Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Γιατί ένας Θεός αγάπης δημιούργησε επιθετικά και σαρκοβόρα ζώα;



Για όσους δεν είναι επηρεασμένοι από το μοντέλο και το ιδεολόγημα του Δαρβινισμού, που έχει σφηνωθεί στις διάνοιες των επιστημόνων και έχει γενικά επικρατήσει, μια ματιά στη φύση αποκαλύπτει ότι, υπάρχει Δημιουργός, που είναι Θεός αγάπης, τάξης, αλλά και ομορφιάς. Ομορφιά απείρου κάλους υπάρχει στα φυτά, στα λουλούδια, στο μεγαλείο της θάλασσας, στα άσματα των πουλιών, σ’ ένα ηλιοβασίλεμα παντού. Γεγονός που το αναγνώρισαν μεγάλοι επιστήμονες του παρελθόντος και του παρόντος.

Ο Γερμανός αστρονόμος Ιωάννης Κέπλερ (1571-1630 μ.Χ.), ο λεγόμενος «νομοθέτης του ουρανού», λόγω της ανακάλυψης των τριών νόμων της κίνησης των πλανητών, κάποτε παρατήρησε: «Όπως ακριβώς ένας αρχιτέκτων, ο Θεός ασχολήθηκε με τη θεμελίωση του κόσμου, σύμφωνα με την τάξη και τον κανόνα». Ο Κάρολος Λινναίος, ο ιδρυτής της Βοτανικής (1707-1778), είπε: «Είδα τα ίχνη του Θεού στα έργα του… Δεν είδα το πρόσωπό του, αλλά η ανταύγεια της θεότητάς Του γέμισε την ψυχή μου με ανείπωτο θαυμασμό… ο κόσμος είναι ένα ανάκτορο της σοφίας του Υψίστου».

Ο Charles Lyell (1797-1875), γνωστός γεωλόγος και σύγχρονος του Δαρβίνου έγραψε: «Όπου κι αν στρέψουμε τις έρευνές μας ανακαλύπτουμε συνεχώς με φανερό τρόπο τα ίχνη του Δημιουργού Νου, την πρόνοια τη σοφία και τη Δύναμή Του!». Και ο σύγχρονος διάσημος κοσμολόγος Πολ Ντέιβις, δήλωσε: «Η εξήγηση του σύμπαντος πρέπει να βρίσκεται έξω από τον εαυτό του και αυτή η εξήγηση είναι ο Θεός… Υπάρχει καταρχή μια γενική παραδοχή ότι κάποιο είδος δημιουργίας πράγματι συνέβη».

Ωστόσο, απ’ την άλλη πλευρά, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι στη φύση, παρατηρούνται μερικά φαινόμενα που φαίνονται να αντιλέγουν σ’ αυτήν την εκδήλωση αγάπης του Θεού, και στην αρμονία, ή την τάξη και ομορφιά του φυσικού κόσμου.

Ένα τέτοιο φαινόμενο είναι και το φαινόμενο της αλληλοεξόντωσης των ζώων μεταξύ τους και μάλιστα, της εκδήλωσης επιθετικότητας μερικές φορές ζώων εναντίον και του ανθρώπου. Όλοι έχουμε δει σε φωτογραφίες και ντοκιμαντέρ (και μερικοί από κοντά σε ζωολογικούς κήπους) τους ισχυρούς κυνόδοντες του λιονταριού, τα φοβερά σαγόνια του λευκού καρχαρία, τις τρομερές σιαγόνες του κροκοδείλου, για τα γαμψά νύχια της λεοπάρδαλης. Αυτά φαίνονται κατασκευασμένα για να κατασπαράζουν άλλα ζώα και σάρκες. Είναι πασίγνωστο ότι μερικές φορές μάλιστα, γίνονται θύματα σαρκοβόρων ζώων, ανυποψίαστοι περιηγητές και κολυμβητές στην ζούγκλα και σ’ άλλα μέρη.

Αυτόματα λοιπόν και εύλογα, ανακύπτει το ερώτημα: Γιατί ένας Θεός αγάπης, όπως τον παρουσιάζει η Βίβλος και ο Χριστιανισμός, δημιούργησε σαρκοβόρα και επιθετικά ζώα; Πώς συμβιβάζονται η βία και ο πόνος που εκδηλώνεται στη φύση, με το έργο ενός Θεού που έκανε τα πάντα ‘καλά λίαν’, σύμφωνα με την Γένεση; Το ερώτημα που απασχόλησε ζωηρά τον Δαρβίνο, γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο για τους θρησκευόμενους πιστεύοντες, όταν διαβάζουν στη Γένεση 1:30, ότι ο Θεός έδωσε στα ζώα της γης, και στα πτηνά και τα ερπετά, «παν χλωρόν χόρτον εις τροφήν». Αφού, λοιπόν, αρχικά τα ζώα δημιουργήθηκαν ως φυτοφάγα και όχι σαρκοφάγα, πώς και πότε απόκτησαν χαρακτηριστικά και όργανα τέτοια (σιαγόνες, δόντια, νύχια) που φαίνονται ότι είναι φτιαγμένα αποκλειστικά για να ξεσχίζουν και να κομματιάζουν σάρκες;

Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση στο διπλό αυτό ερώτημα, με βάση τις πληροφορίες της Βίβλου και τις επιστημονικές παρατηρήσεις, έχοντας υπ’ όψη τη δυσχέρεια του θέματος, η οποία οφείλεται στην έλλειψη επαρκούς γνώσης και από τις δύο πηγές.

Η Βίβλος είναι πολύ σύντομη στην αναφορά της, οι δε επιστημονικές παρατηρήσεις γίνονται σήμερα. Όχι πριν από δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, όταν πρωτοεμφανίστηκαν τα ζώα. Μπορούμε να μιλήσουμε με κάποιες επιφυλάξεις, αφού κανείς σήμερα δεν έχει το πλήρες φάσμα των απαιτούμενων γνώσεων για να δώσει μια πλήρως ικανοποιητική απάντηση, και αφού κανείς δεν ήταν παρών τότε και κανείς δεν ζει κάτω από τις αρχικές εκείνες συνθήκες δημιουργίας.

Ήδη όμως, το δεύτερο ερώτημα, δίνει μερική απάντηση στο πρώτο. Γίνεται δηλαδή, φανερό από τη βιβλική αφήγηση, ότι ο Θεός ο ποιήσας «πάντα καλά λίαν», δεν δημιούργησε ευθύς εξαρχής άγρια σαρκοβόρα ζώα, γιατί όλα τα ζωικά πλάσματα αρχικά τρέφονταν με χόρτα και φυτική βλάστηση. Για τα ψάρια δεν γίνεται λόγος στη Βίβλο με τι θα τρέφονταν και έτσι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι γι’ αυτά.

Σε εκείνη την παραδείσια αρχική κατάσταση, είναι προφανές ότι, δεν υπήρχε ο φοβερός αγώνας περί υπάρξεως όπως τον συνέλαβε ο περίφημος ιδρυτής της εξελικτικής θεωρίας Κάρολος Δαρβίνος, κάνοντας τις δικές του παρατηρήσεις στα νησιά Γκαλαπάγκος, και αλλού όπου ταξίδευσε με το ιστιοφόρο Μπιγκλ. Τότε, ασφαλώς, τα ζώα δεν επιτίθονταν στον άνθρωπο, αλλά και ο αρχάνθρωπος δεν επιτίθετο στα ζώα για να τα εξολοθρεύσει ή για να τα χρησιμοποιήσει ως τροφή τη σάρκα τους. Ούτε ο άνθρωπος, ούτε τα ζώα, πλάστηκαν για να τρέφονται αρχικά με σάρκες άλλων ζώντων πλασμάτων. Ο άνθρωπος, κατά την Γένεση, δημιουργήθηκε για να είναι ο άρχων της γης, συμπεριφερόμενος με στοργικό τρόπο στα ζώα: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης» (Γεν. 1:28). Αυτή ήταν η αρχική εντολή και συνάμα ευλογία του Θεού, σύμφωνα με το βιβλίο της Γένεσης.

Τι συνέβη λοιπόν στη φύση και ιδιαίτερα στο ζωικό βασίλειο και άλλαξαν τα πράγματα άρδην; Κατ’ αρχάς, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι στο φυτικό βασίλειο, παρόλο που τα δέντρα και τα φυτά δημιουργήθηκαν για να είναι ωφέλιμα και ευχάριστα στον άνθρωπο, μετά την ‘πτώση’ του πρωτανθρώπου και εξαιτίας της, ανάμεσά τους, εμφανίστηκαν «άκανθαι και τρίβολοι» (Γεν. 3:18). Μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να έχει προέλθει προφανώς από κάποια μετάλλαξη, διότι είναι γνωστό ότι οι μεταλλάξεις κατά κανόνα, είναι επιβλαβείς και εκφυλιστικές, αλλά, πιο πιθανόν, από μια ανασύνθεση των γονιδίων που υπήρχαν σ’ αυτά από τον καιρό της δημιουργίας.

Μέσα σε κάθε αρχικό δημιουργηθέν ‘είδος’, φαίνεται ότι, ο Θεός εμφύτευσε μια ικανότητα πλατιάς ποικιλίας, κάνοντάς το στο μέλλον να υιοθετήσει μια ευρεία περιβαλλοντολογική προσαρμογή. Κάτι τέτοιο βέβαια, δεν θα πρέπει να το εκλάβουμε ως ‘εξέλιξη των ειδών’, ή εξελικτική μεταβολή από το απλούστερο στο συνθετότερο και από το κατώτερο στο ανώτερο, όπως το θέλει ο Δαρβινισμός. Το τελευταίο προϋποθέτει μηχανισμούς άλλους και ουσιώδεις δραστικές αλλαγές, που δεν παρατηρήθηκαν ποτέ.

Αυτές οι αλλαγές-προσαρμογές, εννοούνται μέσα στα πλαίσια του αρχικού είδους ή «γένους Ο΄» που δημιουργήθηκε (bara-min), και στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο συνθετότητας που αρχικά προβλέφθηκε. Πρόκειται δηλαδή, για μια μικρο-εξέλιξη και όχι για μια μακρο-εξέλιξη και μετάβαση από κατώτερο ον σε ανώτερο και συνθετότερο, όπως το θέλει η θεωρία της βιολογικής εξέλιξης.

Όσο καιρό το περιβάλλον ήταν ευχάριστο και συντελούσε στην παραγωγικότητα, τα χαρακτηριστικά των ζώντων πλασμάτων εμφανίζονταν ευχάριστα και αρμονικά. Αργότερα όμως, το εχθρικό περιβάλλον του μεταεδεμικού κόσμου και πολύ αργότερα του μετακατακλυσμιαίου, επέτρεψαν και μάλλον συνετέλεσαν, ώστε, αρκετά χαρακτηριστικά να προσαρμοστούν σ’ ένα εχθρικό και μη ειρηνικό περιβάλλον.

Έτσι, όχι μόνο ανάμεσα στα οπωροφόρα και ωφέλιμα φυτά εμφανίστηκαν αγκάθια και τριβόλια, αλλά και πολλά άλλα φυτά άρχισαν βαθμιαία να αναπτύσσονται με εκφυλιστικές τάσεις. Μερικά μεταβλήθηκαν σε ουδέτερα, ή βλαβερά αγριόχορτα. Ορισμένα μάλιστα, μετετράπησαν σε δηλητηριώδη. Πολλά βακτηρίδια που αρχικά ήταν χρήσιμα σε διάφορες οργανικές λειτουργίες, μετατράπηκαν σε ασθενοφόρους επιβλαβείς μικροοργανισμούς. Μερικοί οργανισμοί κατάλληλοι για συν-βίωση με άλλους, μετατράπηκαν σε άχρηστους, και έγιναν παράσιτα ζώντας σε βάρος των άλλων.

Στο σημείο αυτό οφείλω να μνημονεύσω ένα άλλο φαινόμενο που εξιτάρισε και προβλημάτισε τον Δαρβίνο: τα λεγόμενα σαρκοβόρα φυτά (Νηπενθή, δροσερές Διωναίες κ.άλλ.), τα οποία εξαπατούν και καταβροχθίζουν έντομα, που πέφτουν πάνω τους, με τα κολλώδη πλοκάμια τους και τις παγίδες. Ο Δαρβίνος έκανε πειράματα με κάποια τέτοια φυτά και κατέγραψε τις παρατηρήσεις του στο έργο του «Εντομοφάγα φυτά» (“Insectivorous Plants”, 1875).

Παρά τις όποιες παρατηρήσεις τους, οι επιστήμονες μέχρι σήμερα δεν έχουν διαλευκάνει αυτό το ‘μυστήριο’. Κάποιοι πιστεύουν ότι τα φυτά αυτά ζουν συνήθως σε βάλτους του Δάσους με φτωχά ενδιαιτήματα, και παίρνουν από τη λεία τους άζωτο, φωσφόρο και άλλες θρεπτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία ενζύμων και δρουν στη λειτουργία της φωτοσύνθεσης. Αυτό τα επιτρέπει να κάνουν ό,τι όλα τα φυτά: αναπτύσσονται παίρνοντας ενέργεια από τον ήλιο. Αυτά τα σαρκοβόρα φυτά πλεονεκτούν έναντι άλλων που λαμβάνουν τις θρεπτικές ουσίες μόνο με τις γνωστές μεθόδους και έτσι κατορθώνουν να επιβιώνουν (προσαρμογή).

Βλέπουμε λοιπόν, ότι, αρχικά αυτά τα φυτά δεν ήταν σαρκοβόρα, αλλά λόγω της πτωχείας των ενδιαιτημάτων τους στο έδαφος, μετέτρεψαν όργανά τους για να παγιδεύουν έντομα και να τρέφονται (βλ. Καρλ Τσίμερ, Μοιραία έλξη, National Geographic, Μάρτιος 2010, σελ. 28επ.). Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν δικαιώνει το Δαρβινισμό στο σύνολο των θεωριών του, και πολύ περισσότερο την καταγωγή όλων των όντων από έναν μονοκύτταρο οργανισμό, παρά μόνο στη θεωρία της προσαρμογής, που είναι λογική, και συμφωνεί και με τη Βίβλο στο θέμα ότι, η φύση στο σύνολό της, δεν λειτουργεί εδώ και χιλιάδες χρόνια όπως αρχικά δημιουργήθηκε, αλλά εκφυλίστηκε και έχασε τις ζωογόνες πρωτογενείς δυνάμεις της, ώστε να δημιουργηθεί μια διαταραχή και ανισορροπία στην αρχική τάξη και ισορροπία, και μια αυξημένη εντροπία που οδηγεί στην συνολική φθορά. Με αποτέλεσμα ζώα και φυτά, να επιδίδονται σε έναν αγώνα για την ύπαρξή τους μαζί με την ικανότητα συμβίωσής τους, που είναι πολύ πιο ανεπτυγμένη από τον αγώνα για την ύπαρξη και τον αλληλοσπαραγμό, όπως παρατήρησε ο Ρώσος επιστήμων Κροπότκιν (βλ. Π. Κροπότκιν, Η αλληλοβοήθεια).

Παρόμοιες αλλαγές προφανώς άρχισαν να επισυμβαίνουν σιγά-σιγά και στην πανίδα. Ίσως μεγαλύτερες αλλαγές να έλαβαν χώρα με κλιματολογικές και περιβαλλοντολογικές αλλαγές που επακολούθησαν τον τεραστίων διαστάσεων κατακλυσμό (Γεν., κεφ.7-9), που όπως προκύπτει απ’ τις συνδυασμένες μαρτυρίες της Βίβλου, της συγκριτικής μυθολογίας, της αρχαιολογίας και γεωλογίας, ήταν αναμφίβολα ιστορικό γεγονός (βλ. για περισσότερα Ο Κατακλυσμός του Νώε και οι ερμηνείες του).

Ενόσω στο φυτικό βασίλειο παρουσιάζονταν εκφυλιστικές τάσεις και αλλαγές, γινόταν όλο και πιο δύσκολο στα ζώα να βρίσκουν την τροφή τους αποκλειστικά από χόρτα, καρπούς και φυτά. Αναγκαστικά, στράφηκαν αλλού για εξεύρεση τροφής. Βαθμιαία, ορισμένα ζώα, άρχισαν να προμηθεύονται θρεπτικά στοιχεία για τις αναγκαίες πρωτεΐνες του οργανισμού τους, και με άλλη διατροφή, φονεύοντας και τρώγοντας μικρότερα ζώα.

Κατά κάποιο τρόπο, μερικά ζωικά είδη άρχισαν να εκδηλώνουν σαρκοβόρες επιθυμίες, λόγω των ελλείψεων που παρουσιάζονταν από το υποβαθμισμένο σε θρεπτικές ουσίες, φυτικό βασίλειο. Έτσι, μέσα στα πλαίσια της ποικιλίας των ζώντων οργανισμών σ’ ορισμένες οικογένειες, ευνοήθηκαν είδη, ποικιλίες και, ιδιαίτερα άτομα, που ανέπτυξαν την ικανότητα να συλλαμβάνουν, να φονεύουν και να τρέφονται με άλλα μικρότερα ζώα. Ζώα, εφοδιασμένα με δόντια και νύχια και άλλα παρόμοια χαρακτηριστικά που μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν καθ’οιονδήποτε τρόπο, προσαρμόστηκαν στις νέες καταστάσεις και κυριάρχησαν, διότι χρησιμοποιούσαν αποτελεσματικότερα τα όργανα αυτά, από άλλα άτομα της ίδιας οικογένειας-είδους, που δεν μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν. Χρησιμοποιώντας τα υπάρχοντα όργανά τους ανάλογα με τις ανάγκες τους και το νέο περιβάλλον, μερικά είδη έγιναν σαρκοβόρα, ενώ τα περισσότερα ζώα εξακολούθησαν να είναι φυτοφάγα. Μερικά είδη εξάλλου, άρχισαν να τρέφονται και με τα πτώματα άλλων ζώων παίζοντας εκκαθαριστικό ρόλο στο περιβάλλον.

Έτσι π.χ., μέχρι σήμερα, ο γορίλας διαθέτει τρομερούς κυνόδοντες, τους οποίους όμως χρησιμοποιεί για να ξεσχίζει και να καταβροχθίζει μεγάλες ποσότητες βλάστησης. Τα γιγαντιαία πάντα (είδος αρκούδας) τρέφονται με φυτικές τροφές όπως και οι αρκούδες γενικά, που αρχικά ήταν φυτοφάγες. Οι πολικές αρκούδες λόγω έλλειψης βλάστησης στην περιοχή τους προτιμούν τη διατροφή τους με φώκιες, ενώ τα αιλουροειδή προτιμούν να τρέφονται με σάρκες κατώτερων ζώων. Τα λεγόμενα επιθετικά τους όργανα (νύχια, σιαγόνες, δόντια) αυτά καθ’ εαυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ποικιλοτρόπως.

Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι τα λεγόμενα σαρκοβόρα, τρεφόμενα υπό έλεγχο και περιορισμό, αναπτύσσονται και με φυτικές τροφές. Σκύλοι, γάτες, αρκούδες και άλλα σαρκοβόρα, μπορούν να συνεχίζουν να ζουν χωρίς κρέας. Αρκεί να εκπαιδευτούν. Τα πιο πολλά μεγάλα ζώα (ελέφαντες, μαμούθ κ.άλλ.) ήτανε χορτοφάγα. Και η φάλαινα, το μεγαλύτερο ζων θηλαστικό, ζει με φυτοπλαγκτόν.

Το ότι κάπως έτσι πρέπει να ‘εξελίχτηκαν’ τα πράγματα, φαίνεται απ’αυτά που ήδη γνωρίζουμε, σε ορισμένες περιπτώσεις. Όλες οι νυχτερίδες έχουν τα ίδια δόντια, ωστόσο ορισμένα είδη τα χρησιμοποιούν για διατροφή τους με φυτά και άλλα ζουν με αίμα ζώων.

Μερικά είδη πιράνχας χρησιμοποιούν τα κοφτερά δόντια τους για να τρέφονται με φυτά και όχι με σάρκες άλλων (βλ. David Catchpoule Piranha, creation.com). Τα θηλυκά κουνούπια αναζητούν αίμα γιατί χρειάζονται αιμογλομπίνη για αναπαραγωγή, ενώ τα αρσενικά τρέφονται με χυμούς από τα φυτά!

Οι Δράκοι του Κομόντο είναι ζωντανό παράδειγμα, του τι συνέβη, αφού θεωρούνται ‘επιζήσαντες’ δεινόσαυροι. Πριν γίνουν σαρκοβόροι που επιτίθενται σε ζώα, για να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες, ήταν πτωματοφάγοι. Όταν τα πτώματα ζώων σπάνιζαν ή εξέλιπαν, σιγά-σιγά στράφηκαν και σε ζωντανά πλάσματα και απέκτησαν έτσι την ικανότητα και την έξη να διασφαλίζουν τη διατροφή τους με το να επιτίθενται σε άλλα ζώα.

Το ίδιο πρέπει να συνέβη και με κάποια είδη δεινοσαύρων. Εικοτολογείται από πολλούς παλαιοντολόγους, ότι, ο τυραννόσαυρος Ρεξ και άλλοι (υποτιθέμενοι) σαρκοβόροι δεινόσαυροι, λόγω του όγκου τους κινούνταν μέσα σε μικρές λίμνες με μικρά μπροστινά άκρα που δεν ευνοούσαν τη σύλληψη λείας (αλλά μάλλον τους βοηθούσαν όταν ήταν ξαπλωμένοι να ανασηκωθούν), ήταν πτωματοφάγοι αρχικά (βλ. άρθρο, Η εκθρόνιση του βασιλιά Τυραννόσαυρου, Καθημερινή, 28/7/2002, σελ. 20). Αργότερα έγιναν επιθετικοί σ’ άλλα πλάσματα, όταν εξέλιπαν βαθμιαία τα πτώματα και η άγρια βλάστηση δεν τους επαρκούσε και δεν καλύπτονταν οι διατροφικές τους ανάγκες (βλ. Jonathan Safrati and Lita Corner, Carnivorous dinosaurs had plant diet και A. Bloxham, Most dinosaurs were vegetation rather than meat-eating beasts, Telegraph (UK) 20/1/011). Τα δόντια τους άρχισαν να χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά για να καταναλώνουν σάρκες άλλων ζώντων πλασμάτων, αν και, τα δόντια από μόνα τους δεν αποδεικνύουν τη μοναδική χρήση σαρκοβόρων, διότι και οι γρυπόσαυροι με τα πανίσχυρα σαγόνια, με τα 800 δόντια ήταν φυτοφάγοι, όπως και ο ιπποπόταμος σήμερα είναι φυτοφάγος. Γίνεται γενικά αποδεκτό ότι και τα δόντια των φυτοφάγων δεινόσαυρων είχαν διάφορα σχήματα κατάλληλα για σκίσιμο, σκάλισμα, συντριβή ή κόψιμο. Οι παλαιοντολόγοι πιθανολογούν το είδος της τροφής των δεινοσαύρων από τα δόντια τους και τους κοπρόλιθους (Δρ Jen Green, Μουσείο Γλασκόβης). Τίποτα δεν είναι βέβαιο, γιατί τα απολιθώματα δεν μπορούν από μόνα τους να ερμηνεύσουν γεγονότα του απώτερου παρελθόντος. Παρεμπιπτόντως και η εξαφάνιση των δεινοσαύρων είναι ένα άλλο μυστήριο δεκτικό διαφορετικών ερμηνειών. Υπάρχουν γύρω στις 80 θεωρίες (!) με επικρατούσα την πτώση γιγαντιαίου μετεωρίτη.

Η θεωρία του Δαρβίνου, ότι η γη δεν είναι παρά ένας τεράστιος στίβος όπου επικρατεί ο σκληρός αγώνας για την ύπαρξη με το νόμο της ζούγκλας «ο θάνατος σου ή ζωή μου», είναι μια άποψη που ενέχει σπέρματα αλήθειας, αλλά ταυτόχρονα είναι μονόπλευρη και μεροληπτική. Όπως παρατήρησε ο διάσημος εξελικτικός παλαιοντολόγος Stephen Jay Gould, «ίσως οι περισσότεροι οργανισμοί να είναι χαριτωμένοι και όμορφοι όταν τους βλέπουμε, και η ειρηνική συνεργασία να υπερισχύει συνήθως απέναντι στο βίαιο ανταγωνισμό» (βλ. και Τζόναθαν Μπάλκομπ, Η χαρά της ζωής, Ελευθεροτυπία, 19/5/06).

Αξιοσημείωτο είναι ότι, τα περισσότερα άγρια ζώα δεν συγκρούονται για την τροφή τους, αλλά βάζουν σύνορα και δεν εισχωρούν τα μεν στο «βασίλειο» των δε. Ο δε θάνατος των κατώτερων ζώων γίνεται μόνο για την αναγκαία διατροφή τους και συνήθως είναι σύντομος ή ακαριαίος. Δεν βασανίζουν άλλα ζώα, ούτε αρέσκονται σε βασανισμούς, που στην ουσία είναι επινόηση του διεστραμμένου ανθρώπου.

Μέχρι σήμερα, ο μεγαλύτερος σφαγέας και σκληρότερος κυνηγός στη γη, είναι ο άνθρωπος. Πριν από την εμφάνιση του λευκού π.χ. στην Αμερική, υπήρχαν 60 εκατομμύρια βίσονες στις πεδιάδες της. Από την αχαλίνωτη σφαγή τους όμως, σήμερα υπάρχουν μόνο μερικές εκατοντάδες. Κι αυτό είναι μόνο ένα απλό παράδειγμα…

Όσον αφορά την επιθετικότητα κάποιων ζώων ενάντια στον άνθρωπο, μπορεί να παρατηρηθεί, ότι αυτά σπάνια επιτίθενται, εκτός αν προκληθούν, τρομάξουν ή τραυματιστούν. Δηλητηριώδη φίδια, όπως π.χ. η κόμπρα, αν τους δοθεί η ευκαιρία, προτιμούν να βρουν τρόπο ν’ αποφύγουν τον άνθρωπο, παρά να επιτεθούν. Το δηλητήριο των φιδιών, εξ άλλου αποδεικνύεται ότι παίζει κάποιο ρόλο για τη λειτουργία του σώματός τους και την πέψη της τροφής τους.

Ακόμα και ο περίφημος μεγάλος λευκός καρχαρίας, που παρουσιάζεται σε κινηματογραφικά έργα που εξάπτουν τη φαντασία, ως άγριος, αιμοδιψής δολοφόνος και επικίνδυνος για τον άνθρωπο, μπορεί να λεχθεί ότι ποτέ δεν βλέπει τους ανθρώπους σαν πηγή διατροφής. Μόνο κατά λάθος επιτίθεται περνώντας τους για φώκιες ή αν νιώσει ότι απειλείται και πρέπει να υπερασπίσει την περιοχή της κυριαρχίας του (βλ. Peter Benchley, National Geographic, και Miranda Macquitty, Καρχαρίες (1997) σελ. 48).

Άλλωστε, από τα 375 είδη-ποικιλίες καρχαριών που έχουν επισημανθεί, μόνο μερικά απ’ αυτά μπορεί ν’ αποτελέσουν απειλή για τον άνθρωπο. Τα δύο μεγαλύτερα είδη, ο καρχαρίας-φάλαινα και ο καρχαρίας-προσκυνητής, τρέφονται με πλαγκτόν και μικρά ψάρια, αδυνατώντας να καταπιούν κάτι μεγαλύτερο. Φαίνεται, ότι, ο πραγματικός σκοπός του καρχαρία όταν επιτίθεται, είναι τα τραυματισμένα ψάρια κάποιου δύτη που δένει συνήθως σε ψαροσακούλα στην περιοχή της μέσης του, παρά ο ίδιος ο δύτης (βλ. Περισκόπιο της επιστήμης, Νοέμβριος 1993, σελ. 44 επ., 71).

Ενώ κάθε χρόνο σημειώνονται το πολύ 75 επιθέσεις από καρχαρίες, ο άνθρωπος εξολοθρεύει ετησίως γύρω στα 100 εκατομμύρια καρχαρίες! Αν σκεφθούμε πόσοι άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από τροχαία ατυχήματα ή ακόμα και από κάποιο τσίμπημα εντόμου, είναι φανερό ότι οι καρχαρίες, θα πρέπει να συγκαταλεχθούν στους ελάχιστα επικίνδυνους εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου.

Παρά τα όσα είπαμε, παραμένει, βέβαια, το ερώτημα της λεγόμενης ισορροπίας της φύσης, και μερικά άλλα ερωτήματα, που ίσως δεν μπορούν να διαλευκανθούν ή ν’ απαντηθούν με την υπάρχουσα γνώση, ικανοποιητικά.

Σχετικά με την ισορροπία της φύσης, είναι γνωστόν κατ’ αρχάς, ότι πολλά ζώα έχουν έμφυτους μηχανισμούς για να μειώνουν την παραγωγικότητά τους όταν υπερπληθυνθεί το είδος τους. Αλλά ακόμα, είναι πολύ πιθανόν, ότι οι αρχικές ισορροπίες στο αρχικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της γονιμότητας εκάστου είδους, ήταν αρκετά διαφορετικές από τις σημερινές.

Στη φύση υπάρχουν πολλά μυστήρια που ακόμα ο άνθρωπος δεν έχει λύσει και, προφανώς, θα χρειαστεί πολύ χρόνο για να επιλύσει. Κατά τον φυσικό Robert A. Millikan (Νόμπελ 1923). «Ο Χάρτης της επιστήμης είναι ακόμα ένα λευκό χαρτί». Η φύση φαίνεται ευφυέστερη από εμάς! Όπως είχε επισημάνει ο Albert Einstein, «η φύση είναι ένα μεγάλο βιβλίο που είναι γεμάτο μυστήρια και ως τώρα δεν φανέρωσε όλα τα μυστικά του».

Συγγραφέας: Δημήτρης Τσινικόπουλος