Πιστεύεις ότι ο Θεός είναι 3 ξεχωριστά πρόσωπα; Έχεις μελετήσει
την Αγία Γραφή για να δεις τι μας λέει για τη θεότητα;
Κολ.β:9 διότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της
θεότητος σωματικώς,
Αν πιστεύεις ότι ο Θεός είναι τριάδα, επειδή αυτή είναι η
παράδοση που σου έχουν διδάξει, θα πρέπει πραγματικά να πάρεις χρόνο να
μελετήσεις το θέμα. Αυτή η μικρή μελέτη που παρουσιάζουμε εδώ μιλάει με απλά
λόγια και είναι εύκολο να την καταλάβεις.
Από πού προέρχεται
λοιπόν η θεωρία της Τριάδας;
Λίγοι καταλαβαίνουν πώς η θεωρία της Τριάδας έφτασε στο
σημείο να είναι αποδεκτή - αρκετούς αιώνες μετά την ολοκλήρωση της Αγίας Γραφής!
Ωστόσο, οι ρίζες της πάνε πολύ πιο πίσω στην ιστορία.
Ιωάν.η:32 και θέλετε γνωρίσει την αλήθειαν, και η
αλήθεια θέλει σας ελευθερώσει.
Οι περισσότεροι άνθρωποι υποθέτουν ότι κάθε τι που φέρει την
ταμπέλα «Χριστιανικό», πρέπει να προέρχεται από τον Ιησού Χριστό και τους
πρώτους μαθητές Του. Αλλά αυτό, σίγουρα δεν είναι η αλήθεια. Το μόνο που έχουμε
να κάνουμε είναι να εξετάσουμε τα λόγια του Ιησού Χριστού και των αποστόλων για
να διαπιστώσουμε ότι αυτό σαφώς δεν είναι αλήθεια.
Οι ιστορικές αναφορές δείχνουν ότι ακριβώς όπως ο Ιησούς και
οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης προείπαν, διάφορες αιρετικές ιδέες και ψευδοδιδάσκαλοι
εμφανίστηκαν από τις αρχές της εκκλησίας, προερχόμενοι είτε μέσα από την
εκκλησία, είτε απ’ έξω. Ο Χριστός ο ίδιος προειδοποίησε τους μαθητές Του: «Βλέπετε μη σας πλανήση τις. Διότι πολλοί
θέλουσιν ελθεί επί τω ονόματί μου, λέγοντες, Εγώ είμαι ο Χριστός, και πολλούς
θέλουσι πλανήσει» Ματθ.κδ:4-5.
Μπορείς να διαβάσεις παρόμοιες προειδοποιήσεις και σε άλλα μέρη,
όπως: Ματθ.κδ:11, Πράξ.κ:29-30, Β’ Κορ.ια:13-15, Β’ Τιμ.δ:2-4, Β’ Πέτρ.β:1-2, Α’
Ιωάν.β:18-26, Α’ Ιωάν.δ:1-3.
Μόλις και μετά βίας δύο δεκαετίες μετά το θάνατο και την ανάσταση
του Χριστού, ο απόστολος Παύλος έγραψε ότι πολλοί πιστοί, πολύ γρήγορα, «μεταφέρονται... εις άλλο ευαγγέλιον»
(Γαλ.α:6). Έγραψε ότι αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει «ψευδαπόστολους, δόλιους
εργάτες» που μετασχηματίζονται σε αποστόλους του Χριστού» (Β’ Κορ.ια:13). Ένα
από τα μεγάλα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν ήταν οι «ψευδάδελφοι» (Β’
Κορ.ια:26).
Από τα τέλη του πρώτου αιώνα, όπως διαπιστώνουμε από την Γ’ Ιωάν.9-10,
οι συνθήκες είχαν φτάσει σε τέτοια άσχημη κατάσταση, που ψευδοεργάτες ανοιχτά
αρνήθηκαν να δεχτούν τους εκπροσώπους του απόστολου Ιωάννη και έκβαλαν τους αληθινούς
Χριστιανούς από την εκκλησία!
Πριν από λίγο, οι αληθινοί εργάτες του Θεού, είχαν γίνει μια
περιθωριοποιημένη και διάσπαρτη μειοψηφία, μεταξύ αυτών που αυτοαποκαλούντο
χριστιανοί. Μια πολύ διαφορετική θρησκεία, αρχίζει να συμβιβάζεται με πολλές
έννοιες και πρακτικές που είχαν τις ρίζες τους στην αρχαία ειδωλολατρία (μια
τέτοια ανάμειξη των θρησκευτικών πεποιθήσεων είναι γνωστή σαν συγκρητισμός, πολύ
κοινός στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκείνο τον καιρό), πήρε στα χέρια της και
μεταμόρφωσε την πίστη που εδραιώθηκε από τον Ιησού Χριστό.
Ο ιστορικός Jesse Hurlbut λέει γι’ αυτή την εποχή της Μεταμόρφωσης: «ονομάζουμε την
τελευταία γενιά του 1ου αιώνα, από το 68 μέχρι το 100 μ.Χ., «Η εποχή
των σκιών» εν μέρει επειδή η κατήφεια και το σκοτάδι των διωγμών ήταν πάνω από
την εκκλησία, αλλά προπάντων επειδή απ’ όλες τις περιόδους της Εκκλησιαστικής ιστορίας,
είναι αυτή που ξέρουμε τα λιγότερα πράγματα. Δεν έχουμε πλέον το καθαρό φως του
βιβλίου των Πράξεων να μας καθοδηγεί και κανένας άλλος συγγραφέας εκείνης της
εποχής δεν μπόρεσε να γεμίσει το κενό της ιστορίας...»
«Για πενήντα χρόνια μετά από τη ζωή του αποστόλου Παύλου, ένα
μαύρο πέπλο κρεμάστηκε πάνω από την εκκλησία, που προσπαθούμε μάταια να δούμε
και όταν επιτέλους φεύγει, περίπου το 120 μ.Χ. με τα συγγράμματα των πατέρων της
πρώτης εκκλησίας, βρίσκουμε μια εκκλησία σε πολλά σημεία πολύ διαφορετική απ’
ότι στις ημέρες του Πέτρου και του Παύλου» (Η ιστορία της χριστιανικής
εκκλησίας, 1970, σελ.33).
Αυτή η «πολύ διαφορετική» εκκλησία, θα αυξηθεί σε δύναμη και
επιρροή, και μέσα σε λίγο καιρό θα φτάσει στο σημείο να εξουσιάζει ακόμη και την
πανίσχυρη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία!
Από το δεύτερο αιώνα, τα πιστά μέλη της εκκλησίας του
Χριστού, το «μικρό ποίμνιο» (Λουκ.ιβ:32),
διασκορπίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τα κύματα των θανάσιμων διωγμών. Κρατιόταν σταθερά
στη βιβλική αλήθεια για τον Ιησού Χριστό και τον Πατέρα Θεό, αν και
καταδιώχτηκαν απ’ τις ρωμαϊκές αρχές, καθώς και από εκείνους που έλεγαν ότι
είναι χριστιανοί, αλλά στην πραγματικότητα δίδασκαν «έναν άλλο Ιησού» και ένα
«διαφορετικό Ευαγγέλιο» (Β’ Κορ.ια:4 & Γαλ.α:6-9).
Διαφορετικές ιδέες όσο αφορά στη θεότητα του Χριστού,
οδηγούν σε συγκρούσεις.
Αυτό ήταν το σκηνικό κατά το οποίο εμφανίστηκε στο προσκήνιο
το δόγμα της Τριάδας. Σ’ αυτές τις πρώτες δεκαετίες μετά τη διακονία το θάνατο
και την ανάσταση του Ιησού Χριστού, που επεκτάθηκαν και στους επόμενους αιώνες,
διάφορες ιδέες εμφανίστηκαν ως προς την ακριβή φύση του Ιησού. Ήταν άνθρωπος;
Ήταν ο Θεός; Ήταν ο Θεός που φανερώθηκε εν σαρκί; Ήταν μια παραίσθηση; Ήταν ένας
απλός άνθρωπος που έγινε Θεός; Δημιουργήθηκε από τον Θεό Πατέρα, ή υπήρχε αιώνια
μαζί με τον Πατέρα;
Όλες αυτές οι ιδέες είχαν τους πρωταγωνιστές τους. Η ενότητα
της πίστης της πρώτης εκκλησίας χάθηκε, καθώς νέες διδασκαλίες, πολλές από τις
οποίες δανείστηκαν ή προσαρμόστηκαν από ειδωλολατρικές θρησκείες, αντικατέστησαν
τις διδασκαλίες του Ιησού και των αποστόλων.
Ας είμαστε σαφείς ότι όταν πρόκειται για πνευματικές και
θεολογικές συζητήσεις σ’ αυτούς τους πρώτους αιώνες που οδήγησαν στη διατύπωση
της θεωρίας της Τριάδας, η αληθινή εκκλησία ήταν σε μεγάλο βαθμό απούσα από τη
σκηνή, είχε οδηγηθεί στις κατακόμβες.
Για το λόγο αυτό, σε αυτή την θυελλώδη περίοδο, βλέπουμε
συχνά συζητήσεις όχι μεταξύ αλήθειας και λάθους, αλλά μεταξύ ενός λάθους και ενός
διαφορετικού λάθους — γεγονός που σπάνια αναγνωρίζεται από πολλούς σύγχρονους μελετητές,
εντούτοις σημαντικό για την σωστή κατανόηση.
Ένα κλασικό παράδειγμα αυτού, ήταν η διαμάχη σχετικά με τη
φύση του Χριστού που οδήγησε τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μέγα, να
συγκαλέσει τη σύνοδο της Νίκαιας (στη δυτική Τουρκία) το 325 μ.Χ.
Ο Κωνσταντίνος, παρόλο που υποστηρίζεται από πολλούς σαν ο
πρώτος «Χριστιανός» Ρωμαίος αυτοκράτορας, ήταν στην πραγματικότητα ένας προσκυνητής
του ήλιου - που βαφτίστηκε μόνο στο νεκροκρέβατό του. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας
του, δολοφόνησε τον μεγαλύτερο γιο του και τη γυναίκα του. Ήταν επίσης έντονα αντισημίτης,
αναφερόμενος σ’ ένα από τα διατάγματα του «στο απεχθές εβραϊκό πλήθος» και «τα
έθιμα αυτών των πολύ κακών ανθρώπων» — έθιμα που στην πραγματικότητα ήταν ριζωμένα
στην Αγία Γραφή και εφαρμόστηκαν από τον Ιησού και τους αποστόλους.
Σαν αυτοκράτορας, σε μια περίοδο μεγάλη ταραχής μέσα στη
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο Κωνσταντίνος είχε την πρόκληση να διατηρήσει την
ενότητα της αυτοκρατορίας. Αναγνώρισε την αξία της θρησκείας σ’ αυτό το
πρόβλημα, την ενότητα της αυτοκρατορίας του. Αυτό ήταν, στην πραγματικότητα,
ένα από τα κύρια κίνητρα στην αποδοχή και καθιέρωση της «Χριστιανικής» θρησκείας
(η οποία, εκείνο τον καιρό, είχε παρασυρθεί πολύ μακριά από τις διδασκαλίες του
Ιησού Χριστού και των αποστόλων και ήταν χριστιανική μόνο κατ’ όνομα).
Αλλά τώρα ο Κωνσταντίνος αντιμετώπισε μια νέα πρόκληση. Ο ερευνητής
θρησκειών Karen Armstrong
εξηγεί ότι: «ένα από τα πρώτα προβλήματα που έπρεπε να λυθεί ήταν το δόγμα του
Θεού... ένας νέος κίνδυνος προέκυψε μέσα από την εκκλησία που χώρισε τους
Χριστιανούς σε πικρά αντιμαχόμενα στρατόπεδα».
Συζήτηση για τη φύση του Θεού στη σύνοδο της Νίκαιας
Από που ξεκίνησε η
θεωρία της Τριάδας;
Ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε τη σύνοδο της Νίκαιας το έτος 325
τόσο για πολιτικούς λόγους - για την ενότητα της αυτοκρατορίας — όσο και για θρησκευτικούς.
Το πρωτεύον ζήτημα εκείνη τη στιγμή, έγινε γνωστό σαν.
«Ελπίζοντας στην εξασφάλιση του θρόνου του με την υποστήριξη
του αυξανόμενου σώματος των Χριστιανών, τους έδειξε σημαντική εύνοια ενδιαφερόμενος
να έχει την εκκλησία ακμαία και ενωμένη. Η διαμάχη του Άρειου απειλούσε την
ενότητά και τη δύναμή της. Ανέλαβε λοιπόν να βάλει τέρμα σ’ αυτή την κατάσταση.
Του προτάθηκε, ίσως από τον Ισπανό επίσκοπο Όσιο, που είχε επιρροή στην αυλή, να
συγκαλέσει μια σύνοδο Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας, κι έτσι θα
αποκαθιστούσε την αρμονία. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος φυσικά, ούτε γνώριζε ούτε
νοιαζόταν καθόλου για το θέμα της διαφοράς, αλλά ήθελε να σταματήσει αυτή η διαμάχη
και η συμβουλή του Όσιου, ήταν αυτό που ήθελε να ακούσει» (Arthur Cushman McGiffert, “Α History of Christian Thought”, 1954, Vol. 1, p. 258).
O Άρειος, ιερέας από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, δίδασκε ότι
ο Χριστός, επειδή ήταν ο Γιος του Θεού, πρέπει να είχε μια αρχή και συνεπώς
ήταν μια ιδιαίτερη δημιουργία του Θεού. Ακόμα, αν ο Ιησούς ήταν ο Γιος, ο Πατέρας
αναγκαστικά πρέπει να ήταν ηλικιακά μεγαλύτερος.
Αντίθετος στις διδασκαλίες του Άρειου, ήταν ο Αθανάσιος, ένας
διάκονος επίσης από την Αλεξάνδρεια. Η άποψή του ήταν μια πρώιμη μορφή τριαδικότητας,
όπου ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα ήταν ένας, αλλά την ίδια στιγμή διαφορετικοί
μεταξύ τους.
Η απόφαση ως προς ποια θέση θα αποδεχόταν η σύνοδος των
εκκλησιών ήταν σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετη. Ο Karen Armstrong εξηγεί στην «Ιστορία του Θεού»: «όταν οι επίσκοποι
συγκεντρώθηκαν στη Νίκαια στις 20 Μαΐου 325, να επιλύσουν την κρίση, πολύ λίγοι
συμφωνούσαν με τη θέση του Αθανασίου για
το πρόσωπο του Χριστού. Οι περισσότεροι κρατούσαν μια θέση μεταξύ του Αθανάσιου
και του Άρειου» (σ. 110).
Σαν αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος ήταν στην ασυνήθιστη θέση
να αποφασίσει για τη διδασκαλία της εκκλησίας, τη στιγμή που δεν ήταν καν χριστιανός.
Τον επόμενο χρόνο ήταν που δολοφόνησε τη γυναίκα του και το γιο του, όπως
αναφέρθηκε προηγουμένως.
Ο ιστορικός Henry Chadwick
βεβαιώνει, «Ο Κωνσταντίνος, όπως και ο πατέρας του, λάτρευαν τον «Αήττητο ήλιο»
(The Early Church, 1993, p. 122). Όσο αφορά στον εναγκαλισμό του Χριστιανισμού από
τον αυτοκράτορα, ο Chadwick
παραδέχεται, «η μεταστροφή του δεν πρέπει να ερμηνεύεται σαν μια εσωτερική εμπειρία
της χάρης... Ήταν στρατιωτικό θέμα. Κατά πόσο κατάλαβε ποτέ τη χριστιανική διδασκαλία,
δεν ήταν ποτέ πολύ σαφές» (σ. 125).
Ο Chadwick λέει ότι το βάπτισμα στο νεκροκρέβατο του Κωνσταντίνου, αυτό
καθ’ αυτό φανερώνει χωρίς αμφιβολία τη «χριστιανική του πίστη». Ήταν κοινό για
τους κυβερνώντες να αναβάλουν το βάπτισμα, για να αποφύγουν την ευθύνη για βασανιστήρια και
εκτελέσεις εγκληματιών (σ.127). Αλλά αυτή η αιτιολόγηση, δεν βοηθά πραγματικά, αν
ήταν γνήσια η μεταστροφή του αυτοκράτορα.
Ο Norbert Brox, καθηγητής της εκκλησιαστικής ιστορίας,
επιβεβαιώνει ότι ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ποτέ στην πραγματικότητα Χριστιανός:
«ο Κωνσταντίνος δεν βίωσε καμία μεταστροφή, δεν υπάρχουν ενδείξεις αλλαγής της
πίστης του. Ποτέ δεν είπε ο ίδιος ότι στράφηκε σ’ έναν άλλο Θεό... Την εποχή που
στράφηκε προς το Χριστιανισμό, για τον ίδιο αυτό ήταν Sol Invictus (ο νικηφόρος
θεός ήλιος)» (A Concise History of the Early Church, 1996, p. 48).
Όταν ήρθε στη σύνοδο της Νίκαιας, η Εγκυκλοπαίδεια Britannica γράφει:
«Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος προέδρευσε, καθοδηγώντας ενεργά τις συζητήσεις και
προσωπικά πρότεινε... την κρίσιμη φόρμουλα που έκφραζε τη σχέση του Χριστού με τον
Θεό, στο σύμβολο της πίστεως που εξέδωσε η σύνοδος... Φοβισμένοι από τον
αυτοκράτορα, οι επίσκοποι, με δύο εξαιρέσεις μόνο, υπέγραψαν το σύμβολο της
πίστης, αν και πολλοί από αυτούς ήταν ενάντιοι αυτής της γραμμής» (1971
edition, Vol. 6, “Constantine,” p. 386).
Με την έγκριση του αυτοκράτορα, η σύνοδος απέρριψε την
μειοψηφούσα άποψη του Άρειου και, μη έχοντας κάτι να την αντικαταστήσει,
ενέκρινε την άποψη του Αθανάσιου — που κι αυτή ήταν μειοψηφούσα. Έτσι, η
εκκλησία έμεινε στην περίεργη θέση, να υποστηρίζει επίσημα την απόφαση που
πάρθηκε στη Νίκαια, να εγκρίνει την άποψη μιας μειοψηφίας των παρευρισκόμενων, από
εκείνο το σημείο και μετά.
Τα θεμέλια για την επίσημη αποδοχή της Τριάδας, τώρα είχαν
μπει — αλλά πήρε πάνω από τρεις αιώνες μετά το θάνατο και την ανάσταση του
Ιησού Χριστού για να αναφανεί αυτή η αντιβιβλική διδασκαλία!
Η απόφαση της συνόδου δεν τελείωσε τη συζήτηση
Η σύνοδος της Νίκαιας δεν τελείωσε τη διαμάχη. Ο Karen Armstrong εξηγεί: «ο
Αθανάσιος κατάφερε να επιβάλει τη θεολογία του στους συνέδρους... με τα χνώτα
του αυτοκράτορα πάνω από το λαιμό τους...
Η καταπιεστική συμφωνία ευχαρίστησε τον Κωνσταντίνο, ο
οποίος δεν είχε καμία κατανόηση των θεολογικών ζητημάτων, αλλά στην
πραγματικότητα δεν υπήρχε ομοφωνία στη Νίκαια. Μετά τη σύνοδο, οι επίσκοποι συνέχισαν
να διδάσκουν όπως έκαναν πριν, και η διαμάχη με τον Άρειο συνεχίστηκε για άλλα
εξήντα χρόνια. Ο Άρειος και οι οπαδοί του αγωνίστηκαν και κατάφεραν να
επανακτήσουν την αυτοκρατορική εύνοια. Ο Αθανάσιος εξορίστηκε τουλάχιστον πέντε
φορές (σελ. 110-111).
Η συνεχιζόμενη ασυμφωνία, κατά καιρούς ήταν βίαιη και
αιματηρή. Από την επαύριον της συνόδου της Νίκαιας, ο διάσημος ιστορικός Durant
γράφει, «Πιθανώς περισσότεροι Χριστιανοί σφαγιάστηκαν από Χριστιανούς αυτά τα
δύο χρόνια (342-3) από ό, τι από όλους τους διωγμούς των Χριστιανών από τους
ειδωλολάτρες στην ιστορία της Ρώμης» (The Story of Civilization, Vol. 4: The
Age of Faith, 1950, p.8). Στυγερά, ενώ ισχυρίζονταν ότι είναι χριστιανοί,
πολλοί πιστοί πολέμησαν και έσφαξαν ο ένας τον άλλο για τις διαφορετικές
απόψεις τους για τον Θεό!
Για τις επόμενες δεκαετίες, ο καθηγητής Harold Brown, που
αναφέραμε νωρίτερα, γράφει: «Κατά τη διάρκεια των μεσαίων δεκαετιών του αιώνα,
από το 340 μέχρι το 380, η ιστορία του δόγματος μοιάζει περισσότερο με τις
ίντριγκες ανάμεσα στην αυλή και την εκκλησία και με κοινωνικές αναταραχές... Τα
βασικά δόγματα που εκπονήθηκαν κατά την περίοδο αυτή, συχνά φαίνεται να έχουν δημιουργηθεί
από ίντριγκες ή κοινωνική βία και όχι από την κοινή συναίνεση της
Χριστιανοσύνης, καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα» (σ. 119).
Η συζήτηση στρέφεται στη φύση του Αγίου Πνεύματος
Οι διαφωνίες σύντομα επικεντρώθηκαν γύρω από ένα άλλο
ζήτημα, τη φύση του Αγίου Πνεύματος. Σ’ αυτή την περίπτωση, η δήλωση που
εκδόθηκε στη σύνοδο της Νίκαιας έλεγε απλά, «πιστεύουμε στο Άγιο Πνεύμα». Αυτό
«φαίνεται να έχει προστεθεί στο δόγμα του Αθανασίου εκ των υστέρων», γράφει ο
Karen Armstrong. «Οι άνθρωποι ήταν μπερδεμένοι σχετικά με το Άγιο Πνεύμα. Ήταν
απλά ένα συνώνυμο για τον Θεό ή ήταν κάτι περισσότερο;» (σελ. 115).
Ο καθηγητής Ryrie
γράφει, «Στο δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα, τρεις θεολόγοι από την επαρχία της
Καππαδοκίας, της Ανατολικής Μικράς Ασίας [σήμερα Κεντρική Τουρκία], έδωσαν το οριστικό
σχήμα στο δόγμα της Τριάδας» (σ. 65). Πρότειναν μια ιδέα που ήταν ένα βήμα πιο
μπροστά από την άποψη του Αθανάσιου — ότι ο Θεός πατέρας, ο Υιός Ιησούς, και το
Άγιο Πνεύμα ήταν ισότιμοι και αποτελούσαν μία οντότητα, αλλά την ίδια στιγμή
ήταν ξεχωριστοί, ο ένας από τον άλλο.
Αυτοί οι άνδρες — ο Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας, ο αδελφός
του Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης, και ο Γρηγόριος από την Ναζιανζό — είχαν «εκπαιδευτεί
στην ελληνική φιλοσοφία» (Armstrong,
σ. 113), η οποία αναμφίβολα είχε επηρεάσει τις πεποιθήσεις τους (δείτε «Greek Philosophy’s Influence on the Trinity Doctrine», beginning on page 14).
Κατά την άποψή τους, «η Τριάδα νοείτο μόνο σαν μια
μυστικιστική ή πνευματική εμπειρία... Δεν ήταν λογική ή πνευματική διατύπωση
αλλά ένα ευφάνταστο παράδειγμα που μπέρδευε το θέμα. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός,
το ξεκαθάρισε όταν εξηγούσε ότι η αναγνώριση του «τρία σε ένα», προκαλεί ένα δυσκολονόητο και αφόρητο
συναίσθημα που συγχύζει κάθε σκέψη και πνευματική διαύγεια.
Οι συνεχιζόμενες διαφορές οδηγούν στη σύνοδο της
Κωνσταντινούπολης
Το έτος 381, 44 χρόνια μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου, ο αυτοκράτορας
Θεοδόσιος ο Μέγας, συγκάλεσε τη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης για την επίλυση
αυτών των διαφορών. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, πρόσφατα διορισμένος σαν Αρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως, προέδρευσε στη σύνοδο, και πίεσε για την υιοθέτηση της
άποψής του για το Άγιο Πνεύμα.
Ο ιστορικός Charles Freeman
αναφέρει: «σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό από τις θεολογικές συζητήσεις της συνόδου
του 381, αλλά ο Γρηγόριος σίγουρα ήλπιζε να γίνει κάπως αποδεκτή η πεποίθησή
του ότι το Πνεύμα ήταν ομοούσιο με τον Πατέρα [εννοώντας ότι τα πρόσωπα είναι από
την ίδια ουσία, σαν υπόσταση].
«Αν ασχολήθηκε αδέξια με το θέμα ή αν απλά δεν υπήρχε καμία
πιθανότητα συναίνεσης, οι «Μακεδόνες», επίσκοποι που αρνήθηκαν να δεχτούν την
πλήρη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, εγκατέλειψαν τη Σύνοδο... Τυπικά, ο Γρηγόριος
μάλωσε τους επισκόπους ότι προτίμησαν να έχουν την πλειοψηφία, αντί να
αποδεχτούν απλά «το θείο λόγο» της Τριάδας και το κύρος του"(A.D. 381:
Heretics, Pagans and the Dawn of the Monotheistic State, 2008, p. 96).
Ο Γρηγόριος σύντομα αρρώστησε και έπρεπε να αποσυρθεί από τη
Σύνοδο. Ποιος θα προεδρεύει τώρα; «Υπήρχε κάποιος Νεκτάριος, ένας ηλικιωμένος προύχοντας,
που ήταν πολύ δημοφιλής στην πόλη, σαν αποτέλεσμα της εύνοιας που έδειξε για
τους αγώνες, αλλά δεν ήταν ακόμα βαπτισμένος Χριστιανός, κι αυτός εκλέχτηκε... Ο
Νεκτάριος φαίνεται να μη γνώριζε τίποτα από θεολογία, και έπρεπε να μυηθεί στην
απαιτούμενη πίστη πριν βαφτιστεί και καθιερωθεί (Freeman, σ. 97-98).
Παραδόξως, ένας άνθρωπος που δεν ήταν μέχρι αυτό το σημείο
χριστιανός, διορίστηκε να προεδρεύσει σε μια σημαντική Σύνοδο των Εκκλησιών,
επιφορτισμένη με τον καθορισμό της διδασκαλίας σχετικά με τη φύση του Θεού!
Η Τριάδα γίνεται το επίσημο δόγμα
Η διδασκαλία των τριών Καππαδοκαίων θεολόγων «κατέστησε
δυνατό για τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (381) να επιβεβαιώσει τη θεότητα του
Αγίου Πνεύματος, που μέχρι εκείνο το σημείο δεν είχε εκφραστεί πουθενά σαφώς,
ούτε καν στην Αγία Γραφή» (The HarperCollins Encyclopedia of Catholicism,
“God,” p. 568).
Η Σύνοδος υιοθέτησε την παρακάτω θέση: «Πιστεύω εις ένα
Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και
αοράτων. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον
εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων˙... Και εις το Πνεύμα το άγιον,
το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ
συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν δια των προφητών....» Η δήλωση
επιβεβαίωσε επίσης την πίστη σε μία, Αγία, καθολική [εννοώντας σε αυτό το
πλαίσιο παγκόσμια, ολόκληρη ή πλήρη] και Αποστολική Εκκλησία...»
Με τη δήλωση αυτή του 381, γνωστή σαν το πιστεύω της Συνόδου
Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης, η Τριάδα, όπως είναι γενικά παραδεκτή σήμερα, έγινε
η επίσημη πίστη και διδασκαλία σχετικά με τη φύση του Θεού.
Ο καθηγητής Θεολογίας Richard Hanson παρατηρεί ότι ένα αποτέλεσμα της
απόφασης της συνόδου «ήταν να μειωθεί η σημασία της λέξης Θεός, από μια πολύ
μεγάλη ποικιλία εναλλακτικών σε ένα μόνο», έτσι που «όταν ο δυτικός άνθρωπος
σήμερα λέει «Θεός» να εννοεί τον αποκλειστικά Τριαδικό Θεό και τίποτα άλλο» (Studies in Christian Antiquity, 1985,pp. 243-244).
Έτσι, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος — που είχε βαφτιστεί μόνο ένα
χρόνο πριν από τη σύγκληση του συνόδου — ήταν, όπως ο Κωνσταντίνος πριν 60
χρόνια, ένα όργανο στη θέσπιση σημαντικής διδασκαλίας της εκκλησία. Ο ιστορικός
Charles Freeman
σημειώνει: «είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο Θεοδόσιος δεν είχε κανένα προσωπικό
θεολογικό υπόβαθρο και σαν τέτοιος, πέτυχε να θέσει σαν δόγμα μια φόρμουλα που
περιέχει δυσεπίλυτα φιλοσοφικά προβλήματα, για τα οποία είχε τέλεια άγνοια. Ουσιαστικά,
οι νόμοι του αυτοκράτορα σταμάτησαν τη συζήτηση, ενώ τα προβλήματα ήταν ακόμη
άλυτα» (σ. 103).
Άλλες γνώμες σχετικά με τη φύση του Θεού, απαγορεύτηκαν.
Τώρα που είχε επιτευχθεί μια απόφαση, ο Θεοδόσιος δεν θα
ανεχόταν καμία διάσταση απόψεων. Εξέδωσε λοιπόν ένα διάταγμα που έλεγε: «εμείς
τώρα διατάσσουμε, ότι όλες οι εκκλησίες πρέπει να παραδίδονται σε επισκόπους
που ομολογούν ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι μια ενιαία λαμπρότητα,
της ίδιας δόξας, του ίδιου μεγαλείου, που δεν δημιουργεί κανένα ιερόσυλο
διαχωρισμό, αλλά (που επιβεβαιώνει) την τάξη της Αγίας Τριάδας με την
αναγνώριση των προσώπων και την ενότητα της θεότητας» (αναφορά από Richard Rubenstein When
Jesus Became God, 1999, p. 223).
Ένα άλλο διάταγμα από τον Θεοδόσιο πήγε ακόμα πιο πέρα τις
απαιτήσεις για την τήρηση της νέας διδασκαλίας: «Ας πιστεύουμε τη μία θεότητα
του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σαν ίση μεγαλειότητα και σαν Αγία
Τριάδα. Εξουσιοδοτούμε τους οπαδούς του παρόντος νόμου, να πάρουν τον τίτλο του
Καθολικού Χριστιανού, αλλά όσον αφορά στους άλλους, εφόσον, κατά τη γνώμη μας,
είναι ανόητοι και τρελοί, διατάσσουμε να ονομάζονται με το ατιμωτικό όνομα του
αιρετικού, και δεν επιτρέπεται να δίνουν στις συναθροίσεις τους το όνομα
εκκλησία.
«Θα υποφέρουν κατά πρώτον την τιμωρία της θεϊκής καταδίκης,
και κατά δεύτερον την τιμωρία που η εξουσία μας, σε συμφωνία με τη βούληση του
ουρανού, θα αποφασίσει να εκτελέσει» (reproduced in Documents of the Christian
Church, Henry Bettenson, editor, 1967, p. 22).
Έτσι, βλέπουμε ότι μια διδασκαλία που ήταν ξένη στον Ιησού
Χριστό, που ποτέ δεν διδάχτηκε από τους αποστόλους και ήταν άγνωστη σε όλους τους
βιβλικούς συγγραφείς, ήταν κάπου κρυμμένη και ξαφνικά αποκαλύφθηκε. Όσοι διαφωνούσαν,
σύμφωνα με τα διατάγματα του αυτοκράτορα και της εκκλησιαστικής εξουσίας, έπαιρναν
τον τίτλο του αιρετικού και αντιμετωπιζόταν ανάλογα.
Η θεωρία της τριάδας αποφασίστηκε μέσα από δοκιμές και
λάθη.
Αυτή η ασυνήθιστη αλυσίδα γεγονότων είναι ο λόγος που οι
καθηγητές της Θεολογίας Anthony
και Richard Hanson
θα συνοψίσουν την όλη ιστορία, με απόλυτη βεβαιότητα στο βιβλίο τους: Η έρευνα
της χριστιανικής πίστης, λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι η υιοθέτηση της θεωρίας της Τριάδας
ήρθε σαν αποτέλεσμα «μιας διαδικασίας θεολογικής διερεύνησης που διήρκεσε
τουλάχιστον τριακόσια χρόνια... Στην πραγματικότητα ήταν μια διαδικασία δοκιμών
και λαθών, στην οποία τα σφάλματα δεν ήταν απλά ανορθόδοξα... Θα ήταν ανόητο να
εμφανίζουμε το δόγμα της Αγίας Τριάδος ότι επιτεύχθηκε με άλλο μέσο"(1980,
σ. 172).
Στη συνέχεια καταλήγουν στο συμπέρασμα: «αυτή ήταν μια μακρόχρονη,
μπερδεμένη διαδικασία, δια της οποίας, διαφορετικές σχολές σκέψης μέσα στην
εκκλησία, επεξεργάστηκαν για τους ίδιους, και στη συνέχεια προσπάθησαν να
επιβάλουν στους άλλους, την απάντησή τους στην ερώτηση, «πόσο θείος είναι ο
Ιησούς Χριστός;»... Εάν υπήρξε ποτέ μια αμφισβήτηση που τελικά αποφασίστηκε με
τη μέθοδο των πειραματισμών και λαθών, είναι ακριβώς αυτή» (σ. 175).
Ο Αγγλικανός κληρικός και Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της
Οξφόρδης K.E. Kirk γράφει για την υιοθέτηση του
δόγματος της Τριάδας: «η θεολογική και φιλοσοφική υπεράσπιση της θεότητας του Πνεύματος
αρχίζει τον τέταρτο αιώνα. Φυσικά, στρεφόμαστε στους συγγραφείς εκείνης της
περιόδου για να ανακαλύψουμε ποιους λόγους είχαν γι’ αυτή την πίστη τους. Προς
έκπληξή μας, είμαστε αναγκασμένοι να παραδεχτούμε, ότι δεν είχαν κανένα...
«Η αποτυχία της «χριστιανικής»
θεολογίας... να παρουσιάσει λογική αιτιολόγηση αυτού του θεμελιώδους σημείου του
Τριαδικού δόγματος, είναι σπουδαιότατης σημασίας. Είμαστε αναγκασμένοι, ακόμη
και πριν στραφούμε στην ερώτηση της εμπειρικής δικαιολόγησης του δόγματος, να
αναρωτηθούμε αν ποτέ η θεολογία ή η φιλοσοφία είχε λόγους να πιστεύει την Τριαδική
θεωρία» (“The Evolution of the Doctrine of the Trinity,” published in Essays on
the Trinity and the Incarnation, A.E.J. Rawlinson, editor, 1928, pp. 221-222).
Γιατί πιστεύουν σε μια διδασκαλία που δεν είναι Βιβλική;
Αυτή, εν συντομία, είναι η καταπληκτική ιστορία, πώς η
θεωρία της Τριάδας έκανε την εμφάνισή της — και πώς αυτοί που αρνήθηκαν να την αποδεχτούν
πήραν τον χαρακτηρισμό αιρετικοί και άπιστοι.
Αλλά, μπορούμε πραγματικά, να βασίσουμε την άποψή μας για τον
Θεό, σε μια διδασκαλία που δεν ορίζεται ρητά μέσα στην Αγία Γραφή, που δεν είχε
διατυπωθεί για τρεις αιώνες μετά την εποχή του Ιησού Χριστού και των αποστόλων,
που συζητήθηκε και αμφισβητήθηκε για δεκαετίες (για να μην πούμε για τους αιώνες
που ακολούθησαν), που επιβλήθηκε από συνόδους στις οποίες προέδρευαν αρχάριοι
και άπιστοι και που τελικά «αποφασίστηκε με τη μέθοδο της δοκιμής και του
λάθους (ψαχτά)»;
Φυσικά και όχι. Αντίθετα θα πρέπει να κοιτάξουμε στο λόγο
του Θεού – όχι σε ανθρώπινες ιδέες — για να δούμε πώς αποκαλύπτει ο Δημιουργός
τον εαυτό Του!
Στην ερώτηση λοιπόν, από που προήλθε η διδασκαλία της
τριάδας, η απάντηση είναι: από τον άνθρωπο!