«ο νομίζων ότι ίσταται ας βλέπη μη πέση»
Για δυο πρόσωπα μόνο, η Παλαιά Διαθήκη μας αναφέρει
πως «περιεπάτησαν μετά του Θεού», κι αυτά ήσαν ο Ενώχ κι ο Νώε. Ο μεν
πρώτος, για τον οποίο η Γραφή δεν μας αναφέρει τίποτε εις βάρος του, «ευηρέστησεν
τον Θεόν», και σαν αμοιβή του δόθηκε να μη γευτεί σωματικό θάνατο διότι «μετέθεσεν
αυτόν ο Θεός» (Γεν.ε:24).
Ο δε δεύτερος όμως, ο οποίος, αν και «περιεπάτησεν
- κι αυτός - μετά του Θεού», επειδή στο διάστημα της ζωής του δε
στάθηκε «τέλειος» μετά του Θεού, αλλά ανοιχτά αμάρτησε, δεν τιμήθηκε με μια
όμοια με τον Ενώχ «μετάθεση» αλλά γεύτηκε το θάνατο, όπως κάθε άλλος θνητός.
Ο Νώε ήταν ο ένας απ’ τους δυο ανθρώπους - ο άλλος
ήταν ο Αδάμ - στους οποίους δόθηκε το μοναδικό μεταξύ όλων των ανθρώπων
προνόμιο να γίνουν «κληρονόμοι όλης της γης», ο δε δεύτερος και «κληρονόμος
της δια πίστεως δικαιοσύνης» (Εβρ.ια:7).
«Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον· κατ’ εικόνα
εαυτού... άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς·... και είπε προς αυτούς ο Θεός,
Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε την γην και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε
επί....» (Γεν.α:27-28).
«Και ευλόγησεν ο Θεός τον Νώε και τους υιούς αυτού·
και είπε προς αυτούς, Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε την γην...» (Γεν.θ:1).
Ο Νώε ήταν γιος του Λάμεχ, γιου του Μαθουσάλα, του
μακροβιότερου που υπήρξε ποτέ ανθρώπου (969 χρόνια), και έζησε 950 χρόνια.
Πέθανε, δηλαδή, 20 χρόνια μεγαλύτερος απ’ τον Αδάμ.
Μερικές αξιοσημείωτες λεπτομέρειες που η Γραφή μας
παρέχει για τη ζωή και το χαρακτήρα του Νώε, πλην της γενεαλογίας του είναι ότι
ήταν ηλικίας πεντακοσίων ετών όταν γέννησε τους τρεις γιους του, τον Σημ, τον
Χαμ και τον Ιάφεθ, κι ότι «ήτο άνθρωπος δίκαιος, τέλειος μεταξύ των
συγχρόνων αυτού· μετά του Θεού περιεπάτησεν ο Νώε» (Γεν.ς:9-10).
Οπωσδήποτε η Γραφική εξιστόρηση για το πρόσωπό του
περιέχει το μοναδικό κι ανεπανάληπτο γεγονός του «κατακλυσμού» που έγινε στις
ημέρες του, στο οποίο διαδραμάτισε μαζί με την οικογένειά του τον πρωτεύοντα
ρόλο, κι η οποία οικογένεια μόνο διασώθηκε απ’ όλους τους κάτοικους της γης.
Διαβάζουμε:
«Και μετεμελήθη ο Κύριος ότι εποίησε τον άνθρωπον
επί της γης και ελυπήθη εν τη καρδία αυτού. Και είπεν ο Κύριος, Θέλω εξαλείψει
τον άνθρωπον, τον οποίον εποίησα, από προσώπου της γης· από ανθρώπου έως
κτήνους, έως ερπετού, και έως πτηνού του ουρανού... Ο δε Νώε εύρε χάριν ενώπιον
Κυρίου» (Γεν.ς:6-8).
«Και είπεν ο Θεός προς τον Νώε, Το τέλος πάσης
σαρκός ήλθεν ενώπιόν μου, διότι η γη ενεπλήσθη αδικίας απ’ αυτών· και ιδού θέλω
εξολοθρεύσει αυτούς και την γην. Κάμε εις σεαυτόν κιβωτόν...» (ς:13-14). «Ιδού εγώ επιφέρω τον κατακλυσμόν των υδάτων...»
(17-19).
«Και είπεν ο Κύριος προς τον Νώε, είσελθε συ και
πας ο οίκος σου εις την κιβωτόν... και έγεινεν ο κατακλυσμός τεσσαράκοντα
ημέρας επί της γης» (ζ:1, 13, 17).
Ο Θεός 120 χρόνια πριν απ’ τον κατακλυσμό παράγγειλε
στον Νώε την κατασκευή της κιβωτού, μετά την αποπεράτωση της οποίας ο Νώε πήρε
την εντολή απ’ το Θεό να μπει μαζί με την οικογένειά του και με τα ζευγάρια των
κτηνών και των ερπετών και των πτηνών που προορίζονταν να διασωθούν. Κι αφού ο
Θεός έκλεισε την πόρτα της κιβωτού, τότε άρχισε ο κατακλυσμός. Άνθρωποι και ζώα
παρέμειναν μέσα στην κιβωτό επί 365 μέρες κι έζησαν αξιοσημείωτες λεπτομέρειες
που παραλείπουμε ν’ αναφέρουμε λόγω έλλειψης χώρου, κι αφού η βροχή σταμάτησε
και τα ύδατα αποσύρθηκαν, πήραν και πάλι του Θεού την εντολή οριστικά να βγουν.
Το πρώτο πράγμα που ο Νώε, όχι κατ’ εντολή Θεού
αλλά με προσωπική πρωτοβουλία έκαμε, ήταν να στήσει ένα «θυσιαστήριο» στον
Κύριο και να προσφέρει πάνω σ’ αυτό ολοκαυτώματα. Δείγμα ευγνωμοσύνης του στο
Θεό, ο Οποίος διέσωσε αυτόν και την οικογένειά του, κάνοντάς τους συγχρόνως και
«κληρονόμους όλης της γης». Ο δε Θεός ευαρεστηθείς απ’ τη θυσία αυτή
είπε: «Δεν θέλω καταρασθεί πλέον την γην εξ αιτίας του ανθρώπου...»
(η:20-22), και έθεσε σαν σημείο της υπόσχεσής Του αυτής μέσα στα σύννεφα το
ουράνιο τόξο (θ:1-7). Ο Θεός ευλόγησε τον Νώε και τους γιους του και τους είπε:
«Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε την γην» (θ:1).
Ο Νώε επιδόθηκε στη γεωργία. Φύτεψε μεταξύ άλλων
και αμπελώνα για να του δίνει το εύγευστο σταφύλι και τον απολαυστικό χυμό του,
«τον οίνον που ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου», όπως ο Ψαλμωδός μας
λέει στο βιβλίο του (ρδ:15). Η χρήση του, φυσικά, εννοεί ο λόγος του
Θεού κι όχι η κατάχρησή του. Η χρήση του, που μαζί με την ευφροσύνη
μπορεί να δώσει και θεραπεία στο σώμα, όπως ο Απ. Παύλος συμβουλεύει τον
Τιμόθεο να κάνει («ολίγον οίνον μεταχειοίζου δια τον στόμαχόν σου και τας
συχνάς σου ασθενείας», Α΄ Τιμ.ε:23), κι όχι η κατάχρησή του, που να μπορεί
να προκαλέσει «μέθη» και να βγάλει τον άνθρωπο απ’ τον εαυτό του. Όχι μόνο αλλά
και να του γίνει ακυβέρνητο πάθος, μεταβάλλοντάς τον σ’ ένα αξιοθρήνητο πλάσμα.
Στο σημείο αυτό παρουσιάζεται στη ζωή του Νώε «του
δικαίου και τελείου μεταξύ των συγχρόνων του», ένα στίγμα αμαρτίας που
αμαύρωσε τη μαρτυρία του. Η κατάχρηση του γλυκόπιοτου κρασιού τον έφερε μια
μέρα σε μεθύσι, με αποτέλεσμα να γυμνωθεί μες στη σκηνή του, με τον κίνδυνο οι
γιοι του να δουν τη γύμνωσή του, πράγμα που ο Θεός θεωρούσε επαίσχυντο. Ο ένας
γιος του, ο Χαμ, με τελεία απάθεια τον είδε και το ανάγγειλε στα δυο άλλα
αδέλφια του, τον Σημ και τον Ιάφεθ. Αυτοί,
όμως, από σεβασμό στο Θεό και στον πατέρα τους, κρατώντας στις πλάτες τους το
ένδυμά του μπήκαν περπατώντας προς τα πίσω στη σκηνή και με προσοχή, χωρίς να
δουν τη γύμνωση του πατέρα τους, τον έντυσαν (Γεν.θ:25-27).
Αφού ο Νώε ανένηψε και πληροφορήθηκε όσα ο Χαμ
έκανε, τον καταράστηκε να γίνει δούλος των άλλων δυο παιδιών του, κι
επικαλέστηκε τον Κύριο να ευλογήσει τον Σημ και τον Ιάφεθ, όπως και συνέβηκε
στη μετέπειτα ζωή τους, σύμφωνα με τα όσα η Γραφή αναφέρει.
Ο Νώε αποτελεί τον τύπο του «πεσμένου» (κάποτε και
σε κάτι) αγίου του Θεού, παρά το ότι μπορεί να υπήρξε «δίκαιος και τέλειος
μεταξύ των συγχρόνων του», και παρά το ότι, όπως ο Νώε «περιεπάτησεν
μετά του Θεού». Εδώ μάλιστα φαίνεται κι η μακροθυμία κι η συγχωρητικότητα
του Θεού, σαν «αγάπη» που είναι, στα πεσμένα παιδιά Του, ακόμα κι η ετοιμότητά
Του να ευλογεί αυτά που Τον σέβονται και εκτελούν τις εντολές Του. Αυτό ακριβώς
απεκόμισαν ο Σημ κι ο Ιάφεθ απ’ το Θεό, για την καλή τους συμπεριφορά απέναντι
στον πατέρα τους. «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου...» (Εξ.κ:12),
παραγγέλλει ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, ενώ στην Καινή Διαθήκη λέει: «Τα
τέκνα, υπακούετε εις τους γονείς σας εν Κυρίω· διότι τούτο είναι δίκαιον· Τίμα
τον πατέρα σου και τη μητέρα, ...» (Εφ.ς:1-2).
Η σημασία της λέξης ΝΩΕ είναι «ανακούφιση», υπό την
έννοια ότι δε θα ’ρχόταν πια άλλη τέτοια «κατάρα» του Θεού στον κόσμο κι ότι η
μακροθυμία του Θεού θ’ άφηνε να επιζήσει το ανθρώπινο γένος που θα ξεκινούσε
απ’ τον Νώε, ώστε σε κάποια κατάλληλη ιστορική στιγμή, να πραγματοποιήσει ο
Θεός τη σωτηρία του ανθρώπου δια του Ιησού Χριστού, την τωρινή και την αιώνια.
Έτσι κι έγινε. «Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον
Υιόν αυτού...» (Γαλ.δ:4). «Ο Χριστός εξηγόρασεν ημάς εκ της κατάρας του
νόμου, γενόμενος κατάρα υπέρ ημών...» (Γαλ.γ:13). Ώστε δεν είμεθα πια «υπό
κατάραν» αλλά «υπό ευλογίαν».
Αλλά η ανακούφιση για το ανθρώπινο
γένος, που το όνομα «Νώε» σημαίνει, δεν είναι μόνο η ανακούφιση απ’ την κατάρα,
αλλά είναι κι ένα μήνυμα αγάπης του Χριστού προς τον «πεσμένο» χριστιανό. Τον πεσμένο «Πέτρο» θα λέγαμε, τον πρώτο στον
οποίο ο Κύριος μετά την ανάστασή Του έστειλε το παρήγορο μήνυμα της συγχώρησής
Του, «Είπατε τοις μαθηταίς και τω Πέτρω...» (Μάρ.ις:7), και τον πρώτο
τον οποίο μετά την Ανάστασή Του συνάντησε, «... ο Κύριος ώφθη Κηφά...»
(Α΄ Κορ.ιε:5). Πράγμα που δείχνει πως ο τρυφερός κι ευγενικός Κύριός μας, το
«πεσμένο» τέκνο Του πρώτα σκέφτεται και γι’ αυτό πρώτα ενδιαφέρεται. Αυτός
είναι ο Ιησούς Χριστός ο Κύριος. Αξίζει μ’ όλη μας τη διάνοια και την καρδιά
και την ψυχή και τη δύναμη να Τον λατρεύουμε και να Τον αγαπάμε και να Τον
υπηρετούμε!!!