Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Αντιφάσεις, προβλήματα και αδιέξοδα στο Δαρβινισμό


Από τότε που ο Δαρβινισμός προβλήθηκε σαν μοντέλο ερμηνείας της φύσης και ιδιαίτερα της καταγωγής, όχι μόνο των ειδών αλλά όλων των όντων γενικώς από έναν αρχικό πρόγονο, και επικράτησε αργότερα ολοσχερώς, δεν έπαυσαν οι επικρίσεις και οι επισημάνσεις σοβαρών προβλημάτων και αντιφάσεων στο ερμηνευτικό του σύστημα από επιφανείς ειδικούς (εξελικτικούς και μη). 

Ποιες είναι αυτές οι ασάφειες, οι δυσκολίες και οι αντιφάσεις;
 Εδώ θα εξετάσουμε μερικές απ’ αυτές, τις σπουδαιότερες:

Ο Δαρβινισμός είναι μια θεωρία που έρχεται σε σύγκρουση με την αρχή της εντροπίας ή το 2οθερμοδυναμικό αξίωμα της φυσικής, που διατυπώθηκε από τους φυσικούς Καρνό, Κλαούζιους και Λόρδο Κέλβιν. Σύμφωνα με αυτό, το άθροισμα της υλοενέργειας παραμένει σταθερό ποιοτικά όμως, υποβαθμίζεται συνεχώς, και οδηγούμεθα σε μια μέγιστη τιμή εντροπίας ή σ’ έναν θερμικό θάνατο, που θα επιφέρει και το θάνατο της ζωής, της κίνησης, του σύμπαντος.

Με άλλα, απλά λόγια, στη φύση με βάση αυτή την αρχή της εντροπίας (=εντός τρέπω), υπάρχει μια σταθερή τάση προς την αποσύνθεση, από το πολυπλοκότερο στο απλούστερο, από το οργανωμένο (όπως είναι η ζωή), στο ανοργάνωτο.

Αυτό σημαίνει για να το μεταφέρουμε στο πεδίο που μας ενδιαφέρει, η άψυχη ύλη, δεν έχει την τάση, ούτε ανακαλύπτει έναν τρόπο για να καλυτερεύσει, να βελτιωθεί, και να οργανωθεί σε κάτι ανώτερο, αλλά ρέπει προς τη σταθερότητα ή ισορροπία ή αποσύνθεση των στοιχείων. Μόρια που αφήνονται μόνα τους, καθίστανται χαώδη στις κινήσεις τους. Δεν συντίθενται και ανασυντίθενται και ανασυντίθενται συνεχώς για την κατασκευή πολυπλοκότερου με στόχο την παραγωγή ζωής, η οποία όμως παραδόξως εμπεριέχει πληροφόρηση (information) και δύναμη αυτο-ρύθμισης (ανα)διοργάνωσης και αυτο-κυβέρνησης. 

Ο χρόνος συνεπώς από μόνος του δεν είναι σύμμαχος της ανόδου, της εξέλιξης της ύλης και των όντων, όπως ισχυρίζεται ο Δαρβινισμός, αλλά αδυσώπητος εχθρός. Ο χρόνος φέρνει αποσύνθεση, φθορά, διάσπαση, θάνατο. Καταλήγει στο να παραχθούν διαβρωμένοι βράχοι, σκουριασμένα μέταλλα, ετοιμόρροπα σπίτια. Ο χρόνος είναι καταστροφέας, όχι οικοδόμος. Στη φύση όλα οδηγούνται από την τάξη, στην αταξία, στο χάος, και όχι αντίστροφα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι ασύλληπτο ότι, μια οργανική σύνθεση θα διαμορφωνόταν, ενώ λείπει η ζωή. Καμία κατάσταση της ανόργανης ύλης δεν μπορεί ούτε καν να νοηθεί, στην οποία ο άνθρακας, το οξυγόνο και το υδρογόνο θα ενώνονταν για να σχηματίσουν ένα σάκχαρο… αμινοξέα, πρωτεΐνες κ.λπ.

Όπως επισημάνθηκε, «… ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής, σημαίνει ότι η φύση δεν μπορεί να κάνει σχέδια για τον εαυτό της, διότι κάθε φυσική μεταβολή πρέπει να συνοδεύεται από απώλεια διάταξης» (C. M. Hathaway).

Γεγονός είναι, ότι, καμία βιολογική ή φυσική θεωρία δεν μπορεί να αντιλέγει στο νόμο της εντροπίας ή το β΄ θερμοδυναμικό αξίωμα. Αλλά μία εκ των σύνεγγυς θεώρηση του Δαρβινισμού σε αντιπαραβολή με την παραπάνω αρχή, δείχνει ότι υπάρχει σαφής αντίφαση μεταξύ τους.

Ο Δαρβινισμός ισχυρίζεται ότι, χημικά στοιχεία, με μία συγκεκριμένη πορεία, κατέληξαν (κάπου, κάπως, κάποτε), στη δημιουργία απλών μορίων, τα οποία συνδέθηκαν ακριβώς στις αλληλουχίες που έπρεπε για να σχηματίσουν το DNA το RNA και τις πρωτεΐνες με τη δυνατότητα αποθήκευσης πληροφοριών, αλλά και δυνατότητα αυτοαντιγραφής κ.ο. καθεξής και έτσι έφθασαν κάποτε στην παραγωγή ενός πλήρους, οργανωμένου ζωντανού ευκαρυωτικού κυττάρου (πρβλ. Henri Atlan, Η αντίληψη για τη ζωή στη μεταγενομική εποχή. Τι είναι η αυτοοργάνωση (2013)). 

Στη συνέχεια, αυτό το κύτταρο, το τόσο φοβερά πολύπλοκο και οργανωμένο όπως έχουν αποκαλύψει οι τελευταίες βιοχημικές έρευνες–πράγμα που αγνοούσε ο Δαρβίνος στην εποχή του, ανελίχθηκε, ώστε να παραχθούν πολλά κύτταρα, τα οποία θα γινόταν όλο πιο σύνθετα, όλο πιο οργανωμένα, όλο πιο πολύπλοκα (μετάζωα). Παράχθηκαν έτσι, τα πολυκύτταρα όντα, οι πιο οργανωμένοι και πιο σύνθετοι οργανισμοί, με πιο σύνθετα και περίπλοκα, αλληλεξαρτώμενα όργανα, μια «απαραμείωτη πολυπλοκότητα» όπως την χαρακτηρίζει ο M. Behe, φθάνοντας μέχρι τον άνθρωπο, δια της φυσικής επιλογής, ως δια … μαγείας…

Αλλά, σύμφωνα με την παραπάνω αρχή της θερμοδυναμικής, που δρα σ’ ένα «κλειστό σύστημα» (όπως είναι αυτό της γης και της ζωής πάνω σ’ αυτήν, ανεξάρτητα από την ενέργεια που λαμβάνει από τον ήλιο), κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να συμβεί. Η θεωρία της εξέλιξης προσδίδει δημιουργικές δυνάμεις στην ύλη, μια ανιούσα δύναμη και τάξη των μορίων προς την παραγωγή ζωής και από κει συνεχώς προς τα πάνω, προς τα πάνω.

Στην ένσταση ότι η γη δεν είναι «κλειστό σύστημα» διότι ανεφοδιάζεται με ενέργεια από το ήλιο, η απάντηση είναι αυτή, που δίνει ο βιοχημικός A. E. Wilder-Smith, στο βιβλίο του Η προέλευση και ο προορισμός του ανθρώπου, που ασχολήθηκε διεξοδικά με το θέμα. «Το ηλιακό φως δεν μπορεί να επηρεάσει τα άβια μόρια της ύλης για να δώσουν οργανικά». Η άβια ύλη δεν μπορεί ν’ αποκτήσει δημιουργικότητα, χωρίς κατευθυνόμενη ενέργεια, ελεγχόμενη με ακρίβεια, διότι η ανεξέλεγκτη ενέργεια επιταχύνει τη φθορά. Ούτε, φυσικά η ύλη, έχει μια ανοδική «τάση ψυχικής πίεσης» όπως την ονόμασε ο Pierre Teilhard de Chardin (Πιερ Τεγιάρ ντε Σαρντέν), ο οποίος αντιλήφθηκε πολύ καλά το πρόβλημα… 

Aν αφήσουμε οποιαδήποτε ποσότητα ύλης μόνη της, δεν δείχνει καμιά τάση για αντιληπτική σύνθεση (conceptual synthesis) ή αυξανόμενη τάξη, που θα οδηγούσε σε αυξανόμενη περιπλοκότητα και ελάττωση της εντροπίας. Αντίθετα, ακόμη και η ζωή φθίνει, τα άτομα μέσα στα ζώα και τα φυτά γηράσκουν, ο άνθρωπος γερνά και πεθαίνει και ολόκληρες φυλές αφανίζονται». Μας εξηγεί: «Μέσα στη θάλασσα της ακαταστασίας που συνεχώς αυξάνει, ανάβουν μικρές οάσεις ζωής σαν κεράκια μέσα στη νύχτα, καίνε για λίγο και θριαμβεύουν ενάντια στο γενικό σκοτάδι, είτε αυτά είναι ζωντανά κύτταρα είτε φυτά είτε ζώα είτε άνθρωποι. Αλλά σε τελευταία ανάλυση, η νύχτα της ακαταστασίας κερδίζει και το κερί (η ζωή) σβήνει και όλα περνάνε στη διάλυση…» (για περισ. βλ. Χένρυ Μόρρις, Η θεωρία της Δημιουργίας (Εξέλιξη ή Δημιουργία, Εγκυκλοπαίδεια. Grand Larrousse, τομ. 9ος σελ. 158 επ.).

Ο Δαρβίνος μετά από πολλές αμφιταλαντεύσεις αποδέχτηκε καθ΄ υπόδειξη τρίτων, τον όρο «φυσική επιλογή» ως εναλλακτική έννοια του αποτελέσματος του αγώνα της «επικράτησης του ικανοτέρου»…

Η έννοια αυτή όμως, εκτός που όπως θα δούμε εμπεριέχει ταυτολογία, εκτός του ότι είναι μια ανθρωπομορφική παράσταση, αφού η φύση παρίσταται με βούληση να επιλέγει, όταν αναλύθηκε επαρκώς, κατέδειξε ότι για την εισαγωγή και την εμπέδωσή της, στηρίχτηκε ο Δαρβίνος, κυρίως στην έννοια της «τεχνητής επιλογής» που έκανε ο άνθρωπος, και που είχε προ οφθαλμών ο Δαρβίνος στην εποχή του. 

Οπως οι καλλιεργητές και οι ζωοτέχνες μπορούν και υποβάλλουν σε ειδική καλλιέργεια ορισμένα φυτά ή ζώα, και επιλέγουν από τα πιο προνομιούχα κάποιο είδος, και το απομονώνουν, το διασταυρώνουν, και παράγουν νέες ράτσες ή νέες φυλές, κατά τον ίδιο τρόπο πίστευε ο Δαρβίνος, λειτουργεί και η φύση. Η οποία επιτυγχάνει δια της «φυσικής επιλογής», να διατηρήσει όσα ζώα ή φυτά ήταν προνομιούχα και μπορούσαν να επιζήσουν σ’ ένα δύσκολο πιεστικό περιβάλλον. 

Κλειδί της θεωρίας του Δαρβίνου ήταν η ασύνειδη αργή και αποτελεσματική φυσική επιλογή. Κάθε μεταβολή χρήσιμη ή ωφέλιμη μεταβιβάστηκε κληρονομικά στους απογόνους, και έτσι, αυτή έγινε μόνιμη, σταθερή με τους νόμους της κληρονομικότητας, οι οποίοι, σημειωτέον, καθ’ ομολογίαν του ίδιου του Δαρβίνου, του ήταν άγνωστοι, και φυσικό ήταν να ήταν άγνωστοι για τον Δαρβίνο αφού ανακαλύφτηκαν και διατυπώθηκαν από τον Αυστριακό  Gregor Mendel (1822-1884) αργότερα.

Το πρόβλημα όμως με τον Δαρβίνο είναι ότι δεν κατανόησε ότι άλλο είναι η τεχνητή επιλογή που προϋποθέτει διασταυρώσεις από καλλιεργητές και κτηνοτρόφους κατευθυνόμενες συνειδητά από τη δική τους βούληση, και άλλο είναι η λεγόμενη «φυσική επιλογή» που είναι μη κατευθυνόμενη, άλογη και ασύνειδη χωρίς σκοπό και νόημα. Ο Δαρβίνος αποκαλύπτοντας τη σύγχυση του έγραψε: «Αφού ο άνθρωπος μπορεί να πετύχει και ασφαλώς πέτυχε, σπουδαία αποτελέσματα με τα μεθοδικά κι ασύνειδα μέσα επιλογής, σκεφτείτε τι θα μπορούσε να πραγματοποιήσει η φυσική επιλογή»!!! (Η Καταγωγή των Ειδών, εκδ. Γκοβόστης, 1974, σελ. 91).

Εδώ, το πρώτο που έχουμε να παρατηρήσουμε είναι, ότι, ο Δαρβίνος συζευγνύει εσφαλμένα και ανεπίτρεπτα, την έννοια του μεθοδικού με την έννοια του ασύνειδου. Κάτι δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και μεθοδικό που προϋποθέτει σκέψη και βούληση, και ασύνειδο, που σημαίνει μη ηθελημένο. Επιπλέον, αφού ο άνθρωπος παρεμβαίνει με την δική του θέληση και διασταυρώνει, αυτό δεν μπορεί να είναι ασύνειδο είναι συνειδητό!

Βλέποντας ο Δαρβίνος τους πιγκουίνους που τους διασταύρωναν σε δυο λέσχες (των οποίων ήταν μέλος), να έχουν τέτοια ποικιλομορφία, σκέφτηκε ότι, ό,τι γινόταν με τεχνητό ηθελημένο τρόπο, μπορούσε να γίνει και από τη φύση. Για τον Δαρβίνο, η κυρίαρχη δύναμη είναι η επιλογή, η συσσωρευτική ενέργεια και δράση της επιλογής, για την οποία ήταν πεπεισμένος ότι επέφερε το ποθούμενο αποτέλεσμα, είτε εφαρμόζεται μεθοδικά και γρήγορα (τεχνητή επιλογή) είτε ασύνειδα και πιο αργά (φυσική επιλογή). 

Σκεπτόμενος όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκών-άκων, προίκισε την άλογη φύση, με λογική και βούληση αφού η φύση κάνει την επιλογή της. Κατανοώντας τη δυσκολία, και την αντίφαση έγραψε: «Οι εκφράσεις αυτές είναι μεταφορικές, δεν πρέπει να εκληφθούν κυριολεκτικά. Η φύση δεν είναι ένα είδος μυστηριώδους προσωπικότητας που είναι προικισμένη με συνείδηση και πρόθεση… Δεν πρέπει να δανείζουμε λογική στη φυσική επιλογή» (Pierre Thuillier). Ο Δαρβίνος έλεγε ότι, η φυσική επιλογή δρα άνευ σκοπού. Αλλά η λέξη επιλογή αποκλείει το τυχαίο.τύχη και επιλογή είναι έννοιες ασυμβίβαστες (Β. Νοϊσάκης).

Το πρόβλημα όμως είναι, ότι, όταν μιλάμε για επιλογή, αυτό σημαίνει λογική και βούληση. Αν η φύση δεν διαθέτει λογική και βούληση, τότε πως επιλέγει; Πώς μπορεί να διαλέξει τα καλύτερα άτομα για να τα διασταυρώσει μεταξύ τους, όπως γίνεται στην τεχνητή επιλογή, τη στιγμή που μάλιστα στη φύση αποφεύγονται οι διασταυρώσεις και οι επιμειξίες, και το όμοιο ζευγαρώνει με το όμοιο και το όμοιο γεννά όμοιο; Είναι γνωστό ότι η διασταύρωση ατόμων διαφορετικών ειδών είναι μη γόνιμη τελικά (π.χ. όνος και ίππος δίνουν ημίονο μη γόνιμο).

Η ανάλυση της έννοιας φυσικής επιλογή, δείχνει ότι, πρόκειται για αντιφατική έννοια, ή, τουλάχιστον, για ταυτολογία, που δεν προσφέρει λύση στο ζητούμενο. Και το ζητούμενο είναι: Πώς προήλθαν τα αρχικά όντα και τα αρχικά είδη; Η φυσική (κατ’ εφημισμόν) επιλογή, ταυτολογικά, διακρατεί τα ικανότερα άτομα ενός είδους, εντός του είδους. Δεν μας λέει όμως, πώς προέκυψαν, πώς προήλθαν, τα αρχικά άτομα αυτού του είδους!

Εδώ έχουμε ένα «κυκλικό επιχείρημα» ή φαύλο κύκλο όπως λέγεται στη Λογική, όπως παρατήρησε εύστοχα ο P. Thuillier: «Επιζούν οι καλύτεροι: Γιατί; Γιατί είναι οι καλύτεροι. Γιατί είναι οι καλύτεροι; Γιατί επιζούν…» Κάτι ανάλογο επισημαίνει και ο μεγάλος επιστημολόγος Karl Popper: «Η θεωρία του Δαρβίνου περί φυσικής επιλογής είναι δύσκολο να επαληθευτεί. Είναι μια ταυτολογία όπως το, όλα τα τραπέζια είναι τραπέζια… Δεν είναι επαληθεύσιμη. Αποτελεί πρόγραμμα μεταφυσικών ερευνών». «Οι όροι προσαρμοσμένο άτομο και επιβίωση που χρησιμοποιούσε ο Δαρβίνος, είναι ταυτόσημοι, έχουν την ίδια σημασία», σημειώνει και ο καθηγητής Βασίλειος Νοϊτσάκης.

Να, γιατί είπαμε στην αρχή ότι ο Δαρβίνος ταλαντεύτηκε πολύ, για να υιοθετήσει την υποδειχθείσα έκφραση «φυσική επιλογή» που, τελικά, δεν είναι εύστοχη, αλλά και η ανάλυση της έννοιας της, δείχνει ότι είναι ελλιπής, αντιφατική και ανεπαρκής. Γι’ αυτό κατέληξε στην προσφυγή άλλων βοηθητικών θεωριών όπως τη θεωρία της άσκησης και χρήσης ή αχρησίας βοηθητικών οργάνων, δανειζόμενος από το Lamarck την κληρονομικότητα των επίκτητων ιδιοτήτων ή χαρακτήρων (αγνοώντας όπως είπαμε τους νόμους της κληρονομικότητας του Mendel), και την έννοια της εξειδίκευσης που συγκρούεται με την έννοια της προσαρμογής και παραμονής και κυριαρχίας του ικανοτέρου.

Όπως παρατήρησε ο Peymond Nogar: «Η αντίληψη του Δαρβίνου περί κληρονομικότητας ήταν πλανεμένη. αποτέλεσμα της αντίληψης αυτής ήταν ότι και η θεωρία του περί φυσικής επιλογής έπαθε έκλειψη… Θεωρούσε ότι όλες οι παραλλαγές κληρονομούνται» (The Wisdom of Evolution, 1966).

Άλλη ανεπαρκής συμπληρωματική θεωρία της φυσικής επιλογής, υπήρξε η σεξουαλική (ή γενετήρια) επιλογή. Διατύπωσε κι άλλες βοηθητικές θεωρίες ο Δαρβίνος, αδύναμες, όπως την επίδραση του περιβάλλοντος (το οποίο ως γνωστό δεν μπορεί να δημιουργήσει νέες ιδιότητες και να προκαλέσει μεταβολές) και την συσχέτιση οργάνων που εξελίσσονται με βραδύ ρυθμό σύμφωνα με το θέσφατό του Natura non facit saltum (= η φύση δεν κάνει άλματα). 

Αυτές τις βοηθητικές θεωρίες ο P. Thuillier, τις χαρακτήρισε «αχανή διάταξη θεωριών» που στόχευαν στη διαφύλαξη του σκληρού πυρήνα της θεωρίας της φυσικής επιλογής, για να καταλήξει: «Μερικές φορές διαβάζοντας τη θεωρία του Δαρβίνου έχεις την εντύπωση ότι προσπαθεί με αυθαίρετες παρεμβάσεις και με κάθε θυσία να προστατεύσει τη φημισμένη θεωρία του».

Αντινομία στη σκέψη του Δαρβίνου επεσήμανε και ο F. Engels στη Διαλεκτική της φύσης: Κατά τον Engels το λάθος του Δαρβίνου ήταν ότι ανέμειξε στη φυσική επιλογή δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα. 1. Την επιλογή με την πίεση του υπερπληθυσμού. 2. Την επιλογή χάρη σε μια μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής σε διαφορετικές συνθήκες, όπου όμως, η προσαρμογή μπορεί να σημαίνει πρόοδο, αλλά και οπισθοδρόμηση (π.χ. προσαρμογή σε παρασιτική ζωή).

Αλλά τα κενά και οι αντιφάσεις στη σκέψη του Δαρβίνου δεν έχουν τέλος. Γι’ αυτό κι αυτός παραδέχτηκε ότι «πολλές ιδέες (του) ήταν θεωρητικής τάξεως και θα βρεθεί ποιες θ’ αναγνωρισθούν ανακριβείς» και, ότι, έδωσε ίσως υπερβολική σημασία στο ρόλο της φυσικής επιλογής ή της επιβιώσεως του ικανότερου». (Η καταγωγή του ανθρώπου, σελ. 67, 68).

Μια ακόμη αντίφαση βρίσκεται στο εξής σημείο: Σε ποιες παραλλαγές των ατόμων δρα η φυσική επιλογή; Στις μικρές ή τις μεγάλες; Ποιες διαφορές χρησιμοποιεί για να παραχθούν νέα είδη; 

Το ερώτημα είναι αποφασιστικής σημασίας, διότι αν έχουν σημασία οι μεγάλες, αυτές έπρεπε να έγιναν με άλματα, όπως είχε δηλώσει ο Δαρβίνος στον S. Herbert, μ’ ένα πήδημα. Αλλ’ αυτό έρχεται σ’ αντίθεση με το δόγμα του «η φύση δεν κάνει άλματα», και η φυσική επιλογή δρα στις μικρές διαφορές και παραλλαγές, με βραδύ ρυθμό, σ’ ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Επειδή τελικά, εκεί κατέληξε κι αυτό υποστήριξε, φάνηκε ότι, όπως επεσήμανε ο δριμύς κριτικός του Fleeming Jenkin, αυτές οι μεταξύ των ατόμων μικρές μεταβολές, ήταν αδύνατον να παραγάγουν νέα όργανα και νέα είδη. Εκείνο που επιτυγχάνεται είναι οι ποικιλίες στο ίδιο είδος, μια άλλη έννοια ασαφής στο μυαλό του Δαρβίνου, όπως αναγνώριζε ο ίδιος.

Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να μιλήσουμε για εξέλιξη ή μεταβολή ειδών πιο περίπλοκων και οργανωμένων από κατώτερα όντα σε ανώτερα. Ο καθηγητής Θ. Δανελλίδης και άλλοι ερευνητές, όπως ο Β. Νοϊτσάκης ορθά επεσήμαναν ότι, ενώ η φυσική επιλογή δρα και λειτουργεί, ωστόσο, όχι μόνο δεν δημιουργεί νέα είδη, αλλ’ «ούτε καν θεωρείται δημιουργική δύναμη της εξελίξεως των ειδών και ακόμη ότι δρα σαν μηχανισμός διατηρήσεως της υπάρχουσας τάξεως και καταστάσεως»! (Α. Ohao, L’ Evolution des genes, La Recherche 11, No 107, σ. 4-14).

Σύγχυση, και μη ξεκάθαρες σκέψεις είχε ο Δαρβίνος και για την βασική του έννοια, του είδους, αφού έγραψε για την «καταγωγή των ειδών». Το τι είναι όμως είδος, και σε τι διακρίνεται από το υπο-είδος και την ποικιλία, ήταν ένα θέμα που τον ταλαιπώρησε αφάνταστα σ’ ολόκληρη τη ζωή του. 

Όπως παρατηρεί ο Ernst Mayr, για ένα διάστημα ο Κάρολος Δαρβίνος ακολούθησε το βιολογικό ορισμό του είδους (για 15 χρόνια περίπου), σύμφωνα με τον οποίο «είδος είναι κάτι που παραμένει εν πολλοίς με σταθερά χαρακτηριστικά, μαζί με άλλα όντα πολύ παρόμοιας δομής», αλλά τότε περιέπεσε σε κάποια σύγχυση, ιδίως όταν προσπάθησε να εφαρμόσει τα ζωολογικά του ευρήματα στα φυτά… και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αυτόν τον ορισμό για να υιοθετήσει έναν άλλο τυπολογικό και σ’ ένα χειρόγραφό του (πριν την έκδοση της Καταγωγής των Ειδών) περιέχονται τόσες αντιφάσεις ώστε σχεδόν ενοχλούν τον αναγνώστη (Ε. Mayr, Ο Δαρβίνος και η Γένεση της Σύγχρονης Εξελικτικής Σκέψης, σ. 57, 58). 

Υποτίθεται, ότι, στο βιβλίο του Καταγωγή των Ειδών έγινε πλέον σαφής, αλλά κάτω από τον υπότιτλο Αμφίβολα Είδη (σελ. 59) διαβάζουμε ότι, είναι αφάνταστα δύσκολο ν’ αποφασίσει κανείς αν πρέπει να κατατάξει μια μορφή σαν ποικιλία της άλλης, ακόμα κι όταν είναι στενά συνδεδεμένες μ’ ενδιάμεσους κρίκους… και για να καθορίσουμε αν μια μορφή πρέπει να ταξινομηθεί σαν είδος, ή ποικιλία, μας φαίνεται πως ο μόνος οδηγός είναι η γνώση των φυσιοδιφών που έχουν γερή κρίση και μεγάλη πείρα». Και παρακάτω: «Βέβαια, δεν έχει χαραχθεί ως τα σήμερα σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα είδη και στα υπο-είδη… και θεωρώ τον όρο είδος σαν δοσμένο αυθαίρετα» (σελ. 65, 66 και 488), ενώ και στην Καταγωγή του Ανθρώπου (σελ. 201), παραδέχεται ότι «ο όρος είδος είναι αυθαίρετος». Δηλαδή, παρά τις εναγώνιες προσπάθειές του, τελικά, δεν ήταν ξεκάθαρη γι΄ αυτόν η έννοια του είδους, και πολύ περισσότερο η ειδογένεση, «το μυστήριο των μυστηρίων» όπως το αποκάλεσε!
Αλλά αν δεν είναι ξεκάθαρη η έννοια του είδους πώς μπορεί να μιλήσει κανείς για την καταγωγή και την προέλευσή τους;

Επισημαίνοντας όλα τα ανωτέρω, τελικά, οδηγούμαστε στη μεγαλύτερη ίσως αντίφαση και δυσκολία και αδιέξοδο του Δαρβινισμού. Πριν από τον Κάρολο Δαρβίνο, όλες οι εξελικτικές θεωρίες του Lamarck, του Τσέιμπερς, του Σπένσερ κ.λπ., υπέθεταν ότι η εξέλιξη είναι μια διαδικασία προς έναν σκοπό (finalism).
Αυτή η ιδέα ή το σχέδιο είχε προσφέρει την κατεύθυνση και την κινητήρια δύναμη στη διαδικασία (process) της εξέλιξης. Αυτοί οι εξελικτικοί δεν απέρριπταν την ιδέα ύπαρξης Θεού, θεϊκού σχεδίου, απ’ την αρχή της δημιουργίας. 

Ωστόσο, με τον Δαρβίνο τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Διότι, η δαρβίνεια ερμηνεία μέσω της φυσικής επιλογής απέκλειε την τελολογική μορφή εξέλιξης της ζωής και της προέλευσης των ειδών. Και όχι μόνο. Ανέτρεπε την αντίληψη ότι (προ)υπήρχε ένας θείος νους που ήταν στην αρχή και εδημιούργησε, και προέβαλε την αντίληψη ότι από το μηδέν, από το απλό βαδίζουμε προς τον νου του ανθρώπου… αόριστα και ακαθόριστα.

Ο Δαρβίνος δεν ανεγνώριζε κανένα προκαθορισμένο σκοπό, είτε από κάποιον Θεό, ή από τη φύση. Η φυσική επιλογή που δρα από μόνη της, ήταν υπεύθυνη για την βαθμιαία συνεχή ανοδική εμφάνιση ανεπτυγμένων οργανισμών αλλά και περίπλοκων προσαρμοσμένων οργάνων (μάτι, χέρι, εγκέφαλος), μια φυσική δύναμη που δρα και λειτουργεί ωστόσο, προς κανένα σκοπό, αφού προέκυπτε από τον αγώνα των οργανισμών για επιβίωση… Αυτό όμως το σημείο, αποτέλεσε και ισχυρό σημείο τριβής μεταξύ των ίδιων των Δαρβινιστών και αποτέλεσε την πιο δύσκολη και πιο ανησυχητική πλευρά της θεωρίας του Δαρβίνου όπως αποκαλύπτει ο A. Hunter Dupree, στο βιβλίο του, Asa Gray 1810-1888 (1959, σελ. 295 επ.).

Το ερώτημα που έμενε μετέωρο και αναπάντητο ήταν: Αφού η φυσική επιλογή δρα χωρίς σκοπό, τι μπορεί να σημαίνουν οι όροι εξέλιξη, ανάπτυξη, πρόοδος, ανώτερο είδος, τελειότερο; Ξαφνικά, τέτοιοι όροι άρχισαν να φαίνονται σε πολλούς αντιφατικοί (K. Kuhn). Και όχι μόνο. Διότι ανέκυψε ένα μεγαλύτερο αναπάντητο ερώτημα: Τελικά, είναι η εξελικτική θεωρία μια εμπειρική επιστήμη, παρόμοιου χαρακτήρα με αυτή της φυσικής και της χημείας, ή μια ιστορική φιλοσοφική ερμηνεία της φύσης; 

Ο Θανάσης Γ. Παπαβασιλείου, καθηγητής της Βιοχημείας στην ιατρική σχολή Αθηνών, σημειώνει: «Ο Νεοδαρβινισμός είναι μια ιστορική θεωρία. Επομένως, εκτός από την ασάφεια, ακόμα και κατ’ αρχήν δεν αφήνει περιθώριο για πρόγνωση… Γι’ αυτόν το λόγο ακόμα δεν μπορεί να υπάρξει μια πραγματική επαλήθευσή της. Παραμένει μη ανατρέψιμη. Δεν (μοιάζει να) είναι αληθινή επιστήμη… (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Επιστήμη ή ποιητική της φύσης; 15/2/2009).

Ένα άλλο ερώτημα που ανέκυψε από την επιστημονική εξερεύνηση των θεωριών του Δαρβίνου, είναι και το εξής: Δέχθηκε ο Δαρβίνος επιδράσεις έξω-βιολογικές, εξω-επιστημονικές για τη διατύπωση της θεωρίας ή μάλλον των θεωριών του; Ή στηρίχτηκε μόνο στις φυσιοδιφικές παρατηρήσεις του;

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ο Oswald Spengler, ο μεγάλος αυτός ιστορικός, στο περίφημο έργο του Η παρακμή της Δύσης υποστήριζε ότι ο Δαρβινισμός είναι μια ρηχή εκδήλωση οικονομικοπολιτικών τάσεων, θεωρία που δεν βγήκε από τη φύση (τίποτα στη φύση, έλεγε, δεν τη μαρτυρεί), αλλά την έβαλε ο Δαρβίνος τεχνητά μέσα σ’ αυτήν για λόγους που είναι ξένοι προς την επιστήμη! Κατά τον Spengler, η θεωρία αυτή του Δαρβίνου εμφανίζει όχι το τι γίνεται στο φυσικό κόσμο αλλά ήταν μια εικόνα…της εξέλιξης της πολιτικής ιστορίας της Αγγλίας!

Μπορεί να θεωρηθεί κάπως περίεργη η θεωρία αυτή του Spengler. Το σίγουρο όμως είναι ότι, ο Δαρβίνος για να διατυπώσει τη θεωρία του, επηρεάστηκε από μια οικονομο-κοινωνιολογική θεωρία, τη θεωρία περί αύξησης του πληθυσμού του Thomas Malthus όπως ο τελευταίος τη διατύπωσε στο περίφημο βιβλίο του Μελέτη πάνω στην αρχή του πληθυσμού (An Essay on the Principal of Population, 1798). Ο Malthus παρατήρησε ότι, αν το βιοτικό επίπεδο της ζωής των φτωχών ανεβεί, όπως το επιθυμούσαν οι διαφωτιστές και κυρίως ο Ζαν Ζακ Ρουσώ, τότε θα υπάρξει αύξηση του αριθμού των φτωχών με βελτιωμένο επίπεδο. Ωστόσο, ο πληθυσμός αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο, ενώ τα μέσα παραγωγής με αριθμητική πρόοδο. Άρα, είναι αδύνατον τα μέσα να επαρκέσουν για τους ανθρώπους. Επομένως, οι άνθρωποι θα αρχίσουν έναν επί λέξει «αγώνα περί υπάρξεως», ενώ το βιοτικό τους επίπεδο θα μένει ως εκεί που μπορεί να φτάσει. Γι’ αυτό έπρεπε να περιοριστεί η αύξηση του πληθυσμού της γης ή ακόμη και να εξοντωθούν πολλοί άνθρωποι (δια πολέμων κ.λπ.) ώστε να περιοριστεί ή αποφευχθεί «ο αγώνας περί υπάρξεως».

Αυτή τη θεωρία του Malthus, γνωστή και ως Μαλθουσιανισμός, τη γνώρισε ο Δαρβίνος το 1838, και την εγκολπώθηκε, μεταφέροντάς την στην ερμηνεία της λειτουργίας της φύσης. Όπως παραδέχθηκε ο ίδιος, επειδή ήταν προετοιμασμένος για να εκτιμήσει έναν τέτοιο αγώνα για την ύπαρξη… «μου ήρθε ξαφνικά στη σκέψη ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες θα προέρχονταν ευνοϊκές μεταβολές και μεταλλαγές. Ενώ οι μη ευνοϊκές θα καταστρέφονταν. Το αποτέλεσμα όλων αυτών θα ήταν η διάπλαση και διαμόρφωση νέων ειδών» (Pobert E. D. Clark, Darwin, Before and After, 1967, σελ. 53).

Ο καθηγητής Μέγας Φαράντος, ορθά παρατηρεί ότι, ο Δαρβίνος όντας ο ίδιος Άγγλος αριστοκράτης, μέλος ενός λαού που επί μακρόν κυριάρχησε με τον ιμπεριαλισμό του και την αποικιοκρατία σ’ ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας, ζώντας εις βάρος άλλων λαών, έπρεπε, όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να κυριαρχεί και το κτηνώδες και απάνθρωπο τούτο ιδεώδες, κατά το πρότυπο της αρχαίας Ρώμης, εισήγαγε ως νόμον της φύσης και της ιστορίας, διότι η ζωή είναι πάλη, πόλεμος και ανταγωνισμός, ειδών και ατόμων προς επιβίωση (Μέγας Φαράντος, Επιστήμη & Θρησκεία, σελ. 519).

Ωστόσο, όπως φάνηκε, ο Δαρβίνος έδωσε πάρα πολλή μεγάλη σημασία, ένταση και έκταση από όση φαίνεται να έχει, αυτός ο αγώνας για ύπαρξη στη φύση, παραβλέποντας άλλα γεγονότα η στοιχεία, όπως αυτό της συμβίωσης ή αλληλοπροστασίας των όντων. Διότι, υπάρχουν πολλά είδη ζώων που ζουν ομαδικά, αλληλοπροσταστεύονται, και επιζητούν τη βοήθεια άλλων μικρότερων οργανισμών για να επιβιώσουν (π.χ. μέλισσες, μυρμήγκια, ψάρια, ορισμένα είδη θηλαστικών, ερπετών, πτηνών κ.λπ.). 

Η φύση συλλειτουργεί ως σύνολον, ως παγκόσμιος οργανισμός. Γι’ αυτό και ο Δαρβινιστής καθηγητής Ε. Μπιτσάκης, παραδέχθηκε ότι, ο Δαρβίνος υπερτίμησε το ρόλο του αγώνα για την ύπαρξη στην εξέλιξη των ειδών και από το διαλεκτικό ζεύγος συνεργασία-ανταγωνισμός υπερτίμησε το δεύτερο. Γιατί; Ιδού η απάντηση: «Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Ήταν μια ιδεολογική μεταφορά στο χώρο της Βιολογίας του ενδογενούς ανταγωνιστικού χαρακτήρα των αστικών κοινωνικών σχέσεων». Ο Χομπς εξέφρασε επιγραμματικά αυτή την κατάσταση με τη φράση πόλεμος πάντων ενάντια στα πάντα και ο Malthus τη θεώρησε πάγια κατάσταση στη θεωρία του για τον πληθυσμό (Ε. Μπιτσάκη, Η δαρβινική θεωρία στοιχείο της διαλεκτικής της φύσης).

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι, ο Δαρβίνος ως παιδί της εποχής του, δέχτηκε επιδράσεις εξωβιολογικές, εξωεπιστημονικές του πεδίου που ερευνούσε, για να διαμορφώσει μια θεωρία που θα ερμήνευε ολιστικά την προέλευση όχι των ειδών, όπως παραπλανητικά τιτλοφόρησε το βιβλίο του, αλλά ολόκληρου του φυτικού και ζωικού βασιλείου, της flora & fauna και του ίδιου του ανθρώπου, από μία, ή λίγες μορφές ζωής, παρά τις σοβαρές αδυναμίες των θεωριών του που ο ίδιος αναγνώριζε.

Υπάρχει, άραγε, κάποια ικανοποιητική εξήγηση γι’ αυτές τις ασάφειες, τις αντινομίες, τις αντιφάσεις στις σκέψεις του Δαρβίνου; Ασφαλώς και υπάρχει! Την απάντηση την δίνουν οι σύγχρονοι ιστορικοί της επιστήμης και εξελικτικοί. Να τι μας λένε.
Ο Δαρβίνος δημοσίευσε εσπευσμένα τις σκέψεις, τις απόψεις και τις όποιες παρατηρήσεις του, στο έργο του Η Καταγωγή των Ειδών, πριν προλάβει και δημοσιοποίησε τις παρόμοιες ιδέες του, ο φίλος του ο Alfred Wallace και του υφαρπάξει τη φήμη και την δόξα που ανέμενε να του επιδαψιλεύσουν οι σύγχρονοι του. 

Τις απόψεις του τις δημοσίευσε χωρίς εμπιστοσύνη στις ίδιες του τις ενδείξεις (Barry G. Gale). Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1858 έγραφε στον Hooker: «Πρέπει να καταλήξω σε κάποιο τελικό συμπέρασμα, είτε εγκαταλείψω είτε όχι, το φάντασμα της θεωρίας μου…» (The Correspondence of Ch. Darwin, 1821-1936).

Τα γραπτά του Δαρβίνου θα μας πει και ο γνωστός εξελικτικός R. Lewontin, έχουν περισσότερα κοινά με τους άλλους μεγάλων θεωρητικούς του 19ου αι. του Marx και του Freud, απ΄ ότι, με το Νεύτωνα. Το έργο του Δαρβίνου είναι γεμάτο ασάφειες, αντιφάσεις και θεωρητικές αναθεωρήσεις… Διαδοχικές εκδόσεις της Kαταγωγής των Eιδών περιέχουν σοβαρές αλλαγές. 

Ο R. Dawkins, ο περίφημος διάδοχός του, μας αποκαλύπτει ότι, η πρώτη έκδοση της Καταγωγής των Ειδών ήταν καλύτερη από την 6η έκδοσή του, διότι ο Δαρβίνος συνεχώς τροποποιούσε και προσέθετε, για ν’ απαντήσει στους επικριτές του (Ο τυφλός Ωρολογοποιός, σελ. 24).

Ο ιστορικός της επιστήμης Gale Barry επισημαίνει: «Η θεωρία του (Δαρβίνου) στην ουσία προηγήθηκε της γνώσης του. Δηλαδή, πέτυχε μια καινούργια και προκλητική θεωρία της εξέλιξης με περιορισμένες γνώσεις, που δεν ήταν ικανή να ικανοποιήσει ούτε τον ίδιο, ούτε τους άλλους ότι η θεωρία ήταν αληθινή. Δεν την αποδέχθηκε ούτε ο ίδιος, ούτε την απέδειξε στους άλλους. Απλώς, δεν γνώριζε αρκετά όσον αφορά τα πεδία της φυσικής ιστορίας επί των οποίων η θεωρία του έπρεπε να βασιστεί» (βλ. Barry G. Gale, Evolution without Evidence: Charley Darwin and the Origin of Species). 

Και ο R. Lewontin ορθά επισημαίνει ότι, μια θεωρία που φιλοδοξεί να εξηγήσει τα πάντα, στο τέλος, δεν εξηγεί τίποτα!

Είναι φανερό μετά από όλα αυτά ότι ο Δαρβινισμός, και συνακόλουθα ο έστω διαφοροποιημένος από αυτόν Νεοδαρβινισμός, να είναι «ένας ανήσυχος συνδυασμός δόγματος και ευσεβών πόθων» (Fred Hoyle). Ζυγιζόμενος δε, στην πλάστιγγα της πραγματικότητας, αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά, όχι ελλιπής, αλλά ελλιπέστατος!

πηγή  : www.tsinikopoulos.org