να στηριζόμαστε με τη δύναμη του Θεού, διαφορετικά αργά ή γρήγορα θα
υποκύψουμε. Η πίστη που διατηρείτε απλά με τη σοφία των ανθρώπων και όχι με τη
δύναμη του Θεού, θ’ αποδειχθεί αδύνατη και χωρίς αξία. Δεν θ’ αντισταθεί κατά
την ημέρα της δοκιμασίας.
Μόνο η πίστη πάλι δεν αρκεί, χρειάζεται να υπάρχει ζωντανή
σύνδεση ανάμεσα στην ψυχή και το Θεό. Το παράδειγμα και η επιρροή του ανθρώπου
είναι καλά στη θέση τους (Παρ.κζ:17). Είναι ενθαρρυντικό να περιστοιχίζεται
κανείς από πραγματικά αφοσιωμένες καρδιές. Είναι όμορφο να ενθαρρύνεται ανάμεσα
στα παιδιά του Θεού. Αλλά αν είναι μόνο αυτό, αν η βαθιά πηγή της προσωπικής
πίστης και γνώσης δεν υπάρχει, αν δεν υπάρχει ένας πραγματικός δεσμός με το
Θεό, όταν η ανθρώπινη επιρροή ξεπέσει, όταν τα ανθρώπινα στηρίγματα
μετακινηθούν, όταν με μια λέξη, αρχίσει η γενική παρακμή, τότε θα γίνει σαν τον
Ισραηλίτη που ακολουθούσε τον Κύριο όσο ζούσε ο Ιησούς και οι πρεσβύτεροι.
Μετά..... Ας σταματήσουμε μια στιγμή, να φανταστούμε το συγγραφέα του
Εκκλησιαστή και των Παροιμιών, να προσφέρει λατρεία στο ναό του Μολώχ!
Όταν η καρδιά είναι στερεωμένη στην αλήθεια και στη χάρη του
Θεού, όταν μπορεί να πει: «Εξεύρω εις
τίνα επίστευσα και είμαι πεπεισμένος....» (Β’ Τιμ.α:12), τότε ακόμη κι αν
όλοι σταματήσουν να ομολογούν το Χριστό και κάθε ανθρώπινη βοήθεια λείψει, «το
θεμέλιον του Θεού» θα παραμένει τόσο στερεό, όσο ποτέ.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όσοι λένε ότι ανήκουν στην εκκλησία
του Χριστού, οφείλουν να παίρνουν μαθήματα από την ιστορία του Ισραήλ «διότι όσα προεγράφησαν, διά την διδασκαλίαν
ημών προεγράφησαν, διά να έχωμεν την ελπίδα διά της υπομονής και της παρηγορίας
των γραφών» (Ρωμ.ιε:4).
Η εγκατάλειψη της αλήθειας που ιδιαίτερα είχαν κληθεί να
κρατούν και να ομολογούν, ότι ο Θεός είναι ΕΙΣ, για μας σήμερα είναι μια
σπουδαιότατη προειδοποίηση. Η ύπαρξη του Ισραήλ σαν έθνος εξαρτιόταν απ’ την
ένδοξη αυτή αλήθεια και την εγκατέλειψαν. Αν την είχαν κρατήσει σταθερά, θα
ήταν ανίκητοι, αλλά επειδή την άφησαν, έχασαν τα πάντα κι έγιναν χειρότεροι απ’
τα έθνη που τους περιστοίχιζαν, εφόσον αμάρταναν κατά της αλήθειας που
γνώριζαν.
Μάταια ο Θεός, μέσα στη θαυμαστή υπομονή Του, τους έδωσε
πολλές φορές ελευθερωτές για να τους απαλλάξει από τις τρομερές συνέπειες της
αμαρτίας και της αφροσύνης τους.
Μπορεί κάποιος να ρωτήσει: «Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την
εκκλησία του Θεού σήμερα»; Το γεγονός αυτό είναι πολύ μεγάλης σημασίας για μας
και θα ήταν παράλειψη καθήκοντος προς το Χριστό και την εκκλησία Του αν
παραλείπαμε να πούμε πώς εφαρμόζεται σ’ αυτήν σήμερα.
Εξετάζοντας την ιστορία της εκκλησίας του Θεού, βλέπουμε ότι
από πολύ νωρίς ο διάβολος άρχισε να την πειράζει ακριβώς πάνω σ’ αυτό το θέμα
της φύσης του Θεού κι η εκκλησία άρχισε ν’ αφήνει να της διαφεύγει αυτή η
αλήθεια.
Υπάρχουν πολλές θεωρίες και φιλοσοφίες που συνδέθηκαν με την
ιστορική εξέλιξη της χριστιανικής αποστασίας που τελικά οδήγησαν στη λανθασμένη
διδασκαλία της Τριάδας. Μια απ’ αυτές είναι ο Γνωστικισμός.
Ο Γνωστικισμός προηγείται χρονολογικά του Χριστιανισμού.
Δίδασκε ότι η ύλη κι ο υλικός κόσμος ήταν πονηρά, κακά, άρα ο Δημιουργός τους
δεν μπορεί να είναι ένας Ύψιστος, αγαθός Θεός, αλλά μια υποδεέστερη οντότητα.
Οι ιδέες αυτές υπάρχουν στη θεωρία του Πλάτωνα.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Γνωστικισμού, ο άνθρωπος για να
μπορέσει να σωθεί, πρέπει να ελευθερωθεί απ’ τα δεσμά αυτού του υλικού κόσμου
και τους πνευματικούς του άρχοντες. Το μέσο γι’ αυτή την ελευθερία είναι μια
μυστική, πνευματική διαφώτιση που ονομάζεται ΓΝΩΣΙΣ.
Όταν εδραιώθηκε ο Χριστιανισμός, οι Γνωστικοί πρόσθεσαν στη
θεολογία τους το Χριστιανισμό, διαστρεβλώνοντας τις διδασκαλίες του Ευαγγελίου.
Υποστήριζαν ότι ο Χριστός δεν είχε πραγματικό σώμα, αλλά ήταν μια οπτασία, ένα
φάντασμα. Αυτή η ιδέα ήταν αναγκαία γι’ αυτούς, γιατί σύμφωνα με την εσφαλμένη
αντίληψή τους, η ύλη ήταν πονηρή, κακή και γεμάτη ελαττώματα. Επειδή τώρα η
Βίβλος λέει ότι ο Χριστός ήταν τέλειος, για να συμβαίνει αυτό, κατ’ αυτούς, δεν
έπρεπε να μετέχει σάρκας, δηλαδή ύλης.
Οι Γνωστικοί διαστρέβλωσαν τα γραπτά του Παύλου, προς
καταστροφή τους, και ισχυριζόταν ότι ο απόστολος Παύλος ήταν ο κορυφαίος
απόστολος του Γνωστικισμού! Αναφερόταν στα λόγια του Παύλου για «θάνατο της
σαρκός» (Κολ.γ:5) και δίδασκαν ότι ο Παύλος ήταν υποστηρικτής της φιλοσοφίας
τους.
Ο Γνωστικισμός ήταν επικίνδυνος για την πρώτη εκκλησία. Ο
Παύλος μιλάει γι’ αυτή την ψευδοδιδασκαλία στις επιστολές του και στην Α’ Τιμ.ς:20-21
την ονομάζει «ψεύδος»: «Ω Τιμόθεε, την
παρακαταθήκην φύλαξον, αποστρεφόμενος τας βεβήλους ματαιολογίας, και τας
αντιλογίας της ψευδωνύμου γνώσεως την οποίαν τινές επαγγελλόμενοι, επλανήθησαν
κατά την πίστιν».
Η μεταποστολική εκκλησία αμύνθηκε κατά του Γνωστικισμού και
των διαστρεβλωμένων ιδεών του για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ακόμα όμως δεν
υπήρχε Τριαδική διδασκαλία στο προσκήνιο.
Σαν τον Αδάμ στον κήπο της Εδέμ, σαν το Νώε στην
αποκαταστημένη γη, σαν τον Ισραήλ στη Χαναάν, η εκκλησία μόλις ιδρύθηκε κι
εγκαταστάθηκε σαν ο υπεύθυνος διαχειριστής των μυστηρίων του Θεού, άρχισε ν’
απομακρύνεται από κάποιες διδασκαλίες. Μπροστά στα μάτια των αποστόλων έκαναν
την εμφάνισή τους διάφορες πλάνες, όπως αυτή του Γνωστικισμού, που υπονόμευαν
τα θεμέλια της υγιούς διδασκαλίας της εκκλησίας. Υπάρχει δηλαδή γενικά μια τάση
αποστασιοποίησης απ’ τις αρχές της σωτηρίας του ανθρώπου, κάτι που πρέπει να
πολεμήσουμε σήμερα με όλη μας τη δύναμη.
Έχουμε πολλές αποδείξεις αυτής της αλήθειας: «Θαυμάζω ότι τόσον ταχέως μεταφέρεσθε από
εκείνου όστις σας εκάλεσε διά της χάριτος του Χριστού, εις άλλον ευαγγέλιον το
οποίον δεν είναι άλλο, αλλ’ υπάρχουσι τινές οι οποίοι σας ταράττουσι, και
θέλουσι να μετατρέψωσι το ευαγγέλιον του Χριστού» λέει ο απόστολος Παύλος
στους Γαλάτες α:6,7 όπως και στο
γ:1 δ:8-11 ε:7-9.
Αυτά συνέβαιναν στις μέρες των αποστόλων. Πριν ακόμα οι
απόστολοι φύγουν απ’ το προσκήνιο, ο σπόρος σπάρθηκε και από τότε εξακολουθεί
να παράγει τους ολέθριους καρπούς του, μέχρι τότε που οι θεριστές άγγελοι
έρθουν να καθαρίσουν το χωράφι.
Ο απόστολος Παύλος, στο τέλος της διακονίας του, ανοίγει την
καρδιά του στον Τιμόθεο και του λέει: «Εξεύρεις
τούτο, ότι με απεστράφησαν πάντες οι εν τη Ασία, εκ των οποίων είναι ο Φύγελλος
και ο Ερμογένης» Κι ακόμη: «Θέλει
ελθή καιρός ότε δεν θέλουσιν υποφέρει την υγιαίνουσαν διδασκαλίαν, αλλά
θέλουσιν επισωρεύσει εις εαυτούς διδασκάλους κατά τας ιδίας αυτών επιθυμίας,
γαργαλιζόμενοι την ακοήν, και από μεν της αληθείας θέλουσιν αποστρέψει την
ακοήν αυτών, εις δε τους μύθους θέλουσιν εκτραπή» (Β΄Τιμ.α:15 & δ:3-4).
Αυτή είναι η μαρτυρία του ανθρώπου που σαν σοφός αρχιτέκτονας
είχε βάλει τα θεμέλια της εκκλησίας. Τι έγινε στη ζωή του; Όπως και στη ζωή του
Κυρίου του, εγκαταλείφθηκε από εκείνους που κάποτε συγκεντρωνόταν γύρω του με
όλη τη δροσιά και την τρυφερότητα των πρώτων καιρών. Η καρδιά του που ήταν τόσο
ανοιχτή και τους αγαπούσε, συντρίφτηκε από τους Ιουδαίζοντες διδασκάλους που
προσπαθούσαν να ανατρέψουν τα θεμέλια του χριστιανισμού και την πίστη των
εκλεκτών του Θεού. Έκλαιγε για το δρόμο που ακολουθούσαν αυτοί που αν και είχαν
κάποια ομολογία, ωστόσο ήταν «εχθροί του
σταυρού του Χριστού».
Θα ρωτήσει τότε κανείς: Ποια είναι η εκκλησία του Θεού;
Υπάρχουν τόσες ομολογίες. Πού είναι η ενότητα; Η απάντηση σ’ αυτά είναι: Αξίζει
ν’ αφήσουμε την αλήθεια του Θεού επειδή οι άνθρωποι δεν τα κατάφεραν να τη
διατηρήσουν; Πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στην αλήθεια κι εκείνων
που την ομολογούν. Μεταξύ της αλήθειας και της πορείας εκείνων που την έχουν.
Θα έπρεπε να συμφωνούν, αλλά ίσως δεν το κάνουν. Κατά συνέπεια, καλούμαστε να
κρίνουμε τη διαγωγή με την αλήθεια κι όχι την αλήθεια με τη διαγωγή!